«Ζήτημα - κλειδί» το παζάρι της Δύσης με την Τουρκία
Ο προτεινόμενος υπουργός Εξωτερικών της νέας κυβέρνησης του Τζο Μπάιντεν, Αντονι Μπλίνκεν, στην ακρόασή του στη Γερουσία έβαλε στο στόχαστρο Κίνα και Ρωσία |
«Αν εγκριθεί η υποψηφιότητά μου, θα ενισχυθεί ως βασική μας προτεραιότητα η επαναθεώρηση της θέσης ισχύος μας στις περιοχές της Μαύρης Θάλασσας και της Ανατολικής Μεσογείου», τόνισε, υποστηρίζοντας ότι είναι πολύ σημαντική «η διασφάλιση της αποτρεπτικής μας δύναμης κατά μήκος όλης της νότιας και ανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ και της συνεχιζόμενης κινητικότητάς μας προς αντιμετώπιση κρίσεων» και ξεκαθαρίζοντας: «Η θέση ισχύος των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στη Μαύρη Θάλασσα και την Ανατολική Μεσόγειο αποτελεί "κλειδί" για την αποτροπή της ρωσικής επιθετικότητας». Μάλιστα, μεταξύ άλλων, υπογράμμισε ότι «στους στρατηγικούς στόχους που προωθεί η Ρωσία (μέσω των σχεδίων της) στη Μαύρη Θάλασσα είναι και το να ενισχύσει την πρόσβασή της στη Μεσόγειο και να διευκολύνει την υπεράσπισή της». Ενώ περιγράφοντας ακόμα πιο ολοκληρωμένα την όξυνση του ανταγωνισμού με ένα βασικό αντίπαλο της αστικής τάξης που εκπροσωπεί, τόνισε:
«Στην Ανατολική Μεσόγειο, η Ρωσία αναζητά τρόπους να διευρύνει τις ικανότητές της να αποκτήσει δύναμη, να επιδείξει την πειραματική της προσέγγιση με (νέους) πιθανούς εταίρους και να επιδράσει προς όφελός της σε μια ποικιλία διπλωματικών και περιφερειακών εξελίξεων... Οι ναυτικές της επιχειρήσεις σε Μαύρη Θάλασσα και Ανατολική Μεσόγειο επιδιώκουν επίσης να διατηρήσουν την πίεση ως μέρος της συνεχιζόμενης επιχείρησής της για την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας και της Γεωργίας, να προκαλέσουν τις επιχειρήσεις των ΗΠΑ και των συμμάχων τους και την ελευθερία κινήσεών τους και να συνθέσουν τα απαραίτητα εκείνα "κομμάτια" που θα περιπλέξουν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ...».
Η «επαναθεώρηση» της αμερικανικής θέσης ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο αφορά την προώθηση στρατιωτικών - διπλωματικών - οικονομικών σχεδιασμών που υπηρετούν τη γεωπολιτική κυριαρχία απέναντι στη Ρωσία αλλά και την Κίνα, που τα τελευταία χρόνια διεισδύουν ακόμα πιο αποφασιστικά στην περιοχή. Η ανακοπή της ραγδαίας τους διείσδυσης είναι βασική προτεραιότητα (και) για τη νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ, όπως περιέγραψε σε αντίστοιχη κατάθεση και ο υποψήφιος για νέος ΥΠΕΞ, Αντονι Μπλίνκεν, που μεταξύ άλλων κατέληξε να περιγράψει ως «ουσιαστική πρόκληση» τις σχέσεις ΗΠΑ - Τουρκίας.
Καθόλου τυχαία, μάλιστα, ο Μπλίνκεν είπε ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν θα εξετάσει το αποτέλεσμα που θα έχουν οι κυρώσεις που πρόσφατα αποφασίστηκαν για την Αγκυρα (στο πλαίσιο του CAATSA) μετά την αγορά των ρωσικών συστημάτων «S-400» και πρόσθεσε ότι «θα προσδιορίσουμε αν θα χρειαστεί να γίνει κάτι περισσότερο...».
Ομως, η «αυστηρότητα» που η κυβέρνηση Μπάιντεν εμφανίζεται να εξετάζει ως ενδεχόμενη τακτική της απέναντι στην Τουρκία, δεν αποτελεί ούτε έκπληξη ούτε τίποτα πρωτοφανές. Στις σχέσεις των δύο συμμάχων κυριαρχούν σημαντικές αντιθέσεις εδώ και καιρό, ενώ η ρευστότητα που τις χαρακτηρίζει είναι ενδεικτική ευρύτερων ανταγωνισμών και αναδιατάξεων που οξύνονται, όπως δείχνει και η κατάσταση συνολικά στο ΝΑΤΟ, στις σχέσεις των ΗΠΑ με την Ευρώπη κ.τ.λ. Είναι, άλλωστε, σταθερό χαρακτηριστικό κάθε λυκοσυμμαχίας, διμερούς ή πολυμερούς, να ράβεται και να ξηλώνεται ανάλογα με το πώς και το αν κάθε φορά εξυπηρετούνται τα συμφέροντα καθενός από τους λύκους που συμμαχούν...
Ωστόσο, πλήθος αμερικανικών αναλύσεων εφιστούν την προσοχή εδώ και καιρό στην κυβέρνηση Μπάιντεν, ότι πρέπει να εκτιμήσει τις συνέπειες από κάθε αλλαγή στις σχέσεις της με την Αγκυρα, μελετώντας το προβάδισμα ή τα πλεονεκτήματα που αυτή μπορεί να προσφέρει στην Κίνα ή τη Ρωσία.
Χαρακτηριστική είναι, μεταξύ άλλων, η αρθρογραφία στο αμερικανικό πολιτικό περιοδικό «Foreign Policy» που από τον περασμένο Νοέμβρη σημείωνε: «Ο Μπάιντεν δεν μπορεί να αποφύγει τον Ερντογάν, αλλά μπορεί να διατηρήσει σε τροχιά την αμερικανο-τουρκική σχέση...».
Μεταξύ άλλων, το συγκεκριμένο άρθρο παρατηρούσε: «Σε οποιονδήποτε επανακαθορισμό της πολιτικής των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, ο ρόλος που η Τουρκία θα επιλέξει να παίξει θα είναι σημαντικός - προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο. Αποτελεί τη μεγαλύτερη οικονομία της περιοχής, με ένα ΑΕΠ που φτάνει τα 750 δισ. δολάρια. Εχει επιδείξει - συχνά προς έκπληξη της Ουάσιγκτον - μια θέληση να χρησιμοποιήσει "σκληρή δύναμη" για να επιδράσει στη δυναμική της περιοχής. Συνορεύει με το Ιράν, το Ιράκ, τη Συρία και γειτνιάζει με τη Ρωσία στη Μαύρη Θάλασσα. Η Τουρκία αποτελεί έναν λογικό σταθμό στο δίκτυο της Κίνας "Μία Ζώνη - ένας Δρόμος". Η Τουρκία βρίσκεται σε μια θέση - από φυσικής και πολιτικής πλευράς - που μπορεί να επηρεάσει την ανάπτυξη της ρωσικής δύναμης προς το Νότο και της κινεζικής ισχύος προς τη Δύση. Αυτό που για καιρό κατέστησε την Τουρκία σημαντικό εταίρο των ΗΠΑ έχει προσελκύσει και την προσοχή της Ρωσίας και της Κίνας. Αληθινά, για κάθε εξωτερικό παρατηρητή, η συνεργασία της Αγκυρας θα μπορούσε να βελτιώσει την ικανότητά του να εκπληρώσει τις πολιτικές του επιδιώξεις στη Μέση Ανατολή. Πρόσθετη πρόκληση για τη Μόσχα και το Πεκίνο είναι η ευκαιρία να εκμεταλλευτούν τις παρούσες διαφορές μεταξύ Αγκυρας και Ουάσιγκτον για να βαθύνουν το χάσμα που μεγαλώνει στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ...».
Το άρθρο του «Foreign Policy» παρέθετε μια σειρά από παραδείγματα για τη σημασία και το περιθώριο που Μόσχα και Πεκίνο εντοπίζουν στις σχέσεις τους με την Αγκυρα, αλλά και για την ανταπόκριση που εκείνη δείχνει (π.χ. εκτός από την αγορά των ρωσικών «S-400», ξεχώριζε την απροθυμία της να ακολουθήσει τις αμερικανικές «προειδοποιήσεις» κατά της κυριαρχίας της «Huawei» στα δίκτυα 5G). Ακόμα, εντόπιζε με ανησυχία την «πρωτοβουλία» με την οποία σύμμαχοι των ΗΠΑ στην περιοχή δρουν, «συχνά ακόμα και ο ένας κατά του άλλου», ξεχωρίζοντας τις «έχθρες» της Τουρκίας με τη Σαουδική Αραβία, ή τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (για των οποίων βέβαια την αντιμετώπιση προχωρούν μια σειρά από προσπάθειες, όπως δείχνουν και οι εξελίξεις στις σχέσεις του Ισραήλ με αραβικές χώρες κ.τ.λ.).
Παρατηρώντας ότι «μια νοσταλγία για τη συμμαχία που ΗΠΑ - Τουρκία μοιράζονταν στο παρελθόν θα ήταν παραπλανητική» το «Foreign Policy» κατέληγε ότι «το ίδιο θα ήταν και η υπόθεση πως μόνη εναλλακτική είναι η εχθρότητα μεταξύ τους (...) Η πραγματικότητα ειδικά για το άμεσο μέλλον, ακόμα και αν σταθεροποιηθεί, είναι ότι η σχέση ΗΠΑ - Τουρκίας θα είναι πιο μεταβατική από ό,τι παλιότερα. Αυτό θα απαιτήσει μεγαλύτερη βούληση από αυτήν που σήμερα υπάρχει για να δοθεί προτεραιότητα στην εργασία για ήσυχους συμβιβασμούς, στην έγκαιρη διαβούλευση, ώστε να αποφευχθεί η όξυνση των διαφωνιών και η περεμπόδιση της εξέλιξης κάθε διαφωνίας σε υπαρξιακή απειλή για την ίδια τη διμερή σχέση...».