ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 7 Αυγούστου 2020
Σελ. /20
Διαβάστε σήμερα στην ενότητα «Διεθνή και Οικονομία»:
  • ΗΠΑ - ΓΕΡΜΑΝΙΑ: Οι διατλαντικές σχέσεις «δεν θα είναι ποτέ ξανά οι ίδιες»
  • Διδακτικά συμπεράσματα από τη συζήτηση στο Ευρωκοινοβούλιο για τις οδικές μεταφορές

ΗΠΑ - ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Οι διατλαντικές σχέσεις «δεν θα είναι ποτέ ξανά οι ίδιες»

Από την Ενέργεια έως το εμπόριο και τις γεωπολιτικές «προτεραιότητες», τα μέτωπα της αντιπαράθεσης ολοένα οξύνονται

Copyright 2019 The Associated

«

Οσοι πιστεύουν ότι με έναν Δημοκρατικό Πρόεδρο όλα στη διατλαντική εταιρική σχέση θα είναι όπως ήταν κάποτε, υποτιμούν τις διαρθρωτικές αλλαγές». Αυτή η δήλωση του Γερμανού ΥΠΕΞ, Χάικο Μάας, αποδίδει το εύρος και το βάθος της «κρίσης» στις ευρωατλαντικές σχέσεις και μεταξύ των παραδοσιακών συμμάχων, ΗΠΑ και Γερμανίας, οι οποίες επηρεάζονται αναπόφευκτα από τις «τεκτονικές» παγκόσμιες αλλαγές, δηλαδή την άνοδο της Κίνας και τη μετατόπιση του παγκόσμιου «κέντρου βάρους» προς την Ασία.

Τα μέτωπα στη διάσταση ή και τη σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ Ουάσιγκτον και Βερολίνου έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια: Το τεράστιο εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας σε βάρος των ΗΠΑ, η πυρηνική συμφωνία για το Ιράν, την οποία θέλουν να διατηρήσουν Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία, Κίνα, Ρωσία, ο ρωσικός αγωγός «Nord Stream 2» που θα καταλήγει στη βόρεια Γερμανία, ο μη αποκλεισμός της κινεζικής «Huawei» από την κατασκευή του γερμανικού 5G δικτύου, η αντιμετώπιση της Κίνας, οι προτεραιότητες και η «συνεννόηση» στο ΝΑΤΟ, η πρόσφατη απόφαση των ΗΠΑ να αποσύρουν από τις βάσεις τους στη Γερμανία χιλιάδες στρατιώτες.

Η γερμανική κυβέρνηση έχει διατυπώσει επανειλημμένα την πεποίθηση πως όλα τα παραπάνω δεν σχετίζονται με τη σημερινή κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ και πως οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών δεν θα είναι ποτέ ξανά ίδιες, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των αμερικανικών προεδρικών εκλογών τον ερχόμενο Νοέμβρη.

Παράλληλα, «οι διατλαντικές σχέσεις είναι εξαιρετικά σημαντικές, παραμένουν σημαντικές και εργαζόμαστε για να διασφαλίσουμε ότι θα έχουν μέλλον», σύμφωνα με τον Γερμανό ΥΠΕΞ, αλλά «με τον τρόπο που είναι τώρα, δεν πληρούν πλέον τις απαιτήσεις που έχουν και οι δύο πλευρές». Σε κάθε περίπτωση, «ακόμη αυτά που μας συνδέουν με τις ΗΠΑ είναι περισσότερα από αυτά που μας χωρίζουν. Ακόμα κι αν οι σχέσεις μας είναι αρκετά περίπλοκες αυτήν τη στιγμή».

Στο στόχαστρο Ρωσία - Κίνα

Τελευταίο «επεισόδιο» στην αντιπαράθεση των ΗΠΑ με την Γερμανία είναι η αποχώρηση 11.900 Αμερικανών στρατιωτών από τις περίπου 34.550 που βρίσκονται εκεί, κίνηση που παρουσιάστηκε και στους συμμάχους του ΝΑΤΟ.

Ο Αμερικανός Πρόεδρος είχε προαναγγείλει τη μετακίνηση στρατευμάτων στα μέσα Ιούνη, ασκώντας έντονη κριτική στη Γερμανία για χαμηλές «αμυντικές δαπάνες - εισφορές» στο ΝΑΤΟ και για την κατασκευή του ρωσικού αγωγού φυσικού αερίου «Nord Stream 2», υπογραμμίζοντας την αντίφαση η Γερμανία να «πληρώνει δισεκατομμύρια δολάρια στη Ρωσία για να αγοράσει Ενέργεια (...) και έπειτα υποτίθεται ότι θα τους υπερασπιστούμε από τη Ρωσία...». Σε νεότερες δηλώσεις του, ο Τραμπ είπε χαρακτηριστικά: «Βαρεθήκαμε να είμαστε τα κορόιδα. Μειώνουμε τις δυνάμεις μας επειδή δεν πλήρωναν».

Πάντως η κίνηση είναι μελετημένη και ενταγμένη στην ευρύτερη αμερικανική στρατηγική: «Η εγκεκριμένη πρόταση (...) θα αυξήσει επίσης την αποτροπή εναντίον της Ρωσίας, θα ενισχύσει το ΝΑΤΟ, θα καθησυχάσει τους συμμάχους, θα βελτιώσει τη στρατηγική ευελιξία των ΗΠΑ και την επιχειρησιακή διοίκηση του αμερικανικού στρατού στην Ευρώπη», εξήγησε ο εκπρόσωπος του υπουργείου Αμυνας των ΗΠΑ.

Από τους 11.900 οι 5.600 θα μεταφερθούν σε Πολωνία, Βέλγιο και Ιταλία, στο πλαίσιο ευρύτερων κινήσεων ενίσχυσης της νοτιοανατολικής πτέρυγας των αμερικανικών και ΝΑΤΟικών δυνάμεων απέναντι στη Ρωσία. Περίπου 6.400 άλλοι θα επιστρέψουν στις ΗΠΑ για να αναλάβουν ρόλους συμμετοχής ή υποστήριξης σε διάφορες ιμπεριαλιστικές επιχειρήσεις που δεν θα αφορούν μόνο την Ευρώπη ή τη Μέση Ανατολή (όπως ήταν ο κεντρικός ρόλος της EUCOM).

Σύμφωνα με δύο ανώτερους αξιωματούχους του Πενταγώνου, η αναδιάταξη προβλέπει και μεταφορά στρατιωτών σε πρώην σοβιετικές χώρες στην Κεντρική Ασία ή τις Βαλτικές χώρες ως «ένα σαφές μήνυμα» στη Ρωσία. Μερικά από αυτά τα στρατεύματα θα σταθμεύσουν σε μόνιμη βάση, αλλά η πλειοψηφία θα αναπτύσσεται εκ περιτροπής, ανέφεραν οι αξιωματούχοι, τονίζοντας πως αυτό προσφέρει μεγαλύτερη ευελιξία και είναι πιο απρόβλεπτο και πιο αποσταθεροποιητικό για τη Ρωσία.

Ο Αμερικανός ΥΠΕΞ, Μάικ Πομπέο, είπε ακόμη ότι η αποχώρηση σχετίζεται με την αντιμετώπιση της κινεζικής απειλής και «θα φροντίσουμε να είμαστε κατάλληλα προετοιμασμένοι για να αντιμετωπίσουμε τις κινεζικές ένοπλες δυνάμεις».

Πιο «ανεξάρτητη» σε ασφάλεια, τεχνολογία, εμπόριο

Για ακόμη μια φορά, ο Χ. Μάας αναφέρθηκε στην ανάγκη η ΕΕ να ενισχύσει τον στρατιωτικό και γεωπολιτικό της ρόλο, στον λεγόμενο «ευρωπαϊκό πυλώνα στο ΝΑΤΟ»: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να μην είναι πλέον η προστατευτική ασπίδα της Ευρώπης που γνωρίζαμε στο παρελθόν. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να κάνουμε περισσότερα για την ασφάλειά μας, ότι πρέπει να υπάρχει ένας ευρωπαϊκός πυλώνας στο ΝΑΤΟ (...) Δεν θέλω η Ευρώπη να γίνει στρατιωτικά ανεξάρτητη. Θέλω να διασφαλίσουμε τα συμφέροντά μας για την ασφάλεια μαζί με τις ΗΠΑ ως σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ. Ούτε μπορώ να φανταστώ ότι οι ΗΠΑ έχουν μακροπρόθεσμο συμφέρον να διαχωρίσουν από την Ευρώπη από την άποψη της πολιτικής ασφάλειας (...) Δεν μπορούμε να καλύψουμε το κενό που υπάρχει όπου αποσύρονται οι ΗΠΑ. Εχουμε ήδη αναλάβει μεγάλη ευθύνη, π.χ. στην Αφρική, ειδικά στο Σαχέλ, καθώς και στο Αφγανιστάν».

Η γερμανική κυβέρνηση «εργάζεται» επίσης να ενισχύσει την «κυριαρχία» της ΕΕ, ώστε η ιμπεριαλιστική ένωση να γίνει πιο ανεξάρτητη και πιο ανθεκτική έναντι της Κίνας, αλλά και των ΗΠΑ: «Η Ευρώπη πρέπει να τοποθετηθεί ως ενότητα στον παγκόσμιο ανταγωνισμό ισχύος», απαιτεί ο Μάας, προσθέτοντας ότι «απαιτείται ασταμάτητη ανάλυση των στρατηγικών μας εξαρτήσεων - στην τεχνολογία, στην ασφάλεια, στο εμπόριο, στο νόμισμα». Επίσης για τον σοσιαλδημοκράτη Γερμανό ΥΠΕΞ, η ΕΕ πρέπει να μειώσει την εξάρτησή της από την Κίνα, π.χ. στην προμήθεια φαρμάκων, αλλά και στην ψηφιοποίηση, στην κατασκευή του δικτύου 5G.

Ταυτόχρονα, πρέπει «να σκεφτούμε πώς μπορούμε να διαχειριστούμε καλύτερα τις συγκρούσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη στο μέλλον, ακόμη και χωρίς τις ΗΠΑ», συμπλήρωσε ο Γερμανός ΥΠΕΞ, κάτι που περιλαμβάνει όχι μόνο έναν «στρατηγικό διάλογο» ασφάλειας και άμυνας ή την ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανίας στην ΕΕ, αλλά και «περαιτέρω ανάπτυξη και συντονισμό των αμυντικών πρωτοβουλιών» της Ενωσης.

Μηχανισμός απέναντι στις (αμερικανικές) κυρώσεις

Παράλληλα, η ΕΕ «εργάζεται για να ενισχύσει τις δυνατότητές της για επιβολή και εφαρμογή κυρώσεων», όπως αναφέρει η γερμανική προεδρία (από 1η Ιούλη) στις προτεραιότητές της με σαφή στόχο την αμερικανική πολιτική.

Η κυβέρνηση των ΗΠΑ, μετά την αποχώρησή της από την πυρηνική συμφωνία για το Ιράν, έχει επιβάλει κυρώσεις σε ευρωπαϊκές εταιρείες που επενδύουν και έχουν εμπορικές συναλλαγές με το Ιράν, προκαλώντας σημαντικά εμπόδια στην οικονομική και γεωπολιτική διείσδυση γερμανικών, γαλλικών, βρετανικών κ.ά. ομίλων.

Παρά τις προσπάθειες - μαζί με τη Ρωσία και την Κίνα - να παρακαμφθεί το δολάριο στις οικονομικές συναλλαγές στο Ιράν, «στον αγώνα εξουσίας για την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν, αποδείχθηκε ότι Βερολίνο και Βρυξέλλες δεν μπορούν να ξεπεράσουν τις εξωεδαφικές κυρώσεις των ΗΠΑ κατά της Τεχεράνης. Με αυτόν τον τρόπο, έχουν χάσει (σ.σ. έδαφος) στον παγκόσμιο αγώνα εξουσίας στη Μέση Ανατολή», επισημαίνεται στον γερμανικό Τύπο.

Αμερικανικές κυρώσεις επιβλήθηκαν επίσης τον περασμένο Δεκέμβρη σε ορισμένες εταιρείες που συμμετέχουν στην κατασκευή του ρωσικού αγωγού «Nord Stream 2», ενώ μέσα στον Ιούλη Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί βουλευτές κατέθεσαν νέο νομοσχέδιο «περί προστασίας της ενεργειακής ασφάλειας της Ευρώπης» (PEESCA), το οποίο επεκτείνει τις κυρώσεις θέτοντας νέα εμπόδια στην ολοκλήρωση του αγωγού. Το νομοσχέδιο αναμένεται να εγκριθεί τον Σεπτέμβρη.

Ιδιαίτερα πλήττονται τα γερμανικά συμφέροντα, αν και στην κατασκευή του «Nord Stream 2» συμμετέχουν αρκετοί ευρωπαϊκοί όμιλοι. Ομως στο πλαίσιο της γερμανορωσικής συνεργασίας η θυγατρική του γερμανικού κολοσσού χημικής βιομηχανίας BASF, η «Wintershall Dea», προβλέπεται να έχει άμεση πρόσβαση σε πλούσια κοιτάσματα φυσικού αερίου της Σιβηρίας, κάτι που δίνει τη δυνατότητα στη γερμανική εταιρεία Ενέργειας να γίνει «Ευρωπαίος πρωταθλητής».

Εκτός από τη σοβαρή οικονομική ζημιά που θα μπορούσε να προκαλέσει η αποτυχία του «Nord Stream 2», θα ήταν και μια ακόμη σοβαρή πολιτική «ήττα» για τη Γερμανία και την ΕΕ «στον αγώνα για παγκόσμια δύναμη». Αυτή η αδυναμία θα αναγκάζει την ΕΕ και τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να περιμένουν από τις ΗΠΑ να υποχωρήσουν σε περίπτωση αντικρουόμενων συμφερόντων, π.χ. για το δίκτυο 5G και την κινεζική «Huawei», σε ενδεχόμενη επιβολή περαιτέρω κυρώσεων κατά της Ρωσίας ή της Κίνας.

Ετσι η γερμανική κυβέρνηση και οι εκπρόσωποι της γερμανικής οικονομίας πιέζουν για αντίμετρα από την ΕΕ, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ανακοινώσει ότι εργάζεται πάνω σε έναν μηχανισμό που θα μειώσει όσο το δυνατόν περισσότερο «την επίδραση των εξωεδαφικών κυρώσεων που επιβάλλουν τρίτες χώρες».


Ε. Μ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ