Το ΚΚΕ έκανε ό,τι ζητήθηκε ώστε να προχωρήσει άμεσα η έρευνα, ενώ ήδη στις 9/12/2016 κατέθεσε στον αρμόδιο εισαγγελέα αίτημα για την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου. Ωστόσο, η «κατεπείγουσα» έρευνα αποδείχτηκε κατ' ευφημισμόν - μέχρι σήμερα - κατεπείγουσα, αφού προχώρησε με «ρυθμούς χελώνας». Μάλιστα, η υπόθεση πήγαινε για «κουκούλωμα», αφού και ο αρμόδιος εισαγγελέας που τη διερευνούσε ζητούσε με πράξη του να τεθεί στο αρχείο. Κάτι που θα γινόταν εάν δεν υπήρχαν εντονότατες αντιδράσεις από το ΚΚΕ, με αποτέλεσμα να πάει εκ νέου στην Εισαγγελία Πρωτοδικών, για επανεξέταση και περαιτέρω έρευνα. Από εκεί φαίνεται να στάλθηκε για προκαταρκτική εξέταση στη ΓΑΔΑ και στη συνέχεια να επέστρεψε στον εισαγγελέα Πρωτοδικών, ο οποίος τη χειρίζεται αυτήν τη στιγμή.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά:
Είναι συνήθης πρακτική σε τέτοιες έρευνες ο επιτόπιος έλεγχος από τεχνικούς της ΑΔΑΕ στις εγκαταστάσεις και τα συστήματα του παρόχου, δηλαδή της εταιρείας από το δίκτυο της οποίας γίνονται οι κλήσεις. Τα ονόματα των εταιρειών είναι γνωστά στην ΑΔΑΕ και αφορούν παρόχους στην Ελλάδα αλλά και σε χώρες του εξωτερικού (Γερμανία, Αγγλία, Γαλλία, Φινλανδία).
Αλήθεια:
Εγινε ουσιαστικός επιτόπιος έλεγχος από τεχνικούς της ΑΔΑΕ στις εγκαταστάσεις και τα συστήματα του παρόχου; Αν ναι, σε ποιες εγκαταστάσεις του και σε ποια συστήματα; Αν - όπως αναφέρουν πληροφορίες στον «Ριζοσπάστη» - δεν έγινε ουσιαστικός έλεγχος, πώς αντλήθηκαν τα στοιχεία του ελέγχου; Και πώς θεωρούνται αρκετά από τις αρμόδιες αρχές στοιχεία που είναι προφανές ότι είναι ελλειπή;
Αν ισχύει αυτή η πληροφορία, τότε πραγματικά προκαλεί απορία το πώς είναι δυνατόν να διενεργηθεί σε βάθος έρευνα, χωρίς τη διενέργεια ουσιαστικού επιτόπιου ελέγχου στα συστήματα του παρόχου; Και πώς είναι δυνατόν η ΑΔΑΕ να αρκεστεί αποκλειστικά και μόνο στα στοιχεία αυτά που ο ίδιος ο πάροχος έδωσε μετά από τα αιτήματά της; Δεν είναι πασιφανές ότι από μόνα τους αυτά τα στοιχεία όχι μόνο δεν αρκούν, αλλά μπορεί να είναι οποιαδήποτε στοιχεία θέλει να δώσει η όποια εταιρεία - πάροχος;
Πηγές που γνωρίζουν καλά αυτά τα θέματα αναφέρουν στον «Ριζοσπάστη» πως «συνακροάσεις γίνονται και παράνομα», με την έννοια ότι δεν έχει προηγηθεί η απαραίτητη δικαστική διάταξη. Αρα, λοιπόν, εδώ εγείρονται τρία κρίσιμα ερωτήματα:
-- Εγινε επιτόπιος ή άλλου είδους έλεγχος στα συστήματα νόμιμης συνακροάσεως, τόσο του παρόχου όσο και των αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών, προκειμένου να διερευνηθεί το ενδεχόμενο να γίνονταν παρανόμως συνακροάσεις από υπαλλήλους αυτών των φορέων χωρίς την απαραίτητα δικαστική διάταξη;
-- Το δεύτερο ζήτημα αφορά τον έλεγχο στα αρχεία πρόσβασης των σχετικών συστημάτων συνακροάσεων που τηρούνται στις κρατικές υπηρεσίες. Εγινε σχετικός έλεγχος στα αρχεία πρόσβασης των σχετικών συστημάτων και υποσυστημάτων;
-- Με βάση τα παραπάνω πολύ σοβαρά θέματα, για τα οποία ακόμα είναι άγνωστο το τι ακριβώς έχει γίνει και το εάν έχει γίνει κάτι, γεννάται ένα τρίτο ερώτημα: Μπορεί η ΑΔΑΕ να πιστοποιήσει ότι δεν έγινε τέτοιου είδους πρόσβαση; Οτι δηλαδή δεν υπήρξε νόμιμη ή παράνομη συνακρόαση, στην οποία κάποιοι ενέπλεξαν και το τηλεφωνικό κέντρο της ΚΕ του ΚΚΕ στον Περισσό; Θα μπορούσε βέβαια να πει κάποιος ότι το παραπάνω ερώτημα είναι αστείο, εάν αναλογιστούμε πως η ΑΔΑΕ όχι μόνο έχει άρτιες τεχνικές δυνατότητες και μέσα, αλλά επιπλέον έχει και την απόλυτη νομιμοποίηση να κάνει τις σχετικές έρευνες ως συνταγματικά κατοχυρωμένη ανεξάρτητη αρχή...
Δεν χωρά αμφιβολία πως είναι απαράδεκτη η βραδύτητα και κωλυσιεργία ορισμένων αρχών, θεσμών και υπηρεσιών όλα αυτά τα χρόνια, αναφορικά με τα σοβαρά και επικίνδυνα κρούσματα σε βάρος του ΚΚΕ. Είναι άνευ προηγουμένου η καθυστέρηση στις έρευνες για την εξαγωγή ουσιαστικού πορίσματος και τη συνέχιση της ποινικής διαδικασίας, την αποκάλυψη και δίωξη όσων βρίσκονται πίσω από τις λεγόμενες «συνακροάσεις», δηλαδή υποκλοπές. Βαθιά προβληματική είναι και η αποσιώπηση και υποβάθμιση των καταγγελιών του ΚΚΕ από την κυβέρνηση και άλλους που «κόπτονται» για τη διαφάνεια και την προστασία των δικαιωμάτων. Πολύ περισσότερο που το ζήτημα των υποκλοπών αφορά ευρύτερα το απόρρητο των επικοινωνιών και την προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων του λαού.
Ο «Ριζοσπάστης» τις επόμενες μέρες θα συνεχίσει τη δημοσίευση στοιχείων από τη δημοσιογραφική έρευνα σχετικά με τη συγκεκριμένη υπόθεση. Και θα περιμένουμε τις απαντήσεις στα πολύ σοβαρά ερωτήματα που προκύπτουν...
Οπως αναφέραμε και στο ρεπορτάζ σε διπλανή στήλη, το πρώτο κρούσμα συνακροάσεων στην έδρα της ΚΕ του ΚΚΕ έγινε στις 30/11/2016. Η καταγγελία του ΚΚΕ έγινε μία μέρα μετά.
Λίγους μήνες αργότερα, στις 5/4/2017, σημειώθηκε νέο κρούσμα τηλεφωνικών παρεμβάσεων στην έδρα της ΚΕ, το οποίο επίσης καταγγέλθηκε άμεσα. Σε δημοσιεύματα στον «Ριζοσπάστη» έχουμε τονίσει πως αν τα συγκεκριμένα τηλεφωνήματα από το εξωτερικό και μέσω σταθερού δικτύου έχουν υποστεί παραποίηση προέλευσης, τότε είναι βέβαιο ότι το «χέρι» που κινεί τις συνακροάσεις δεν είναι ένας απλός ιδιώτης, αλλά κέντρο με αναβαθμισμένη τεχνογνωσία και μέσα... Χαρακτηριστικό εξάλλου της προσπάθειας να ερευνηθεί η υπόθεση μόνο «για τα μάτια του κόσμου» και να μπει άρον άρον στο αρχείο είναι το γεγονός ότι η ΑΔΑΕ επανειλημμένα ζητούσε από τις αρμόδιες αρχές να της σταλούν τα πορίσματα της άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου, τα οποία τελικά πήρε στα χέρια της σχεδόν δύο χρόνια μετά. Παρότι όμως τα πήρε - έστω και καθυστερημένα - δεν προχώρησε σε βάθος την έρευνα, με τον ισχυρισμό ότι δεν προκύπτει τίποτα καινούργιο!
Και ενώ μια σειρά από στοιχεία από τους ελέγχους ποτέ δεν αξιοποιήθηκαν για τη βαθύτερη διερεύνηση της υπόθεσης, με πράξη της αρμόδιας εισαγγελέα Πρωτοδικών στις 6/11/2017 η δικογραφία όδευε για το αρχείο. Μετά από έντονες αντιδράσεις η Εισαγγελία Εφετών «επέστρεψε» την υπόθεση στην Εισαγγελία Πρωτοδικών, για επανεξέταση και περαιτέρω έρευνα. Από εκεί φαίνεται να στάλθηκε για προκαταρκτική εξέταση στη ΓΑΔΑ, και στη συνέχεια να επέστρεψε σε εισαγγελέα Πρωτοδικών, ο οποίος τη χειρίζεται.
Και ενώ το ΚΚΕ συνεχίζει να ζητάει απαντήσεις, μεταξύ άλλων και με την κατάθεση Ερώτησης στη Βουλή, στις 18/1/2019 εμφανίζεται το νέο κρούσμα συνακροάσεων με τρίτους στο τηλεφωνικό κέντρο της ΚΕ του ΚΚΕ στον Περισσό, μεταξύ άλλων και με άλλο πολιτικό κόμμα. Σε όλη αυτήν τη διαδρομή, το μπαλάκι των ευθυνών πετιέται από τη μία αρχή στην άλλη, και με εντυπωσιακή ευκολία ορισμένοι αρμόδιοι καταλήγουν πως «είναι αδύνατος ο εντοπισμός των υπαιτίων». Στην πραγματικότητα, εδώ και δύο χρόνια δεν έχουν αξιοποιηθεί οι τεχνολογικές δυνατότητες για να αποκαλυφθούν οι υπαίτιοι. Αυτό πρέπει να γίνει έστω και τώρα. Το γαϊτανάκι ευθυνών πρέπει να σταματήσει.