Μέχρι στιγμής έχουν γίνει 5 τέτοιες συνεδριάσεις και αφορούν τη συμβολή του χρηματοπιστωτικού συστήματος, του Ασφαλιστικού και του Χρηματιστηρίου Αθηνών «στην περιβαλλοντική προστασία και στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής», τις «Περιβαλλοντικές, Κλιματικές και Υπεύθυνες Επενδύσεις», ενώ θα ακολουθήσουν και άλλες.
Οι συνεδριάσεις της Επιτροπής επιβεβαιώνουν ότι η υπόθεση της «πράσινης ανάπτυξης» αφορά όχι βέβαια την προστασία του περιβάλλοντος αλλά τις νέες κερδοφόρες διεξόδους που αναζητούν οι επιχειρηματικοί όμιλοι στα υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια που λιμνάζουν, στο φόντο πάντα των σφοδρών και επικίνδυνων για τους λαούς ανταγωνισμών και των ανησυχιών για νέα καπιταλιστική κρίση.
Γι' αυτό και η συζήτηση αυτή δεν αφορά μόνο τους ομίλους που δραστηριοποιούνται στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας ή συνολικά στην Ενέργεια, αλλά εμπλέκονται σε αυτήν τράπεζες, χρηματιστήρια, ασφαλιστικές εταιρείες, ΜΚΟ, τεράστια funds που παρέχουν από μελέτες και νομικές υπηρεσίες μέχρι συμβούλους επενδύσεων, φοροτεχνικούς, λογιστές και πάει λέγοντας.
Δίνοντας άλλωστε το στίγμα, στην τελευταία συνεδρίαση της Επιτροπής, που έγινε στις 31 Γενάρη, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κ. Χατζηδάκης, είπε για το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα που παρουσίασε η κυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον περασμένο Δεκέμβρη ότι «σκοπός είναι να θέσουμε τις βάσεις για μια πράσινη επενδυτική επανάσταση ουσιαστικά στην Ελλάδα», που αφορά από ανεμογεννήτριες, ηλεκτροκίνητα οχήματα μέχρι τη διαχείριση των απορριμμάτων. Σχέδιο που «προβλέπει πράσινες επενδύσεις ύψους 43,8 δισεκατομμυρίων ευρώ ως το 2030» στην Ελλάδα και εντάσσεται στην «Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία» που έχει παρουσιάσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που κατά τον υπουργό περιλαμβάνει «επενδύσεις δημόσιες και ιδιωτικές στον συγκεκριμένο τομέα, ύψους 1 τρισεκατομμυρίου ευρώ, από τον κοινοτικό προϋπολογισμό και το λεγόμενο πακέτο "Γιούνκερ" με τη συναφή μόχλευση ιδιωτικών κεφαλαίων».
Κατά τη συνεδρίαση σχετικά με το πώς οι τράπεζες θα ...σώσουν το περιβάλλον η Θ. Αντωνακάκη, επιστημονική γραμματέας της Επιτροπής Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής της Τράπεζας της Ελλάδας, ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «πριν από δύο χρόνια, συστάθηκε το Δίκτυο Κεντρικών Τραπεζών και Εποπτικών Αρχών για ένα "πράσινο" χρηματοπιστωτικό σύστημα, το (NGFS) Network for Greening the Financial System. Εχει ως ευρύτερο ρόλο να ενδυναμώσει το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Μέλη του δικτύου αυτή τη στιγμή είναι οι κεντρικές τράπεζες χωρών, που αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 50% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Συμμετέχουν, επίσης, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και, εδώ και αρκετό καιρό, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα».
Η ίδια πρόσθεσε, δείχνοντας και ποιο είναι το διακύβευμα, ότι «σύμφωνα με μια πρόσφατη έκθεση της Global Commission on Adaptation, την οποία υπογράφουν ο Μπαν Κι Μουν (πρώην γενικός γραμματέας του ΟΗΕ), η Κλισταλίνα Γκεοργκίεβα (γενική διευθύντρια του ΔΝΤ) και ο Μπιλ Γκέιτζ, οι επενδύσεις που χρειάζονται αυτή τη στιγμή για την ενίσχυση της παγκόσμιας ανθεκτικότητας και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, φτάνουν περίπου τα 1,8 τρισ. δολάρια, τα οποία μέσα στην επόμενη δεκαετία υπολογίζεται πως θα συμβάλουν σε 7,1 τρισ. δολάρια τριπλού οφέλους».
Οπως ανέφερε «σε αυτό το πλαίσιο, ειδικότερα ο τραπεζικός τομέας μπορεί να κατευθύνει κεφάλαια σε δράσεις που επιφέρουν θετικά αποτελέσματα»,για τους «επενδυτές».
Πολύ χαρακτηριστική, σε μία από αυτές τις συνεδριάσεις, ήταν η τοποθέτηση της Τ. Δερμάτη, υπεύθυνης Γραφείου Αθηνών της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, η οποία σημείωσε ότι «η ΕΤΕπ είναι η τράπεζα της ΕΕ για το κλίμα. Τα τελευταία 8 χρόνια έχουν διατεθεί περισσότερα από 150 δισ. ευρώ, ώστε να στηριχθούν επενδύσεις ύψους 550 δισ. ευρώ συνολικά, σε έργα που μειώνουν τις εκπομπές ρύπων και συμβάλλουν στην προσαρμογή της Ευρώπης στο κλίμα» και ότι «στα επόμενα δέκα χρόνια, η φιλοδοξία είναι να κινητοποιηθούν χρηματοδοτήσεις συνόλου 1 τρισ. ευρώ. Ολα τα έργα που χρηματοδοτούμε θα είναι πλήρως ευθυγραμμισμένα με τις αρχές και τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού, ήδη από το τέλος του 2020».
Η Χ. Απαλαγάκη, γενική γραμματέας της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών, έκανε λόγο για τα «πράσινα ομόλογα», τα οποία «είναι ό,τι πιο σύγχρονο συναντάμε πλέον στις χρηματοδοτήσεις, αυτά δηλαδή τα οποία περιλαμβάνουν προς όλους τους επενδυτές που τα αγοράζουν τη διαβεβαίωση ότι η έκδοση έχει γίνει στο πλαίσιο μιας βιώσιμης χρηματοδότησης».
Τα αποκαλούμενα «πράσινα ομόλογα» είναι χρεόγραφα σταθερής απόδοσης, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση ή αναχρηματοδότηση έργων που θεωρούνται «πράσινα», όπως σε Ενέργεια (π.χ. ανεμογεννήτριες, αιολικά πάρκα), μεταφορές, διαχείριση αποβλήτων, κατασκευές, νερό και χρήση γης και θεωρούνται ως «κάτι παραπάνω από αναδυόμενη αγορά», πεδίο δόξης λαμπρόν για να επενδυθούν λιμνάζοντα κεφάλαια.
Δημοσιεύματα του οικονομικού Τύπου, με αφορμή το «πράσινο ομόλογο» αξίας 150 εκατ. ευρώ, που εξέδωσε τον περασμένο Οκτώβρη η «ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή» - το πρώτο τέτοιο ομόλογο που εκδόθηκε στην Ελλάδα - ανέφεραν ότι από την πρώτη έκδοση τέτοιου ομολόγου που έγινε το 2008 από την Παγκόσμια Τράπεζα μέχρι και τον περασμένο Οκτώβρη είχαν διακινηθεί πάνω από 1 τρισεκατομμύριο δολάρια «ενώ ολοένα και περισσότεροι διεθνείς επενδυτές, χώρες και οργανισμοί είτε τα χρησιμοποιούν είτε συμβουλεύουν την περαιτέρω διάδοσή τους».
Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, «με δεδομένο πως μόνο η Ευρώπη χρειάζεται περίπου 180 δισεκατομμύρια ευρώ πρόσθετων επενδύσεων ετησίως για την επίτευξη των στόχων μείωσης μέχρι το 2030 των εκπομπών αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου που όρισε η ΕΕ στη Συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή, η αγορά έχει τεράστια περιθώρια ανάπτυξης».
Στο χορό των δισεκατομμυρίων που έχει στηθεί στην υπόθεση της «πράσινης ανάπτυξης» διεκδικούν το δικό τους μερτικό οι ασφαλιστικές εταιρείες.
Οπως ανέφερε η Μαργαρίτα Αντωνάκη, γενική διευθύντρια της Ενωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος, «ο ασφαλιστικός κλάδος είναι ιδανικός, από μια άποψη, στο να συμβάλει, διότι συντρέχουν σε αυτόν δύο ιδιότητες. Η μία ιδιότητα είναι ότι είναι μεγάλος θεσμικός επενδυτής. Και όταν λέω μεγάλος θεσμικός επενδυτής αρκεί να σας πω ότι, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κοντεύει τα 11 τρισεκατομμύρια ευρώ το νούμερο των επενδύσεων», σημειώνοντας ότι «στην Ελλάδα, λόγω και της μικρής διείσδυσης, είναι στα 14 δισεκατομμύρια ευρώ, που είναι ένα σημαντικό νούμερο, αν και θα μπορούσε να είναι πολύ παραπάνω. Αφετέρου, εκτός από θεσμικός επενδυτής που μπορεί να διοχετεύσει επενδύσεις σε πράσινες επενδύσεις, είναι και πάροχος προστασίας σε άτομα και επιχειρήσεις».
Οφέλη προσδοκούν και τα διάφορα funds των ΜΚΟ και επιχειρηματικών ομίλων που προσφέρουν διάφορες υπηρεσίες και θέλουν κομμάτι από την πίτα.
Μάλιστα, οι συνεδριάσεις των Επιτροπών έχουν μετατραπεί σε πασαρέλα, όπου παρελαύνουν διάφοροι εκπρόσωποι αυτών των ομίλων, ενώ ενδεικτικό είναι και το «αντικείμενο» των εν λόγω ΜΚΟ.
Για παράδειγμα, ο Sean Kidney, εκπρόσωπος της «Climate Bonds Initiative», που ανέφερε πως «είμαστε η παγκόσμια ΜΚΟ για τα κλιματικά ομόλογα» κατευθύνοντας επενδύσεις προς την «πράσινη ανάπτυξη» καθώς «είναι μια τεράστια ευκαιρία για εμάς να δημιουργήσουμε επενδύσεις, που θα μπορούσαν να έχουν απόδοση για τα θεσμικά κεφάλαια, τα οποία δεν χρησιμοποιούνται επαρκώς».
Ακολούθησαν η Ελένη Χοϊδά, εκπρόσωπος της ΜΚΟ «ShareAction», με έδρα το Λονδίνο, που προσφέρει συμβουλές σε θεσμικούς επενδυτές για τις επενδυτικές ευκαιρίες που ανοίγει η κλιματική αλλαγή, ο Philippe Zaouati, εκπρόσωπος της εταιρείας «Mirova» με έδρα το Παρίσι, η οποία είναι διαχειριστής επενδύσεων «αφιερωμένων στη βιώσιμη επένδυση».
Στις υπηρεσίες που μπορούν να προσφέρουν στους επενδυτές της «πράσινης ανάπτυξης» για την καλύτερη τοποθέτηση των κεφαλαίων τους αναφέρθηκε η Ελ. Κανέλλη, επικεφαλής της Accountancy Europe (ευρωπαϊκή ομοσπονδία φοροτεχνικών και λογιστών στην Ευρώπη) κ.ο.κ.
Παρεμβαίνοντας στην Επιτροπή Περιβάλλοντος στις 31 Γενάρη και σχολιάζοντας τις σχετικές συζητήσεις, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΚΚΕ Νίκος Καραθανασόπουλος αναφέρθηκε αρχικά στην προπαγάνδα που συνοδεύει τη λεγόμενη «πράσινη ανάπτυξη», σημειώνοντας πως συνιστά «επιστημονικό μεσαίωνα», αφού - όπως τόνισε - για τα ζητήματα του περιβάλλοντος υπάρχει τεράστια επιστημονική διαπάλη, ωστόσο στις συνεδριάσεις της Επιτροπής «όποια αντίθετη επιστημονική άποψη από την επίσημη που εξυπηρετεί τεράστια οικονομικά συμφέροντα - γι' αυτό άλλωστε είναι και επίσημη - έχει καταδικαστεί στο σκοτάδι».
Χαρακτήρισε υποκρισία να εμφανίζονται ως υπερασπιστές του περιβάλλοντος οι ίδιοι οι οποίοι κάνουν ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και σε μεγάλο βαθμό οφείλονται για την καταστροφή του, και υπογράμμισε πως το «Green Deal», το οποίο θέλει η ΕΕ, «δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια απέλπιδα προσπάθεια να αντιμετωπίσουν τις συνθήκες υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, που με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγήσει σε μια νέα μεγάλη καπιταλιστική κρίση, συγχρονισμένη, όπως έγινε το 2008».
«Ακριβώς αυτή η υπερσυσσώρευση διαμορφώνει σφοδρότατες και πολύ μεγάλες αντιθέσεις για το ποια κεφάλαια ποιου κράτους θα καταστραφούν περισσότερο. Και το κάθε κράτος θέλει να προστατεύσει τα δικά του κεφάλαια», σημείωσε και πρόσθεσε πως πρόκειται για «πολύ μεγάλη καταστροφή κεφαλαίων» και σε υποδομές, και αυτό «οι περιοχές της Μεγαλόπολης, αλλά και της Πτολεμαΐδας, θα το βιώσουν πάρα πολύ καθαρά το επόμενο χρονικό διάστημα».
Παράλληλα σημείωσε πως «η ΕΕ θέλει να αντιμετωπίσει την πολύ μεγάλη ενεργειακή εξάρτηση, άρα τον δευτερεύοντα ρόλο τον οποίο έχει σε σχέση με τις ΗΠΑ και τη Ρωσία στον τομέα αυτό. Εχει πάρει ως επίσημη πολιτική απόφαση την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, επειδή δεν έχει, ενώ έχει μια τεχνολογική προτεραιότητα στην πράσινη οικονομία. Δεν είναι λοιπόν το ενδιαφέρον της για το περιβάλλον. Είναι για να αναβαθμιστεί η θέση της ΕΕ στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα και ταυτόχρονα να διαμορφώσει καλύτερες προϋποθέσεις αντιμετώπισης των υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων».
Τόνισε ακόμα ότι «αν αναρωτιέται κάποιος μήπως αυτή η υπόθεση της "πράσινης οικονομίας" είναι καλή για τους λαούς, ότι θα αντιμετωπίσει τις τεράστιες κοινωνικές ανισότητες, οι οποίες την τελευταία δεκαετία οξύνονται όλο και περισσότερο, επειδή συσσωρεύεται ο κοινωνικά παραγόμενος πλούτος σε όλο και λιγότερα χέρια», αρκεί να δει ότι αυτοί που ενδιαφέρονται για τις «πράσινες» επενδύσεις «είναι πολυεθνικά μεγαθήρια, τράπεζες, οι οποίες την ίδια ώρα που θέλουν να χρηματοδοτήσουν με αμύθητα ποσά το "Green Deal", βγάζουν στο σφυρί ακίνητα πρώτης κατοικίας. Τότε θα δει και ποιο θα είναι το "κοινωνικό αποτύπωμα" της "πράσινης ανάπτυξης"», σημείωσε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε ότι «οι ίδιοι χρηματοπιστωτικοί όμιλοι που με το ένα χέρι χρηματοδοτούν τη "βρώμικη" οικονομία, με το άλλο χρηματοδοτούν την "καθαρή". Γιατί υπέρτατος θεός τους είναι το καπιταλιστικό κέρδος και αυτό θέλουν απελπισμένα να διασφαλίσουν, και όχι να ικανοποιηθούν οι λαϊκές ανάγκες».