Η συγκεκριμένη κωμωδία πήρε το όνομά της από το χορό, που αποτελείται από πολίτες της εύπορης και συντηρητικής τάξης των Ιππέων, οι οποίοι αντιπαθούσαν τον δημαγωγό Κλέωνα, εναντίον του οποίου στρέφει την πένα του ο Αριστοφάνης.
Ο καυστικός Αριστοφάνης περιγράφει τον αγώνα για την εξουσία μεταξύ του Παφλαγόνα και του Αλλαντοπώλη - πρόσωπα συμβολικά, που εύκολα παραβάλλονται με πρόσωπα της εποχής - διακωμωδώντας, έτσι, τον τρόπο που ασκείται η πολιτική προκειμένου να αποκτηθεί η εύνοια των πολιτών. Καθοριστικό ρόλο στο ποιος θα υπερισχύσει στη σύγκρουση αυτή παίζει ο χορός των Ιππέων.
Οι «Ιππής», γράφει ο Κώστας Βάρναλης, «είναι ίσως η πιο ανελέητη και η πιο ολοκληρωμένη πολιτική σάτιρα του Αριστοφάνη εναντίον των δημαγωγών του καιρού του και τόσο αληθινή που ξεπερνά τα φράγματα των καιρών». «Ο Αριστοφάνης νίκησε στον ποιητικό αγώνα», καταλήγει ο Βάρναλης, «αλλά νικήθηκε στον πολιτικό. Θριάμβεψε ο ολέθριος Κλέωνας. Ομως το μάθημα που μας έδωσε ο ποιητής είναι αθάνατο. Μας δείχνει ποιο είναι το χρέος των εθνικών δασκάλων στις παρόμοιες ιστορικές ώρες».
Πολυπρόσωπο φιλμ νουάρ με πλήθος σαιξπηρικών αναφορών ανιχνεύει τα όρια μεταξύ του καλού και του κακού, αντιπαραβάλλοντας τις έννοιες του νόμου, της εξουσίας, της δικαιοσύνης...
Ο Ορσον Γουέλς σκηνοθετεί αριστουργηματικά, έχοντας στη διάθεσή του ένα εκπληκτικό καστ. Εκτός από τον ίδιο που ενσαρκώνει τον διεφθαρμένο αστυνομικό Κουίνλαν, το καστ συμπληρώνει το ζευγάρι Τσάρλτον Ιστον - Τζάνετ Λι, τον Ακίμ Ταμίροφ, αλλά και την σπουδαία Μάρλεν Ντίτριχ. Η μουσική επένδυση είναι του Χένρι Μαντσίνι και έκπληξη δημιουργεί το γεγονός ότι η μουσική που ακούγεται στο φιλμ προέρχεται πάντα από πηγές (ραδιόφωνα, τζουκ μποξ, πιανόλα κ.λπ.) που βρίσκονται εντός του πλάνου και συμμετέχουν στην ταινία. Σημαντικό ρόλο στην ταινία έχει και ο εξπρεσιονιστικός φωτισμός, η μαυρόασπρη φωτογραφία του Ράσελ Μέτι.
Οπως και οι περισσότερες ταινίες του Γουέλς, έτσι και η συγκεκριμένη συνάντησε αρκετά προβλήματα στην παραγωγή και διανομή. Ο σκηνοθέτης αποποιήθηκε το τελικό μοντάζ, μιας και το στούντιο ξαναγύρισε σκηνές που θεωρούσε επεξηγηματικές υπό τη σκηνοθετική διεύθυνση του Χάρι Κέλερ. Το 1998, όμως, ο παραγωγός Ριτς Σμίντλιν αποκατέστησε την εκδοχή του Γουέλς σύμφωνα με τις εκτεταμένες σημειώσεις του.
Το Φεστιβάλ Ρεμπέτικου τιμά τη μνήμη και το έργο του μεγάλου και πρωτοπόρου Συριανού λαϊκού συνθέτη, του Μάρκου Βαμβακάρη. Ο θεσμός αυτός στοχεύει να διαφυλάξει, αλλά κυρίως να διατηρήσει ζωντανή την αστική λαϊκή μουσική, η οποία αποτελεί μέρος της πολιτιστικής ταυτότητας και της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της Σύρου, γενέτειρας του «Πατριάρχη» του ρεμπέτικου Μάρκου Βαμβακάρη.
Για μία ακόμη χρονιά, το πρόγραμμα του 2ου Φεστιβάλ Ρεμπέτικου «Η Σύρα του Μάρκου Βαμβακάρη» περιλαμβάνει μεγάλη ποικιλία εκδηλώσεων, όπως συναυλίες, διαλέξεις, έκθεση λαϊκών μουσικών οργάνων και παρουσιάσεις βιβλίων, μέσα από τα οποία θα προβληθεί και θα αναδειχθεί τόσο το ρεμπέτικο τραγούδι όσο και η συμβολή του Μάρκου Βαμβακάρη στη λαϊκή μουσική.
Το πρόγραμμα έχει ως εξής: 30/08, 1ο μέρος: Μάρκος Βαμβακάρης Από το μύθο στην ιστορία 1600-2015. Παρουσίαση της ολοκληρωμένης έκδοσης που συμπεριλαμβάνει δύο βιβλία, από τον συγγραφέα τους, Δημήτρη Βαρθαλίτη. 2ο μέρος: Το Μυστικό Μπουζούκι, Μια παρέα παιδιών στην Ερμούπολη της Σύρου, που αθόρυβα ανακαλύπτουν τα μυστικά της λαϊκής μας μουσικής με δάσκαλό τους τον Αρίστο Βαμβακούση. 3ο μέρος: Συναυλία, Νίκος Τατασόπουλος και Αθηνά Λαμπίρη με το δίδυμο Σκούτα - Μηταράκη.
01/09: Τρεις λαϊκές κιθάρες, μια σύμπραξη τριών μουσικών από τρία διαφορετικά νησιά. Ο Βασίλης Αντωνίου από τη Μύκονο, ο Γιώργος Βαμβακούσης από τη Σύρο και ο Πέτρος Κουσουνάδης από την Τήνο, σε μια πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση του ρεμπέτικου.
02/09: Διάλεξη και σεμινάριο από τον Στέλιο Βαμβακάρη. Ενα ταξίδι μέσα από τους δρόμους της λαϊκής μας μουσικής, την τεχνική και τα κουρδίσματα του μπουζουκιού. Και συναυλία με τους Λακριντί, ένα σχήμα αποτελούμενο από νέα παιδιά, που αναζητούν την πολιτισμική μας ταυτότητα μέσα από την αστική λαϊκή μουσική παράδοση. Παίζουν: Αγνή Ρούσσου (μπουζούκι), Αφροδίτη Ορφανίδου (κιθάρα), Στεφάνου Πέτρος (μπουζούκι), Στεφάνου Βαγγέλης (κιθάρα), Παναγιώτης Μάντης (μπουζούκι), Δημήτρης Γρηγοριάδης (μπουζούκι).
Η Ζωή Λάσκαρη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στις 12 Δεκέμβρη 1944. Το πραγματικό της όνομα είναι Ζωή Κουρούκλη. Φοίτησε στη Σχολή Βαλαγιάννη, στη Σχολή Καλογραιών Καλαμαρί και στη σχολή του Πέλλου Κατσέλη. Το 1959, σε ηλικία μόλις δεκαπέντε χρόνων, στέφθηκε Σταρ Ελλάς. Εζησε για δύο χρόνια στην Αμερική.
Το 1961 ο Φιλοποίμην Φίνος την επιλέγει για πρωταγωνίστρια στον «Κατήφορο» και υπογράφει μαζί του αποκλειστικό συμβόλαιο συνεργασίας. Η ταινία είναι εισπρακτικά η εμπορικότερη της σεζόν 1961-1962, καθιερώνοντας την Ζωή Λάσκαρη ως μόνιμη πρωταγωνίστρια και ως μια από τις πιο λαμπρές σταρ της «χρυσής» εποχής του κινηματογράφου. Για να μη γίνεται σύγχυση με την ξαδέρφη της Ζωή Κουρούκλη, η οποία ήταν ήδη γνωστή τραγουδίστρια, ο Φίνος την «βαφτίζει» Ζωή Λάσκαρη, εμπνευσμένος από το όνομα ενός Ιταλού. Τα επόμενα χρόνια θα πρωταγωνιστήσει σε όλες τις μεγάλες εισπρακτικές επιτυχίες του Φίνου και θα συνεργαστεί με όλους τους σταρ της εποχής. Από αυτές ξεχωρίζουν ο «Νόμος 4000», η «Στεφανία», το «Μερικοί το προτιμούν κρύο», «Μια κυρία στα μπουζούκια», «Κορίτσια για φίλημα» και «Οι θαλασσιές οι χάντρες».