ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 30 Δεκέμβρη 2012
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Η «επεκτατική» και «περιοριστική» εκδοχή

Οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος της κυβερνητικής πολιτικής και κρατικής παρέμβασης. Στοχεύουν να ξεπεραστεί η κρίση υπέρ του κεφαλαίου, ωστόσο αντικειμενικά οδηγούν στο ξέσπασμα νέας κρίσης

Πυκνώνουν τον τελευταίο καιρό οι «κόντρες» που πάντα είχαν οι διάφορες ομάδες κεφαλαιοκρατικών συμφερόντων, για τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να διευθυνθεί - καθοδηγηθεί η καπιταλιστική οικονομία. Αν για κάποιο λόγο αυτό έχει ξεχωριστή σημασία στις μέρες μας, είναι επειδή συμβαίνει σε μία περίοδο που η τεράστια, ιστορικά, συσσώρευση κεφαλαίων δημιουργεί την πεποίθηση ότι ο οικονομικός κύκλος της σύγχρονης καπιταλιστικής οικονομίας θα συμπτυχθεί, θα είναι πολύ μικρότερης διάρκειας, από άλλες εποχές. Ειδικά με αφορμή τις εκτιμήσεις ότι πολλές από τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες βρίσκονται στα πρόθυρα μιας νέας κρίσης, οι συζητήσεις, για τους τρόπους και τις πολιτικές αντιμετώπισης της κρίσης, έχουν προσλάβει χαρακτήρα αντιπαράθεσης. Στην πραγματικότητα και ανεξάρτητα από τις αντιπαραθέσεις, όλες οι πλευρές στην ουσία μιλούν για το ρόλο που καλείται να παίξει το καπιταλιστικό κράτος. Αυτοί, δηλαδή, που τόσα χρόνια ζητούσαν από τους εργαζόμενους να υποταχθούν στις ...αρχές της δήθεν «ελεύθερης οικονομίας», επεξεργάζονται και θέτουν σε εφαρμογή μια ευρύτατης έκτασης κρατική παρέμβαση, για να διασωθεί το κεφάλαιο. Μόνο που ανάλογα με τα ξεχωριστά συμφέροντα και τους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και συμμαχίες, ανάλογα με τη φάση στην οποία βρίσκεται ο οικονομικός κύκλος, εμφανίζονται διαφοροποιήσεις στο περιεχόμενο των παρεμβάσεων που προτείνονται να γίνουν. Ορισμένες φορές, μάλιστα, οι διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις διάφορες δυνάμεις είναι τόσο έντονες, που όποιος δεν έχει ξεκαθαρισμένα τα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα στο μυαλό του, κινδυνεύει να πιστέψει ότι για άλλη πολιτική μιλούν οι μεν και άλλη οι δε.

Το παράδειγμα με τους οπαδούς της λεγόμενης «επεκτατικής» ή «περιοριστικής» πολιτικής είναι από τα πλέον χαρακτηριστικά. Η «κόντρα» κρατάει χρόνια. Από τον καιρό του Κέυνς, λένε κάποιοι. Η συζήτηση υπάρχει από το 19ο αιώνα, αντιτείνουν κάποιοι άλλοι και φαίνεται να έχουν δίκιο.

Ο επιθετικός προσδιορισμός «επεκτατική» ή «περιοριστική» επιλογή φαίνεται ότι συνδέεται με το σύνολο της οικονομικής πολιτικής, ωστόσο στη ρίζα του βρίσκουμε την ασκούμενη δημοσιονομική πολιτική. Δηλαδή, την οικονομική πολιτική που ασκούν οι κυβερνήσεις, έχοντας σαν εργαλείο τον κρατικό προϋπολογισμό. Αυτό το πρωταρχικής σημασίας εργαλείο, για την ανακατανομή ενός σημαντικού μέρους του παραγόμενου πλούτου, για την ανακατανομή των εισοδημάτων στην κοινωνία, δηλαδή, δεν είναι τίποτα περισσότερο από την οικονομική παρέμβαση του κράτους στην οικονομία. Μια παρέμβαση που ανάλογα με τη χρονική περίοδο που διανύει ο καπιταλισμός και τα συμφέροντα των καπιταλιστών, άλλοτε είναι επεκτατική και άλλοτε περιοριστική. Τη διαδικασία ανάπτυξης του ενός ή του άλλου τύπου δημοσιονομικής πολιτικής την παρακολουθούν και αναγκαστικά προσαρμόζονται τράπεζες, επιχειρήσεις, κ.λπ.

Επεκτατική δημοσιονομική πολιτική είναι η πολιτική που περιλαμβάνει μέτρα μείωσης των φόρων ή αύξησης των δημοσίων δαπανών, ή και τα δύο μαζί. Οι υπερασπιστές αυτής της άποψης υποστηρίζουν ότι στο βαθμό που υπάρχουν φορο-ελαφρύνσεις και μεγάλες κρατικές δαπάνες για δημόσια έργα, κρατικές προμήθειες, διευρυνόμενα κονδύλια κοινωνικού χαρακτήρα, θα αυξάνεται το διαθέσιμο εισόδημα των μελών της κοινωνίας, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η κατανάλωση. Τα χρήματα που θα πέφτουν στην αγορά θα αναθερμαίνουν το ενδιαφέρον των καπιταλιστών για συνέχιση της διευρυμένης αναπαραγωγής, με αποτέλεσμα να αυξάνεται συνεχώς η κατανάλωση, κάτι που θα έχει θετικό αντίκτυπο και στα κρατικά έσοδα.

Αυτή η πολιτική, υποστηρίζουν όσοι (και όποτε) εμφανίζονται ενάντιοι, ευνοεί την κατανάλωση έναντι της αποταμίευσης και ταυτόχρονα υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Οι χαμηλοί φόροι, οι υψηλοί μισθοί και οι ανεξέλεγκτες δαπάνες, αργά ή γρήγορα, προκαλούν τη δημιουργία ελλειμμάτων, τα οποία για να καλυφθούν οδηγούν το Δημόσιο στην αύξηση του δανεισμού του. Επειδή μάλιστα, συμπληρώνουν, οι μεγάλες κρατικές δαπάνες και η ροπή προς την κατανάλωση «σπρώχνουν» τα τραπεζικά επιτόκια προς τα πάνω, ο δανεισμός γίνεται με επαχθείς όρους και το Δημόσιο φορτώνεται με χρέη που βαίνουν αυξανόμενα προς το παραγόμενο ΑΕΠ.

Περιοριστική δημοσιονομική πολιτική φαίνεται να είναι το αντίθετο. Το κράτος αυξάνει τους φόρους, μειώνει τις κρατικές δαπάνες, κατακρεουργεί τις δαπάνες για Παιδεία - Υγεία - Πρόνοια, σε μια προσπάθεια να μεταφέρει ό,τι λένε οι αστοί για την εξασφάλιση της επιχειρηματικής ανταγωνιστικότητας στο ίδιο το κράτος. Οπως ακριβώς λειτουργούν οι λογιστικές πράξεις για μια επιχείρηση, έτσι ακριβώς συμπεριφέρεται το Δημόσιο στα πλαίσια των περιοριστικών πολιτικών, σε μια προσπάθεια που παντού και πάντα είναι η ίδια: Αύξηση των φόρων και ταυτόχρονη μείωση των δαπανών, ώστε να προκύψουν πλεονασματικοί κρατικοί προϋπολογισμοί, κάτι που θα διευκολύνει την άμεση χρηματοδότηση του κρατικού χρέους, στην κατεύθυνση να γίνει βιώσιμο. Παράλληλα, με τη μεταφορά της περιοριστικής πολιτικής του δημοσίου στον ιδιωτικό τομέα - κάτι που άλλοτε επιτυγχανόταν μέσω της επίδρασης που ασκούσαν τα μέτρα για το Δημόσιο - με αλλεπάλληλες κρατικές ρυθμίσεις και νομοθετήματα, στοχεύουν στην εξασφάλιση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, με τη θεμελίωση αρχών που θα ρίξουν ακόμα περισσότερο την τιμή της εργατικής δύναμης. Παραμύθια!

Ευνοούνται οι κεφαλαιοκράτες

Και στη μία και στην άλλη περίπτωση μπορεί να ευνοούνται οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου και μάλιστα για την ακρίβεια κάποια τμήματα του κεφαλαίου, αλλά ο απολογισμός για το λαό είναι εντελώς αρνητικός. Να μερικές πλευρές.

Να μερικές ακόμα πλευρές για το ...ενιαίο της ουσίας μεταξύ «περιοριστικής» και «επεκτατικής» πολιτικής.

Πρώτον: Η επεκτατική πολιτική, βεβαίως και βοήθησε τη ραγδαία αύξηση των κερδών του κεφαλαίου, βεβαίως και διευκόλυνε κάποιους «επενδυτές» να μεταφέρουν τις μπίζνες τους στο εξωτερικό, αλλά το όφελος για την κοινωνία και τους εργαζόμενους από αυτή τη διαδικασία είναι ανύπαρκτο, άσε που δεν είχαμε ούτε αύξηση της κοινωνικής παραγωγής. Αντίθετα, είχαμε μια πολιτική που φόρτωσε με χρέη τα λαϊκά νοικοκυριά, που τώρα χρεοκοπούν κατά εκατοντάδες χιλιάδες, είχαμε μια πολιτική που αποτέλεσε προπομπό της κρίσης.

Δεύτερον: Στην περίπτωση της «περιοριστικής» πολιτικής που επέλεξε η άρχουσα τάξη για την αντιμετώπιση της κρίσης, έχουμε πράγματι και αύξηση των φόρων και μείωση των δαπανών. Στην πραγματικότητα έχουμε μία διαδικασία ολοκληρωτικής ανατροπής, πισωγυρίσματος στην ίδια την οργάνωση της κοινωνίας. Αυτό που κυριαρχεί είναι μέτρα και πολιτικές που γονατίζουν, φτωχοποιούν, συνθλίβουν εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους, με στόχο να προκύψει μια εργατική δύναμη που να είναι συμφέρουσα στους εκπροσώπους του κεφαλαίου. Συμφέρουσα σε αυτόν που πήγε τα κεφάλαιά του στη Ρουμανία για να πληρώνει μισθό 158 ευρώ, τον άλλο που πήγε στην Κίνα για να τα βγάζει πέρα με μεροκάματα λίγων ευρώ ή εκείνον που ξεχνάει να πληρώσει τους εργάτες του στην Ινδία.

Τρίτον: Και στη μία και στην άλλη περίπτωση το κύριο πρόβλημα δεν είναι το χρέος, που ανέκαθεν υπήρχε και κανείς δεν έβγαζε άχνα, αλλά το χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ. Το ποσοστό του χρέους στο ΑΕΠ, δηλαδή. Αρα, το πρόβλημα είναι η οικονομική κρίση, που προκάλεσε πρόβλημα στη χρηματοδότηση του χρέους, με αποτέλεσμα αυτό να εκτοξευθεί στα ύψη.

Τέταρτον: Και στη μία και στην άλλη εκδοχή δημοσιονομικής πολιτικής, το «διά ταύτα», η ολοκλήρωση, δηλαδή, του κύκλου, είναι κρίση και αδιέξοδο. Σε κρίση οδήγησε την κοινωνία το διαβόητο «οικονομικό θαύμα» που προηγήθηκε, σε ακόμα μεγαλύτερη κρίση οδηγούν οι φιλομονοπωλιακού τύπου παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της κρίσης.

Τέλος, το παράδειγμα με την αντιπαράθεση ΗΠΑ - ΕΕ είναι από τα πλέον χαρακτηριστικά. Στις ΗΠΑ, με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, επιλέχθηκε το σενάριο της «επεκτατικής» πολιτικής, κάτι που μεταφράστηκε με μερικές δεκάδες τρισεκατομμύρια που έχουν δοθεί ήδη για την ενίσχυση των τραπεζών και διαφόρων επιχειρηματικών λόμπι. Στην ΕΕ επιλέχθηκε το άλλο σενάριο, με την πολιτική της αυστηρής λιτότητας να έχει εξαπλωθεί σ' ολόκληρη την ήπειρο. Στη μία χώρα μετά την άλλη και ανεξάρτητα από τα πολιτικά χαρακτηριστικά της κυβέρνησης που βρίσκεται στην εξουσία, αποφασίζονται αυξήσεις φόρων και περιστολές κρατικών δαπανών, πολιτική μείωσης των μισθών και ανατροπής των συνταξιοδοτικών συστημάτων. Το αποτέλεσμα, ωστόσο, και για τις ΗΠΑ και για την ΕΕ δε φαίνεται να διαφέρει και πολύ, αφού παρά τα τρισεκατομμύρια της μίας περίπτωσης και τους Μηχανισμούς Στήριξης και την «περιοριστική» πολιτική της άλλης, η οικονομική κρίση απειλεί και τις ΗΠΑ και την ΕΕ. Είναι και αυτό μία ακόμα ένδειξη ότι τα περιθώρια διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης έχουν στενέψει αφόρητα.

Στην αντιπαράθεση που υπάρχει τον τελευταίο καιρό για τη «επεκτατική» και την «περιοριστική» πολιτική δε θα μπορούσαν να λείπουν οι δυνάμεις του οπορτουνισμού. Οσον αφορά στη χώρα μας ενδεικτική είναι η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ όχι τόσο επειδή επιλέγει να ταχθεί με τη μία ή την άλλη εκδοχή αστικής διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης, αλλά κύρια για τον ξέφρενο ενθουσιασμό που επέδειξε πρόσφατα για τα πακέτα ενίσχυσης επιχειρήσεων που αποφάσισε ο Ομπάμα, στα πλαίσια της ...«επεκτατικής πολιτικής».

Ο ...καυγάς, πάντως, για τη μία ή την άλλη προσέγγιση αποτελεί διαχειριστικού τύπου «αντιδικία» ανάμεσα σε υποστηριχτές του συστήματος, οι οποίοι ανάλογα με την περίσταση μπορεί να ταχθούν πότε με τη μία, πότε με την άλλη επιλογή. Πρόκειται για κάτι απόλυτα φυσιολογικό, αφού είτε με τη μία άποψη ταχθεί κάποιος από αυτούς, είτε με την άλλη, απώτερος στόχος τους ήταν πάντα να εξασφαλίσουν, στο μέτρο του δυνατού και όσο το δυνατόν περισσότερο, τη σταθερότητα του οικονομικού κύκλου. Να συμβάλουν, δηλαδή, με τα διάφορα μείγματα της διαχειριστικής πολιτικής και των κρατικών παρεμβάσεων στο να αυξάνεται ο χρόνος ολοκλήρωσης των οικονομικών κύκλων και άρα να διευρύνονται τα χρονικά διαστήματα ανάμεσα στις οικονομικές κρίσεις.


Γιώργος ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ