Για αγορές όπλων μετά το 1974, οι κυβερνήσεις του δικομματισμού έχουν διαθέσει τουλάχιστον το 1/3 ενός ετήσιου ελληνικού ΑΕΠ, χωρίς τους τόκους!
Eurokinissi |
Η Ελλάδα, από το 1974 και μετά, κατέχει σταθερά μια από τις 10 πρώτες θέσεις παγκόσμια στις εισαγωγές οπλικών συστημάτων, φθάνοντας ορισμένες χρονιές και στην πρώτη τριάδα |
Οι ελληνικές αστικές κυβερνήσεις δαπανούν διαχρονικά ένα μεγάλο μέρος του ΑΕΠ σε παραγγελίες όπλων, γεγονός που αυξάνει το χρέος. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι εξοπλιστικές δαπάνες χρηματοδοτούνται με δανεισμό και κατά συνέπεια τροφοδοτούν άμεσα το χρέος, όχι μόνον αυξάνοντάς το κατά το ύψος του ποσού αυτών των δαπανών, αλλά κατά πολύ περισσότερο, καθώς συσσωρεύονται και οι τόκοι.
Ταυτόχρονα, στις δοσοληψίες με τα μονοπώλια των όπλων, αποτυπώνονται οι ισχυροί ανταγωνισμοί που εξυφαίνονται ανάμεσα στις πολυεθνικές ανά τον κόσμο για την εξασφάλιση του μεγαλύτερου μέρους της πίτας από τις παραγγελίες της ελληνικής κυβέρνησης. Την ίδια ώρα, ναυπηγεία και στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεις, ειδικευμένες στην παραγωγή αμυντικού στρατιωτικού υλικού, παραδίδονται στο μεγάλο κεφάλαιο, και μάλιστα με προίκα δισ. ευρώ από παραγγελίες του Ελληνικού Στρατού.
Αποκαλυπτικά είναι τα τελευταία στοιχεία του «Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης» (SIPRI):
Στην ίδια λίστα των παγκόσμιων «πρωταθλητών» στις εισαγωγές όπλων για το διάστημα 2007-2010, την 1η θέση κατέχει η Ινδία (9.852 εκατ. δολ.), τη 2η η Ν. Κορέα (5.658 εκατ. δολ.), την 3η το Πακιστάν (5.351 εκατ. δολ.), την 4η η Κίνα (4,864 εκατ. δολ.) και, όπως προαναφέραμε, την 5η θέση κατέχει η Ελλάδα (4.336). Ακολουθούν κατά σειρά οι χώρες Σιγκαπούρη, Αλγερία, ΗΠΑ, Αυστραλία, Μαλαισία, Αραβικά Εμιράτα, Τουρκία, Βενεζουέλα κ.λπ.
Ενδιαφέρον έχει η διαχρονική εξέλιξη της δαπάνης της Ελλάδας για εισαγωγές όπλων. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του SIPRI, η Ελλάδα την περίοδο:
Ολες οι παραπάνω αναφορές γίνονται με σταθερές τιμές του 1990. Για να υπάρχει, όμως, ένα μέτρο σύγκρισης με τις σημερινές τιμές και για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της συμμετοχής των δαπανών για εισαγωγές όπλων στη συσσώρευση του δημόσιου χρέους, θα πρέπει οι παραπάνω τιμές (δολάρια) τουλάχιστον να τριπλασιαστούν (πληθωρισμός, συναλλαγματικές ισοτιμίες), ώστε να είναι συγκρίσιμες με το σημερινό δημόσιο χρέος, το οποίο, στο τέλος του 2010, έκλεισε στα 328,5 δισ. ευρώ.
Ετσι, αν λάβουμε υπόψιν, πρώτον, ότι η δαπάνη για εισαγωγές όπλων στην Ελλάδα το διάστημα 1974-2010, ήταν 32 δισ. δολ. σε σταθερές τιμές του 1990, έτος κατά το οποίο το ελληνικό ΑΕΠ ήταν 66,7 δισ. δολ., δηλαδή σχεδόν μισό ΑΕΠ και, δεύτερον, ότι το σημερινό δημόσιο χρέος των 328,5 δισ. ευρώ (επί 1,4 περίπου σε δολάρια) αντιστοιχεί στο 142,76 % του ΑΕΠ του 2010, που είναι 230,1 δισ. ευρώ, αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι για αγορές όπλων μετά το 1974 έχει διατεθεί τουλάχιστον το ένα τρίτο ενός (ετήσιου) ελληνικού ΑΕΠ (χωρίς τους τόκους)!
Προς ενίσχυση αυτής της εκτίμησης, να υπενθυμίσουμε ότι κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού του 2004 στη Βουλή, ο τότε υπουργός Οικονομίας Ν. Χριστοδουλάκης παραδέχθηκε ότι «τουλάχιστον 25 μονάδες του δημόσιου χρέους οφείλονται στις δικαιολογημένες μεν, αλλά ιδιαιτέρως αυξημένες αμυντικές δαπάνες της χώρας μας».
Αρα, λοιπόν, το ποσόν των 32.080 εκατ. δολαρίων (τιμές 1990) που έχει διατεθεί για εισαγωγές όπλων το διάστημα 1974-2010, αν υπολογιστεί με βάση τον πληθωρισμό, τις αλλαγές στις συναλλαγματικές ισοτιμίες αλλά και τους τόκους που πληρώνονται στα δάνεια για την κάλυψη αυτών των αγορών, τότε προκύπτει πως ένα μεγάλο μέρος, πολύ πάνω από το 1/3, του συνολικού δημόσιου χρέους της Ελλάδας των 328,5 δισ. ευρώ (περιλαμβάνει κεφάλαια και τόκους) οφείλεται σε εισαγωγές όπλων.
Να επισημάνουμε, επίσης, ότι πρόκειται για δαπάνες μόνο εισαγωγής όπλων και οπλικών συστημάτων και δεν καλύπτουν τις όποιες προμήθειες από την εγχώρια αμυντική βιομηχανία, όπως επίσης δεν αφορά το σύνολο των αμυντικών δαπανών (λειτουργικά έξοδα, μισθοδοσία προσωπικού, υποδομές κ.λπ.), που είναι κατά πολύ μεγαλύτερες. Σε κάθε περίπτωση, είναι δαπάνες που υπαγορεύονται από τις προτεραιότητες των ιμπεριαλιστικών επιτελείων και του ΝΑΤΟ.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον έχουν και τα στοιχεία που αφορούν τις χώρες προέλευσης των οπλικών συστημάτων που αγοράζει η Ελλάδα. Σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία του SIPRI για την περίοδο 1974-2010, η Ελλάδα αγόρασε από τις ΗΠΑ όπλα αξίας 15.475 εκατ. δολ., από τη Γερμανία όπλα αξίας 6.552 εκατ. δολ, από τη Γαλλία όπλα αξίας 4.055 εκατ. δολ, από την Ολλανδία όπλα αξίας 2.147 εκατ. ευρώ, από τη Ρωσία όπλα αξίας 1.060 εκατ. ευρώ, από την Ιταλία όπλα αξίας 879 εκατ. δολ. κ.λπ. (όλα σε σταθερές τιμές 1990).
Επίσης είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα σταθερά μετά το 1974 εισάγει κατά μέσο όρο και σε ετήσια βάση το 3,74% των όπλων που εξάγουν παγκοσμίως οι ΗΠΑ. Αυτό σημαίνει ότι για την ίδια περίοδο (1974-2010), η Ελλάδα αγόρασε από τις ΗΠΑ όπλα που αντιστοιχούν στο σύνολο της παραγωγής άνω των 16 μηνών.
Αντίστοιχα, από τη Γερμανία, η Ελλάδα εισάγει το 9,64% των παγκόσμιων εξαγωγών όπλων αυτής της χώρας, που σημαίνει ότι η χώρα μας, κάθε δέκα χρόνια, αγοράζει το σύνολο της ετήσιας παραγωγής της γερμανικής πολεμικής βιομηχανίας που προορίζεται για εξαγωγές. Από τη Γαλλία, η Ελλάδα κάθε χρόνο κατά μέσο όρο αγοράζει το 5,51% των παγκόσμιων εξαγωγών της, που σημαίνει ότι η χώρα μας αγόρασε, μέσα στην περίοδο αυτή, το σύνολο της παραγωγής περίπου δύο ετών της γαλλικής πολεμικής βιομηχανίας, που προορίζεται για εξαγωγές.
Παράλληλα, η Ελλάδα μέχρι το 2010 παραμένει, σταθερά, στην πρώτη τριάδα ανάμεσα στις χώρες - μέλη του ΝΑΤΟ, στις στρατιωτικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ, ακόμα και με ποσοστό κάτω του 3%, όπως παρουσιάζεται στους τελευταίους προϋπολογισμούς. Επίσης, όπως αποκαλύπτεται και με τα παραπάνω στοιχεία, κατέχει σταθερά μία από τις πέντε πρώτες θέσεις ανάμεσα σε όλες τις χώρες του κόσμου, όσον αφορά στην προμήθεια οπλικών συστημάτων από τις ΗΠΑ.
Οσο για την ποιότητα και τη χρησιμότητα των εξοπλισμών, τα παρακάτω παραδείγματα είναι αποκαλυπτικά: