Σκηνή από την «Ταινία του Αγγελου» Γερμανοί στην Ακρόπολη |
Το 1923, ύστερα από τη μικρασιατική καταστροφή, ένας αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού, ο Αγγελος Παπαναστασίου, αποστρατεύτηκε σαν φιλοβασιλικός. Εποχή άνθισης του κεφαλαίου στην Ελλάδα κι ο Αγγελος Παπαναστασίου στράφηκε στις χρηματιστηριακές επενδύσεις με κέρδη που του επέτρεψαν να γίνει ιδιοκτήτης ενός νέου εργοστασίου κατασκευής ηλεκτρικών μπαταριών, δυναμικό προϊόν στις οικονομικές συνθήκες εκείνου του καιρού, όπου πολιτικές αντιπαραθέσεις και κοινωνικοί αγώνες πάλευαν να γείρουν τη ζυγαριά των ανθρώπινων σχέσεων από τη μια ή από την άλλη πλευρά. Εως τη στιγμή που η διχασμένη αστική τάξη ξεπέρασε τις εσωτερικές της αντιθέσεις «τερματίζοντας» έτσι και τον «εθνικό διχασμό»: Στη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά, ο Αγγελος Παπαναστασίου θα διοριστεί δημοτικός σύμβουλος Πειραιά και χάρη και στην προσωπική του επίβλεψη, εκείνο το διάστημα θα «σταθεροποιηθούν» τα («ταραγμένα» κι αυτά) οικονομικά της πόλης. Ολα μοιάζουν τακτοποιημένα και κυρίαρχη πια είναι μια γενική αισιοδοξία για το μέλλον του τόπου. Επικίνδυνες φωνές που μπορούν να διαταράξουν την εθνική ομαλότητα έχουν βουβαθεί. Στην Ελλάδα ανθεί ο «Γ` Ελληνικός Πολιτισμός». Μα η αισιοδοξία δε θα αργήσει να διαψευστεί. Η κήρυξη του πολέμου από την Ιταλία, το Αλβανικό Επος, η γερμανική εισβολή θα ανατρέψουν πεποιθήσεις και προοπτικές. Στη χώρα θα επιβληθεί μια νέα πραγματικότητα.
Ο Αγγελος Παπαναστασίου με μια ερασιτεχνική μηχανή λήψης θα καταγράψει την είσοδο των γερμανικών τεθωρακισμένων στην Αθήνα. Η ζωή έχει αλλάξει. Ο ίδιος θα διατηρήσει το εργοστάσιό του. Στη νέα κατάσταση η οικογένειά του δε θα βασανιστεί όπως ο υπόλοιπος κόσμος. Η κάμερα του Αγγελου καταγράφει στιγμές οικογενειακής θαλπωρής, στιγμές στοργής, μικρές γιορτές ονομαστικές και γενεθλίων, τα παιχνίδια της μικρής κόρης του, τα γλυκά στο στρωμένο γιορτινό τραπέζι. Η εικόνα του φιλμ καθορίζεται από τη ματιά του ερασιτέχνη κινηματογραφιστή: Ο Αγγελος βγαίνει από το μικρό νησί της οικογενειακής ευτυχίας, με τη μηχανή λήψης στο χέρι επισκέπτεται τα φτωχοκομεία με τους σκελετωμένους από την πείνα ανθρώπους, τα νεκροτομεία με τους πεθαμένους από την πείνα, με τους εκτελεσμένους, γυρνά στους δρόμους όπου από τα δέντρα και τους φανοστάτες κρέμονται τα κορμιά των αγωνιστών. Οι βουβαμένες φωνές έχουν αρχίσει να ξανακούγονται. Επίσημες τελετές στον άγνωστο στρατιώτη, Γερμανοί αξιωματικοί «τιμούν» την επέτειο της 25ης Μαρτίου, ένα χρόνο μετά, την ίδια μέρα, ο λαός διαδηλώνει για τη λευτεριά του, διαδηλώνει ξανά για να σταματήσουν οι εκτελέσεις. Κι ύστερα η απελευθέρωση, νεές ελπίδες που πνίγονται στο αίμα, η οικογένεια του Αγγελου θα πληρώσει κι αυτή με τη ζωή των μελών της «φόρο» στο βωμό μια οργής για όσα είχαν γίνει και για όσα έμελλε να γίνουν...
Το 1999 ο Ούγγρος σκηνοθέτης Πέτερ Φόργκατς θα πάρει στα χέρια του τις ταινίες του Αγγελου Παπαναστασίου, θα τις ανασυνθέσει με φωτογραφικό υλικό, αποσπάσματα από το ημερολόγιο του Αγγελου και από ταινίες επικαίρων, θα τις επεξεργαστεί και μέσα από την αίθουσα του μοντάζ θα βγει «Η ταινία του Αγγελου». Με σεβασμό απέναντι στο κινηματογραφικό υλικό και στην προσωπική στάση, στην προσωπική οπτική του Αγγελου Παπαναστασίου απέναντι στην ιστορία που έζησε, η ταινία του Φόργκατς είναι μια από τις περιπτώσεις όπου ένας δημιουργός ταυτίζεται με τον ήρωά του, υιοθετεί τη θέση του, το χαρακτήρα του, την αντίφασή του. Η τόλμη της ταινίας, εκτεταμένη σε ολόκληρη τη δυνατότητα των ορίων της, δεν ανήκει στον Πέτερ Φόργκατς, αλλά στον Αγγελο Παπαναστασίου. Και η ταινία του Πέτερ Φόργκατς δικαιώνει τον τίτλο της: Είναι η ταινία του Αγγελου.
Φαίνεται πως η «μοίρα» των ελληνικών αρχαιοτήτων είναι να «συναντώνται», ποικιλοτρόπως, με τη Γηραιά Αλβιόνα. Και ως είθισται, από τον Ελγιν και μετά, προς όφελος των Αγγλων.
Στην περίπτωση, βέβαια, της εταιρίας «Τσιμέντα Χαλκίδος» , που βρίσκεται στην Αυλίδα, κλήθηκε να γνωμοδοτήσει προχθές το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ), επειδή οι εγκαταστάσεις της βρίσκονται σε χαρακτηρισμένο αρχαιολογικό χώρο, στον οποίο οι Αγγλοι βρίσκονται ως ιδιοκτήτες της πάλαι ποτέ ελληνικής εταιρίας (οι Αγγλοι την αγόρασαν από Ιταλούς).
Το θέμα ήρθε στο ΚΑΣ, γιατί η εταιρία θέλει να εκσυγχρονίσει τις υπάρχουσες εγκαταστάσεις της. Αλλά για να γίνει αυτό πρέπει πρώτα να νομιμοποιηθούν, αφού η περιοχή κηρύχτηκε ως αρχαιολογικός χώρος (1970) και οι εν λόγω εγκαταστάσεις «βρέθηκαν» μέσα στον κηρυγμένο χώρο. Σημειώνουμε ότι η ευρύτερη περιοχή περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, αρχαία ακρόπολη με τείχος των κλασικών χρόνων, λείψανα οχυρωματικών έργων και το Ιερό της Αυλιδείας Αρτέμιδος. Προπολεμικά υπήρχε και μυκηναϊκό νεκροταφείο, το οποίο καταστράφηκε. Σημειώνουμε, επίσης, πως, εκτός από τις προϋπάρχουσες εγκαταστάσεις, η εταιρία έκανε παράνομες προσθήκες από το '75 και μετά. Γι' αυτό το ΚΑΣ είχε επιφυλαχτεί σε παλαιότερη συνεδρίαση να εγκρίνει τον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων.
Η αρμόδια Εφορεία εισηγήθηκε ότι «στη θέση του εργοστασίου δεν υπάρχουν αρχαιότητες, άρα το εργοστάσιο μπορεί να εξαιρεθεί από το καθεστώς του αρχαιολογικού χώρου»!!! Ειπώθηκε, επίσης, πως και αν υπήρχαν σε εκείνο το σημείο αρχαιότητες κάποτε, αυτές μάλλον θα έχουν καταστραφεί, αφού, μετά από τόσες δεκαετίες λειτουργίας, το εργοστάσιο ισοπέδωσε κυριολεκτικά τα αρχαιολογικά στρώματα. Οσο για τα αυθαίρετα που κτίστηκαν μετά την κήρυξη, σύμφωνα με το νόμο, απαγορεύεται η νομιμοποίησή τους, εφόσον βρίσκονται εντός αρχαιολογικού χώρου.
Τελικά, το ΚΑΣ διατύπωσε «κομψά» την έγκρισή του στο αίτημα της εταιρίας για εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεών της, γνωμοδοτώντας ομόφωνα πως «δεν υπάρχει αντίρρηση από πλευράς αρχαιολογικού νόμου, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν στη θέση των κτισμάτων συγκεκριμένες αρχαιότητες» (!!!).
Ρεμπέτικες διαδρομές στη «Στοά των Αθανάτων» |
Η συναυλία ολοκληρώθηκε με απόσπασμα από το μπαλέτο «Ζορμπάς», με σολίστ την Ελεν Νέζη (τραγούδι) και τους Κώστα Παπαδόπουλος και Δημήτρη Χριστοδούλου, στο μπουζούκι. Μετά τη συναυλία ο μαέστρος δήλωσε ενθουσιασμένος για τη συνεργασία του με τον Μ. Θεοδωράκη και για τη μελλοντική σκηνική παρουσίαση της «Μήδειας» και της «Αντιγόνης», τις ηχογραφήσεις συμφωνικών έργων και οπερών του συνθέτη. Στη συναυλία παραβρέθηκε ο διευθυντής της δισκογραφικής εταιρίας «DECCA».
Μικρή ιστορία «αρχαιολογικής» - παρ' ολίγον - τρέλας. Ο μητροπολίτης Κεφαλονιάς έφτιαξε ένα εκκλησιαστικό μουσείο στη Μηλαπιδιά Κεφαλονιάς. Καλώς. Ζήτησε από το δημόσιο να «δανειστεί» για δέκα χρόνια ιερά κειμήλια αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Ας πούμε καλώς. Το ζήτημα, όμως, είναι ότι το δημόσιο αγόρασε αυτά τα κειμήλια από ιδιώτη και επί δύο χρόνια απασχόλησε ειδικευμένο εργατικό δυναμικό του ΥΠΠΟ για να τα συντηρήσει. Τα αυτονόητα ερωτήματα πολλά: Γιατί δεν τα αγόραζε η εκκλησία αν τα ήθελε; Με ποια λογική το κράτος θα δανείζει αρχαιότητες που αγοράστηκαν και συντηρήθηκαν με λεφτά των φορολογουμένων; Ποιος εγγυάται ότι όταν λήξει ο χρόνος του δανεισμού, αυτά θα επιστρέψουν στο δημόσιο; Τελικά, στο ΚΑΣ επικράτησαν οι ψυχραιμότεροι και αποφασίστηκε να δοθούν τα κειμήλια στο Βυζαντινό Μουσείο. Πάντως, οι κίνδυνοι με τους δανεισμούς αρχαιοτήτων παραμένουν ανοιχτοί.