Το διάστημα 19 - 24 Φλεβάρη 1991, πριν δηλαδή από 30 χρόνια, πραγματοποιήθηκε το 13ο Συνέδριο του ΚΚΕ, μέσα σε συνθήκες βαθιάς και οξείας εσωκομματικής κρίσης που έθετε στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της διατήρησης ή όχι του ΚΚΕ ως κόμματος επαναστατικού, κομμουνιστικού. Οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες στο 13ο Συνέδριο αντιστάθηκαν στις πιέσεις σοσιαλδημοκρατικών και αστικών δυνάμεων, στο πλαίσιο του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, και διέψευσαν τις προσδοκίες της αστικής τάξης, ότι το ΚΚΕ σταδιακά θα οδηγούνταν στην πλήρη διάχυσή του στον Συνασπισμό της Αριστεράς και στην τελική αυτοδιάλυσή του.
Η περίοδος από τον Φλεβάρη του 1991 μέχρι τον Ιούνη, όταν συντελέστηκε η ρήξη με τη φραξιονιστική οπορτουνιστική ομάδα στελεχών και μελών, που, με επικεφαλής τον πρώην ΓΓ του Κόμματος Γ. Φαράκο, επιδίωξε τη διάλυση του Κόμματος, ήταν περίοδος κορύφωσης της εσωκομματικής διαπάλης. Ο «Ριζοσπάστης» ξεκινάει σήμερα σειρά αρθρογραφίας με περιεχόμενο τα γεγονότα και τα συμπεράσματα αυτής της περιόδου. Υπενθυμίζουμε ότι το Κόμμα μας βρίσκεται σε διαδικασία μελέτης της Ιστορίας του μέχρι το 1991.
Το 13ο Συνέδριο ως στιγμή εκδήλωσης της εσωκομματικής διαπάλης δεν μπορούμε να το προσεγγίσουμε χωρίς να δούμε το πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτό πραγματοποιήθηκε, τη στρατηγική που είχε το ΚΚΕ την περίοδο 1974 - 1991, την επιλογή συγκρότησης του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, καθώς και την κορύφωση των αντεπαναστατικών ανατροπών στην ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που έφερε η περεστρόικα.
Το 9ο Συνέδριο (1973) διατηρεί τη λογική της στρατηγικής των σταδίων του 8ου Συνεδρίου (1961), λογική που επίσης διατηρείται αλώβητη, με ορισμένες επιμέρους τροποποιήσεις που δεν αλλάζουν την ουσία, και στο 10ο Συνέδριο το 1978. Στο Πρόγραμμα του 10ου Συνεδρίου αναφέρονται δύο αλληλοσυνδεόμενα μεταξύ τους στάδια επαναστατικών μετασχηματισμών με διακριτές διαφορές μεταξύ τους: Το επαναστατικό αντιμονοπωλιακό δημοκρατικό, που ως πολιτικό καθεστώς αποκαλείται δημοκρατία του λαού, και το σοσιαλιστικό. Η δημοκρατία του λαού έχει ως αποστολή της να καταργήσει την εξάρτηση του ελληνικού καπιταλισμού από τα δεσμά της ξενοκρατίας, να πετύχει - όπως σημειώνει - την πτώση του ενός μετά από το άλλο οχυρού της ολιγαρχίας, με επιστέγασμα τη σοσιαλιστική επανάσταση. Παραδέχεται ότι η δημοκρατία του λαού θα δρα στο έδαφος της κυριαρχίας των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, ενώ η κυβέρνηση θα εθνικοποιήσει ξένα και ντόπια μονοπώλια εθνικής σημασίας, θα περιορίσει τη δράση των υπόλοιπων μονοπωλίων με δημοκρατικό έλεγχο και θα ενισχύσει κοινοπραξίες μικρών βιομηχανικών επιχειρήσεων.
Η λογική των σταδίων έχει ως απότοκο και την ανάλογη πολιτική συμμαχιών τόσο σε κοινωνικό όσο και πολιτικό επίπεδο. Ετσι υποτιμούνται οι διαφορές συμφερόντων ανάμεσα στην εργατική τάξη και τμήματα των μεσαίων στρωμάτων, ενώ στην πράξη διατηρείται η αντίληψη της συμμαχίας με ένα τμήμα της μη μονοπωλιακής αστικής τάξης, παρόλο που είχε γίνει κριτική σε ανάλογη θέση του 8ου Συνεδρίου του ΚΚΕ το 1961. Σε πολιτικό επίπεδο η συμμαχία των αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων περιλαμβάνει το ΠΑΣΟΚ (που τότε χαρακτηριζόταν από το Κόμμα ως μικροαστικό κόμμα), αλλά ταυτόχρονα βασιζόταν στην ενότητα των δυνάμεων της αριστεράς, δηλαδή της ενότητας του Κόμματος με δυνάμεις που αποσπάστηκαν από αυτό και κυρίως δυνάμεις του «ΚΚΕ εσωτερικού», με τον όρο ότι το τελευταίο θα εγκαταλείψει τον «κομμουνιστικό» αυτοπροσδιορισμό του.
Στη βάση του Προγράμματος του 10ου Συνεδρίου, το ΚΚΕ, μπροστά στις εκλογές του 1981, έθεσε το στόχο οι εκλογές να οδηγήσουν στην απομάκρυνση της Δεξιάς από την κυβερνητική εξουσία, την ανάδειξη δημοκρατικής κυβέρνησης για την προώθηση του προγράμματος της «πραγματικής αλλαγής», που κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις μπορούσε να γίνει φάση περάσματος στους αντιιμπεριαλιστικούς αντιμονοπωλιακούς μετασχηματισμούς της δημοκρατίας του λαού, στην ενιαία επαναστατική διαδικασία μετάβασης στο σοσιαλισμό. Ουσιαστικά δηλαδή παρεμβάλλεται ένας άμεσος κυβερνητικός στόχος στο έδαφος της αστικής εξουσίας, αυτός της «κυβέρνησης της πραγματικής αλλαγής», που θα άνοιγε τον δρόμο για την «επαναστατική διαδικασία δύο σταδίων». Με βάση αυτήν τη θέση το ΚΚΕ διαμόρφωσε τα συνθήματά του στις εκλογές του 1981, προβάλλοντας την εκλογική ενίσχυση του Κόμματος ως παράγοντα που θα καθορίσει τις μετεκλογικές εξελίξεις, θα εξασφαλίσει την κυβερνητική συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ. Επίσης, με βάση αυτήν τη θέση διαμόρφωσε την κριτική στάση του απέναντι στην αυτοδύναμη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, που προέκυψε από τις εκλογές του 1981 (γιατί δεν ήθελε τη συνεργασία με το ΚΚΕ, για ατολμία στην προώθηση αντιμονοπωλιακών στόχων, για συμβιβασμό με την αστική τάξη και τον ιμπεριαλισμό κ.λπ.). Η θέση για κυβέρνηση της «πραγματικής αλλαγής» υιοθετείται Συνεδριακά με το 11ο Συνέδριο του ΚΚΕ το 1982. Αποδείχθηκε ότι το ΚΚΕ δεν ήταν ιδεολογικά και πολιτικά κατάλληλα προετοιμασμένο να αντιμετωπίσει την ορμητική πολιτική συγκρότηση του σοσιαλδημοκρατικού ρεύματος ως ΠΑΣΟΚ, που λειτούργησε ως ο άλλος πόλος του δικομματικού αστικού πολιτικού συστήματος. Το ΠΑΣΟΚ, που αναδείχτηκε σε κυβέρνηση το 1981, αποδείχτηκε πολύτιμο εργαλείο του συστήματος για την ενσωμάτωση, χειραγώγηση και αλλοίωση στην πορεία της όποιας ριζοσπαστικοποίησης είχε αναπτυχθεί στο εργατικό, λαϊκό, στο φοιτητικό - σπουδαστικό, μαθητικό, γυναικείο κίνημα.
Στο 12ο Συνέδριο (Μάης 1987) κεντρικό ζήτημα αποτελούν οι δύο δρόμοι ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας: Ο δρόμος της παράδοσης στις αυθόρμητες δυνάμεις της καπιταλιστικής αγοράς και της προσαρμογής στις απαιτήσεις του ξένου κεφαλαίου και των υπερεθνικών οργάνων της ΕΟΚ ή η «ανάπτυξη νέου τύπου» με την αμετάκλητη ρήξη του καθεστώτος της εξάρτησης και της μονοπωλιακής ασυδοσίας.
Στη βάση αυτή αναδιατυπώνεται το Πρόγραμμα του Κόμματος, αν και το 12ο δεν ήταν προγραμματικό, ως «αλλαγή με κατεύθυνση το σοσιαλισμό», επισημαίνοντας ότι βαθαίνει ο αντιιμπεριαλιστικός αντιμονοπωλιακός της χαρακτήρας. Επαναλαμβανόταν ότι η αλλαγή μπορεί να τύχει της συγκατάθεσης ή της ουδετερότητας των μη μονοπωλιακών αστικών τμημάτων.
Εθετε ως προϋπόθεση την οικοδόμηση ενός συνασπισμού των αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων στη βάση ενός κοινού προγράμματος. Η νέα λαϊκή πλειοψηφία θα αναδείκνυε την κυβέρνηση της αλλαγής.
Στα ντοκουμέντα του Συνεδρίου (σελίδα 44 - 45) αναφέρεται ότι «η αλλαγή δεν αποτελεί μια νομοτέλεια για το πέρασμα στην επαναστατική διαδικασία μετάβασης στο σοσιαλισμό. (...) Δίνει όμως άμεση πολιτική απάντηση στις αγωνίες και τους πόθους του λαού, προσφέρει την εναλλακτική λύση ενάντια στο δικομματισμό, διευκολύνει την παραπέρα συσπείρωση των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων της ίδιας της αλλαγής και του σοσιαλισμού. Μπορεί να αποτελέσει το πέρασμα στην ενιαία επαναστατική διαδικασία μετάβασης στο σοσιαλισμό. (...) Ο αγώνας των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων της αλλαγής, με μοχλό την κυβέρνηση της Αριστεράς, πρέπει να κατευθύνεται στην κατάκτηση του συνόλου της εξουσίας από τις αντιιμπεριαλιστικές, αντιμονοπωλιακές δυνάμεις, δηλαδή της εξουσίας της Δημοκρατίας του Λαού, πρώτου σταδίου της επαναστατικής διαδικασίας μετάβασης στο σοσιαλισμό».
Το πρόγραμμα της αλλαγής, όπως χαρακτηριστικά δηλωνόταν, «κινείται σε αντίθεση με τον εξαρτημένο ΚΜΚ, προωθεί μια εθνικά ανεξάρτητη θέση της Ελλάδας στο σύγχρονο κόσμο, ξεκινά τη δημιουργία νέων θεσμών σε βασικούς τομείς της οικονομικής, κοινωνικής, δημόσιας ζωής με κριτήριο να βρίσκονται σε ανταγωνιστική αντίθεση με τη μονοπωλιακή ολιγαρχία, τον ιμπεριαλισμό, να προωθούν την κοινωνική και πολιτική αποδυνάμωσή τους, να διευκολύνουν την ουδετερότητα και την προσέλκυση δυνάμεων του μη μονοπωλιακού επιχειρηματικού κόσμου».
Η «ανάπτυξη νέου τύπου» που θα υλοποιούσε ως κατεύθυνση η κυβέρνηση της αλλαγής, σύμφωνα με το 12ο Συνέδριο, είναι στην ίδια κατεύθυνση με τα προηγούμενα Συνέδρια, με ορισμένους εκσυγχρονισμούς και περισσότερες λεπτομέρειες. Ουσιαστικά το ΚΚΕ προβάλλεται ως κόμμα διακυβέρνησης στις συνθήκες του καπιταλισμού.
Η πρόταση του ΚΚΕ για συνεργασία και κυβέρνηση της Αριστεράς απευθυνόταν με κάλεσμα για τη δημιουργία κοινού μετώπου με «αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις» που βρίσκονταν ακόμα στο χώρο επιρροής του ΠΑΣΟΚ, με πολιτικές δυνάμεις και κινήσεις που προήλθαν από το χώρο του ΠΑΣΟΚ. Απευθύνονταν και στον υπόλοιπο «χώρο της Αριστεράς και της προόδου», εκφράζοντας αναμονή για εξελίξεις στο χώρο του «ΚΚΕ εσωτερικού», στο οποίο εκδηλωνόταν διαπάλη ήδη από τον προηγούμενο χρόνο για το αν ο ρόλος αναχώματος στο ΚΚΕ που πάντα επιδίωκε να παίξει αυτή η δύναμη, εξυπηρετούνταν καλύτερα με τη διατήρηση ή την απαλοιφή του «κομμουνιστικού» στον τίτλο του. Το 12ο Συνέδριο άφηνε ανοιχτό με ποιες δυνάμεις από το χώρο του οπορτουνισμού μπορούσε να γίνει συνεργασία, ήδη τον Απρίλη του ίδιου χρόνου είχε συγκροτηθεί η «Ελληνική Αριστερά» (ΕΑΡ) από την πλειοψηφία των δυνάμεων του «ΚΚΕ εσωτερικού».
Η Ολομέλεια της ΚΕ τον Δεκέμβρη του 1988 επικύρωσε το «κοινό πόρισμα» της ομάδας εργασίας του ΚΚΕ με την ΕΑΡ (απαρτίστηκε από τους Μ. Ανδρουλάκη και Γ. Δραγασάκη από το ΚΚΕ και τους Γρ. Γιάνναρο και Δ. Παπαδημούλη από την ΕΑΡ), το εκτίμησε ως μια πρώτη προσέγγιση ανάμεσα στα δύο κόμματα σε βασικά θέματα, με συγκλίσεις που επιτεύχθηκαν με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Το «κοινό πόρισμα» της ομάδας εργασίας ΚΚΕ - ΕΑΡ είχε διαρρεύσει από την επιτροπή που το επεξεργαζόταν στον Τύπο, πριν εγκριθεί από την Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος. Το γεγονός αυτό φανερώνει ότι υπήρξαν συγκεκριμένες μεθοδεύσεις από οπορτουνιστικές δυνάμεις που δρούσαν εντός του Κόμματος και εκτός από αυτό για τη δημιουργία τετελεσμένων και πιστοποιεί τη φάση βαθιάς κρίσης στην οποία περνούσε το Κόμμα.
Υπό το παραπάνω πρίσμα, στις εκλογικές αναμετρήσεις της περιόδου 1989 - 1991 το Κόμμα δεν κατέβηκε αυτοτελώς στις εκλογές, αλλά ως «Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου». Πήρε μάλιστα στην πλάτη του την ευθύνη να πριμοδοτήσει και βουλευτές που ανήκαν στις άλλες δυνάμεις του φορέα, πριν απ' όλα της οπορτουνιστικής ΕΑΡ ή πρώην «ΚΚΕ εσωτερικού». Στο ίδιο πλαίσιο έγινε ενιαία Κοινοβουλευτική Ομάδα, αναστάλθηκε μέρος της δραστηριότητας της ΚΝΕ, όπως το Φεστιβάλ, που διοργανώθηκε ως του «Συνασπισμού».
Η επιλογή της συγκρότησης του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου» εξέφραζε την ενίσχυση του οπορτουνιστικού ρεύματος και ταυτόχρονα ενίσχυε παραπέρα αυτό το ρεύμα στην καθοδήγηση και στις γραμμές του ΚΚΕ. Ηταν ουσιαστικά επιλογή εγκατάλειψης του αυτοτελούς χαρακτήρα του Κόμματος, αποτέλεσε επιλογή πολιτικής συμμαχίας με οπορτουνιστικές και σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις. Επανέλαβε, σε ένα άλλο βεβαίως ιστορικό πλαίσιο και συνθήκες, τη λαθεμένη επιλογή συγκρότησης της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ) και φανερώνει ότι παρά την κριτική που είχε ασκηθεί σε πλευρές της πολιτικής του ΚΚΕ τη δεκαετία του 1960, ωστόσο δεν είχαν βγει ολοκληρωμένα συμπεράσματα από τη διάσπαση του 1968.
Η αυτοτέλεια του ΚΚΕ είναι θέμα αρχής, έκφραση του ιστορικού ρόλου της εργατικής τάξης και της ανάγκης να συγκροτείται αυτοτελώς ιδεολογικοπολιτικά και οργανωτικά η πρωτοπορία της ως καθοδηγήτρια δύναμη στην πάλη για την ανατροπή της αστικής εξουσίας. Οποιοδήποτε σχήμα συμμαχίας της εργατικής τάξης με λαϊκά στρώματα δεν πρέπει να αναιρεί την ιδεολογική, στρατηγική, γενικότερα πολιτική οργανωτική αυτοτέλεια του ΚΚ.
Βεβαίως, όπως και η ΕΔΑ, έτσι και ο Συνασπισμός αντανακλούσε τη λαθεμένη προγραμματική αντίληψη του ΚΚΕ που ακολουθούσε τη λογική των σταδίων.
Στην περίπτωση του Συνασπισμού βάρυνε η αντίληψη που είχε διαμορφώσει το ΚΚΕ για το τι σήμαινε κρίση του πολιτικού συστήματος και το πώς το ΚΚΕ έπρεπε να την αξιοποιήσει.
Για πολλά χρόνια μετά από το 1974, κεντρικό πολιτικό αίτημα αποτέλεσε η διεκδίκηση της απλής αναλογικής, όχι μόνο ως εκλογικού συστήματος που εξισώνει για όλα τα κόμματα τις προϋποθέσεις για την εκλογή βουλευτή, αλλά και ως συστήματος που μπορούσε να στερήσει από την αστική τάξη τη δυνατότητα μονοκομματικής κυβέρνησης, ως κλειδί για πολιτική συνεργασία, για την ανάδειξη του ΚΚΕ σε ρυθμιστή στο σχηματισμό κυβέρνησης.
Ως επακόλουθο των αναλύσεών μας για το τι πραγματικά σήμαινε κρίση του πολιτικού συστήματος (που βεβαίως δεν ταυτίζεται με την αδυναμία για ένα διάστημα να εξασφαλίσει σταθερή κυβέρνηση) ήταν η εκτίμηση ότι το σκάνδαλο Κοσκωτά και η διάψευση ελπίδων από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ μπορούσαν να οδηγήσουν στη μεγάλη αποδυνάμωσή του, κι έτσι να απελευθερωθούν οι εργατικές - λαϊκές δυνάμεις που ήταν εγκλωβισμένες, να δυναμώσει ο Συνασπισμός πολιτικά και κοινοβουλευτικά ή να σχηματιστεί μια νέα αντιιμπεριαλιστική - αντιμονοπωλιακή σοσιαλδημοκρατία που θα ευνοούσε τη συνεργασία και νέο κυβερνητικό συνασπισμό. Να απελευθερώνονταν οι δυνάμεις δηλαδή του «καλού» ΠΑΣΟΚ. Η άποψη για την «καλή» και «κακή» σοσιαλδημοκρατία κυριαρχούσε σε όλο τον 20ό αιώνα, σε πείσμα των πραγματικών εξελίξεων και των χιλιάδων αποδείξεων από την εποχή ακόμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και κυρίως από το διάστημα του Μεσοπολέμου.
Η ουσιαστική αποδυνάμωση του αστικού πολιτικού συστήματος μπορεί να συντελείται σταδιακά ή και με γρήγορους ρυθμούς, στο αντικειμενικό έδαφος της όξυνσης των εσωτερικών αντιφάσεων του συστήματος και της αντανάκλασής της στο εσωτερικό πολιτικό επίπεδο και σε επίπεδο διακρατικών συμμαχιών. Αυτή η διαδικασία είναι που επιδρά αντικειμενικά στις διαθέσεις της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, στην πρόοδο της πολιτικής συνειδητοποίησης, στον απεγκλωβισμό σε κάποια έκταση και βάθος από τη στρατηγική της καπιταλιστικής ανάπτυξης, και όχι κυρίως η δυσαρέσκεια απέναντι σε ορισμένα αστικά κόμματα εξαιτίας ορισμένων οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων σε θέματα ηθικής, δημοκρατίας, διαχείρισης.
Ο μαζικός απεγκλωβισμός λαϊκών μαζών από την αστική πολιτική επιρροή εξαρτάται από την άνοδο της ταξικής πάλης, τη μαζική συμμετοχή και οργάνωσή τους στο εργατικό κίνημα, τα κινήματα των άλλων σύμμαχων λαϊκών δυνάμεων, την ενδυνάμωση της αντιμονοπωλιακής αντικαπιταλιστικής κατεύθυνσης της πάλης, την ενίσχυση της προοπτικής της ανατροπής της αστικής εξουσίας, της πάλης για την εργατική εξουσία, την κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων κ.λπ. Σε αυτήν την κατεύθυνση είναι ευθύνη του Κομμουνιστικού Κόμματος να συμβάλει με τη στρατηγική, το Πρόγραμμά του, αλλά και την καθημερινή ιδεολογικοπολιτική του παρέμβαση, τη δράση των δυνάμεών του μέσα στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, στα κινήματα των ΕΒΕ, των αγροτών, στην παρέμβαση που προωθεί την κοινωνική συμμαχία αυτών των δυνάμεων.
Η συγκρότηση του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου», ως αποτέλεσμα της συμμαχίας του ΚΚΕ με δυνάμεις του οπορτουνισμού και της σοσιαλδημοκρατίας, οδηγούσε τελικά στη διεκδίκηση ρόλου στο πλαίσιο του αστικού πολιτικού συστήματος και στην αστική κυβερνητική εναλλαγή, έτσι δεν συνέβαλε στη χειραφέτηση εργατικών - λαϊκών δυνάμεων από την αστική πολιτική, αλλά αντίθετα ενίσχυσε συγχύσεις, κοινοβουλευτικές αυταπάτες και κυβερνητικές ψευδαισθήσεις που επέδρασαν σε ριζοσπαστικές λαϊκές δυνάμεις.
Ετσι, λοιπόν, τη δεκαετία του 1980, ως αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών που επικράτησαν - ιδιαίτερα μετά την οπορτουνιστική στροφή στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956) και τις μεταρρυθμίσεις Κοσίγκιν τη δεκαετία του 1960 - ενισχύθηκαν αυτές οι κοινωνικές δυνάμεις που είχαν συμφέρον από την ολοένα και μεγαλύτερη υποχώρηση των σοσιαλιστικών - κομμουνιστικών σχέσεων έναντι των σχέσεων της αγοράς. Τέτοιες δυνάμεις ήταν τμήματα συνεταιρισμένων (κολχόζνικων) αγροτών και ιδιαίτερα διευθυντικά στελέχη των συνεταιρισμών, κάτοχοι «σκιώδους κεφαλαίου», τμήματα διευθυντικών στελεχών που ενισχύθηκε η εισοδηματική τους διαφοροποίηση από άλλους εργαζόμενους της κοινωνικής παραγωγής κ.ά. Αξιοποίησαν τη θέση τους στον κρατικό και κομματικό μηχανισμό. Bρήκαν στήριξη σε ορισμένα τμήματα του πληθυσμού, π.χ. σημαντικό τμήμα της διανόησης, αλλά και τμήματα της νεολαίας, όπως η σπουδάζουσα. Αμεσα ή έμμεσα, επέδρασαν στο Κόμμα, ενισχύοντας την οπορτουνιστική διάβρωση και τον αντεπαναστατικό εκφυλισμό, που εκφράστηκε με την πολιτική της «περεστρόικα» και ως κοινωνική δύναμη διεκδίκησαν τη θεσμική κατοχύρωση των καπιταλιστικών σχέσεων.
Σε πολιτικό επίπεδο, νέα οπορτουνιστική επιλογή αποτέλεσαν οι Αποφάσεις του 27ου Συνεδρίου (1986). Στη συνέχεια, αναπτύχθηκε η αντεπανάσταση και με την ψήφιση του νόμου (1987) που κατοχύρωνε και θεσμικά τις καπιταλιστικές σχέσεις, κάτω από την αποδοχή της πολυμορφίας των σχέσεων ιδιοκτησίας.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, εγκαταλείφθηκε ταχύτατα η σοσιαλδημοκρατική προσέγγιση περί «οικονομίας της σχεδιοποιημένης αγοράς» (πλατφόρμα της KE του KKΣE για το 28ο Συνέδριο) υπέρ της θέσης για «οικονομία της ρυθμιζόμενης αγοράς» και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από την «οικονομία της ελεύθερης αγοράς».
Mε τη μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος του 1988, το σύστημα των Σοβιέτ - που είχε σταδιακά υπονομευτεί τα προηγούμενα χρόνια - εκφυλίστηκε σε αστικό κοινοβουλευτικό όργανο με διαχωρισμό των εκτελεστικών και νομοθετικών λειτουργιών, μονιμότητα στη θητεία, υπονόμευση της ανακλητότητας, υψηλές αμοιβές κ.ά.
H εργατική τάξη, οι λαϊκές μάζες γενικότερα δεν αρνούνταν τον σοσιαλισμό. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα συνθήματα που χρησιμοποίησε η «περεστρόικα» ήταν «επανάσταση μέσα στην επανάσταση», «περισσότερη δημοκρατία», «περισσότερος σοσιαλισμός», «σοσιαλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο», «επιστροφή στις λενινιστικές αρχές», γιατί ένα μεγάλο μέρος του λαού, που έβλεπε τα προβλήματα, ήθελε αλλαγές μέσα στον σοσιαλισμό. Τόσο τα μέτρα που αρχικά αποδυνάμωναν τις κομμουνιστικές σχέσεις, ενώ ενίσχυαν τις εμπορευματοχρηματικές, όσο κι εκείνα που αργότερα δρομολογούσαν την αποκατάσταση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, προβλήθηκαν ως μέτρα που θα ενίσχυαν τον σοσιαλισμό.
Το ΚΚΕ δέχτηκε άκριτα την πολιτική της «περεστρόικα», εκτιμώντας ότι ήταν πολιτική μεταρρυθμίσεων προς όφελος του σοσιαλισμού. Οι εξελίξεις στην ΕΣΣΔ και στα άλλα κράτη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης προκάλεσαν σύγχυση, δυνάμωσαν απογοητεύσεις, ενίσχυσαν τις οπορτουνιστικές δυνάμεις μέσα στο Κόμμα. Το τμήμα αυτό των στελεχών, μελών της ΚΕ και του ΠΓ, που επιδίωξαν τη σοσιαλδημοκρατικοποίηση του Κόμματος, είχαν άμεση αναφορά στην πολιτική της «περεστρόικα» και στις δυνάμεις που πρωτοστατούσαν σε αυτήν μέσα στο ΚΚΣΕ. Οπως θα δούμε και στη συνέχεια του αφιερώματος, σε επόμενα άρθρα, η γραμμή της «περεστρόικα» επέδρασε σε θέσεις και επεξεργασίες του Κόμματος.
Ηδη από τη Συνδιάσκεψη του 1995, το Κόμμα είδε αυτοκριτικά τη στάση του σε σχέση με την τοποθέτησή του για την πολιτική της «περεστρόικα». Στο 18ο Συνέδριο του Κόμματος το 2009, προχώρησε σε μια σημαντική επεξεργασία των αιτιών που οδήγησαν στην αντεπανάσταση. Η επεξεργασία αυτή, χωρίς να «κλείνει» ζητήματα περαιτέρω μελλοντικής μελέτης, έδωσε τη δυνατότητα στο Κόμμα να επεξεργαστεί την αντίληψή του για το σοσιαλισμό, που ενσωματώθηκε στο Πρόγραμμα που ψήφισε το 19ο Συνέδριο του Κόμματος.
H κριτική αντιμετώπιση της στάσης του KKE απέναντι στη σοσιαλιστική οικοδόμηση δεν απαξιώνει σε καμία περίπτωση το γεγονός ότι το Kόμμα μας, με συνείδηση του διεθνιστικού του χαρακτήρα, σε όλη την πορεία του, υπερασπίστηκε τη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού - κομμουνισμού στον 20ό αιώνα, ακόμα και με τη ζωή χιλιάδων μελών και στελεχών του. Hταν και είναι συνειδητή επιλογή του Kόμματός μας η μαχητική υπεράσπιση της προσφοράς του σοσιαλισμού στον 20ό αιώνα.