Περτούλι, Νεραϊδοχώρι. Δυο χωριά στα ορεινά του Νομού Τρικάλων, σε υψόμετρο 1.300 μέτρων περίπου και σε απόσταση μεταξύ τους 3 χιλιομέτρων. Εκεί είναι και ο προορισμός μας για το ρεπορτάζ με θέμα «Η ζωή στα ορεινά χωριά και τα προβλήματα των κατοίκων τους». Ανεβαίνοντας στα δύο χωριά στα μάτια μας ζωγραφίζονται μαγευτικά τοπία. Το όρος Κόζιακας μας καλεί να ταξιδέψουμε στις βουνοπλαγιές της Πίνδου. Ο ουρανός θαρρείς πως ερωτεύεται τη γη και ακουμπά πάνω της για να γίνουν ένα. Προχωράμε κι αγναντεύουμε χιλιάδες έλατα ενός απέραντου δάσους απλωμένου στην ομορφιά του πράσινου, που μας προσφέρει ανάσες καθαρού αέρα.
Στο δάσος βρίσκεται και η ελπίδα των κατοίκων της περιοχής, καθώς οι περισσότερες οικογένειες - όσες, δηλαδή, κατάφεραν ν' αντέξουν και να μην πάρουν το δρόμο της εσωτερικής ή εξωτερικής μετανάστευσης - ζουν δουλεύοντας σ' αυτό. Ομως οι δασεργάτες παραπονιούνται: «Το δάσος έπαψε να δίνει πολύ ψωμί». Το εισόδημά τους, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, μειώνεται όλο και περισσότερο, καθώς η πολιτεία δεν παίρνει μέτρα τόσο για τη ζωή και την ανάπτυξη του δάσους, όσο και για τη δική τους επιβίωση. Και το χειρότερο για τους δασεργάτες είναι ότι δεν έχουν εναλλακτικές λύσεις για να ζήσουν, αφού η κτηνοτροφία, που τα παλιότερα χρόνια «άνθιζε» στην περιοχή και ήταν μία επιπλέον πηγή εισοδήματος, μαράζωσε και ο τουρισμός παρά τις φυσικές ομορφιές που υπάρχουν δεν τροφοδοτείται με τ' απαραίτητα κίνητρα για ν' αναπτυχθεί και να δώσει ζωή στα χωριά και στους κατοίκους τους.
Η ζωή των δασεργατών και των οικογενειών τους είναι δύσκολη και γίνεται ακόμα πιο δύσκολη το χειμώνα, καθώς τα χιόνια σκεπάζουν τα χωριά και μένουν αποκλεισμένα πολλές μέρες. Οι δασεργάτες αναγκάζονται να στείλουν τις γυναίκες με τα παιδιά τους στην πόλη των Τρικάλων, αφού τα χωριά τους δεν έχουν Γυμνάσιο και Λύκειο. Την επόμενη χρονιά θα μπει λουκέτο και στα Δημοτικά Σχολεία που υπάρχουν ακόμα και μέχρι σήμερα τα κρατούν ανοιχτά «με νύχια και με δόντια» οι κάτοικοι των χωριών. Μάλιστα, στην εποχή της «δημόσιας και δωρεάν παιδείας» η θέρμανση και η καθαριότητα των σχολείων είναι ευθύνη των γονέων!!!
Κι όμως, δεν μπορούν να κρατηθούν στα πανέμορφα ορεινά χωριά τους οι λίγοι κάτοικοι που έχουν απομείνει |
Οι δασεργάτες, βλέποντας ότι είναι απροστάτευτοι από το κράτος, προσπαθούν ν' αμυνθούν για να σώσουν το επάγγελμά τους, αλλά και τον τόπο τους, συμμετέχοντας στον Δασικό Αγροτικό Συνεταιρισμό Περτουλίου, που οι ίδιοι έχουν συγκροτήσει. Πριν κάποια χρόνια, λίγο έξω από το χωριό λειτουργούσε και εργοστάσιο επεξεργασίας του ξύλου, που απασχολούσε εποχικά περί τα 60 άτομα. Η κυβέρνηση έκρινε ασύμφορη τη λειτουργία του και το έκλεισε, στερώντας από τους κατοίκους του χωριού μια πηγή εισοδήματος.
«Το δάσος μας»...
Μπαίνουμε στο καφενείο του χωριού. Μόνο 2 - 3 άτομα πίνουν τον πρωινό καφέ, για να ενώσουν τις μοναξιές τους και να μιλήσουν για τα προβλήματα, αλλά και για τις ελπίδες τους για μια καλύτερη ζωή. Ρωτάμε το δασεργάτη Σωτήρη Πολυγένη για τις δυσκολίες της δουλιάς, για τις συνθήκες που βγαίνει το μεροκάματο. Μας απαντά:
«Δουλεύουμε 12 ώρες την ημέρα, πολύ κοπιαστικές. Και μη νομίζετε ότι είναι πολλά τα κέρδη, αφού πληρώνουμε από την τσέπη μας για τα μέσα που χρειαζόμαστε στη δουλιά, όπως αλυσοπρίονα, καύσιμα, μουλάρια». Συνεχίζοντας, τονίζει: «Το εισόδημα που έχουμε δε φτάνει για να ζήσουμε τις οικογένειές μας. Και δεν μπορούμε ν' ασχοληθούμε με κάτι άλλο. Το χωριό ερημώνει. Μας λέγανε ότι με τον "Καποδίστρια" θα είναι καλύτερα τα πράγματα. Δεν είδαμε να πάει τίποτα καλύτερα».
Στην παρέα μας έρχεται και ο Γρηγόρης Παπαχαραλάμπους, πρόεδρος του Δασικού Αγροτικού Συνεταιρισμού Περτουλίου και του Τοπικού Συμβουλίου του χωριού. «Αν δεν υπήρχε το δάσος - λέει - δε θα υπήρχε και η ζωή στο χωριό, έστω αυτή που υπάρχει. Και θα υπήρχε περισσότερη ζωή, εάν έπαιρναν τ' αναγκαία μέτρα. Γιατί η δουλιά μας μπορεί να είναι δύσκολη, αλλά την αγαπάμε». Στο άκουσμα ότι διάφοροι επιχειρηματίες παρουσιάζονται σαν σωτήρες για να πάρουν τα δάση στο όνομα υλοποίησης δήθεν αναπτυξιακών προγραμμάτων, δηλώνει αντίθετος, επισημαίνοντας ότι αυτό θα σημάνει και την καταστροφή των δασών. Και καταλήγοντας τονίζει: «Αυτή είναι η ζωή μας. Και οι κυβερνώντες λένε συνέχεια για την ΟΝΕ. Θέλουν να μας πάρουν ό,τι έχουμε σήμερα. Για παράδειγμα εγώ δουλεύω όλη τη μέρα, κουβαλώντας ένα αλυσοπρίονο 15 κιλών κι έρχεται ο Σπράος και λέει πως πρέπει ν' αυξηθούν τα όρια συνταξιοδότησης. Οσον αφορά στην τουριστική ανάπτυξη της περιοχής, αυτό θα μπορούσε να γίνει εάν η κυβέρνηση έδινε οικονομικά κίνητρα στις οικογένειες των χωριών».
Ερημο τοπίο...
Η συνέχεια στο Νεραϊδοχώρι. Εκεί ζουν περίπου 40 οικογένειες. Η ίδια εικόνα εγκατάλειψης. Η ματιά σου «καρφώνεται» στο πέπλο της ομίχλης που έχει σκεπάσει το χωριό και διακρίνεις τις λιγοστές σκιές που διαβαίνουν τους έρημους δρόμους. Στο καφενείο μας περιμένει ο δασεργάτης Χρήστος Νέος, μέλος του Δασικού Αγροτικού Συνεταιρισμού Νεραϊδοχωρίου. Ως μεγάλα προβλήματα των δασεργατών ο Χρήστος Νέος αναφέρει την έλλειψη υποδομής για την ανάπτυξη των δασών, αλλά και την ανυπαρξία μέτρων για την προστασία της ζωής τους, αφού οι κίνδυνοι που καραδοκούν την ώρα της δουλιάς είναι πολλοί και μεγάλοι. Θα μπορούσε η κυβέρνηση και συγκεκριμένα το υπουργείο Γεωργίας να πάρει τ' αναγκαία μέτρα για την προστασία και την ανάπτυξη των δασών, αξιοποιώντας τους ειδικούς επιστήμονες που διαθέτει η χώρα μας. Οσον αφορά στο επάγγελμά μας είναι ιδιαίτερα δύσκολο. Δουλεύουμε με χίλιους κινδύνους για τη ζωή μας, ενώ το μεροκάματο είναι πενιχρό».
Και συμπληρώνει: «Πολλοί ονειρεύονται να ζήσουν σ' ένα χωριό. Ωστόσο, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε δε μας αφήνουν ν' απολαύσουμε τα πλεονεκτήματα της ζωής στο χωριό. Για παράδειγμα, του χρόνου η οικογένειά μου θ' αναγκαστεί να μετακομίσει στα Τρίκαλα, γιατί το ένα από τα παιδιά μου θα πάει στο Γυμνάσιο».
Το λόγο παίρνει στη συνέχεια ο Αποστόλης Ζάχος, πρώην πρόεδρος της Κοινότητας Νεραϊδοχωρίου για να πει: «Τα χωριά μας ερημώνουν και γι' αυτό ευθύνονται οι εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις. Οι κάτοικοι τίθενται υπό διωγμό και αναζητώντας μια καλύτερη τύχη στις πόλεις προστίθενται στις στρατιές των ανέργων. Η ύπαιθρος και ειδικά τα ορεινά χωριά αργοπεθαίνουν. Μόνο με αγώνες θα ξανάρθει η ζωντάνια και η ανάπτυξη».
Η δουλιά του δασεργάτη είναι δύσκολη, κουραστική και επικίνδυνη. Ξεκινάει το Μάη και τελειώνει τον Αύγουστο. Οι διαδικασίες, την ευθύνη των οποίων έχουν τα δασαρχεία, περιλαμβάνει: Υλοτόμηση - διαμόρφωση στρογγυλής ξυλείας (υφίσταται κατεργασία), μετατόπιση - σύρσιμο στους δασόδρομους με μουλάρια, μεταφορά. Ο δασεργάτης επί 4 μήνες πάει στη δουλιά στις 6.30 το πρωί και τελειώνει τις 6 το απόγευμα. Η επικινδυνότητα του επαγγέλματος είναι μεγάλη και μέτρα προστασίας της σωματικής ακεραιότητας των δασεργατών - δουλεύουν κρατώντας ένα αλυσοπρίονο 15 κιλών κάτω από τόνους ξύλου και κάθε κίνηση μπορεί ν' αποβεί μοιραία - δε λαμβάνονται από το υπουργείο Γεωργίας, που αποτελεί στην ουσία τον εργοδότη τους. Δηλαδή, δεν παρέχει την απαραίτητη εκπαίδευση και εξοπλισμό για την αποφυγή εργατικών ατυχημάτων. Κατά καιρούς έχουν γίνει πολλά ατυχήματα, εκ των οποίων αρκετά ήταν θανατηφόρα.
Τα έξοδα που έχει ο δασεργάτης για την αγορά των μέσων που χρειάζεται στη δουλιά του είναι πολλά. Ενα αλυσοπρίονο, που κάθε τρία χρόνια χρειάζεται ανανέωση, αξίζει 400 χιλιάδες δραχμές. Ενα μουλάρι - είναι ειδικό για το σύρσιμο των ξύλων - κοστίζει 1.500.000 δρχ. και χρειάζονται δυο. Υπολογίζεται ότι στις 3.000 δρχ. ανά κυβικό μέτρο - είναι το μέτρο υπολογισμού της ξυλείας που υλοτομείται - οι 2.000 δρχ. είναι έξοδα και οι 1.000 είναι το κέρδος, σύμφωνα με τις τιμές που επιβάλλει το υπουργείο Γεωργίας. Οσον αφορά στους δασεργάτες που ασχολούνται και με την εμπορία του ξύλου - γίνεται με δημοπράτηση του εμπορεύματος - το μίσθωμα που επιβάλλει το υπουργείο, ύστερα από την παραχώρηση εγκοπής ξύλου που γίνεται, φτάνει στις 16.000 δρχ. ανά κυβικό μέτρο και η τιμή πώλησης φτάνει στις 20.000 δρχ. προς τους εμπόρους, ενώ πριν 10 χρόνια έφτανε στις 28.000 δρχ. Αξίζει να σημειωθεί ότι η τιμή πώλησης του κατεργασμένου ξύλου προς τους καταναλωτές φτάνει στις 60.000 δρχ. ανά κυβικό μέτρο.