Η αποχώρηση των αμερικανοΝΑΤΟικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν εντάσσεται στα σχέδια για συνολικότερη αναδιάταξή τους στην κεντρική Ασία |
Τόσο στην πρόσφατη συνάντηση των Προέδρων ΗΠΑ και Αφγανιστάν στο Λευκό Οίκο, όσο και στις διαβουλεύσεις σε ΝΑΤΟικά και άλλα επιτελεία για τη συνέχεια στη «συνεισφορά» της λυκοσυμμαχίας (και χωριστά των ΗΠΑ) στη «σταθερότητα» και «ανάπτυξη» της χώρας, αντανακλάται η βαρύτητα που δίνει ο βορειοατλαντικός άξονας στην Κεντρική Ασία, με δεδομένη τη σημασία της για τον ανταγωνισμό με το Πεκίνο και τη Μόσχα, καθώς και την άμεση διασύνδεσή της με την περιφέρεια του Ινδο-Ειρηνικού, όπου επικεντρώνονται τα τελευταία χρόνια ισχυρά μονοπωλιακά και γεωπολιτικά σχέδια.
Σε αυτό το κλιμακούμενο αντιλαϊκό αλισβερίσι, ειδικό ρόλο αναλαμβάνει η Τουρκία, που διαπραγματεύεται διάφορα ανταλλάγματα για την αστική της τάξη προκειμένου να διατηρήσει τη στρατιωτική της παρουσία στο Αφγανιστάν, αναλαμβάνοντας την ευθύνη για μια νέα επιχείρηση «ασφαλείας» για το αεροδρόμιο της Καμπούλ. Η νέα επιχείρηση, που έχει τις «ευλογίες» και τις «εγγυήσεις» των ΗΠΑ, διασφαλίζει κρίσιμες υποδομές και προϋποθέσεις για τη «νέα εποχή» της... «συνεισφοράς» τους στη χώρα, αλλά και για μια ενδεχόμενη «επιστροφή» των αμερικανοΝΑΤΟικών δυνάμεων αν αυτό απαιτηθεί από την εξέλιξη των ανταγωνισμών.
Ο υπουργός Αμυνας της Τουρκίας, Χ. Ακάρ, παρότι ανέφερε την Παρασκευή ότι «ακόμα δεν έχει ληφθεί κάποια απόφαση» και συνεχίζονται οι συζητήσεις με τους Αμερικανούς, τόνισε ότι η νέα επιχείρηση στο αεροδρόμιο της Καμπούλ είναι κρίσιμη καθώς αυτό «πρέπει να μείνει ανοιχτό και να λειτουργεί. Αλλιώς οι πρεσβείες θα εκδιωχθούν και το Αφγανιστάν θα μετατραπεί σε απομονωμένη χώρα».
Η νέα αποστολή της Τουρκίας φαίνεται ότι θα επεκταθεί και σε πιο ενεργό ρόλο στις διαβουλεύσεις γύρω από το σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας, με τη συμμετοχή και των Ταλιμπάν, που θεωρείται βασικό ζητούμενο για την «ειρήνη στο Αφγανιστάν». Με αυτόν τον προσανατολισμό συνεχίζονται και οι συναντήσεις μεταξύ της αφγανικής κυβέρνησης και των Ταλιμπάν, ενώ τέτοια συνάντηση επρόκειτο να φιλοξενήσει και η Αγκυρα την άνοιξη. Η συνάντηση τελικά αναβλήθηκε (στο πλαίσιο του παζαριού για τους όρους αποχώρησης των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ), ωστόσο επανειλημμένα εκπρόσωποι των Ταλιμπάν - παρά τη διαφωνία τους για την τουρκική αποστολή στο αεροδρόμιο της Καμπούλ - έχουν εκφράσει «συμπάθεια» για την «αδελφή χώρα Τουρκία».
Σημειωτέον, ο Ακάρ όλη την περασμένη βδομάδα είχε επίσημες επαφές σε Τατζικιστάν και Κιργιστάν, χώρες που «πλευρίζουν» και οι ΗΠΑ, αναζητώντας συμμάχους για την «υπεράσπιση της ασφάλειας και σταθερότητας» της ευρύτερης περιοχής.
Ορμή στις διεργασίες για την «ασφάλεια» έδωσαν και οι επιθέσεις ενόπλων που σημειώθηκαν τις τελευταίες μέρες στα σύνορα Αφγανιστάν - Τατζικιστάν, με πολλούς να εκφράζουν προθυμία να «στηρίξουν» την πλευρά του Τατζικιστάν.
Μεταξύ αυτών και η Ρωσία, που είναι μάλιστα σύμμαχος του Τατζικιστάν στον Οργανισμό της Συνθήκης για τη Συλλογική Ασφάλεια (CSTO). Ο επικεφαλής της Επιτροπής Αμυνας της Δούμας, Βλ. Σαμανόφ, τόνισε χαρακτηριστικά: «Σύμφωνα με τις δεσμεύσεις μας στον CSTO θα αναλάβουμε δράση. Δεν θα αφήσουμε το Τατζικιστάν μόνο του».
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, εξάλλου, την Πέμπτη είχε προγραμματιστεί να φτάσει στη Μόσχα ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του Αφγανιστάν, Αμπντουλάχ Μοχίμπ, για διαβουλεύσεις με τον Γραμματέα του Ρωσικού Συμβουλίου Ασφαλείας, Ν. Πατρούσεφ, με θέμα τη συνεργασία των δύο χωρών σε θέματα ασφαλείας.
Η «ανάγκη» ΕΕ - ΗΠΑ να «τρέξουν» την προσπάθεια ενίσχυσης της θέσης τους στα Δυτικά Βαλκάνια αναδείχτηκε και τη 2η μέρα του Φόρουμ των Πρεσπών, στη Βόρεια Μακεδονία, όπου συμμετείχαν κυβερνητικοί αξιωματούχοι, ακαδημαϊκοί και άλλοι «παράγοντες» από ΗΠΑ, ΕΕ κ.α.
Μετά τις επισημάνσεις του Αμερικανού υφυπουργού Εξωτερικών, Μάθιου Πάλμερ, ότι «μένει ακόμα πολλή δουλειά να γίνει, ειδικά καθώς οι γεωπολιτικοί μας ανταγωνιστές προσπαθούν επιθετικά να υπονομεύσουν την αξιοπιστία των ΗΠΑ και ΕΕ στην περιοχή και την ακεραιότητα της συλλογικής μας δέσμευσης», ο καθηγητής του αμερικανικού Ινστιτούτου Johns Hopkins Εντουαρντ Π. Τζόζεφ είπε ότι «η ΕΕ δεν μπορεί να καταστεί παγκόσμιος ηγέτης χωρίς να "δει σοβαρά" τα Βαλκάνια. Και η ΕΕ δεν αντιμετωπίζεται σοβαρά (στα Βαλκάνια). Το λέω αυτό με θλίψη ως Αμερικανός, γιατί η ΕΕ είναι σύμμαχός μας».
Στο μεταξύ, απογοήτευση για την πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων της ΕΕ (μετά από βέτο της Βουλγαρίας) να κρατήσει «παγωμένη» την επίσημη έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με τη χώρα του και την Αλβανία, εξέφρασε ο αναπληρωτής πρωθυπουργός της Βόρειας Μακεδονίας, αρμόδιος για την ευρωπαϊκή ενσωμάτωση, Ν. Ντιμιτρόφ, που είπε ότι «αν η ΕΕ δεν μπορεί να κάνει τη διαφορά στην περιοχή, που δεν αποτελεί πίσω αλλά μπροστινή της αυλή, αυτό φανερώνει από μόνο του το πρόβλημα που αντιμετωπίζει».
Στο Φόρουμ συμμετείχε και ο υφυπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Φ. Καϊμακτσί. Με φόντο τις επίμονες προσπάθειες της τουρκικής πλουτοκρατίας να διασφαλίσει προνομιακές σχέσεις με τις βαλκανικές χώρες, σημείωσε ότι «για τη διαμόρφωση μιας γεωπολιτικής ΕΕ στην Ευρώπη (...) πρέπει να επιταχυνθεί η ενταξιακή πορεία για όλες τις (υποψήφιες προς ένταξη) χώρες». Δεν παρέλειψε δε να ζητήσει από την ΕΕ να δείξει «συνέπεια» ως προς τη στάση της στο Κυπριακό και «να τηρήσει τις υποσχέσεις της απέναντι στους Τουρκοκύπριους».
Την Παρασκευή έγινε γνωστό ότι το Κόσοβο είναι ο πρώτος προορισμός στον οποίο έγιναν εξαγωγές των τουρκικής κατασκευής τεθωρακισμένων οχημάτων VURAN.
Σε μια παράλληλη εξέλιξη, ο Σέρβος Πρόεδρος, Αλ. Βούτσιτς, άφησε «μετέωρη» την εφαρμογή της συμφωνίας που υπέγραψαν Βελιγράδι - Πρίστινα τον περασμένο Σεπτέμβρη στο Λευκό Οίκο για την εξομάλυνση των σχέσεών τους, η οποία κατόπιν παρέμβασης των ΗΠΑ περιελάμβανε και τον απαράδεκτο όρο για μεταφορά της σερβικής πρεσβείας στο Ισραήλ από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ. Ο Βούτσιτς ανέφερε ότι «τα πράγματα άλλαξαν» μετά την αναγνώριση του Κοσόβου από το Ισραήλ, προσθέτοντας ότι δεν είναι σίγουρο το «αν» και «πότε» θα γίνει η μεταφορά της σερβικής πρεσβείας.
Η προσπάθεια ενίσχυσης των σχέσεων Βρετανίας - Γερμανίας στη μετά το Brexit εποχή, οι αντιθέσεις που εκδηλώνονται στην εφαρμογή της συμφωνίας ΕΕ - Βρετανίας, αλλά και οι εξελίξεις γύρω από την πανδημία, ήταν τα ζητήματα που βρέθηκαν στο επίκεντρο της συνάντησης που είχαν την Παρασκευή ο Βρετανός πρωθυπουργός, Μπ. Τζόνσον, και η Γερμανίδα καγκελάριος, Α. Μέρκελ, στη βρετανική πρωθυπουργική εξοχική κατοικία Chequers Court.
Στην κοινή συνέντευξη Τύπου των δύο ηγετών, ο Μπ. Τζόνσον υπογράμμισε το γεγονός ότι η Γερμανία αποτελεί τον δεύτερο μεγαλύτερο εταίρο της Βρετανίας, πρόσθεσε ωστόσο ότι υπάρχουν ακόμα θέματα προς επίλυση σε ό,τι αφορά την εφαρμογή της συμφωνίας για το Brexit, ειδικά σε σχέση με τη Βόρεια Ιρλανδία. Την πίστη της για δυνατότητα ανεύρεσης «πραγματιστικών λύσεων» στο τελευταίο θέμα εξέφρασε η Α. Μέρκελ.
Οι δύο ηγέτες συμφώνησαν για μια σειρά βρετανο-γερμανικών πρωτοβουλιών, μεταξύ των οποίων και για τη διενέργεια ετήσιων κοινών συναντήσεων των υπουργικών συμβουλίων των δύο χωρών.
Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις ΕΕ - Βρετανίας, η Α. Μέρκελ ανέφερε ότι το Βερολίνο επιθυμεί «να εργαστούμε για μια συνθήκη φιλίας ή μια συνθήκη συνεργασίας, η οποία θα αντικατόπτριζε όλο το εύρος των σχέσεών μας», προσθέτοντας ωστόσο πως πρέπει να υπάρξει μια προσέγγιση βήμα βήμα στη νέα σχέση με τη Βρετανία.
Σε ό,τι αφορά τη διαχείριση της πανδημίας, η Γερμανίδα καγκελάριος εκτίμησε ότι στο άμεσο μέλλον το Βερολίνο θα απαλείψει για τους πλήρως εμβολιασμένους τη 14ήμερη καραντίνα που έχει επιβάλει σε ταξιδιώτες που προέρχονται από τη Βρετανία λόγω της μεγάλης εξάπλωσης της παραλλαγής «Δέλτα».
Ο δε Μπ. Τζόνσον υπογράμμισε ότι δεν πρέπει να μείνουν εκτός των «διαβατηρίων εμβολιασμού» όσοι έχουν λάβει το εμβόλιο της «AstraZeneca» που παράγεται στην Ινδία με την επωνυμία Covishield. Περίπου 5 εκατομμύρια άνθρωποι στη Βρετανία έχουν λάβει το Covishield, το οποίο ωστόσο δεν αναγνωρίζεται από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκου (ΕΜΑ)...
Σημειώνεται τέλος ότι η Α. Μέρκελ, στο πλαίσιο της επίσκεψής της, μίλησε στο βρετανικό υπουργικό συμβούλιο, στην πρώτη τέτοια ομιλία ξένου ηγέτη μετά την ομιλία που είχε κάνει το 1997 ο τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπ. Κλίντον.
Νέα αεροπορική επιδρομή εξαπέλυσε την Παρασκευή το Ισραήλ κατά της Λωρίδας της Γάζας, με πρόσχημα τη χρήση μπαλονιών με προσαρμοσμένους αυτοσχέδιους εμπρηστικούς μηχανισμούς, οι οποίοι προκάλεσαν πυρκαγιές σε μεθοριακές περιοχές στο νότιο τμήμα της χώρας.
Η ισραηλινή Πολεμική Αεροπορία ισχυρίζεται ότι έπληξε εγκαταστάσεις παραγωγής όπλων της Χαμάς, ενώ οι υπηρεσίες ασφαλείας της Γάζας ανέφεραν ότι δεν υπήρξαν τραυματισμοί.
Απειλώντας με νέα κλιμάκωση του εγκλήματος στην Παλαιστίνη, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Ν. Μπένετ, μιλώντας την Πέμπτη σε στρατιωτική τελετή, ισχυρίστηκε ότι το Ισραήλ «δεν χαίρεται να πολεμά», αλλά «όταν το κρίνει αναγκαίο, δεν θα διστάσει να δώσει μαζική και ισχυρή απάντηση».
Στο μεταξύ, σύμφωνα με αραβικά και ισραηλινά ΜΜΕ, αντιπροσωπείες της ισραηλινής κυβέρνησης και της Χαμάς διεξάγουν «έμμεσες» συνομιλίες στο Κάιρο, με τη διαμεσολάβηση της Αιγύπτου.
Η κυβέρνηση της Κούβας καταγγέλλει τη νέα προκλητική έκθεση της κυβέρνησης των ΗΠΑ, που συμπεριλαμβάνει την Κούβα στις χώρες που... «δεν κάνουν αρκετά για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων»!
Είναι χαρακτηριστικό ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν αναφέρει στην έκθεση ως παράδειγμα «εμπορίας ανθρώπων» και ως «καταναγκαστική εργασία»... την τεράστια διεθνιστική προσφορά της ιατρικής μπριγάδας «Χένρι Ριβ», με την παγκόσμια αναγνώριση για τη συμβολή της ειδικά στην αντιμετώπιση της πανδημίας τον τελευταίο χρόνο σε περίπου 40 χώρες, και σε πάνω από 160 χώρες από όταν ιδρύθηκε, βοηθώντας σε διάφορες φυσικές καταστροφές και στην αντιμετώπιση ασθενειών.
Ο Κουβανός ΥΠΕΞ, Μπρούνο Ροντρίγκες Παρίγια, τονίζει ότι «η νέα επίθεση του Αμερικανού ΥΠΕΞ, Αντονι Μπλίνκεν, είναι ανέντιμη και προσβάλλει το υγειονομικό προσωπικό της Κούβας. Οι ΗΠΑ επαναλαμβάνουν ξεδιάντροπα τα ψέματα που διατυπώθηκαν κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ για να δικαιολογήσουν την επίθεση».
Ο στόχος της συμπερίληψης της Κούβας σε έναν τέτοιο κατάλογο, επισημαίνεται, έχει έναν μόνο στόχο, «να δικαιολογήσει την εχθρότητα της κυβέρνησης των ΗΠΑ και τα αυξανόμενα μονομερή μέτρα αποκλεισμού και οικονομικού εξαναγκασμού».