ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 24 Μάρτη 2001 - Κυριακή 25 Μάρτη 2001
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΙΣΤΟΡΙΑ
Ενας απαρηγόρητος φουστανελάς!

Πέρασαν αναρίθμητα χρόνια από τότε που έπαιρνα για πρώτη μου φορά μέρος στη γιορτή του σχολείου. Γιορτάζαμε την 25η Μαρτίου και έπρεπε να πούμε όλοι από ένα ποίημα. Κι αυτό το «όλοι» δεν το αποφάσισε ο δάσκαλός μας βέβαια, αλλά οι μανάδες μας που έρχονταν κάθε μέρα στο διευθυντή του σχολείου, στον κύριο Λυκογιάννη, γνωστό σε όλη την Ανω Τούμπα για τις φασιστικές του τάσεις, και επέμεναν πως το δικό τους παιδί έπρεπε να πει ποίημα, γιατί αλλιώς η γιορτή θα έχανε σε λάμψη και εντυπωσιασμό. Ο κύριος Λυκογιάννης υποχωρούσε, σημείωνε το όνομα του παιδιού που πρότεινε η μαμά και στο τέλος στο πρόγραμμα της γιορτής έμπαιναν και οι 45 μαθητές της τάξης μας. Και επειδή βέβαια, ο δάσκαλός μας, ο κύριος Μάλλιος, γνωστός ως κρυπτοκομμουνιστής στην Ανω Τούμπα, δεν έβρισκε 45 ποιήματα εθνικού περιεχομένου, για να διδάξει στους μαθητές του αντέγραφε με τα ωραία του, ολοστρόγγυλα γράμματα ό,τι έβρισκε μπροστά του και το μοίραζε στους ανήλικους απαγγελάτορές του. Ετσι κι εγώ, που βρέθηκα ανάμεσα σ' αυτούς, χάρη στην έγκαιρη επέμβαση της μάνας μου, έπρεπε να μάθω και να απαγγείλω στη γιορτή της 25ης Μαρτίου το γνωστό ποίημα του Γ. Δροσίνη «Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά, με τα χεράκια της». Φαίνεται όμως πως εγώ δεν είχα ακόμα καταλάβει ποιο ακριβώς ήταν το «παράταιρο». Δεν μπορούσα, δηλαδή, να εξηγήσω γιατί η «Ανθισμένη αμυγδαλιά» δεν ταίριαζε με τη μεγαλόστομη και μεγαλοϊδεατική, γραμματολογία τού «Ω λυγερόν και κοπτερόν σπαθί μου» που πάντοτε αποτελούσε την καρδιά των εορταστικών μας προγραμμάτων. Ημουνα βέβαιος όμως, και γι' αυτό περίμενα όλο αγωνία την ημέρα της γιορτής, ότι το ποίημα, και ιδιαίτερα το σημείο εκείνο που ο ποιητής Δροσίνης, αναφερόταν στα «χεράκια της» θα έκανε εντύπωση στη Χρυσαυγή, ιδανική «ερωμένη» των παιδικών μου χρόνων, που δε βρήκα ποτέ το θάρρος να της το ομολογήσω. Ιδιαίτερα, μάλιστα, μετά την αξέχαστη εκείνη, μέχρι σήμερα, εθνική γιορτή του σχολειού μας, όπου εγώ ντυμένες με βαρύγδουπες, εντυπωσιακές φουστανέλες έπαιξα τον μπαρουτοκαπνισμένο επαναστάτη και η Χρυσαυγή τη σκλαβωμένη Ελλάδα, αισθανόμουνα δέος και σεβασμό για την ξανθομάλλα συμμαθήτριά μου. Σκεφτόμουνα και αναστέναζα πως δεν ήτανε σωστό να ονειρεύομαι εγώ, ένας απλός φουστανελάς, και μάλιστα με δανεική φουστανέλα, που μέχρι σήμερα δεν έμαθα από πού την ξετρύπωσε η μάνα μου και τη δανείστηκε, θωπείες και πλατωνικές περιπτύξεις με την αλυσοδεμένη Ελλάδα.

Κι όμως, όσα χρόνια κι αν πέρασαν από τότε, έστω κι αν η Χρυσαυγή είναι βέβαιο πως θα χάθηκε στην αγκαλιά ποιος ξέρει ποιου αρειμάνιου φουστανελά, κι ο φτωχός μου αγαθός δάσκαλος πέθανε χωρίς να διαβάσει ποτέ του Ρίτσο και Σεφέρη, Ελύτη και Μάρκογλου σκέφτομαι ακόμα και αναστενάζω, απελπίζομαι και πικραίνομαι αφόρητα. Οχι γιατί δε βρήκα το θάρρος να απλώσω τα ταπεινά μου χέρια στη Χρυσαυγή που «έπαιζε» εκείνα τα πανάρχαια, παιδικά μου χρόνια την Ελλάδα.

Αλλά γιατί σήμερα η Ελλάδα μάταια προσπαθεί να «παίξει» το ρόλο της γλυκιάς μου Χρυσαυγής. Ξεχνάει τα λόγια της. Υποκρίνεται λάθος και αδιαφορεί γι' αυτούς που την ακούν από την «πλατεία». Και, τέλος, όταν την αποδοκιμάζουν, αυτή γυρνάει τις καχεκτικές της πλάτες και αποσύρεται στα παρασκήνια και χάνεται στην αγκαλιά του πρώτου αρειμάνιου «φουστανελά», που, δυστυχώς, δε μας είναι καθόλου άγνωστος. Και το όνομά του γνωρίζουμε, και πού διαμένει, και ποια είναι η ηλικία του, η μόρφωσή του, το κανονικό του επάγγελμα και αν έχει ή όχι τουαλέτα στο πολυτελές διαμέρισμά του. Και τα γνωρίζουμε όλα αυτά με πολλές λεπτομέρειες, γιατί τον έχουμε «απογράψει» πολύ πριν από τη 18η Μαρτίου.

Πού να βρω, λοιπόν, το κουράγιο σήμερα που είναι η εθνική μας γιορτή, όπως τότε που πήρα μέρος για πρώτη φορά στην τελετή του σχολειού μας, στην Ανω Τούμπα, να γιορτάσω και να χειροκροτήσω; Πού να το βρω, αφού όσο βλέπω τη Χρυσαυγή - Ελλάδα να χάνεται στις αγκαλιές των αρειμάνιων φουστανελάδων του ΝΑΤΟ, δεν αισθάνομαι όπως εκείνος ο μικρός ερωτευμένος επαναστάτης με τη δανεική φουστανέλα, αλλά ως ένας απαρηγόρητος εθνικός «κερατάς»!


Του
Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ


180 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821
Εθνικοαπελευθερωτικός και κοινωνικός ο χαρακτήρας της

«Η Ελλάς ευγνωμονούσα» Εθνική Πινακοθήκη, πίνακας του Θ. Βρυζάκη
«Η Ελλάς ευγνωμονούσα» Εθνική Πινακοθήκη, πίνακας του Θ. Βρυζάκη
Η μεγάλη Ελληνική Επανάσταση του 1821 αποτελεί ίσως το σημαντικότερο γεγονός του πρώτου τετάρτου του 19ου αιώνα στην ευρωπαϊκή ήπειρο, αλλά και ένα από τα σημαντικότερα στον κόσμο. Μακριά από μας κάθε εθνικιστική θεώρηση της ιστορικής πραγματικότητας: Αν ισχυριζόμαστε κάτι τέτοιο, αυτό συμβαίνει γιατί, κατά τη γνώμη μας, η Ελληνική Επανάσταση συμπυκνώνει στον ανώτατο δυνατό βαθμό όλα τα στοιχεία που χαρακτήρισαν τις μεγάλες επαναστάσεις των λαών την ίδια αυτή περίοδο: τον εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα πολλών από αυτές και την ταυτόχρονη προσπάθεια της αστικής τάξης να κατακτήσει την εξουσία και να θεμελιώσει το κράτος της.

Ο εθνικοαπελευθερωτικός χαρακτήρας της Επανάστασης είναι προφανής και μη αμφισβητήσιμος. Ωστόσο, θαρρώ ότι προβάλλει σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης της ιστορικής πραγματικότητας. Από την άλλη, χάρη στη σπουδαία συμβολή της μαρξιστικής ιστοριογραφίας, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί τις ταξικές παραμέτρους που οδήγησαν στην έκρηξη της. Προσπαθώ να γίνω ακριβέστερη: Ο εθνικοαπελευθερωτικός και ο ταξικός χαρακτήρας της Επανάστασης του '21 όχι μόνο δεν αντιπαρατίθενται και δεν αλληλοαναιρούνται, αλλά προϋποθέτουν και συνεπάγονται ο ένας τον άλλο.

Το έθνος είναι προϊόν της διαμόρφωσης του καπιταλισμού. Η διαμορφούμενη, μέσα στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αστική τάξη των Ελλήνων, για να ολοκληρώσει την ανάπτυξη των οικονομικών λειτουργιών και δραστηριοτήτων της, θέτει ως προϋπόθεση τη δημιουργία εθνικού αστικού κράτους, άρα ενιαίας αγοράς. Από αυτή την άποψη, η μεγάλη Επανάσταση των Ελλήνων είναι αδιανόητη χωρίς την προηγούμενη ανάπτυξη - έστω και όχι πάντα ολοκληρωμένα - καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στον οθωμανοκρατούμενο ελλαδικό χώρο (ή και έξω από αυτόν, αλλά πάντα σε συνάρτηση με αυτόν). Ετσι, αν σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης, όπως είπα προηγουμένως, είναι φανερός ο εθνικοαπελευθερωτικός χαρακτήρας της Επανάστασης, στο βάθος αυτή αποτελεί τον καταλύτη στη διαδικασία μετάβασης του χώρου στον καπιταλισμό.

«Το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη», Εθνική Πινακοθήκη, πίνακας του Θ. Βρυζάκη
«Το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη», Εθνική Πινακοθήκη, πίνακας του Θ. Βρυζάκη
Ποιες είναι όμως οι κινητήριες δυνάμεις της Ελληνικής Επανάστασης; Ποια είναι τα οικονομικά και κοινωνικά (ταξικά, σε τελευταία ανάλυση) χαρακτηριστικά τους, ποιες οι λειτουργίες τους μέσα στη δομή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ποια η ιστορική τους πορεία και ποιες οι επιδιώξεις τους; Οπωσδήποτε, καθοδηγητικό ρόλο ανάμεσα σε όλες αυτές παίζει η διαμορφούμενη αστική τάξη, την οποία θα προσπαθήσουμε να γνωρίσουμε λίγο καλύτερα, όσο τουλάχιστον μας επιτρέπει ο χώρος που έχουμε μπροστά μας.

Πρόπλασμα των αστικών σχέσεων

Φανερώματα αστικών δραστηριοτήτων και λειτουργιών στον οθωμανοκρατούμενο ελλαδικό (αλλά και βαλκανικό και μικρασιατικό) χώρο έχουμε από πολύ νωρίς, από τους πρώτους κιόλας αιώνες της κατάκτησης. Ωστόσο, αυτές οι αστικές δραστηριότητες λειτουργούσαν παραπληρωματικά ως προς ένα σύστημα που συνδύασε (και μάλιστα με επιτυχία, όσον αφορά τα οικονομικά και κοινωνικά αποτελέσματα) τις προϋπάρχουσες φεουδαρχικές δομές του κατακτημένου βυζαντινού χώρου με τις διαδικασίες μετάβασης των Οθωμανών Τούρκων από την κοινωνία των γενών στη φεουδαρχία. Αυτό το ιδιότυπο μόρφωμα εκφράζεται κυρίως μέσα από το τιμαριωτικό σύστημα: η γη ανήκει στο σουλτάνο (ως εκπρόσωπο του κοινού), ο οποίος την παραχωρεί προς νομή και εκμετάλλευση στους αξιωματούχους του. Τους δύο πρώτους αιώνες της κατάκτησης, αυτό το σύστημα αποδίδει καρπούς: Από τη μια, αποδυναμώνει τους φεουδάρχες και απελευθερώνει τους χωρικούς από τις φεουδαρχικού τύπου δεσμεύσεις. Από την άλλη, βοηθά στην τόνωση της γεωργίας, στη βελτίωση των συνθηκών ζωής στην οθωμανική ύπαιθρο. Γίνονται δρόμοι και άλλα σημαντικά για την εποχή δημόσια έργα, ερημωμένες περιοχές συνοικίζονται, δίνονται οικονομικά κίνητρα στις συντεχνίες. Η αφθονία γεωργικών προϊόντων βοηθά, μεταξύ άλλων, και την ανάπτυξη της οικοτεχνίας και της βιοτεχνίας (που, πάντως, διεξάγονται μέσα στα μεσαιωνικά, συντεχνιακά πλαίσια).

Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι δίνουμε μια ειδυλλιακή εικόνα των πρώτων αυτών αιώνων της οθωμανικής κυριαρχίας. Η πραγματικότητα βέβαια είναι πολύ πιο περίπλοκη: οι όροι και οι συνθήκες ζωής βελτιώνονται, αλλά μέσα σε μια, όχι πολύ σπάνια στην ιστορία, οπισθοδρόμηση των σχέσεων παραγωγής. Από την άλλη, οι υπερεκτιμημένες από την αστική ιστοριογραφία, αλλά οπωσδήποτε όχι ήπιες διοικητικές μορφές διακυβέρνησης της οθωμανικής αυτοκρατορίας, δεν ήταν ξένες στη λογική και στην πρακτική ούτε των δυτικών δυνάμεων κατά το Μεσαίωνα, αλλά και κατά τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό.

Μετά το 16ο αιώνα και το τέλος των κατακτήσεων των Οθωμανών, ολοκληρώνεται η διαδικασία μετάβασης στη φεουδαρχία. Τα παλιά τιμάρια μετατρέπονται σε «τσιφλίκια», που διαφέρουν από τα προηγούμενα ως προς το ότι ο τσιφλικάς έχει πλήρη κυριότητα στο κτήμα του, ενώ ταυτόχρονα και οι σχέσεις ανάμεσα στον τσιφλικά και τον καλλιεργητή προσομοιάζουν πολύ περισσότερο στις φεουδαρχικές. Ωστόσο, το σύστημα των τσιφλικιών δεν είναι και το μόνο σύστημα γαιοκτησίας που ισχύει στην οθωμανική αυτοκρατορία: Επιβιώνει - και μάλιστα ισχυρά - ο μικρός ελεύθερος κλήρος, ιδιαίτερα σε απομονωμένες και άγονες περιοχές, όπως είναι τα βουνά του ελλαδικού χώρου ή τα νησιά του Αιγαίου.

Το γεγονός ότι αυτή η αυτοκρατορία, της οποίας η οικονομία στηρίζεται κατ' εξοχήν στην αγροτική παραγωγή, υπάρχει μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον, που βαδίζει ταχέως προς τον καπιταλισμό, έχει τις επιπτώσεις του σε αυτήν: Από τη μια τα τσιφλίκια, ευκολότερα ελεγχόμενα ως προς το είδος της παραγωγής, προσανατολίζονται στην καλλιέργεια εξαγωγικών προϊόντων. Από την άλλη, δημιουργείται η ανάγκη ύπαρξης εκείνου που θα εξάγει τα προϊόντα, όχι ως πρόσωπο, αλλά ως κοινωνική τάξη. Το εμπόριο (και εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι πάντα το εμπορικό κεφάλαιο προηγείται του βιομηχανικού) διεξάγεται από τους ελληνόφωνους - ορθόδοξους κατοίκους της αυτοκρατορίας, αυτούς που θα αποτελέσουν το πρόπλασμα για τη διαμόρφωση του έθνους των Ελλήνων. Η οθωμανική διοίκηση καθόλου δεν αντιτίθεται στο ελληνικό εμπόριο, αντίθετα μάλιστα το ενισχύει, παραχωρώντας σοβαρά διοικητικά και οικονομικά προνόμια στις περιοχές εκείνες που το ασκούν, ιδιαίτερα στα νησιά του Αιγαίου. Επίσης, οι Ασιάτες Οθωμανοί με τη μηδενική ναυτική παράδοση αφήνουν το σύνολο και των ναυτιλιακών δραστηριοτήτων στα χέρια των Ελλήνων.

Ετσι, λοιπόν, ο πρώτος βιομηχανικός κλάδος που αναπτύσσεται στον ελλαδικό χώρο είναι η ναυτιλία και σε άμεση συνάρτηση με αυτήν η ναυπηγική. Οταν, μάλιστα, μετά το 1669 και την απώλεια της Κρήτης, η Βενετία αναδιπλώνεται οριστικά από την Ανατολική Μεσόγειο (με μόνη εξαίρεση την παρουσία της στα Ιόνια νησιά), οι Ελληνες ναυτικοί τη διαδέχονται στο θαλασσινό εμπόριο. Μέσα δε στο 18ο αιώνα, οι Ελληνες έμποροι κατορθώνουν, με καλές προϋποθέσεις, να συναγωνίζονται τους Γάλλους, που είναι οι κυρίαρχοι των εμπορικών δρόμων της Ανατολικής Μεσογείου.

Η γοργή των Ελλήνων ανάπτυξη

Ο 18ος αιώνας είναι ο αιώνας της μεγάλης αστικής ανάπτυξης του οθωμανικού χώρου, με κύριο φορέα τους Ελληνες. Ναυτιλία και ναυπηγική είναι, όπως είπαμε, η κύρια πηγή του πλούτου τους. Ηδη, αναφέραμε ορισμένα από τα αίτια της ανάπτυξης αυτής. Σημαντικός παράγοντας ανάμεσα τους είναι και ένας εξωοικονομικός τρόπος συσσώρευσης κεφαλαίου, η πειρατεία, στην οποία επιδίδονταν με όχι μικρή επιτυχία οι Ελληνες καραβοκύρηδες.

Ιδιαίτερη, πάντως, ώθηση σε αυτές τις δραστηριότητες δίνει η περίφημη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, ανάμεσα στη Ρωσία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία (1776), σύμφωνα με την οποία τα ελληνικά πλοία θα μπορούσαν να μεταφέρουν ρωσικό σιτάρι με ρωσική σημαία.

Μεγάλη ναυτιλιακή ανάπτυξη συναντάμε κυρίως στη Δυτική Ελλάδα (στα παράλια της Αιτωλοακαρνανίας και της Ηπείρου). Η μετέπειτα πόλη - σύμβολο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, το Μεσολόγγι, ήταν πρωτοπόρο στη ναυπήγηση πλοίων και στα θαλασσινά ταξίδια. Από κοντά και τα γειτονικά Γαλαξίδι και Αιτωλικό, ενώ αναμφισβήτητη και πολύ γνωστή είναι η ναυτιλιακή δραστηριότητα των νησιών του Αιγαίου. Οι Ελληνες καπεταναίοι είναι, ως επί το πλείστον, «εμπορο-καπεταναίοι». Εμπορεύονται δηλαδή τόσο ξένα προϊόντα άσο και δικά τους. Στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις των πόλεων που προαναφέραμε, φαίνεται εξάλλου ότι επενδύουν μεγάλοι εμπορικοί οίκοι της δυτικής Ελλάδας, της Αχαΐας και της Ηπείρου.

Ενα σοβαρό ζήτημα που, ενδεχομένως, περιμένει ακόμα το μελετητή του, είναι οι σχέσεις παραγωγής που διαμορφώνονται στα πλαίσια της ελληνικής ναυτιλίας. Η πιο διαδομένη εκδοχή θεωρεί τη σχέση ανάμεσα στον πλοιοκτήτη και τους ναύτες του σχέση εταιρική που εκφράζεται με τη συμμετοχή του «τσούρμου» στα κέρδη των επιχειρήσεων. Ωστόσο, η φανερή ανισότητα και ο αναλογικός χαρακτήρας των αποδοχών των πληρωμάτων, μαρτυρά μάλλον υπέρ μιας συγκαλυμμένης μορφής μισθοδοσίας.

Εκτός από τη ναυτιλία, φαίνεται ότι, κατά το 18° και στις αρχές του 19ου αιώνα, υπάρχει και μια σημαντική ανάπτυξη στη βιοτεχνία του οθωμανοκρατούμενου χώρου. Περιπτώσεις όπως της «συντροφιάς» των Αμπελακίων, καθώς και η υψηλή αστική ανάπτυξη των Ιωαννίνων, επί Αλή Πασά, είναι αρκετά γνωστές. Σύμφωνα με το Β. Κρεμμυδά, γύρω στα 1800, η βιοτεχνική - βιομηχανική παραγωγή στον οθωμανοκρατούμενο ελλαδικά χώρο καλύπτει το 30% της συνολικής παραγωγής. Ο Κρεμμυδάς μάλιστα αναφέρεται σε πραγματική βιομηχανική έκρηξη, θεωρώντας ως κύριες βιοτεχνικές - βιομηχανικές δραστηριότητες τη θαλάσσια βιομηχανία (ναυτιλία), την υφαντουργία - νηματουργία και τη σαπωνοποιία. Αυτή η βιομηχανική άνθηση ανακόπτεται τις παραμονές της επανάστασης, για λόγους οι οποίοι δεν έχουν ακόμη απολύτως διερευνηθεί. Μια τελευταία ώθηση στη συσσώρευση κεφαλαίου παρατηρούμε γύρω στο 1812 - 1814, όταν τα υδραίικα και σπετσιώτικα πλοία έσπαγαν τον αποκλεισμό που είχαν επιβάλλει οι Αγγλοι στα γαλλικά και γαλλοκρατούμενα λιμάνια και διεξήγαγαν - με πολύ ηρωισμό, είναι αλήθεια - μαύρη αγορά. Παρά, ωστόσο, την κάμψη αυτή που προαναφέραμε, οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση της αστικής τάξης έχουν ήδη τεθεί.

Ενα σημαντικό ζήτημα είναι εκείνο των παροικιών. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, από τη μια ευνοούσε, αντικειμενικά, τη διαμόρφωση της αστικής τάξης των Ελλήνων, ακριβώς επειδή τη χρειαζόταν, από την άλλη όμως την παρεμπόδιζε, όντας η ίδια ένα κράτος του οποίου το θεσμικό πλαίσιο ανταποκρινόταν σε φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής. Οι Ελληνες, για να μπορέσουν να ασκήσουν τις δραστηριότητες τους κάτω από καλύτερες συνθήκες, εξακτινώνονταν σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη, ιδρύοντας παροικίες. Στο βαλκανικό και κεντροευρωπαϊκό χώρο, οι Ελληνες ελέγχουν τις χερσαίες μεταφορές, όπως ελέγχουν και ένα μεγάλο μέρος των θαλασσίων μεταφορών στην ανατολική Μεσόγειο. Υπάρχουν και οι περιπτώσεις Ελλήνων επιχειρηματιών, των οποίων η έδρα των επιχειρήσεων βρίσκεται μέσα στον οθωμανικό χώρο, αλλά οι επιχειρηματικές τους δραστηριότητες εκτείνονται και στο εξωτερικό.

Μια λοιπόν ιδιαιτερότητα της υπό διαμόρφωση ελληνικής αστικής τάξης είναι το γεγονός ότι δεν αναπτύσσει τις δραστηριότητες της σε ενιαίο γεωγραφικό χώρο. Είναι οι δραστηριότητες που δημιουργούν το «δίχτυ» που δένει μεταξύ τους τα διάφορα κομβικά σημεία στα οποία αυτή δρα και λειτουργεί σαν ενοποιητικό στοιχείο της ίδιας της τάξης. Οι Ελληνες των παροικιών συνεισφέρουν και ως προς το εξής: ζώντας σε κέντρα του εξωτερικού, έρχονται περισσότερο σε επαφή με το διαφωτισμό και τα «γαλλικά γράμματα» και συντελούν πολύ ουσιαστικά στη διαμόρφωση ιδεολογίας και πολιτικών στόχων για ολόκληρη την τάξη.

Η ιδεολογία αυτή είναι εθνική ιδεολογία: η ανάγκη διαμόρφωσης ενιαίας εσωτερικής αγοράς οδηγεί στη διατύπωση του αιτήματος για συγκρότηση εθνικού κράτους. Οι έντονες πολιτισμικές και γλωσσικές μνήμες του ελλαδικού χώρου βοηθούν ουσιαστικά στη διαμόρφωση ελληνικής εθνικής συνείδησης. Ετσι, στο βαλκανικό χώρο, το ελληνικό έθνος (μαζί με το σερβικό) είναι το πρώτο που συγκροτείται ως τέτοιο και που διεκδικεί τη συγκράτηση του κράτους του, με πρωτοπόρο και καθοδηγητική δύναμη την αστική τάξη.

Οι δυνάμεις της Επανάστασης

Βέβαια, δεν είναι μόνο η αστική τάξη που πήρε μέρος στην Επανάσταση του '21. (Ενδεχομένως, δεν πήρε μέρος ούτε το σύνολο της αστικής τάξης και, πάντως, δεν πήραν μέρος όλα τα στρώματα που τη συναποτελούσαν έχοντας τους ίδιους στόχους και τις ίδιες βλέψεις για το μελλοντικό ελληνικό κράτος). Ωστόσο, αυτή έδωσε τόσο το ιδεολογικό της στίγμα, όσο και, εν πολλοίς, την πολιτική φυσιογνωμία του κράτους που προέκυψε από την Επανάσταση: Αυτό φαίνεται και από τα Συντάγματα τα οποία ψηφίστηκαν στη διάρκεια του αγώνα και τα οποία ήταν τα προοδευτικότερα που είχαν ψηφιστεί μέχρι τότε σε ολόκληρο τον κόσμο. Το αν τώρα τα Συντάγματα αυτά δε βρήκαν αμιγώς την έκφραση τους στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος καθώς και το γεγονός ότι οι εξελίξεις στην οικονομική του βάση παρουσίασαν μια συγκεκριμένη υστέρηση (για παράδειγμα, όσον αφορά στην εκβιομηχάνιση της χώρας) είναι ένα τεράστιο ζήτημα που σχετίζεται τόσο με το διεθνή συσχετισμό δυνάμεων και τη σχέση της Ελλάδας με τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής, όσο και (κυρίως) με διαδικασίες οικονομικές και κοινωνικές που επιχωριάζουν και χαρακτηρίζουν το χώρο.

Μια από αυτές τις διαδικασίες είναι ο ρόλος της αγροτιάς στην Επανάσταση και η ενσωμάτωση της στο ελληνικό κράτος. Στις περιοχές όπου επικράτησε η Επανάσταση, κυρίαρχη παραγωγική μονάδα ήταν ο μικρός ελεύθερος κλήρος. Υπήρχαν ωστόσο και όχι λίγοι ακτήμονες αγρότες. Αυτή η αγροτιά (από την οποία, κατά τεκμήριο, προέρχονταν τα ένοπλα σώματα της Επανάστασης) αποτέλεσε και τον ουσιαστικό αιμοδότη της: Πληττόμενη κυρίως από τη δημοσιονομική πολιτική των Οθωμανών, είδε στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα ένα βασικό όρο για την επιβίωση της. Υπερασπίστηκε τον κλήρο της με τα όπλα και διεκδίκησε έντονα τη διανομή των λεγόμενων "εθνικών γαιών" (των κτημάτων που άφησαν πίσω τους οι Οθωμανοί). Ετσι, και στο ελεύθερο ελληνικό κράτος, η κυρίαρχη παραγωγική μονάδα (μέχρι τουλάχιστον την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας) ήταν ο μικρός ελεύθερος κλήρος. Το γεγονός αυτό δυσκόλεψε, ενδεχομένως, την προοπτική δημιουργίας μιας ευρείας ανθρώπινης μάζας που θα μπορούσε να αποτελέσει το πρόπλασμα της εργατικής τάξης, κάτι που είχε την αντανάκλαση του και στην υστέρηση της εκβιομηχάνισης της χώρας.

Ωστόσο, και πέρα από αυτές τις ιδιαιτερότητες, η Ελληνική Επανάσταση του 1821 παραμένει μία αστική επανάσταση και ανάλογος είναι και ο χαρακτήρας του κράτους που συγκρότησε. Με αυτή λοιπόν την έννοια, επανέρχομαι στον αρχικό μου ισχυρισμό, ότι δηλαδή η Ελληνική Επανάσταση αποτέλεσε τον καταλύτη στη διαδικασία μετάβασης του ελλαδικού χώρου - Ίσως και ευρύτερα του βαλκανικού - στον καπιταλισμό και, από αυτή την άποψη, είναι ένα από τα σημαντικότερα, σε παγκόσμιο επίπεδο, γεγονότα των αρχών του 19ου αιώνα, θα προσέθετα, κλείνοντας, και μια άλλη, πολύ σημαντική προσφορά του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων: Αν και η έκρηξη της Επανάστασης συνέπεσε με τη φαινομενική κατίσχυση και κυριαρχία των πιο αντιδραστικών δυνάμεων της εποχής, ωστόσο το συμβατό του χαρακτήρα της με τις νομοτέλειες και τις αναγκαιότητες της ιστορικής περιόδου οδήγησε στην επικράτηση της και βοήθησε στο να δημιουργηθούν ρήξεις στους ίδιους τους διαμορφωμένους συσχετισμούς δυνάμεων σε διεθνές επίπεδο.


Της
Δώρας ΜΟΣΧΟΥ*
*Η Δώρα Μόσχου είναι μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ