ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 27 Αυγούστου 2015
Σελ. /20
ΑΝΑΤΡΟΠΕΣ ΣΕ ΕΡΓΑΣΙΑΚΑ - ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ
Επιστρατεύουν τη δοκιμασμένη συνταγή του «κοινωνικού διαλόγου»

Στην Αθήνα αναμένεται ο γενικός διευθυντής του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (ILO)

Από τις κινητοποιήσεις του ταξικού κινήματος ενάντια στον «κοινωνικό διάλογο»

Eurokinissi

Από τις κινητοποιήσεις του ταξικού κινήματος ενάντια στον «κοινωνικό διάλογο»
Αύριο Παρασκευή, με την επίσκεψη στην Ελλάδα του γενικού διευθυντή του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (ILO), Guy Ryder, ξεκινάει «άτυπα» ο «κοινωνικός διάλογος» που εξήγγειλε ο υπουργός Εργασίας για τα Εργασιακά, στη βάση των προβλέψεων του τρίτου μνημονίου.

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι και αυτός ο «κοινωνικός διάλογος» θα αξιοποιηθεί από την κυβέρνηση για να θολώσει τα νερά γύρω από προαποφασισμένες αντεργατικές ανατροπές, τις οποίες θα προσπαθήσει να παρουσιάσει ως προϊόν «εξαντλητικής διαβούλευσης» και «ευρύτερης συναίνεσης» ανάμεσα σε εργοδότες και εργαζόμενους.

Το ίδιο θα γίνει και με το Ασφαλιστικό, όπου ήδη συστάθηκε επιτροπή εμπειρογνωμόνων, για να διαμορφώσει τάχα τις προτάσεις της κυβέρνησης.

Θυμίζουμε ότι σε ό,τι αφορά τα Εργασιακά, η κυβέρνηση έχει ήδη συμφωνήσει και ψηφίσει το τρίτο μνημόνιο. Σ' αυτό, αναγνωρίζει την ανάγκη «να καταστεί η αγορά εργασίας πιο ευέλικτη» και αναλαμβάνει να δρομολογήσει μέχρι τον Οκτώβρη «την επανεξέταση ορισμένων υφιστάμενων πλαισίων της αγοράς εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των ομαδικών απολύσεων, της συλλογικής δράσης και των συλλογικών διαπραγματεύσεων, λαμβανομένων υπόψη των βέλτιστων πρακτικών σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο».

Επίσης, η σημερινή και κάθε επόμενη κυβέρνηση δεσμεύεται ότι «οι αλλαγές στις πολιτικές για την αγορά εργασίας δε θα πρέπει να συνεπάγονται την επιστροφή σε παλαιότερα πλαίσια πολιτικής».

Επομένως, αυτό είναι το πλαίσιο του «κοινωνικού διαλόγου» που θα ακολουθήσει. Το αποτέλεσμά του θα είναι αντιλαϊκό από χέρι, όπως επιβεβαιώνει η ιστορία όλων των «κοινωνικών διαλόγων» στη χώρα μας, απ' όταν θεσπίστηκε ο θεσμός, σαν βασικό εργαλείο του κοινωνικοεταιρισμού και της ταξικής συνεργασίας, με την ομπρέλα του κράτους.

Γι' αυτό φέρουν ακέραιες ευθύνες οι συνδικαλιστικές δυνάμεις που πρόσκεινται στη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, αλλά και στον ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίες όλα αυτά τα χρόνια στήριζαν και στηρίζουν τον «κοινωνικό διάλογο», ανεξάρτητα από επιμέρους τακτικισμούς και διαφοροποιήσεις.

Δημιούργημα της ΕΕ και των κομμάτων της

Η έννοια του «κοινωνικού διαλόγου» εμφανίστηκε επίσημα στην Ευρωπαϊκή Ενωση (τότε ΕΟΚ) το 1985. Ο πρώτος «κοινωνικός διάλογος» έγινε μεταξύ των οργανώσεων που εκπροσωπούσαν, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τους εργαζόμενους και τους εργοδότες και ονομάστηκε «κοινωνικός διάλογος Val Duchesse», από το μέρος όπου έγινε η πρώτη συνεδρίαση.

Στην ανακοίνωση της Κομισιόν «για την ανάπτυξη του κοινωνικού διαλόγου σε επίπεδο κοινότητας», στις 18 Σεπτέμβρη 1996, αναφέρεται ότι ο διάλογος αυτός «συνέβαλε στη μεγαλύτερη αποδοχή των κοινωνικών και οικονομικών πολιτικών που εφαρμόστηκαν σε ευρωπαϊκό επίπεδο».

Ηδη από το 1970, είχε συσταθεί η «Μόνιμη Επιτροπή Απασχόλησης» υπό την αιγίδα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, στην οποία επίσης συμμετείχαν οι «κοινωνικοί εταίροι». Ανάλογες επιμέρους επιτροπές λειτουργούσαν και τα επόμενα χρόνια.

Ομως, από το 1985, αρχίζει η διεύρυνση της διαδικασίας και το 1986 με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη εισάγεται στη Συνθήκη ΕΟΚ το άρθρο 118β, με το οποίο ορίστηκε ότι η προβολή του «κοινωνικού διαλόγου» σε κοινοτικό επίπεδο αποτελεί ένα από τα επίσημα καθήκοντα της Κομισιόν.

Το 1997, ο «κοινωνικός διάλογος» έκανε ντεμπούτο στην Ελλάδα. Ωστόσο, η έννοια της ταξικής συνδιαλλαγής - υποταγής είχε εισχωρήσει νωρίτερα με διάφορες μορφές.

Μιλώντας για τη διαδικασία, ο τότε πρωθυπουργός Κ. Σημίτης σημείωνε: «Ο κοινωνικός διάλογος είναι στρατηγικός σχεδιασμός και συνεννόηση για κοινές δράσης με συναίνεση. Στόχος είναι να βελτιωθεί η θέση όλων μας, όλων των Ελλήνων, στις νέες συνθήκες που θα παγιωθούν τα πρώτα χρόνια του επόμενου αιώνα. Είναι η διαμόρφωση συναντίληψης για τις μεγάλες επιλογές που βρίσκονται μπροστά μας, μέσα από την αμοιβαία κατανόηση των προβλημάτων».

Η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ χρησιμοποίησε τον «κοινωνικό διάλογο» για να νομιμοποιήσει τις επόμενες αντιλαϊκές παρεμβάσεις της στο Ασφαλιστικό, στο Φορολογικό, στον αγροτικό τομέα, στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και αλλού.

Η έννοια της ταξικής συνεργασίας αφορά και στη λειτουργία της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΟΚΕ), στην οποία συμμετέχουν εκπρόσωποι των εργοδοτικών και εργατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων και άλλοι φορείς. Η ΟΚΕ ιδρύθηκε το 1994, υποστηριζόμενη από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες σε ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, με τις ταξικές δυνάμεις να αγωνίζονται εναντίον της. Η Επιτροπή εκφράζει «γνώμη» για κάθε νομοθέτημα της κυβέρνησης. Αντίστοιχα, υπάρχει και η κεντρική ΟΚΕ, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Καμιά ανοχή!

Το ΚΚΕ και το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα απορρίπτουν κάθε συμμετοχή σε «κοινωνικούς διαλόγους», καλώντας την εργατική τάξη να μην αφήσει σε χλωρό κλαρί τους «κοινωνικούς εταίρους» (κυβερνήσεις - συνδικαλιστικές πλειοψηφίες - εργοδοτικές ενώσεις), που από κοινού απεργάζονται το πετσόκομμα των δικαιωμάτων.

Και σήμερα, η στάση που κρατάει κάθε πολιτική και συνδικαλιστική δύναμη απέναντι στο ζήτημα του «κοινωνικού διαλόγου», πρέπει ν' αποτελέσει κριτήριο για τους εργαζόμενους μπροστά στην κάλπη, αλλά και στην αναγκαία κλιμάκωση των αγώνων. Οι δυνάμεις που αποδέχονται το «διάλογο», είναι δυνάμεις εχθρικές για το κίνημα. Παλεύουν για τα συμφέροντα της μεγαλοεργοδοσίας και σαν τέτοιες πρέπει να αντιμετωπιστούν από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της.


Ενα σύντομο ιστορικό

Από τα μέσα της δεκαετίας του '90 μέχρι και σήμερα, ο «κοινωνικός διάλογος» αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία στα χέρια της κυβέρνησης και των βιομηχάνων, προκειμένου να εγκλωβίσουν τους εργαζόμενους, να καθυστερήσουν ή να αποτρέψουν αγώνες, να αλλοιώσουν το ταξικό τους περιεχόμενο και τελικά να επιβάλουν τα αντιδραστικά τους μέτρα, στο σύνολο ή τον πυρήνα τους. Τα παραδείγματα είναι πολλά και αποκαλυπτικά:

  • Το 1997 ξεκίνησε ο πρώτος «κοινωνικός διάλογος», ο οποίος κατέληξε σε ένα «Σύμφωνο Εμπιστοσύνης προς το 2000». Το «Σύμφωνο» αυτό χάραξε το πλαίσιο των αντεργατικών - αντιλαϊκών μέτρων που έρχονταν. Οι ταξικές δυνάμεις, από την πρώτη στιγμή, είχαν καταδικάσει το «διάλογο» και οργάνωσαν κινητοποιήσεις. Αντίθετα, οι παρατάξεις ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ και «Αυτόνομη Παρέμβαση» (ΑΠ - η συνδικαλιστική παράταξη του τότε «Συνασπισμού», η οποία έχει μετονομασθεί σε ΜΕΤΑ) στη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ επέλεξαν τη συμμετοχή στον «κοινωνικό διάλογο». Μόνο προς το τέλος του διαφοροποιήθηκαν η ΔΑΚΕ και η ΑΠ, αρνούμενες να υπογράψουν το «Σύμφωνο». Η διαφοροποίηση αυτή δεν άλλαζε, ωστόσο, την ουσία, καθώς όλα είχαν καταληχθεί. Τελικά, ο Χρ. Πολυζωγόπουλος, τότε πρόεδρος της ΓΣΕΕ και στέλεχος της ΠΑΣΚΕ, έχοντας χάσει μία ψήφο και από την παράταξή του, χρησιμοποίησε διάταξη του καταστατικού της ΓΣΕΕ, σύμφωνα με την οποία η ψήφος του προέδρου της μετριέται διπλή, για να επικυρώσει την αντεργατική κατάληξη. Τόσο το «Σύμφωνο», όσο και ο νόμος που ακολούθησε είχαν οδυνηρές επιπτώσεις στο 8ωρο, στους μισθούς, στις εργασιακές σχέσεις γενικότερα και τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, στην πλήρη απασχόληση. Σήμερα, ο Χρ. Πολυζωγόπουλος είναι πρόεδρος της ΟΚΕ, διαδεχόμενος πρώην αντιπρόεδρο του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων...
  • Δύο χρόνια μετά, το 1998, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ πέρασε το νόμο 2639 με τον οποίο θεσμοθέτησε την εκ περιτροπής εργασία και τα stage. Στην εισηγητική έκθεση του νόμου μνημονεύεται το «Σύμφωνο»: «Τα μέτρα του νομοσχεδίου αποτελούν προϊόν του κοινωνικού διαλόγου που κατέληξε στο "Σύμφωνο Εμπιστοσύνης προς το 2000"».
  • Λίγο πριν ολοκληρωθεί ο «διάλογος» για τις εργασιακές σχέσεις, άρχισε αυτός για το λεγόμενο «μίνι» Ασφαλιστικό, που οδήγησε σε ανατροπές στα ασφαλιστικά δικαιώματα. Λόγω των προηγούμενων αντιδράσεων, επιλέχθηκε μια διαφορετική μορφή για το νέο «διάλογο». Αντί για συναντήσεις των αντιπροσωπειών των οργανώσεων των «κοινωνικών εταίρων» με την κυβέρνηση και ύστερα από την άρνηση μεγάλων συνταξιουχικών οργανώσεων να συμμετάσχουν, συγκροτήθηκαν «επιτροπές» τεχνοκρατών, οι οποίες μελέτησαν «επιστημονικά» το Ασφαλιστικό. Αποτέλεσμα ήταν ο νόμος 2676/99, που, μεταξύ άλλων, ενίσχυσε την παράδοση των αποθεματικών των Ταμείων στο χρηματιστηριακό τζόγο και χειροτέρευσε τις προϋποθέσεις χορήγησης των συντάξεων χηρείας. Η ΓΣΕΕ είχε στείλει εκπροσώπους, ο πρόεδρός της δήλωνε όμως ότι δεν υφίσταται διάλογος!
  • Ενα ακόμα «κατόρθωμα» του «κοινωνικού διαλόγου» είναι ο νόμος 2874/2000, που ενίσχυσε τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, τη μερική απασχόληση, μείωσε τις εργοδοτικές ασφαλιστικές εισφορές, αύξησε τα όρια των ομαδικών απολύσεων κ.ά.
  • Την άνοιξη του 2001, η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ γνωστοποίησε τις αντιασφαλιστικές της διαθέσεις μέσω του γνωστού σχεδίου Γιαννίτση. Οι αγωνιστικές διαθέσεις των εργατοϋπαλλήλων ανάγκασαν τις συμβιβασμένες πλειοψηφίες σε ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ να κηρύξουν κινητοποιήσεις. Την ίδια στιγμή, όμως, αυτές οι πλειοψηφίες «συμβούλευαν» την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ να ακολουθήσει την τακτική του «κοινωνικού διαλόγου». Ο υπουργός Εργασίας άλλαξε και στη θέση του Γιαννίτση μπήκε ο Δ. Ρέππας. Το Μάρτη του 2002, ξεκίνησε ο «κοινωνικός διάλογος» με τη συμμετοχή των πλειοψηφιών σε ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ - ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ και «Αυτόνομης Παρέμβασης» (ΣΥΝ). Ο τότε επικεφαλής της ΠΑΣΚΕ και πρόεδρος της ΓΣΕΕ, Χρ. Πολυζωγόπουλος, προανήγγειλε ουσιαστικά την αποδοχή των αντιασφαλιστικών σχεδιασμών (ενσωματώθηκαν τελικά στον γνωστό «νόμο Ρέππα»), πριν ακόμα ξεκινήσει ο «διάλογος». Η ΔΑΚΕ και η «Αυτόνομη Παρέμβαση» συμμετείχαν στο «διάλογο. Οι όποιες εκ των υστέρων διαφοροποιήσεις τους δεν αλλάζουν σε τίποτα αυτό το γεγονός. Στις 20 Μάρτη 2002 και ενώ οι ταξικές δυνάμεις οργάνωναν την απεργία που είχαν κηρύξει για τις 3 Απρίλη, ο τότε πρόεδρος του ΣΥΝ, Ν. Κωνσταντόπουλος, συναντιόταν με τον υπουργό Εργασίας του ΠΑΣΟΚ, δίνοντας το άλλοθι που αναζητούσε η κυβέρνηση για να προχωρήσει. Μάλιστα, σε δηλώσεις του, διαμαρτυρόταν όχι γιατί γινόταν «κοινωνικός διάλογος», αλλά γιατί η κυβέρνηση δεν έκανε αληθινό και ουσιαστικό «κοινωνικό διάλογο»! Ο πρόεδρος της ΝΔ, Κ. Καραμανλής, τον καιρό της συζήτησης του νομοσχεδίου, δήλωσε στη Βουλή ότι όταν βγει κυβέρνηση δεν πρόκειται να ακυρώσει το νόμο, όπως και έκανε.


Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ