Μπροστά στις βουλευτικές εκλογές «ψήνονται» νέα αύξηση της φορολογίας του λαού, μείωση του εργασιακού «κόστους», παράταση του εργάσιμου βίου
Η Νορβηγία είναι από τους σημαντικότερους εξαγωγείς πετρελαίου και φυσικού αερίου |
Από τις προηγούμενες εκλογές, το 2013, προέκυψε μια «κεντροδεξιά» κυβέρνηση μειοψηφίας αποτελούμενη από το Συντηρητικό Κόμμα («Hoyre», που σημαίνει «Δεξιά») της απερχόμενης πρωθυπουργού, Ερνα Σόλμπεργκ, και το εθνικιστικό - ρατσιστικό Κόμμα Προόδου (FrP), με τη στήριξη των Χριστιανοδημοκρατών (KrF) και του Φιλελεύθερου Κόμματος (Venstre). Βασικός αντίπαλος του Συντηρητικού Κόμματος είναι το Εργατικό Κόμμα (Αp), με επικεφαλής τον Γιόνας Γκαρ Στέρε, ενώ άλλα αστικά κόμματα που «κατεβαίνουν» στις εκλογές είναι το Κεντρώο Κόμμα (Sp), το Σοσιαλιστικό Αριστερό Κόμμα (SV), οι Πράσινοι (MDG), καθώς και το οπορτουνιστικό Κόκκινο Κόμμα - RED (R), που πρωτοστατεί στην καλλιέργεια αυταπατών για ριζικές φιλολαϊκές αλλαγές μέσα από τη Βουλή.
Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις έδειχναν μια μάχη «στήθος με στήθος» ανάμεσα στο Συντηρητικό και το Εργατικό Κόμμα, που θα χρειαστούν πιθανότατα συμμάχους για το σχηματισμό κυβέρνησης. Γενικά στη Νορβηγία συνηθίζεται τα τελευταία χρόνια η εναλλαγή των λεγόμενων «κεντροδεξιών» - «κεντροαριστερών» κυβερνητικών συνασπισμών, που σε κάθε περίπτωση υπηρετούν τα συμφέροντα των μονοπωλιακών ομίλων της χώρας και παίρνουν μέτρα που εντείνουν την εκμετάλλευση και μειώνουν το εργασιακό «κόστος».
Το ΚΚ Νορβηγίας (ΝΚΡ), που συμμετέχει και στην Πρωτοβουλία Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων, κατεβάζει δικά του ψηφοδέλτια, καλώντας σε συσπείρωση σε μια αντικαπιταλιστική πορεία. Αξίζει να σημειωθεί ότι με την επιμονή και την πρωτοβουλία Νορβηγών κομμουνιστών συνδικαλιστών, το ΠΑΜΕ έκανε πρόσφατα παρέμβαση σε συνδικαλιστικές συσκέψεις των συνδικάτων στο Οσλο, με θέμα τις αντεργατικές πολιτικές της ΕΕ και τις συνέπειές τους.
Σε ένα πλούσιο σε πόρους και ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κράτος όπως η Νορβηγία, παρά τους θετικούς δείκτες στην οικονομία, τα τελευταία χρόνια διευρύνεται η κοινωνική ανισότητα. Η επίσημη ανεργία είναι φέτος στο 4,3%, αλλά η ανεργία των νέων αγγίζει το 11%. Σε κάθε περίπτωση είναι πολύ μεγαλύτερη, αφού στους επίσημους δείκτες δεν υπολογίζονται όσοι δεν παίρνουν επίδομα, ενώ σημειώνεται αύξηση των «ελαστικών» εργασιακών σχέσεων και γιγάντωση της «περιστασιακής απασχόλησης».
Το ποσοστό απασχόλησης του πληθυσμού ηλικίας 15 - 74 ετών ανέρχεται σε 67% (στοιχεία ΟΟΣΑ 2017) και είναι από τα υψηλότερα για τα δεδομένα των καπιταλιστικών κρατών (ήταν στο 73% το 2008).
Ωστόσο, η Νορβηγία (σύμφωνα με τη Συνομοσπονδία Νορβηγικών Επιχειρήσεων - NHO) έχει από τους χαμηλότερους μέσους όρους στις εργάσιμες ώρες ανά έτος στην Ευρώπη. Αυτό ίσως σημαίνει ότι η πραγματική συμμετοχή στην απασχόληση δεν είναι τόσο υψηλή, είτε λόγω του υψηλού ποσοστού μερικής απασχόλησης, που είναι στο 25%, δηλαδή ένα από τα υψηλότερα μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ.
Οι νέες μορφές εργασιακών σχέσεων εντείνουν την εκμετάλλευση κυρίως των νέων, φοιτητών, μεταναστών, γυναικών και φτωχών συνταξιούχων. Αυτοί είναι οι πρώτοι που αναζητώντας μία οποιαδήποτε εργασία, προκειμένου να επιβιώσουν, πέφτουν στα «δίχτυα» της «ελαστικής» απασχόλησης.
Επίσης, το 9% των εργαζομένων ζουν στα όρια της φτώχειας (στοιχεία ΟΟΣΑ 2017).
Σύμφωνα με έρευνα της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργαζομένων Νορβηγίας, από το 2006 η «κοινωνική ανισότητα» έχει αυξηθεί κατά 14%, με περισσότερα από 98.000 παιδιά να ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Ταυτόχρονα, μόνο την τελευταία 4ετία καταγράφονται 51 νέοι δισεκατομμυριούχοι στη χώρα.
Με βάση την ίδια έρευνα, το 36% των Νορβηγών πιστεύουν ότι η αυξανόμενη «κοινωνική ανισότητα» είναι το πιο σημαντικό θέμα μπροστά στις εκλογές.
Παράλληλα, προωθούνται μέτρα για δουλειά έως τα βαθιά γεράματα, όπως: «Κίνητρα για παράταση του εργασιακού βίου», συνέχεια των «συνταξιοδοτικών μεταρρυθμίσεων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα», «αναθεώρηση των ειδικών πρόωρων ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης στο δημόσιο τομέα», «οι ηλικιωμένοι να γίνουν πιο ελκυστικοί στην αγορά εργασίας».
Η Νορβηγία δεν είναι μέλος της ΕΕ και έχει εθνικό νόμισμα την κορόνα, όμως από το 1994 έχει προσχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Περιοχή (European Economic Area - EEA) και μ' αυτό τον τρόπο εξασφαλίζει στα νορβηγικά μονοπώλια την ελεύθερη μετακίνηση κεφαλαίων, υπηρεσιών και εργατικού δυναμικού. Και τα δυο επικρατέστερα κόμματα του κεφαλαίου, στην εξωτερική πολιτική ιεραρχούν ψηλά τη διατήρηση της EEA, τη στενή συνεργασία με την ΕΕ, τη διασφάλιση πόρων από την ΕΕ για την Ερευνα, την «πράσινη» οικονομία, την «κλιματική αλλαγή». Μάλιστα, στο πρόγραμμα των Συντηρητικών αναφέρεται πως «για να υποστηριχτούν οι νορβηγικές εξαγωγές και να προστατευτούν οι νορβηγικές επιχειρήσεις, η Νορβηγία θα πρέπει να σκεφτεί να υποστηρίξει μια ενδεχόμενη εμπορική συμφωνία μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ».
Στο μεταξύ, τον Αύγουστο η νορβηγική κυβέρνηση αποκατέστησε τις διπλωματικές σχέσεις της με την Κίνα και οι δυο χώρες ξανάρχισαν συνομιλίες για μια διμερή συμφωνία ελεύθερου εμπορίου, που θα ωφελήσει τους ιδιοκτήτες εκτροφής σολομού (η Νορβηγία είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός στον κόσμο). Από τον Ιούνη συνεχίζεται και η ενεργειακή συνεργασία τους, όπου αρκετές νορβηγικές εταιρείες, όπως ο πετρελαϊκός κολοσσός «Statoil», υπέγραψαν μνημόνια συμφωνίας με κινεζικές επιχειρήσεις.
Tέλος, να σημειωθεί ότι η Νορβηγία είναι από τα ιδρυτικά μέλη του ΝΑΤΟ, και μάλιστα ο σημερινός γενικός γραμματέας είναι ο πρώην σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός, Γενς Στόλτενμπεργκ.
Οι «ανησυχίες» του νορβηγικού κεφαλαίου αποτυπώνονται στα προεκλογικά προγράμματα των δύο βασικών εκπροσώπων του
Η Νορβηγία είναι η μεγαλύτερη πετρελαιοπαραγωγός χώρα της Δυτικής Ευρώπης και η οικονομία της «χτυπήθηκε» το 2014 από την απότομη πτώση των τιμών του αργού πετρελαίου, με πάνω από 50.000 εργαζόμενους να χάνουν τη δουλειά τους μόνο στον τομέα του πετρελαίου. Συντηρητικοί και Σοσιαλδημοκράτες διαγκωνίζονται για την καλύτερη διαχείριση της καπιταλιστικής οικονομίας και υπόσχονται αντίστοιχες μεταρρυθμίσεις, σε μια φάση που η νορβηγική οικονομία εμφανίζει σημάδια σταθερότητας. Η κυβέρνηση της Ερ. Σόλμπεργκ, απαντώντας στην ύφεση που προέκυψε από τις χαμηλές τιμές πετρελαίου, προχώρησε σε μείωση της φορολόγησης του πλούτου και σε κρατικές επενδύσεις σε υποδομές που έχει ανάγκη το κεφάλαιο.
Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, στο προεκλογικό πρόγραμμα του Συντηρητικού Κόμματος περιλαμβάνονται προτάσεις που θα διασφαλίσουν «καλύτερες συνθήκες για το νορβηγικό κεφάλαιο και την ιδιοκτησία τα χρόνια που έρχονται». Αναφέρονται εκτεταμένα προτάσεις φοροελαφρύνσεων για τόνωση των επενδύσεων: «Χαμηλότεροι φόροι για επιχειρήσεις», «φορολογία επιχειρήσεων και πλούτου ανταγωνιστική προς άλλες χώρες», «φοροελαφρύνσεις για επενδύσεις σε νεοφυείς επιχειρήσεις». Από την άλλη, για το λαό επιφυλάσσει «διεύρυνση της φορολογικής βάσης που θα περιλαμβάνει όλους με φορολογητέα ικανότητα». Αλλα μέτρα που προκρίνονται είναι «αύξηση της ιδιωτικής συμμετοχής σε κρατικές επιχειρήσεις» και επέκταση του «ωραρίου στο λιανικό εμπόριο».
Το Εργατικό Κόμμα ασκεί κριτική στην κυβέρνηση ότι οι περικοπές στη φορολόγηση του πλούτου δεν τονώνουν την καπιταλιστική ανάπτυξη και τις επενδύσεις και υπόσχονται κι αυτοί μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων και αύξηση του φορολογικού συντελεστή για τα εισοδήματα. Μάλιστα, εμφανίζονται αντίθετοι με τη διάθεση πόρων από το γιγάντιο Κρατικό Επενδυτικό Ταμείο (GPFG) της χώρας για τις λαϊκές ανάγκες. Αντ' αυτού, οι Εργατικοί θέλουν αύξηση των φόρων κατά περίπου 15 δισ. κορόνες (1,9 δισ. δολάρια) για να χρηματοδοτηθούν μέτρα προϋπολογισμού, όπως προγράμματα πρόνοιας και εργασίας.
Και τα δυο κόμματα μιλούν για περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, περιορισμένο και αποτελεσματικό δημόσιο τομέα.
Η καπιταλιστική οικονομία της Νορβηγίας βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην εξαγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου από τα πλούσια κοιτάσματα της Βόρειας Θάλασσας και της πολλά υποσχόμενης Θάλασσας του Μπάρεντς, όπου έχουν ανακοινωθεί νέες εξορύξεις από το 2018.
Ετσι, τα κόμματα του κεφαλαίου σημειώνουν ότι, από τη μία, «οι πόροι αυτοί θα συνεχίσουν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη Νορβηγία για πολλά χρόνια» και, από την άλλη, «η Νορβηγία μπορεί να κερδίσει μεγαλύτερο μερίδιο στην εξαγωγή Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας» στο πλαίσιο και της Συμφωνίας του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή. Πρόκειται για τεράστια οικονομικά συμφέροντα που δραστηριοποιούνται σε τομείς όπως οι ΑΠΕ, η ηλεκτροκίνηση, τα βιοκαύσιμα, η ανακύκλωση κ.ά. και ήδη «σφάζονται» για την πίτα που «μοιράζεται». Παράλληλα, προτάσσονται φορολογικά και άλλα μέτρα που θα αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα και το ποσοστό εκμετάλλευσης των πόρων αυτών.
Κυβέρνηση και αντιπολίτευση συμφωνούν από το 2025 να πωλούνται μόνο οχήματα με μηδέν εκπομπές ρύπων (ηλεκτροκίνητα), ίσως και νωρίτερα αν η τεχνολογία το επιτρέπει, ενώ ήδη περίπου 110.000 ηλεκτρικά αυτοκίνητα κυκλοφορούν στους νορβηγικούς δρόμους.
Ενδεικτικά, η οργάνωση «Energi Norge», που εκπροσωπεί 270 επιχειρήσεις ηλεκτρισμού στη Νορβηγία, υπογράμμιζε τον Αύγουστο «την ευκαιρία και τη δυνατότητα η Νορβηγία να γίνει η πρώτη παγκοσμίως πλήρως ηλεκτροκίνητη κοινωνία» έως το 2050, να «ηγηθεί στην κλιματική αλλαγή» και να «βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της». Το 96% της ηλεκτρικής ενέργειας της Νορβηγίας παράγεται ήδη από την υδροηλεκτρική ενέργεια, ενώ παράλληλα σημαντική είναι η δυνατότητα της χώρας σε βιοκαύσιμα. Επίσης, τονίζεται ότι «πάνω από 100 εταιρείες στη Νορβηγία ήδη ασχολούνται με τη "στροφή" στην ηλεκτρική ενέργεια, συμπεριλαμβανομένης της ναυτιλίας».
Χαρακτηριστικά, οι Εργατικοί «κρούουν τον κώδωνα», καθώς «οι παγκόσμιες αλλαγές στις αγορές Ενέργειας θα επηρεάσουν τον τομέα πετρελαίου στη Νορβηγία». Συνεπώς, είναι σημαντικό να δημιουργηθούν «νέες ευκαιρίες για την ανάπτυξη και νέων βιομηχανιών στη Νορβηγία, με την προώθηση πράσινων επενδύσεων».