ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 26 Μάρτη 2011 - Κυριακή 27 Μάρτη 2011 - 1η έκδοση
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Αλαλία...

Παπαγεωργίου Βασίλης

Κλείνοντας το τηλέφωνο, τα μάτια της έπεσαν στου απέναντι τοίχου το ρολόι. Εφτά η ώρα, πρωί..., σκέφτηκε η Δέσποινα, σήμερα είναι απογευματινή, κοιμήθηκε αρκετά, έχει πολλά να κάνει, όμως γιατί κρατάει ακόμα το ακουστικό; Τι έγινε πριν λίγο, τι της είπε; Ποιος; ούρλιαξε και το μυαλό της κάπως ξαστέρωσε!

Ο Στέφανος, ο δίδυμος αδερφός της, κάτι έπαθε... Τον πήραν..., της φώναζε ο Αντωνιάδης στο τηλέφωνο, τον πάνε σηκωτό, έλα γρήγορα, τον τρέχουν στης διπλανής πόλης το νοσοκομείο, ξεράθηκε, του 'βαλαν οξυγόνο, λέξη δεν είπαν, όλοι μας καταλάβαμε, κάτι σοβαρό...

Σαν τρελή κατέβηκε τις σκάλες, αδύνατο της φάνηκε φυσιολογικά να συμπεριφερθεί, με ψυχραιμία ετούτη τη δύσκολη στιγμή να αντιμετωπίσει. Ούτε και ξέρει πώς βρέθηκε στου νοσοκομείου τον προθάλαμο, όπου οι γονείς της και κάποιοι στενοί φίλοι είχαν συγκεντρωθεί. Από πού ξεφύτρωσε όλος αυτός ο κόσμος..., ψιθύρισε, με μεγάλη προσπάθεια κατάφερε να δαμάσει το άγχος, να κλείσει τα αυτιά μπροστά στους αναστεναγμούς της μητέρας και του πατέρα τη βαριά καταχνιά. Είναι εδώ η Κλαούντια; αποφάσισε να ρωτήσει, όμως κανείς δεν της έδωσε μια οποιαδήποτε απάντηση. Ούτε οι γονείς, ούτε ο στενός φίλος Αντωνιάδης, ούτε ένας - δυο συνάδελφοι από το εργοστάσιο.

Οπως πάντα, στις δύσκολες στιγμές, απούσα η σύζυγος..., σκέφτηκε η Δέσποινα, μετά προχώρησε προς το τεράστιο παράθυρο στο βάθος του διαδρόμου. Σαν το γεφύρι της Αρτας έγινε το μεγαλύτερο νοσοκομείο της Στουτγκάρδης, αιωνίως οικοδομή, που τελειωμούς δεν έχει..., μουρμούρισε. Η περασμένη ζωή την πλημμύρισε, τα σχολικά χρόνια με τον αδερφό στην ίδια τάξη, των γονιών η τρεχάλα, αγωνία και βάρδια, και ο Στέφανος από μικρός ερωτευμένος, η Κλαούντια ήταν ο κόσμος του... Εντάξει, όμως όχι και να πεθάνεις, τον συμβούλευαν οι φίλοι, Ελληνες και μη, ψηλά το κεφάλι, του λέγανε οι Γερμανοί, ο έρωτας δεν είναι αρρώστια, παιχνίδι είναι, ναι βρε, όπως τα σπορ... Ομως, αγιάτρευτος ο Στέφανος σχεδίασε το μέλλον του όπως ήθελε εκείνη... Αν δεν κάνεις κάτι, ξέγραψέ με..., του είχε τονίσει η πολυπόθητη, όταν ήταν δεκαπέντε χρονών και κείνος της είχε κάνει την πρώτη πρόταση γάμου. Εντάξει, όλα με λογική τα σχεδίασε της Δέσποινας ο αδερφός, διάλεξε με προσοχή το δρόμο του, δε σκόνταψε πουθενά, η θέση εργασίας που πέτυχε ήταν αυτή ακριβώς που είχε από την αρχή υπολογίσει. Ακολούθησε, με αγωνία και πολλούς χτύπους της καρδιάς, η τέταρτη ή πέμπτη πρόταση γάμου στην Κλαούντια - η αδερφή του Στέφανου, με την εσωτερική αναστάτωση λόγω των συμβάντων και μέσα στην κατάθλιψη του νοσοκομείου δεν μπορούσε ακριβώς να θυμηθεί. Τέλος καλό, όλα καλά..., είχε η νύφη - η Κλαούντια - γνωμοδοτήσει, ο γάμος έγινε ολόλαμπρος, βασιλικός, έλεγε η Ελληνική Κοινότητα, ιδιαίτερα περήφανη για τον Στέφανο τον Αγγελίδη, εξαίρετο παιδί, στέλεχος της ομάδας ποδοσφαίρου και με καλή θέση σε εργοστάσιο σημαντικό! Χωρίς κάτι το αρνητικά ιδιαίτερο κυλούσε ο καιρός, στο σπίτι των φρεσκοπαντρεμένων ένας γιος, μετά μια κόρη ήρθαν να συμπληρώσουν της ευτυχίας το ζωγραφικό πίνακα, αυτό το παραβάν που έκρυβε της πραγματικής ζωής διάφορα σημεία σκοτεινά.

Ετσι όπως είναι συνήθως η καθημερινότητα των ανθρώπων..., σκέφτηκε η Δέσποινα και αφέθηκε για λίγο στις κουβέντες των φίλων που περίμεναν των γιατρών την έξοδο, γιατί η αγωνία για του Στέφανου την κατάσταση δεν είχε σβήσει, η διάγνωση δεν είχε ακόμα οριοθετηθεί. Σύντομα, η αδερφή του ασθενούς ξαναγύρισε στις σκέψεις της, τι μυστήρια που είναι η ζωή, πόσο μεγάλος ο ρόλος του τυχαίου, του ανερμήνευτου και ξαφνικά μας προέκυψε η Rezession, η οικονομική ύφεση δηλαδή! Οι θέσεις εργασίας άρχισαν να τρίζουν, ο Στέφανος για το πόστο του να ανησυχεί, η πολυμήχανη Κλαούντια παραδόξως να ελπίζει! Πιστεύοντας ακράδαντα στο καλό άστρο της, έριξε στων συζητήσεων την κονίστρα μια υπερρεαλιστική ιδέα! `Η τώρα ή ποτέ, Στέφανε! `Η όλα ή τίποτα! Είμαστε νέοι με φρέσκες ιδέες! Διαθέτουμε προσβάσεις στην Τράπεζα! Πάμε μπροστά ρισκάροντας! Και πήγαν! Ανέλαβαν αυτοί το εργοστάσιο, βουλιάζοντας φυσικά στα χρέη και στα δάνεια! Πολύ θετικά εξελίχτηκαν τα πράγματα στην αρχή! Το νέο αφεντικό - θεωρητικά ο Στέφανος, ουσιαστικά η Κλαούντια - ζήτησε από το πλήρωμα του εργοστασίου θυσίες, οικονομία, εργατικότητα, για το καλό όλων, όχι μόνο των αφεντικών. Οι συνεργάτες, έτσι ονομάζουν εδώ στη Γερμανία οι ιδιοκτήτες τους εργάτες τους - δηλαδή με τη μονοσύλλαβη αρχαία ελληνική πρόθεση «συν» διαφοροποιούν την πραγματικότητα - συμφώνησαν και αποφάσισαν να ...πολεμήσουν! Τότε ήταν που κατάλαβα πόσο ο ρόλος της Κλαούντιας ήταν για τον αδερφό μου και τους συναδέλφους του καταστρεπτικός! Ο πρώην ιδιοκτήτης απεχώρησε με ελάχιστες σχετικά απώλειες, πούλησε σε καλή για το Στέφανο τιμή, όμως ο άπειρος νεόκοπος εργοστασιάρχης παρέλαβε σχεδόν... αέρα! Ενας σκληρός αγώνας άρχισε, αλλά το τέλος ήταν ήδη προδιαγραμμένο..., κατέληξε η Δέσποινα, γύρισε στο χώρο αναμονής και μόλις που πρόλαβε τους δυο γιατρούς της βάρδιας, αυτούς που εξέτασαν τον ασθενή αδερφό της. Ο ένας τη χαιρέτισε και απομακρύνθηκε βιαστικός, ο άλλος στάθηκε, την κοίταξε με βλέμμα ουδέτερο, ανέφερε την ειδικότητα, το όνομά του και, κάπως ανήσυχος, σκιτσάρισε του άρρωστου την κατάσταση. Οι γερμανικές λέξεις του, ειπωμένες με προφορά ξενική και υπογραμμισμένες με κινήσεις των χεριών, τη ζάλισαν στην αρχή. Το νόημα της ξέφευγε, αγωνιζόταν να καταλάβει όχι τη σημασία, των προτάσεων το περιεχόμενο. Ηθελε του γιατρού την εθνικότητα να ανακαλύψει, οτιδήποτε άλλο δεν έφτανε στην αντίληψή της. Μόνο μια λέξη τριβέλιζε άπονα το μυαλό της! Αλαλία, κυρία μου..., είχε καταλήξει ο γιατρός. Ο αδερφός σας έχασε τη φωνή του, είναι από το άγχος, της ψυχής την επιβάρυνση, κάτι το παροδικό, ελπίζουμε! Και άλλα της είπε, όμως στην καρδιά της σχεδόν τίποτε δεν έφτασε. Αλαλία, αλαλία..., η πρωτάκουστη λέξη κουδούνιζε μέσα της βαθιά, θυμήθηκε ένα συμμαθητή στο σχολείο, Λάλος το όνομα, φλύαρος, πολυλογάς, έλεγε στο Ελληνικό Δημοτικό ο δάσκαλος, άλαλος, αυτός που δε μιλάει, ο βουβός λένε στο χωριό, ο Στέφανος χωρίς φωνή, ίσως για πάντα... Οταν συνήλθε, ήταν ξαπλωμένη σε μια σκοτεινή γωνιά, ένας ολόλευκος άντρας της χαμογελούσε, κάτι της ψιθύριζε στα γερμανικά, η Δέσποινα στην αρχή δεν καταλάβαινε, οι συλλαβές σαν εντόμων βουητό άγγιζαν της ακοής τα σύνορα, τα διέσχισαν μετά από μερικά λεπτά, οι λέξεις απόχτησαν τη δική τους οντότητα, το νόημα σαν απαλό αεράκι λες και της χάιδευε τα μαλλιά... Ολα θα γίνουν πάλι καλά..., της εξηγούσε ο γιατρός και της χαμογελούσε... Πρέπει να αντέξεις, να κοιτάξεις μπροστά..., η αισιοδοξία του τη χάιδευε, έσβηνε τη θλίψη από την αναστατωμένη της καρδιά, η ελπίδα, αστραπή γλυκιά, όμως η πραγματικότητα, ετούτο τον καιρό, δύσκολη και βαριά... Πάλι η φωνή του γιατρού σαν βάλσαμο υπέροχη... Και μετά... Ενιωσε τις δυνάμεις της να ξαναγυρίζουν, παραμέρισε τα σκεπάσματα, σηκώθηκε στα πόδια της, από το παράθυρο έμπαινε η απογευματινή δροσιά... Ναι, θα παλέψουμε, θα τα καταφέρουμε, δεν είναι δα η πρώτη φορά, αναλογίστηκε... Θυμήθηκε του Στέφανου την αλαλία την πρωτάκουστη, της Κλαούντιας τα όνειρα τα απατηλά, πάλι της αγωνίας τα μονοπάτια την άρπαξαν σαν χέρια εχθρικά... Ομως ο ουρανός που απλωνόταν έξω από το παράθυρο δακρυσμένος, αλλά φιλικός, σαν να την ηρέμησε, το καρδιοχτύπι καλμάρισε... Τι να κάνουμε; Αλλο δρόμο δεν έχουμε, μόνο να αγωνιστούμε, να παλέψουμε! Είναι ο μοναδικός τρόπος για να πάμε πιο μπροστά...


Λίζα Κοντομιχάλου


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Της Λίζας ΚΟΝΤΟΜΙΧΑΛΟΥ

Η Λίζα Κοντομιχάλου γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς Κεφαλονίτες. Σπούδασε Φιλολογία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο. Εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση και το 1980 μετανάστευσε στη Γερμανία.

Εχει γράψει ένα μυθιστόρημα και διάφορα άλλα πεζογραφήματα που δεν έχουν ακόμη εκδοθεί... «Το γράψιμο είναι για μένα, που ζω μόνιμα στο εξωτερικό, ανάσα ζωής και η ενασχόληση με τη γλώσσα της πατρίδας πολύτιμο κομμάτι!», θα πει η ίδια. Από τη «Σύγχρονη Εποχή» κυκλοφορεί το μυθιστόρημά της «Το μονοπάτι των λαμπερών χαλικιών».



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ