Ακρόαση εξωκοινοβουλευτικών φορέων και συζήτηση επί των άρθρων χτες στην κοινή συνεδρίαση των αρμόδιων Επιτροπών της Βουλής
Συμμετείχαν συνολικά 21 φορείς, από τους οποίους η συντριπτική πλειοψηφία ανέδειξε την ανάγκη στήριξης των διαζευγμένων γονιών από κατάλληλες κρατικές κοινωνικές υπηρεσίες, που θα εξομάλυναν τις συγκρούσεις ανάμεσα στους γονείς, ως προϋπόθεση για να λειτουργήσουν οι όποιες νομοθετικές αλλαγές στα ζητήματα του Οικογενειακού Δικαίου και θα περιόριζαν δραστικά τις περιπτώσεις των παιδιών που βιώνουν τις συνέπειες χρόνιων κοινωνικών προβλημάτων και συμπεριφορών.
Η πρόεδρος της Ομοσπονδίας Γυναικών Ελλάδας, Χριστίνα Σκαλούμπακα, αφού επισήμανε ότι ούτε το ισχύον Οικογενειακό Δίκαιο (αν και η ΟΓΕ και το εργατικό κίνημα τη 10ετία του '80 συνέβαλαν στο να απαλειφθούν κάποιοι αναχρονισμοί) ούτε οι προτεινόμενες αλλαγές της κυβέρνησης έχουν στο επίκεντρο το παιδί και τα συμφέροντά του, ανέφερε ότι δεν μπορεί να γίνεται λόγος για προστασία του συμφέροντος του παιδιού όταν ο πυρήνας του νομοσχεδίου ενισχύει την άποψη πως η προσπάθεια των δύο γονέων να ρυθμίσουν τις σχέσεις τους με το παιδί αποτελεί ατομική τους υπόθεση, χωρίς καμία κρατική στήριξη. Ενώ διαχρονικά οι κυβερνήσεις εναποθέτουν αποκλειστικά το οικονομικό βάρος ανατροφής του παιδιού στους ανέργους ή κακοπληρωμένους γονείς του, χωρίς την παραμικρή κρατική πρόνοια για την οικονομική ενίσχυση του εισοδήματός τους μετά από ένα διαζύγιο. Ανέδειξε την απουσία δωρεάν κρατικών υπηρεσιών, οικογενειακού προγραμματισμού, συμβουλευτικής γονέων αλλά και παιδιών, που να είναι επαρκώς στελεχωμένες με κοινωνικούς λειτουργούς, ψυχολόγους, ψυχιάτρους κ.λπ., παρακολουθώντας στενά τη διαδικασία του διαζυγίου, συμβουλεύοντας τους γονείς για τον τρόπο άσκησης της γονικής μέριμνας με βάση το πραγματικό συμφέρον του τέκνου.
Επισήμανε ότι δεν μπορεί να γίνεται λόγος για προστασία του παιδιού όταν, σύμφωνα με το νομοσχέδιο, ο δικαστής για τον σχηματισμό κρίσης δεν έχει στη διάθεσή του τη γνωμοδότηση των επιστημόνων ψυχικής υγείας, όταν θα αποφασίζει ο ιδιώτης διαμεσολαβητής, ενώ οι προτεινόμενες διατάξεις του άρθρου 13, με στείρους μαθηματικούς υπολογισμούς, διανέμουν το χρόνο του παιδιού ανάμεσα στους δύο γονείς, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους ουσιαστικά την καθημερινότητα του παιδιού, τις ιδιαίτερες συνθήκες ζωής και εργασίας των γονιών. Οπως, για παράδειγμα, ότι δουλεύουν σε συνθήκες εργασιακού μεσαίωνα με ακανόνιστα κυλιόμενα ωράρια (π.χ. εμποροϋπάλληλοι), κατάσταση που θα γίνει χειρότερη με τα όσα προβλέπει το αντεργατικό τερατούργημα της κυβέρνησης.
Απαίτησε ανάμεσα στα άλλα να αφαιρεθεί από το νομοσχέδιο η απαράδεκτη προϋπόθεση που τίθεται, αυτή της καταδικαστικής οριστικής απόφασης για τον γονέα που έχει διαπράξει αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας. Με δεδομένο ότι τέτοια απόφαση παίρνει 4 με 6 χρόνια για να εκδοθεί, η διάταξη αυτή σημαίνει ότι ο κακοποιητικός γονέας θα συνεχίσει να είναι σε επαφή με το παιδί όλο αυτό το διάστημα είτε ο αθώος γονιός θα μηνύεται από τον άλλο γονέα και θα στερείται άδικα τη γονική μέριμνα.
Σε αντίστοιχες παρατηρήσεις προέβησαν μια σειρά ακόμα φορέων.
Από την Κατερίνα Χάρη, πρόεδρο της Παιδοψυχιατρικής Εταιρείας Ελλάδας, αναφέρθηκε ότι με βάση την κλινική πρακτική και θεωρία για την ανάπτυξη και την ψυχική υγεία του παιδιού, δεν πρέπει να υπάρχει μια «οριζόντια» ρύθμιση της γονικής μέριμνας και της επιμέλειας των παιδιών μετά από ένα διαζύγιο, αλλά να εξετάζεται εξατομικευμένα η κάθε υπόθεση (συνθήκες κάθε ξεχωριστού ζευγαριού, η ηλικία των παιδιών, που περνάνε από κρίσιμες φάσεις στην αναπτυξιακή τους πορεία κ.ά.). Ενώ σε σχετική ερώτηση της ειδικής αγορήτριας του ΚΚΕ, Μ. Κομνηνάκα, απάντησε ότι υπάρχουν μόλις 45 δημόσιες δομές για την παιδική ψυχική υγεία, κυρίως στα αστικά κέντρα, που στην πλειοψηφία τους είναι υποστελεχωμένες. Αντίστοιχα, η εκπρόσωπος του Συνδέσμου Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδας, Ολγα Βερικάκη, επισήμανε την ανάγκη στήριξης των παιδιών και των διαζευγμένων γονιών από κοινωνικές υπηρεσίες.
Ο Παντελής Μποροδήμος, γγ της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, τάχθηκε κατά της ιδιωτικής διαμεσολάβησης, λέγοντας ότι πρόκειται για αδικαιολόγητη οικονομική επιβάρυνση των γονέων, όπως και κατά της ρύθμισης που θέλει οριστική καταδικαστική απόφαση για τον κακοποιητικό γονέα. Οπως ανέφερε, το ορθότερο είναι «κακή άσκηση της γονικής μέριμνας να διαπιστώνεται από το δικαστήριο μέσω ιδίως της εκπόνησης εμπεριστατωμένης έκθεσης κοινωνικών λειτουργών ή ψυχιάτρων και ψυχολόγων κ.λπ», δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο τις επιπτώσεις που έχει η έλλειψη τέτοιων δημόσιων δομών και υπηρεσιών.
Αντίστοιχα, προβληματισμό εξέφρασε μερίδα φορέων για τη διάταξη του άρθρου 13 που διανέμει το χρόνο του παιδιού ανάμεσα στους δύο γονείς, με την εκπρόσωπο της Εθνικής Επιτροπής για τα δικαιώματα του ανθρώπου, Κατερίνα Τρίμμη, να παρατηρεί ότι το κύριο ζήτημα στη γονική σχέση είναι η ποιότητα του χρόνου επικοινωνίας.
Από αρκετούς εκπροσώπους φορέων επισημάνθηκε η απουσία πρόβλεψης στο νομοσχέδιο για δημιουργία οικογενειακών δικαστηρίων, όπως ανέφερε και η εκπρόσωπος της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου, Κατερίνα Φουντουδάκη, τονίζοντας ότι «χάθηκε μια ευκαιρία».
Η Μαρία Κομνηνάκα επισήμανε κατά τη συζήτηση επί των άρθρων ότι «αν η κυβέρνηση ήθελε να αποσυμφορήσει τα δικαστήρια από τις οικογενειακές υποθέσεις, που όντως οι δικαστικές διαμάχες λειτουργούν σε βάρος του παιδιού, θα υιοθετούσε τις προτάσεις του ΚΚΕ.
Δηλαδή, τη στήριξη των δύο γονέων και των παιδιών από δωρεάν κοινωνικούς θεσμούς που θα εξομαλύνουν τις συγκρούσεις ανάμεσα στους γονείς.
Δωρεάν κοινωνικές υπηρεσίες πρόληψης σε θέματα οικογενειακού προγραμματισμού, σεξουαλικής αγωγής, προγράμματα θεραπείας οικογένειας και ζεύγους (πριν να φτάσουν στη λύση του γάμου), συμβουλευτικής γονέων. Αυτό το πλαίσιο θα περιόριζε δραστικά τις περιπτώσεις των παιδιών που βιώνουν τις συνέπειες χρόνιων κοινωνικών προβλημάτων και συμπεριφορών. Θα αναχαίτιζε την έκθεσή τους σε συγκρουσιακές καταστάσεις που διαμορφώνονται στην πορεία προς το διαζύγιο και μετά από αυτό, τις δικαστικές διαμάχες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι την ανάγκη αυτή επισήμαναν στις παρεμβάσεις τους όλοι σχεδόν οι φορείς. Κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται ούτε ως δυνατότητα στο νομοσχέδιο. Οπως δεν προβλέπεται και από τις ισχύουσες διατάξεις, αφού αυτό διαχρονικά απουσίαζε από τον προσανατολισμό όλων των κυβερνήσεων, των κομμάτων δηλαδή που σήμερα χύνουν υποκριτικά δάκρυα για το συμφέρον του παιδιού».
Ανέδειξε ακόμα την ανάγκη της λειτουργίας οικογενειακών δικαστηρίων που θα στηρίζονται σε γνωμοδοτήσεις επιστημόνων, ψυχολόγων και κοινωνικών υπηρεσιών για να αντιμετωπίζουν τις διαφορές μεταξύ των γονέων.
Σύμφωνα με όσα είδαν χτες το φως της δημοσιότητας, μέσα στον μήνα Μάη αναμένονται αυξήσεις στα τιμολόγια έως και 7%, ως αποτέλεσμα της μεγάλης ανόδου που καταγράφουν οι τιμές διοξειδίου του άνθρακα στα χρηματιστήρια ρύπων. Ολοι οι προμηθευτές ρεύματος που δραστηριοποιούνται στην εγχώρια αγορά ηλεκτρισμού έχουν ενσωματώσει εδώ και καιρό τη λεγόμενη «ρήτρα ρύπων» στις συμβάσεις προμήθειας με τους πελάτες τους, ωστόσο από την πλευρά της ΔΕΗ υπήρχε η «δέσμευση» ότι οι όποιες αυξήσεις θα καταγράφονταν στις τιμές των ρύπων δεν θα «περνούσαν» στα τιμολόγια, αφού υποτίθεται ότι η εφαρμογή του «μοντέλου στόχου» και η αύξηση της συμμετοχής των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στο μείγμα κατανάλωσης θα απέτρεπαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Το αφήγημα ωστόσο που διαρρέεται αναφέρει ότι οι τιμές των ρύπων πλέον έχουν «ξεφύγει» σε σημείο που να «μην μπορεί» πλέον η επιχείρηση να τις απορροφήσει, φέρνοντας ως παράδειγμα τους ανταγωνιστές της στην αγορά, που κατέχουν περί το 35% της λιανικής και ήδη από τον περασμένο Νοέμβρη έχουν προχωρήσει σε αυξήσεις στις μη σταθερές χρεώσεις. Σε ανάλογη αύξηση κινούνται και οι διεθνείς τιμές φυσικού αερίου, εξαιτίας της μεγάλης ζήτησης που καταγράφεται στην ηλεκτροπαραγωγή και των προσδοκιών των «επενδυτών» για περαιτέρω ενίσχυση της ζήτησης το επόμενο διάστημα.
Το προκλητικό βέβαια στην όλη υπόθεση είναι ότι την ίδια στιγμή καταγράφεται τεράστια αύξηση της συμμετοχής των ΑΠΕ στην εγχώρια τελική κατανάλωση. Σύμφωνα με στοιχεία του ΑΔΜΗΕ, αυτήν την περίοδο σημειώνονται «ρεκόρ καθαρής Ενέργειας», με το υψηλότερο ποσοστό να καταγράφεται την περασμένη Κυριακή, οπότε οι ΑΠΕ κάλυψαν το 63% της συνολικής ζήτησης (65,9 GWh/104,1GWh). Το μεγαλύτερο ποσοστό προήλθε από τις ανεμογεννήτριες με 43%, ακολούθησαν τα φωτοβολταϊκά με 17% και το υπόλοιπο 3% προσέφεραν οι άλλες ΑΠΕ (υδροηλεκτρικά, βιoαέριο κ.ά.).
Με λίγα λόγια, ενώ και το «μοντέλο στόχος» της ΕΕ ξεκίνησε τη λειτουργία του εδώ και πάνω από 6 μήνες αλλά και οι ΑΠΕ αυξάνουν τη συμμετοχή τους στην παραγωγή ηλεκτρισμού, οι τιμές του ρεύματος για τα λαϊκά νοικοκυριά όχι μόνο δεν μειώνονται ή μένουν σταθερές, αλλά συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία. Κάνοντας έτσι μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα «φύλλο και φτερό» τις διακηρύξεις τόσο της σημερινής όσο και της προηγούμενης κυβέρνησης, ότι η «απελευθέρωση» της αγοράς ηλεκτρισμού και η ενίσχυση των ΑΠΕ θα οδηγήσουν σε μειώσεις τιμολογίων για τα νοικοκυριά.
Ο πρωθυπουργός διαβεβαίωσε ότι στην κυβέρνηση είναι «έτοιμοι» να ανοίξουν τον Τουρισμό «από αυτό το Σαββατοκύριακο». «Ο Τουρισμός είναι πολύ σημαντικός», πρόσθεσε, δηλώνοντας ταυτόχρονα «αρκετά αισιόδοξος για τις προοπτικές ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, για αυτήν τη χρονιά, την επόμενη αλλά και για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της». Διαβεβαίωσε άλλωστε ότι «και κατά τη διάρκεια της πανδημίας ποτέ δεν σταματήσαμε να εφαρμόζουμε μεταρρυθμίσεις για να διασφαλίσουμε μια βιώσιμη ανάκαμψη». Ο δε Ρέγκλινγκ τού απέδωσε σε αυτό τα εύσημα, καθώς θύμισε ότι ο Κυρ. Μητσοτάκης ήδη από πέρυσι τον Μάρτη, όταν η πανδημία μόλις ξεκινούσε, τόνιζε ότι «δεν είναι λόγος να σταματήσουν οι μεταρρυθμίσεις, αλλά να επιταχυνθούν».
«Αυτό ακριβώς κάναμε», απάντησε ο Κυρ. Μητσοτάκης, «και κυρίως σε επίπεδο διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, που καθιστούν την Ελλάδα πιο ελκυστικό επενδυτικό προορισμό». Εξήγησε ότι η κυβέρνησή του «σε συμφωνία με τους θεσμούς» μείωσε «τη φορολογία με τρόπο βιώσιμο και σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα», βασικά για τους επιχειρηματικούς ομίλους, προώθησε «τον ψηφιακό μετασχηματισμό του ελληνικού κράτους, ενώ ταυτόχρονα έγιναν και παρεμβάσεις στον τραπεζικό τομέα».