Την αντίδραση των εργαζομένων στο Κέντρο Κατανομής της ΔΕΗ, στον Αγιο Στέφανο, προκάλεσε η απόφαση της διοίκησης της Επιχείρησης να τους νοικιάσει - με τη συναίνεση των συνδικαλιστών της ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ - στο Διαχειριστή του Συστήματος. Στο πλευρό τους, η «Αγωνιστική Συνεργασία»
Την «μήνιν» των εργαζομένων της ΔΕΗ στο Κέντρο Κατανομής στον Αγιο Στέφανο, οι οποίοι θα ...νοικιαστούν στο Διαχειριστή του Συστήματος, εισέπραξαν χθες στελέχη της ΓΕΝΟΠ, που πρόσκεινται στην ΠΑΣΚΕ και τη ΔΑΚΕ. Σε ενημερωτική περιοδεία, που πραγματοποιήθηκε από κλιμάκιο της ΓΕΝΟΠ, η αντίδραση των εργαζομένων της ΔΕΗ στον Αγιο Στέφανο πήρε σχεδόν ανεξέλεγκτες διαστάσεις, όταν ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο με τους εκπροσώπους των παρατάξεων, που συμφώνησαν με τη διοίκηση της ΔΕΗ, να παραχωρηθούν έναντι ενοικίου στο Διαχειριστή του Συστήματος. Αντιθέτως, προχώρησαν συλλήβδην στην επικρότηση της «Αγωνιστικής Συνεργασίας», για τη συνεπή στάση που κρατάει στο συνδικαλιστικό κίνημα, για την ταξική προσήλωσή της στα προβλήματα, που αντιμετωπίζουν, όχι μόνο οι εργαζόμενοι της ΔΕΗ, αλλά και το σύνολο της εργατικής τάξης της χώρας.
Οι εργαζόμενοι του Κέντρου Κατανομής στον Αγιο Στέφανο θα είναι μεταξύ αυτών, που θα ενοικιαστούν από τη ΔΕΗ, με όρους που θυμίζουν μεσαίωνα. Χθες, σε συγκέντρωση που έγινε στο χώρο εργασίας, όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, τάχθηκαν εναντίον της διοίκησης της ΔΕΗ, η οποία, ωσάν αντικείμενα, τους ενοικιάζει! Εκεί οι εργαζόμενοι είχαν την ευκαιρία να καταδικάσουν την αντεργατική στάση των παρατάξεων ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ, ΣΑΔ, που απαρτίζουν την πλειοψηφία στη ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ.
Το τι πρόκειται να γίνει και ποιο είναι το μέλλον αυτών των εργαζομένων, εξηγείται εκτενώς πιο κάτω στην ανακοίνωση της «Αγωνιστικής Συνεργασίας», η οποία αναφέρει τα εξής: Δύο μόλις μέρες πριν την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, η ΔΕΗ ΑΕ προχωρά σε σύμβαση ενοικίασης εργαζομένων της στο Διαχειριστή Ελληνικού Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΔΕΣΜΗΕ ΑΕ) και, φυσικά, αποκομίζει «εύλογο κέρδος»!
Αυτό σημαίνει ότι:
1) Κάθε νέα ρύθμιση θα αποφασίζεται από τα μονοπρόσωπα όργανα (τους δύο Διευθύνοντες Συμβούλους), χωρίς να απαιτείται η σύμφωνη γνώμη των εργαζομένων.
2) Πρόκειται για κατάχρηση διευθυντικού δικαιώματος, αφού η παραχώρηση είναι υποχρεωτική για τους εργαζόμενους.
3) Οι κρίσεις των μισθωτών και ο πειθαρχικός έλεγχος παραδίδονται στο ΔΕΣΜΗΕ και ασκούνται τύποις από μη διακριτά όργανα της ΔΕΗ.
Η παρέμβαση της Ομοσπονδίας (Πιλαλίδης, Λόφτσαλης, Ρίζος) εξαντλήθηκε στη διαπραγμάτευση για τη δυνατότητα επανόδου των μισθωτών αυτών στη ΔΕΗ: Πρέπει να ζητήσουν μέσα σε ένα μήνα (!) από τη «διάθεσή» τους στον ΔΕΣΜΗΕ, ο οποίος «υποχρεούται» να το πραγματοποιήσει μέσα σε 5 χρόνια!!!
Οι παρατάξεις ΠΑΣΚΕ - ΔΑΚΕ - ΣΑΔ παραπλάνησαν τους εργαζομένους, για να αποφύγουν τις αντιδράσεις τους, λέγοντας ότι «έγινε συνεννόηση» με τον υπουργό να αποσυρθεί η σύμβαση. Η σύμβαση ψηφίστηκε τελικά από την πλειοψηφία του ΔΣ της ΔΕΗ στις 15/2/01 (μειοψήφησε ο εκπρόσωπος της «Αγωνιστικής Συνεργασίας»). Εκρυψαν τη θέση τους αυτή, γιατί ταυτίστηκαν πλήρως με τις επιδιώξεις της Διοίκησης. Αντί να οργανώσουν τις αντιδράσεις και την πάλη των εργαζομένων, έγιναν το «χαλί» για να περάσει η σύμβαση ενοικίασης. Και τώρα αναθέτουν στους εαυτούς τους το ρόλο του υμνητή της.
Οι εξελίξεις αυτές δεν αφορούν μόνο τους πάνω από 100 συναδέλφους, που πρόκειται να ενοικιαστούν στο ΔΕΣΜΗΕ ΑΕ. Ανοίγουν το δρόμο στην αντιμετώπιση αυτού, που κυβέρνηση και διοίκηση ονομάζουν «πλεονάζον» προσωπικό. Αραγε, αυτό εννοούσαν, όταν έλεγαν ότι η ΔΕΗ θα επεκταθεί σε νέες δραστηριότητες, αξιοποιώντας τα «περιουσιακά στοιχεία» της; Οτι θα κάνει μαύρη αγορά εργασίας; Οτι θα μπορεί να νοικιάζει προσωπικό της, ακόμα και στους ανταγωνιστές ή στους εργολάβους;
Οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζονται, όπως στη φεουδαρχία, σαν αντικείμενα προ χρήση ή ενοικίαση, που αποφέρουν κέρδη στον εργοδότη τους. Η περιβόητη «νέα οικονομία» έρχεται από το πολύ μακρινό παρελθόν! Μπροστά στην απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, δίνεται η δυνατότητα της άμεσης ενίσχυσης των ανταγωνιστών της ΔΕΗ μέσα από τη διάχυση τεχνογνωσίας και εμπειρίας και την ταυτόχρονη απογύμνωση της ΔΕΗ.
Η υπόθεση δε σταματάει εδώ. Το ΔΝΤ, ο ΟΟΣΑ και η Κομισιόν ζητούν πλήρη ιδιωτικοποίηση - απελευθέρωση και της Διανομής και τον τεμαχισμό της Παραγωγής σε εργοστάσια - εταιρίες, που θα ανταγωνίζονται μεταξύ τους.
Οι εργαζόμενοι της ΔΕΗ έχουν κάθε λόγο να αντιπαλέψουν τις εξελίξεις και να διαλέξουν το δικό τους μονόδρομο: Τον αγώνα και να καταδικάσουν τις συμβιβασμένες ηγεσίες στη ΓΕΝΟΠ και στους Συλλόγους, να αλλάξουν τους συσχετισμούς. Να δώσουν δύναμη στη δύναμή τους να ενισχύσουν την «Αγωνιστική Συνεργασία».
Καλεί την κυβέρνηση να παραχωρήσει δωρεάν την έκθεση στο δήμο και στους φορείς της πόλης
«Χαριστική πράξη», χαρακτήρισε ο Δήμαρχος Θεσσαλονίκης, Βασίλης Παπαγεωργόπουλος, το σημερινό διαγωνισμό για την πώληση πακέτου μετοχών της ΔΕΘ, σε χτεσινή συνέντευξη Τύπου, και κάλεσε την κυβέρνηση, μετά το αδιέξοδο στο οποίο κατέληξε και ο δεύτερος διαγωνισμός, να εξετάσει σοβαρά την πρόταση του δήμου.
Η πρόταση αυτή, είναι η κυβέρνηση να αποφασίσει να ενεργήσει «ευρωπαϊκά» και να παραχωρήσει δωρεάν την Εκθεση στο Δήμο και στους φορείς της πόλης. Σε περίπτωση που η κυβέρνηση επιμένει στην πώληση του 30% των μετοχών του εκθεσιακού οργανισμού, τότε να συζητήσει και συμφωνήσει την πώληση των μετοχών αυτών στο δήμο έναντι συμφωνηθέντος ποσού, ή να προκηρύξει αμέσως νέο διαγωνισμό στον οποίο να δεχτεί και συμμετοχή του δήμου.
Ο δήμος σκοπεύει να κρατήσει το 20% των μετοχών και το υπόλοιπο 10% να το παραχωρήσει δωρεά στους φορείς της πόλης. Για την αγορά του 30% θα χρησιμοποιηθούν ίδιοι πόροι του δήμου ή τραπεζικό δάνειο ή τα έσοδα ομολογιακού δανείου που θα προκηρυχτεί για το σκοπό αυτό. Ο δήμος σκοπεύει ακόμα να εξεύρει ειδικό μάνατζερ, ξένο ή Ελληνα, με τα κατάλληλα προσόντα και πείρα στον οποίον θα ανατεθεί η διοίκηση του οργανισμού.
Ο δήμαρχος δήλωσε ότι ο παρών διαγωνισμός οδηγήθηκε σε αδιέξοδο αφού από τις 5 εταιρίες που είχαν επιλεγεί σαν «αξιόπιστες», μόνο μία κατέθεσε business plan και συνεπώς δεν μπορεί να συνεχιστεί ο διαγωνισμός με ένα μόνο ενδιαφερόμενο.
Με επιστολή της προς τον υπουργό Οικονομικών η ΟΒΣΑ, ζητά - μεταξύ άλλων- να επιδοτηθεί από το κράτος η αντικατάσταση των ταμειακών μηχανών
Την έντονη διαμαρτυρία της για την ασκούμενη φορολογική πολιτική καταγγέλλει με επιστολή της προς το υπουργείο Οικονομικών η Ομοσπονδία Βιοτεχνικών Σωματείων Αθήνας (ΟΒΣΑ). Η Ομοσπονδία τονίζει ότι χρόνια τώρα ασκείται μια εξοντωτική πολιτική σε βάρος των επαγγελματιών, βιοτεχνών και μικρεμπόρων και γενικότερα εναντίον των πλατιών λαϊκών στρωμάτων. Αντίθετα, οι μόνοι που εξυπηρετεί η ασκούμενη πολιτική, που έχει οδηγήσει σε απόγνωση και εξαθλίωση χιλιάδες ΕΒΕ, είναι οι μεγαλοεπιχειρηματίες.
Επίσης, υπογραμμίζει, ότι το σχέδιο νόμου για δήθεν φορολογικές ελαφρύνσεις χαρακτηρίζεται από τεχνικές και επιμέρους ρυθμίσεις και ελάχιστα αφορά την ουσία του φορολογικού συστήματος στους ΕΒΕ, αφήνοντας άθικτο το ισχύον μεικτό λογιστικό και εξωλογιστικό σύστημα προσδιορισμού του φορολογητέου εισοδήματος που καθιερώθηκε με το νόμο 2753/99 σε αντικατάσταση των «αντικειμενικών κριτηρίων».
Σημειώνει, δε, ότι μεγάλο πρόβλημα για χιλιάδες μικροεπιχειρήσεις είναι η αντικατάσταση των ταμειακών μηχανών μέχρι τις 31 Μάρτη, πράγμα για το οποίο ζητά κρατική αρωγή.
Η ΟΒΣΑ ζητάει:
Με ρυθμούς ψηλότερους ακόμη και από τους στόχους του προϋπολογισμού αυξάνονται τα έσοδα του κράτους. Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, τα έσοδα του Δημοσίου φέτος το Γενάρη έφτασαν σε 1,08 τρισ. δραχμές παρουσιάζοντας αύξηση 14,7%, η οποία είναι πολλαπλάσια του πληθωρισμού. Δηλαδή, φέτος το Γενάρη, συγκεντρώθηκαν 20 δισ. περισσότερα από αυτά που είχαν προϋπολογιστεί.
Τα έσοδα από τις ΔΟΥ έφτασαν σε 765 δισ. δρχ. και αποτελούν το 70,9% του συνόλου. Ο φόρος εισοδήματος συνεισέφερε με περίπου 259 δισ. δρχ. (αύξηση 16,9%) τα έσοδα από ΦΠΑ ανήλθαν σε 319 δισ. δρχ. (αύξηση 19,7%) ενώ ο φόρος εισοδήματος παρελθόντων ετών ανήλθε σε 6 δισ. δρχ. (αύξηση 213%).
Η συνολική αύξηση σε σχέση με το Γενάρη του 2000 διαμορφώνεται σε 15,9% και είναι η ψηλότερη από κάθε άλλη κατηγορία. Τα έσοδα από τελωνεία ανήλθαν στα 240 δισ. δραχμές (αύξηση 14,3%), ενώ τα μερίσματα και μετοχές του Δημοσίου απέδωσαν 74 δισ., όσα περίπου και το Γενάρη του 2000.