Χαρακτηριστικό το περιεχόμενο της Εκθεσης «Οδεύοντας προς την Ανάπτυξη» («Going for Growth»)
Στο επίκεντρο της συνάντησης Γκουρία - Τσίπρα βρέθηκε η ανάγκη να επισπευστούν μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται το κεφάλαιο |
Το ποιον αληθινά θα ωφελήσουν οι μεταρρυθμίσεις που ετοιμάζει η ελληνική κυβέρνηση, το ποιον συνολικά υπηρετούν «Οργανισμοί» τύπου ΟΟΣΑ αποτυπώνεται κρυστάλλινα στην Εκθεση «Οδεύοντας προς την Ανάπτυξη» («Going for Growth») που παρουσίασε ο Γκουρία στην Κωνσταντινούπολη τη Δευτέρα, με αφορμή τη συνάντηση που είχαν εκεί οι υπουργοί Οικονομικών και οι διοικητές των Κεντρικών Τραπεζών των «G-20». Πρόκειται για ένα ακόμα πλέγμα προτάσεων για την ανάκαμψη της κερδοφορίας των μονοπωλίων, την περαιτέρω συντριβή των εργατικών - λαϊκών δικαιωμάτων, πασπαλισμένο με μπόλικη αγωνία για τη διασφάλιση της «κοινωνικής συνοχής» και μεθόδων καθυπόταξης των εργατών.
Στην Εκθεση αντανακλάται ανάγλυφα η ανυπομονησία του κεφαλαίου να μειωθεί η ανεργία, αφού η αύξηση της «ζωντανής εργασίας» (απ' αυτήν παράγεται η υπεραξία, άρα και το κέρδος, ενώ αυξάνεται και η ζήτηση, άρα οι τζίροι των επιχειρήσεων), είναι καταλυτική για την εξασφάλιση και την αύξηση της κερδοφορίας των μονοπωλίων. Από αυτήν τη σκοπιά, στο κεφάλαιο «επιλογή των πολιτικών προτεραιοτήτων» γίνεται ειδική αναφορά στην ανάγκη να βελτιωθούν η «παραγωγικότητα της εργασίας» και η «χρησιμοποίηση του εργατικού δυναμικού».
Αναζητώντας τρόπους που θα αυξήσουν τα διαθέσιμα, φτηνά εργατικά χέρια που οι καπιταλιστές μπορούν να χρησιμοποιήσουν, αλλά και το κέρδος που μπορεί να παράξουν οι εργάτες μιας παραγωγικής μονάδας, ο ΟΟΣΑ συστήνει μεταξύ άλλων:
Ως «δυαδικότητα («duality») στην αγορά εργασίας» περιγράφεται η συνύπαρξη εργαζομένων «δύο ταχυτήτων». Η απόκλιση που εμφανίζουν στις συνθήκες εργασίες όσοι δουλεύουν σε «άτυπες» μορφές απασχόλησης και όσοι δουλεύουν με «πλήρη» δικαιώματα προκαλεί τον προβληματισμό σημαντικών τμημάτων του κεφαλαίου. Μια μεγάλη «μαύρη αγορά» εργασίας δεν ευνοεί την «υγιή ανταγωνιστικότητα» (ουσιαστικά κάποιες μερίδες του κεφαλαίου γκρινιάζουν γιατί άλλες βρίσκουν φτηνότερους εργάτες), ενώ ταυτόχρονα δεν οδηγεί σε «απώλεια» εσόδων, φορολογικών και άλλων. Αντίθετα, η «μισθολογική ευελιξία» δίνει τη δυνατότητα ευρείας και με τη «βούλα του νόμου» κατάργησης δικαιωμάτων.
Επιπλέον, όπως δείχνει και η πείρα στη χώρα μας, οι πολιτικές «ενεργητικής απασχόλησης» σημαίνει στοχευμένες παρεμβάσεις για την επέκταση των ελαστικών μορφών απασχόλησης, γιατί αυξάνουν την εκμετάλλευση, άρα και τα κέρδη, να δοθούν «κίνητρα» όπως είναι και η μετατροπή των επιδομάτων ανεργίας σε «επιδόματα απασχόλησης», η εξασφάλιση ακόμα και τζάμπα εργατικών χεριών για επιχειρήσεις μέσα από την απαλλαγή των εργοδοτών από ασφαλιστικές εισφορές ή ακόμα και την αμοιβή με κρατικό χρήμα.
Οσον αφορά στις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται στο Ασφαλιστικό, οι συστάσεις κινούνται στη γνωστή κατεύθυνση που κινούνται όλοι οι συμβουλάτορες των μονοπωλίων και των κυβερνήσεών τους: «Είναι ευρέως αποδεκτό στις περισσότερες χώρες ότι τα συνταξιοδοτικά συστήματα και οι κανόνες χρειάζεται να αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου, ειδικά ότι οι ηλικίες συνταξιοδότησης θα πρέπει να προσαρμόζονται στη μακροβιότητα». Δηλαδή, ο ΟΟΣΑ επικαλείται το ίδιο ακριβώς που επικαλούνται σταθερά η ΕΕ και οι αστικές κυβερνήσεις για να προωθήσουν αντιασφαλιστικές ανατροπές όπως τη συνεχή αύξηση των ορίων ηλικίας, την εξίσωση των ορίων ηλικίας αντρών και γυναικών, την κατάργηση του δικαιώματος «πρόωρης» συνταξιοδότησης, ιδιαίτερα για τις γυναίκες με ανήλικα παιδιά, αύξησης του ορίου συνταξιοδότησης για κατηγορίες όπως των ΒΑΕ. Η λογική τους, ότι δηλαδή επειδή οι άνθρωποι ζουν περισσότερο θα πρέπει να δουλεύουν και περισσότερο είναι η λογική που αναγνωρίζει στους παραγωγούς του πλούτου μόνο το δικαίωμα να δουλεύουν για να ενισχύεται η διευρυμένη αναπαραγωγή κερδών, να συσσωρεύεται και να διογκώνεται το κεφάλαιο, να ενισχύεται η δράση του, να δουλεύουν μέχρι να βρεθούν με το ένα πόδι στον τάφο. Κι αυτό όταν, αφενός είναι εφικτό (δεδομένου του αυξημένου κοινωνικού πλούτου), αφετέρου είναι απαραίτητο (η εντατικοποίηση και η «ελαστικοποίηση» πολλαπλασιάζουν τη σωματική και ψυχική φθορά των εργαζομένων) να συνταξιοδοτούνται οι άνθρωποι νωρίτερα.
Τέλος, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στο περιεχόμενο που ο ΟΟΣΑ δίνει σε αυτό που ονομάζει «προστασία της εργασίας», όρος και πάλι περίτεχνα επιλεγμένος, για να δοθούν κατευθύνσεις ως προς τη διευκόλυνση των απολύσεων. Στο ομότιτλο κεφάλαιο αναφέρεται, λοιπόν: «Η αυστηρή νομοθεσία που αφορά την προστασία της απασχόλησης μπορεί να καθυστερήσει τη διαδικασία ανακατανομής (σ.σ. τα περιθώρια ελεύθερης κίνησης εργαζομένων από κλάδο σε κλάδο αλλά και από περιοχή σε περιοχή) και τη συνολική αύξηση της παραγωγικότητας γιατί αυξάνει το εργατικό κόστος προσαρμογής για τις εταιρείες».
Ο Οργανισμός εκφράζει ικανοποίηση που «μια καθαρή τάση προς τη μείωση της αυστηρότητας της προστασίας της απασχόλησης εντοπίζεται στη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας, κύρια επικεντρωμένη σε ρυθμίσεις που καθορίζουν τις μεμονωμένες αλλά και τις ομαδικές απολύσεις». Προσπαθεί να εμφανιστεί ότι δήθεν νοιάζεται να μη γίνεται κατάχρηση τέτοιων ρυθμίσεων, αλλά η στρατηγική που υπηρετεί δεν κρύβεται. Ετσι, επισημαίνει ότι σε επίπεδο εταιρείας «η προστασία της απασχόλησης μπορεί να αυξήσει την αφοσίωση του εργαζόμενου και τα κίνητρα της εταιρείας να επενδύσει σε ανθρώπινο κεφάλαιο συγκεκριμένα μέσα σε μια εταιρεία, κάτι που θα μπορούσε να αυξήσει την παραγωγικότητα μέσα στην ίδια την εταιρεία».
Τι λέει δηλαδή; Οτι, ανάλογα με διάφορα δεδομένα (περιθώρια κέρδους, κατάσταση στον κλάδο κ.τ.λ.) στα «μαγαζιά» του ένας όμιλος μπορεί να επιστρατεύσει διάφορες μεθόδους, για να εξασφαλίσει «κοινωνική ειρήνη» και να αρπάξει την «αφοσίωση» του προσωπικού του, να καλλιεργήσει την αυταπάτη ότι η «προστασία» των εργατών είναι κάτι που καθορίζεται από την κατάσταση σε επίπεδο επιχείρησης και όχι από το συνολικό συσχετισμό δύναμης και το επίπεδο ανάπτυξης της ταξικής πάλης, να καθυστερήσει την ανάπτυξη αγώνων. Τέτοια παραδείγματα είναι οι συμφωνίες που, για να δεχτούν οι εργάτες μειώσεις μισθών τους, έδιναν ως αντάλλαγμα υποσχέσεις ότι δε θα γίνουν απολύσεις, συμφωνίες που ακύρωναν σύντομα οι ίδιες οι εξελίξεις στην οικονομία, ο ανταγωνισμός που νομοτελειακά ανοιγοκλείνει εργοστάσια στον καπιταλισμό, η ίδια η εκδήλωση της κρίσης που αύξησε ραγδαία τα «λουκέτα». Η ίδια η αντικατάσταση των Εθνικών Συλλογικών και των κλαδικών Συμβάσεων από τις επιχειρησιακές (με παράλληλη επέκταση συνδικάτων - σφραγίδων τύπου Ενώσεων Προσώπων») εξυπηρετεί τις δυνατότητες της εργοδοσίας να βάζει τρικλοποδιές στο εργατικό κίνημα και να χειρίζεται τη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης ακόμα πιο ευέλικτα.
Ο ΟΟΣΑ θέλει τους εργάτες να δουλεύουν περισσότερο και να πληρώνονται λιγότερο |
Στο κεφάλαιο που αφορά «τους κατώτατους μισθούς και τα συστήματα μισθολογικών διαπραγματεύσεων», αναφέρεται: «Οι (σχεδιαζόμενες) πολιτικές και τα ιδρύματα μπορούν να βοηθήσουν να αποφευχθούν κατώτατοι μισθοί που θα είναι πολύ υψηλοί και να ελαχιστοποιήσουν κάθε αρνητική συνέπεια για την απασχόληση. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί»:
«Οι συστάσεις δίνουν έμφαση στη μείωση ή την πλήρη κατάργηση της αυτόματης επέκτασης των μισθολογικών συμφωνιών και, ακόμα παραπέρα, στην προώθηση των διαπραγματεύσεων σε επίπεδο εταιρείας», επισημαίνει η Εκθεση και αμέσως εξηγεί: «Οι μεταρρυθμίσεις σε αυτή τη γραμμή αυξάνουν την αντιστοίχιση των μισθών με τις συνθήκες στην αγορά εργασίας και συμβάλλουν στη διατήρηση θέσεων εργασίας σε περιόδους ύφεσης». Ο ΟΟΣΑ ξεκαθαρίζει ότι η εφαρμογή ή η επέκταση μιας συλλογικής σύμβασης δεν μπορεί να θεωρείται αυτονόητη αλλά πρέπει να καθορίζεται από τη δύναμη που κάθε φορά διαθέτει ένας εργοδότης να επιβάλλει τις απαιτήσεις του.
Ο οργανισμός, που θυμίζουμε θα αναλάβει για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ να καλύψει το 30% των «μεταρρυθμίσεων» που εξαγγέλλει (το άλλο 70% θα παραμείνει το πλαίσιο από το μνημόνιο της προηγούμενης συγκυβέρνησης ΝΔ - ΠΑΣΟΚ), αναγνωρίζει ότι στη χώρα μας έχει γίνει ...πρόοδος, αφού σημειώνει: «Παρά την πιο πρόσφατη καθυστέρηση στις δράσεις που λαμβάνονται, οι μεταρρυθμίσεις που την προηγούμενη περίοδο έγιναν σε αυτόν τον τομέα ίσως έχουν συμβάλλει στη σημαντική μείωση του εργατικού κόστους ανά μονάδα προϊόντος που έχει παρατηρηθεί από το 2009 στην Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία». Δηλαδή και ο ΟΟΣΑ αναγνωρίζει ότι ο τσάκισμα των εργατών στην Ελλάδα βοήθησε τις επιχειρήσεις να πάρουν ανάσα. Ωστόσο, μένουν ακόμα πράγματα να γίνουν, αφού «αυτή η μείωση παραμένει μικρή σε σχέση με την αύξηση που, στην περίοδο πριν την κρίση, οδήγησε σε μεγάλες απώλειες στην ανταγωνιστικότητα σε αυτές και άλλες χώρες της Ευρωζώνης».
Σε ελεύθερη απόδοση, αυτό σημαίνει «προχωρήστε σε νέα αντιλαϊκά μέτρα»!