Στη «συνέχιση της συνεργασίας με τη σύμμαχο Τουρκία» προσβλέπει ο Αμερικανός ΥΠΕΞ
Copyright 2021 The Associated |
Αναδεικνύοντας ότι το αλισβερίσι Αγκυρας - Ουάσιγκτον είναι σκληρό και πολύπλευρο, η συνάντηση των δύο υπουργών ασχολήθηκε με μια «ανταλλαγή περιεκτικών απόψεων σχετικά με το Αφγανιστάν, την Κύπρο, την Ανατολική Μεσόγειο, τη Συρία, το Ιράκ, τη Λιβύη και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας...».
Από τη μεριά του, ο Μπλίνκεν δήλωσε μετά τη συνάντηση ότι προσβλέπει «στη συνέχιση της συνεργασίας με τον σύμμαχό μας στο ΝΑΤΟ, την Τουρκία, για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας» και πρόσθεσε ότι «εξέφρασα τη στήριξή μας για τις διερευνητικές συνομιλίες με την Ελλάδα», καταλήγοντας ότι τόνισε και «τη σημασία της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», με φόντο και τις πυκνές διεργασίες στο εσωτερικό της Τουρκίας, που αλληλεπιδρούν και με το ενδοϊμπεριαλιστικό παζάρι.
Είχε προηγηθεί, το βράδυ της Δευτέρας, τηλεφωνική συνομιλία του συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας του Λευκού Οίκου, Τζέικ Σάλιβαν, με τον Τούρκο ομόλογό του, Ιμπραχίμ Καλίν, στην οποία - σύμφωνα με τουρκική ανακοίνωση - τονίστηκε ότι οι διμερείς σχέσεις χρειάζεται να επικεντρωθούν «σε κοινά συμφέροντα και στρατηγικές προτεραιότητες», δείχνοντας και «αμοιβαίο σεβασμό». Δεν είναι τυχαίο ότι και σε αυτήν τη συνομιλία αναλύθηκαν οι εξελίξεις σε Λιβύη, Συρία, Ιράκ, όπου τις τελευταίες βδομάδες εντείνονται διεργασίες, ενώ αναφέρθηκαν και σε αμοιβαίες προσπάθειες που πρέπει να συνεχιστούν για την επίλυση της αγοράς των ρωσικών «S-400» αλλά και των «F-35», μέσα από «εποικοδομητική αφοσίωση».
Ενδιαφέρον είχε όμως και η συνάντηση που είχε ο Τσαβούσογλου με τον Γάλλο ομόλογό του, Ζαν-Ιβ Λε Ντριάν, με φόντο προσπάθειες διαπραγμάτευσης αρκετών από τις διαφωνίες που έχουν μεταξύ τους Γαλλία και Τουρκία. Μετά από αυτήν μάλιστα ο Τσαβούσογλου δήλωσε ότι «θα φιλοξενήσουμε τη συνάντηση της (διμερούς) Οικονομικής και Εμπορικής Μεικτής Επιτροπής και το Επιχειρηματικό Φόρουμ» και ότι ειδικά «θα συνεχίσουν οι διαβουλεύσεις μας για περιφερειακά ζητήματα, συμπεριλαμβανομένων της Συρίας και της Λιβύης».
Στο μεταξύ, μιλώντας χτες στο 7ο συνέδριο του κυβερνώντος ισλαμοσυντηρητικού κόμματός του (ΑΚΡ), ο Τούρκος Πρόεδρος, Ρ. Τ. Ερντογάν, τόνισε ότι «ως μια χώρα που βρίσκεται στην καρδιά της Αφρικής, της Ασίας και της Ευρώπης δεν έχουμε την πολυτέλεια να στρέψουμε την πλάτη μας ούτε στην Ανατολή ούτε στη Δύση» και ότι η κυβέρνησή του θα συνεχίζει να χαράζει εξωτερική πολιτική με βάση τα εθνικά συμφέροντα της χώρας.
Μεταξύ άλλων, ο Ερντογάν αναφέρθηκε στις προετοιμασίες για αναθεώρηση του Συντάγματος, που υπηρετεί ευρύτερες ανάγκες εκσυγχρονισμού του αστικού κράτους, ενώ την ίδια στιγμή αξιοποιείται και στην ενδοαστική αναμέτρηση. Επικρίνοντας δυνάμεις της αντιπολίτευσης που εναντιώνονται στις προωθούμενες μεταρρυθμίσεις, ο Ερντογάν ανέφερε ότι «εκείνοι που εδώ και δύο αιώνες κράτησαν εκτός ριζικών αλλαγών την Τουρκία και το τουρκικό έθνος απασχολώντας τους συνεχώς με εσωτερικά προβλήματα, επιδιώκουν να στήσουν ξανά το ίδιο παιχνίδι, αλλά αυτήν τη φορά δεν θα τα καταφέρουν (...) Διότι αυτήν τη φορά υπάρχει μια διαφορετική Τουρκία (...) Αυτήν τη φορά υπάρχει μια Τουρκία που δεν αρκείται σε αυτά που έχει στα χέρια της, που με τους στόχους του 2023, το όραμα του 2053 και το ιδεώδες του 2071 επιδεικνύει την αποφασιστικότητά της να πάρει τη θέση που της αξίζει στη νέα παγκόσμια πολιτική και οικονομική τάξη. Υπάρχει μια Τουρκία που καταστρέφει μία προς μία τις παγίδες που της στήνουν την τελευταία οκταετία...».
Στο μεταξύ, πληθαίνουν οι αντιδράσεις για την αποχώρηση της Τουρκίας από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης (2011), που εκτιμάται ότι θα δώσει νέα περιθώρια για αύξηση των περιστατικών ενδοοικογενειακής (και άλλης) βίας κατά γυναικών και όχι μόνο. Βέβαια, η ανησυχία απλών γυναικών που μεγαλώνει δεν έχει καμιά σχέση με την «ανησυχία» που εκφράζουν αστικές κυβερνήσεις για την απόφαση της κυβέρνησης Ερντογάν, στο πλαίσιο ενός παζαριού στο οποίο εντάσσεται και η «υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», κομμένων και ραμμένων στα μέτρα της αστικής τάξης. Σε προχτεσινοβραδινή του συνομιλία με τον Ερντογάν ο Ιταλός πρωθυπουργός, Μάριο Ντράγκι, χαρακτήρισε την αποχώρηση από τη Σύμβαση του 2011 «σοβαρό βήμα προς τα πίσω», υπογραμμίζοντας τη «σημασία τού να αποφεύγονται διχαστικές πρωτοβουλίες». Κατά τ' άλλα, βέβαια, οι δύο ηγέτες συζήτησαν τις διμερείς και ευρωτουρκικές σχέσεις, την κατάσταση ειδικά σε Ανατολική Μεσόγειο και Λιβύη, γενικά τις «παγκόσμιες προκλήσεις» αλλά και «τις προτεραιότητες της ιταλικής προεδρίας του G20» που ξεκίνησε την 1η Δεκέμβρη.
Τα στοιχεία που παρατίθενται στη Θέση 14 αποτυπώνουν μια γενικευμένη και κλιμακούμενη πολεμική προετοιμασία. Αυτό δεν έρχεται σε αντίθεση με την εκτίμηση ότι προχωρούν οι διαδικασίες εμβάθυνσης σε διακρατικές ενώσεις, όπως η ΕΕ ή με την προσπάθεια των ΗΠΑ για διεύρυνση του σχήματος G7 με περισσότερες χώρες ή τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ κ.λπ.;
Τα παραπάνω στοιχεία αναδεικνύουν ότι στο σύγχρονο ιμπεριαλιστικό σύστημα έχει διαμορφωθεί ένα καθεστώς ανισότιμης αλληλεξάρτησης μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, που θα μπορούσε να παρομοιαστεί με μια πυραμίδα, όπου καθένα από αυτά τα κράτη καταλαμβάνει τη δική του θέση ανάλογα με την οικονομική, πολιτική και στρατιωτική δύναμη την οποία κι επιδιώκει διαρκώς να ενισχύει. Στις μεταβολές αυτές και τις ανακατατάξεις αυτής της πυραμίδας επιδρά ο νόμος της ανισόμετρης ανάπτυξης.
Ενας από τους παράγοντες που ισχυροποιεί τη θέση της αστικής τάξης κάθε χώρας είναι η συμμετοχή της σε διεθνείς καπιταλιστικές συμμαχίες. Μέσα από αυτές πετυχαίνει πολλαπλές στοχεύσεις. Εχοντας διεθνή στήριξη επιδιώκει να κατοχυρώσει την εξουσία της, ενισχύοντας τους μηχανισμούς και τα μέσα για την αποδοτικότερη εκμετάλλευση και καταπίεση της εργατικής τάξης, των άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Ταυτόχρονα διεκδικεί μεγαλύτερο κομμάτι στην πίτα της λείας από την εκμετάλλευση των λαών, αξιώνοντας αναβαθμισμένο μερίδιο στις διεθνείς αγορές, για να βρουν διέξοδο τα δικά της κεφάλαια κι εμπορεύματα, να επωφεληθεί, όσο της επιτρέπει η ισχύς της, στη διανομή των πηγών Ενέργειας, των δρόμων μεταφοράς τους.
Την ίδια ώρα, οι όποιες διαδικασίες εμβάθυνσης, ή διεύρυνσης τέτοιων συμμαχιών, όπως η ΕΕ, το ΝΑΤΟ, δεν είναι ευθύγραμμες. Συνοδεύονται και από φυγόκεντρες τάσεις, με εμβληματικό παράδειγμα το Brexit και την αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ, προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι νέες προτεραιότητες που έθεσε η αστική της τάξη και βέβαια δεν έχουν σχέση με τα συμφέροντα του βρετανικού λαού. Ομως, και στην περίπτωση της διεύρυνσης των συμμαχιών αυτών κάθε άλλο παρά σημαίνει ότι σταματούν οι ανταγωνισμοί. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της διεύρυνσης της ΕΕ και του ΝΑΤΟ με χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, ανάμεσά τους κι αυτή της Βόρειας Μακεδονίας. Η ένταξη της τελευταίας στο ΝΑΤΟ με τη Συμφωνία των Πρεσπών τροφοδότησε ανταγωνισμούς στο εσωτερικό της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, ανάμεσα π.χ. στη Γερμανία και τη Γαλλία, για τους όρους που θα ενταχθεί αυτή κι αν τελικά θα επωφεληθούν οι γερμανικοί ή οι γαλλικοί όμιλοι. Παράλληλα, σηματοδότησε σφοδρή αντιπαράθεση και με ισχυρές καπιταλιστικές δυνάμεις εκτός της ΕΕ, του ΝΑΤΟ, όπως η Ρωσία, που για τα δικά της συμφέροντα εναντιώθηκε σε μια τέτοια εξέλιξη.
Να λοιπόν γιατί η διεύρυνση ή η εμβάθυνση τέτοιων διακρατικών καπιταλιστικών συμμαχιών δεν σημαίνει απαραίτητα και αποκλιμάκωση των ανταγωνισμών. Μπορεί να συνοδευτεί και με την όξυνσή τους, με νέο γύρο παζαριών κι ανταλλαγμάτων που, αν δεν γίνει κατορθωτό να επιλυθούν με διπλωματικά, οικονομικά, πολιτικά μέσα, θα επιδιωχθεί να επιλυθούν με πολεμικά, μιας και ο πόλεμος είναι συνέχιση της πολιτικής με βίαια μέσα.
Η γενική τάση διεθνοποίησης της παραγωγής, των επενδύσεων, της κίνησης του κεφαλαίου στο πλαίσιο της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς δεν μπορεί να αναιρέσει την επίδραση του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης ούτε μπορεί να ανατρέψει το γεγονός ότι το βασικό μέρος της αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου διενεργείται στο πλαίσιο της εθνοκρατικής συγκρότησης της καπιταλιστικής οικονομίας. Πάνω σ' αυτήν την αντιφατική αντικειμενική κίνηση της καπιταλιστικής οικονομίας οξύνονται οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις.
Η αντίληψη, που καλλιεργείται από αστικά επιτελεία και οπορτουνιστικές δυνάμεις, πως μέσα από τη διεύρυνση διαφόρων διακρατικών καπιταλιστικών ενώσεων θα μπορούσαμε να διαμορφώσουμε μια νέα «αρχιτεκτονική» των διεθνών σχέσεων, που θα απέτρεπε τις πολεμικές συγκρούσεις, να καλλιεργήσει κλίμα «ειρήνης και συνεργασίας», χωρίς να πειραχτούν τα θεμέλια του καπιταλιστικού συστήματος, δεν πατά στην πραγματικότητα. Δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, δεκάδες περιφερειακοί ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι και επεμβάσεις τα τελευταία 100 χρόνια δείχνουν πως τα μονοπώλια και η εξουσία τους είναι αυτά που γεννούν τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο.
Είναι αναγκαία συνθήκη για την ειρήνη και την ευημερία των λαών ο απεγκλωβισμός από την ΕΕ, το ΝΑΤΟ και κάθε ιμπεριαλιστική ένωση. Αυτό προς όφελος του λαού μπορεί να το εγγυηθεί μόνο μια εργατική εξουσία, που θα κοινωνικοποιήσει τα μέσα παραγωγής και θα οργανώσει την οικονομία, την κοινωνία με κριτήριο τις διαρκώς διευρυνόμενες λαϊκές ανάγκες, θα οικοδομήσει διεθνείς σχέσεις στη βάση του αμοιβαίου οφέλους.