«Η κυρία Κούλα» |
Η εντεινόμενη οικονομική κρίση, η προσπάθεια ιδιοκτητών, ενοικιαστών ή επινοικιαστών θεατρικών αιθουσών να μην τις απωλέσουν, η αυξανόμενη ανεργία των καλλιτεχνών του θεάτρου, η αγωνία ακόμα και γνωστών ηθοποιών να υπάρξουν καλλιτεχνικά, αλλά και μια μακρόχρονη «πενία» της ελληνικής και ξένης δραματουργίας οδηγούν όλο και περισσότερο στην επιλογή και θεατροποίηση σύντομων γνωστών και επιτυχημένων πεζογραφημάτων (διηγημάτων, αυτοβιογραφικών αφηγήσεων κ.ά.). Πεζογραφημάτων ολιγοπρόσωπων- συνηθέστερα μονολογικών- ευκόλως διασκευάσιμων και σκηνοθετήσιμων αν πέσουν σε ικανούς δημιουργούς, με υποτυπώδεις σκηνογραφικές - ενδυματολογικές ανάγκες, των οποίων η τελική σκηνική αποτελεσματικότητα εξαρτάται απολύτως από το βαθμό του υποκριτικού ταλέντου του ερμηνευτή ηθοποιού. Φέτος, στις παραστάσεις θεατροποιημένων πεζογραφημάτων, περιλαμβάνεται και το εξαιρετικής αισθαντικής γραφής διήγημα του Μένη Κουμανταρέα «Η κυρία Κούλα», συμπυκνωτικά διασκευασμένο από τον άξιο δραματουργό Ακη Δήμου και σκηνοθετημένο από τον ταλαντούχο, πάντα ευφάνταστα αλλά και μετρημένα τολμηρό, Νίκο Μαστοράκη. Η σκηνή, με χαμηλούς βραδινούς φωτισμούς από λίγους προβολείς, άδεια, χωρίς ούτε ένα σκηνικό αντικείμενο, παραπέμπει σε σταθμό του ΗΣΑΠ. Η 45χρονη Κούλα, μαραζωμένη από το συμβατικό γάμο της, ρουτινιασμένη σαν μισθωτή λογίστρια, σύζυγος και μάνα, επιστρέφει κάθε βράδυ από τη δουλειά στο σπίτι της με το τρένο. Μ' αυτό μετακινείται πάντα και ένας 21χρονος φοιτητής, φευγάτος από το πατρικό του. Καθημερινά μέσα στο τρένο «συναντιούνται» και «μιλούν» τα βλέμματά τους και σμίγουν οι «αταίριαστες» ζωές τους. Μοναχικές, ουσιαστικά, ψυχές είναι και οι δύο. Και οι δύο αναζητούν μια, ελεύθερη από συμβάσεις και ψεύδη, ανθρώπινη επαφή και τρυφερότητα. Η μαραζωμένη συναισθηματικά και σαρκικά Κούλα, σιγά σιγά, θα υποκύψει στη σεξουαλική ορμή του φοιτητή, που ξαναξυπνά μέσα της τον έρωτα. Αλλά κι εκείνος, στερημένος τη μητρική τρυφερότητα, ίσως τη γεύεται μ' αυτή τη σχέση. Με ένα απλούστατο αλλά δραστικό εύρημα της σκηνοθεσίας - έναν κύκλο που σχεδιάζει στο δάπεδο της σκηνής με κιμωλία ο νεαρός ορίζοντας έτσι το κρεβάτι στο δωμάτιό του όπου σμίγουν σεξουαλικά, σηματοδοτούνται τα στενά όρια, το αναπόφευκτο «σβήσιμο» και τέλος αυτής της σχέσης, αφήνοντας τη γυναίκα στη μοναξιά της. Η Λυδία Κονιόρδου, παρότι ιδιοσυγκρασιακά απέχει από το ρόλο, με την πολύπειρη και μεταμορφώσιμη υποκριτική της έπλασε μια συγκινητικά αισθαντική, υπόκρυφα δυστυχισμένη, αλλά γεμάτη αξιοπρέπεια Κούλα. Γόνιμοι ερμηνευτικά είναι ο Γιώργος Φριτζίλας και η Ειρήνη Ιγγλέση. Ατμοσφαιρική η μουσική της Μαρίνας Χρονοπούλου.
«Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού» |
Δαιμόνιος δραματουργός -σατιριστής της πραγματικότητας, αλλά και των ανθρώπινων ηθών, πράξεων, συμπεριφορών και ελαττωμάτων και μέγας μίμος- ο σπουδαιότερος απόγονος της λαϊκής κομέντια ντελ άρτε στον 20ό αιώνα, ο Ντάριο Φο, βασιζόμενος σε πραγματικά γεγονότα που συνέβησαν στην Ιταλία το Δεκέμβρη του 1969, έγραψε το 1970 μια αριστουργηματικά φαρσική, καυστικότα καταγγελτική σάτιρα για την ηλιθιότητα, τη βία, την αυθαιρεσία της εξουσίας, τα χαλκευμένα ψεύδη και τη σκόπιμα «τυφλή» δικαιοσύνη της, με τον τίτλο-πρόκληση «Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού». Η επιχείρηση «Στρατηγική της έντασης», που εξύφαιναν το ιταλικό κράτος και παρακράτος, οι μυστικές υπηρεσίες και ακροδεξιές οργανώσεις, στις 12 Δεκέμβρη του 1969, πυροδοτεί μια βόμβα στην Αγροτική Τράπεζα, στην πλατεία Φοντάνα του Μιλάνου, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 19 άτομα. Ως βομβιστές συνελήφθησαν οι γνωστοί αναρχικοί Τζουζέπε Πινέλι (εργάτης σιδηροδρόμων, ο οποίος κατά την ανάκριση από αστυνομικό επιθεωρητή, εκπαραθυρώθηκε από τον τέταρτο όροφο της Ασφάλειας, ενώ λίγο αργότερα ο επιθεωρητής-ανακριτής σκοτώθηκε από πυρά αγνώστων και ακολούθησαν κι άλλες συλλήψεις) και Πιέτρο Βαλπρέντα (μίμος - χορευτής), που αργότερα αποφυλακίστηκε, αφού αποδείχτηκε ότι την βόμβα είχε τοποθετήσει γνωστός φασίστας, πράκτορας μυστικών υπηρεσιών του ΝΑΤΟ. Ο Φο δανείζεται για την πλοκή του τον Βαλπρέντα (τον υποδύθηκε ο ίδιος) μεταμορφώνοντάς τον σε «τρελό» - πλην με σώας τας φρένας - που τρελαίνεται για θεατρικές μεταμφιέσεις. Ο «τρελός» συλλαμβάνεται, οδηγείται στην Ασφάλεια για ανάκριση, αλλά τους κάνει όλους εκεί μαλλιά κουβάρια. Με τις αλλεπάλληλες μεταμφιέσεις του κάνει τους ασφαλίτες άνω κάτω και από κατηγορούμενος γίνεται ανακριτής και κατήγορος του παραλογισμού, της γελοιότητας και των ειδεχθών εγκλημάτων της πολιτικής, νομικής, αστυνομικής και δικαστικής εξουσίας. Ανθεκτικό στο χρόνο και επίκαιρο το έργο, μεταφρασμένο γλαφυρά από την Αννα Βαρβαρέσου, γοργόρυθμα και με χιούμορ σκηνοθετημένο από τον Σπύρο Παπαδόπουλο, με τραγούδια και διεγερτική μουσική που υπογράφουν τα «Κίτρινα Ποδήλατα», με λιτό ρεαλιστικό σκηνικό και κοστούμια του Σάββα Πασχαλίδη, προσφέρει ευφρόσυνο γέλιο. Απολαυστική, με την κλοουνίστικη ελαφράδα της, την αμεσότητα και το σατιρική αιχμηρότητά της η ερμηνεία του Σπύρου Παπαδόπουλου στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Πολύ καλοί στους ρόλους των αστυνομικών οι Κώστας Αποστολάκης, Αντώνης Καρυστινός, Αλέξανδρος Καλπάκης και Στέλιος Πέτσος.
«Ο τυχερός στρατιώτης» |
Διασκευάζοντας το παλιό λαϊκό ρωσικό παραμύθι «Ο τυχερός στρατιώτης», η Ξένια Καλογεροπούλου και ο σκηνοθέτης Θωμάς Μοσχόπουλος, με τη γονιμοποιό «συγγραφική» συμβολή στη διάρκεια των δοκιμών μιας ομάδας ταλαντούχων ηθοποιών, συνέγραψαν και συνέθεσαν μια ακόμη θαυμαστής ποιότητας, υψηλής αισθητικής παρά τη λιτότητα των σκηνικών μέσων, εξαιρετικής διδαχής όσον αφορά τη ζωή και τις πραγματικές αξίες της και μεγάλης ψυχαγωγικής απόλαυσης παιδιών και ενηλίκων, δημιουργία τους στον τομέα του θεάτρου για παιδιά. Ενα αφηγηματικό κυρίως αλλά και διαλογικό κείμενο. Ενας στρατιώτης, παιδί του λαού, στάθηκε τυχερός. Στον πόλεμο χάθηκαν αμέτρητοι νέοι. Αυτός, μετά τη λήξη του, επιστρέφει σώος. Στο δρόμο της επιστροφής βλέπει και άλλες συνέπειες του πολέμου. Ερείπια, χαροκαμένους και πεινασμένους ανθρώπους. Μοιράζει σ' αυτούς τη μόνη τροφή που έχει στο σακούλι του, τρία παξιμάδια... Για την καλοσύνη του «ανταμείβεται» με τρία «ανώφελα» αντικείμενα. Κι όμως στη διαδρομή του αυτά θα του φέρουν τύχη. Τόση που να φτάσει να παντρευτεί τη βασιλοπούλα και να γίνει βασιλιάς. Ομως, όπως τόνιζε ο Μπρεχτ, οι συνθήκες αλλάζουν τον άνθρωπο, τον στρέφουν είτε στο καλό είτε στο κακό. Με την εξουσία και τα μεγαλεία χάνεται η αγνότητα, η καλοσύνη, ο ανθρωπισμός του άλλοτε «τυχερού στρατιώτη». Από θύμα εξουσιαστών γίνεται θύτης. Επηρμένος, αλαζόνας, εγωτικός, χάνοντας την αίσθηση ότι είναι άνθρωπος, θεωρεί ότι με τη μεγάλη τύχη του μπορεί να είναι υπεράνω της φθαρτής ανθρώπινης φύσης και να μείνει εσαεί εξουσιαστής, νικώντας και το θάνατο. Μάταια θαρρεί πως μπορεί να νικήσει το θάνατο, δένοντάς τον μέσα στο τυχερό σακούλι του. Ο θάνατός του, όπως όλων των ανθρώπων, είναι αναπόφευκτος. Η τιμωρία του είναι ότι κατέστρεψε την ανθρωπιά του. Τα απλά, εύκολα μετακινούμενα και μεταμορφωνόμενα σκηνικά αντικείμενα και τα καλαίσθητα κοστούμια της Ελλης Παπαγεωργακοπούλου, η παιγνιώδης μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή, η εκφραστική κινησιολογία του Χρίστου Παπαδόπουλου, τα ευφάνταστα ευρήματα, η παραμυθική παραστατικότητα, η έμμεση διδακτικότητα και το χιούμορ της σκηνοθεσίας του Θωμά Μοσχόπουλου, αλλά και ο παιγνιώδης οίστρος, η ομόψυχη υποκριτική άμιλλα των ηθοποιών - (τους αναφέρουμε αλφαβητικά όπως στο πρόγραμμα) Αννα Μάσχα, Αργύρης Ξάφης, Κώστας Μπερικόπουλος, Σωκράτης Μπατσίκας, Αννα Καλαϊτζίδου, Βεγγέλης Χατζηνικολάου - προσφέρουν υποδειγματική θεατρική ευφροσύνη.