Από παλιότερη κινητοποίηση εργαζομένων ενάντια στο κλείσιμο της βιομηχανίας ελαστικών «Κοντινεντάλ». Ωστόσο οι αμυντικοί αγώνες δεν αρκούν. Απαιτείται ρήξη με την ίδια τη στρατηγική του κεφαλαίου |
Η σημασία των εκλογών για το κεφάλαιο είναι μεγάλη καθώς δε θέλει να υπάρξουν κλυδωνισμοί στην κυβέρνηση σε μια περίοδο που κλιμακώνεται η καπιταλιστική κρίση. Ειδικότερα, το συγκεκριμένο κρατίδιο αποτελεί και ένα βαρόμετρο για το πώς θα εξελιχθεί το πολιτικό σκηνικό και σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Πρόκειται για μια περιοχή στο δυτικό τμήμα της Γερμανίας που συνορεύει με το Βέλγιο και την Ολλανδία, με 18 εκατομμύρια πληθυσμό. Είναι η πιο αναπτυγμένη βιομηχανικά περιοχή (εκεί παράγεται σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία το 22% του ΑΕΠ της Γερμανίας) και περιλαμβάνει σημαντικά βιομηχανικά κέντρα, την πρωτεύουσα του κρατιδίου Ντίσελντορφ, την Κολωνία, το Ντόρτμουντ, το Εσσεν, το Ααχεν, το Ντούισμπουργκ, τη Βόννη, το Μπίλεφελντ.
Εν μέσω παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης που έχει πλήξει με δριμύτητα και τη Γερμανία σε όλους τους τομείς της οικονομίας της, το κεφάλαιο πιέζει να «υπάρξει μία σταθερότητα» στην εξουσία. Χαρακτηριστικές είναι οι πρόσφατες δηλώσεις του Χανς Πέτερ Κέιτελ, προέδρου των Γερμανών Βιομηχάνων (BDI), ότι η κυβέρνηση «δε λειτουργεί σωστά σε πολλούς τομείς, λειτουργεί ακόμη και επικίνδυνα» και παρότι έχουν περάσει μόλις πέντε μήνες από τις εθνικές εκλογές «η κυβέρνηση έχει χάσει το κύρος της».
Πάντως, η κυβέρνηση, ως αστική κυβέρνηση παίζει το ρόλο της, της στήριξης του κεφαλαίου. Προωθεί σχέδιο λιτότητας με περικοπές 10 δισεκατομμυρίων ευρώ το χρόνο από τις δημόσιες δαπάνες, που θα πλήξουν βεβαίως τα δικαιώματα των εργαζομένων.
Επίσης, οι εκλογές γίνονται στο φόντο της προχτεσινής ψηφοφορίας στη γερμανική Βουλή για την έγκριση του λεγόμενου «πακέτου βοήθειας» προς την Ελλάδα, πέρασε με την ψήφο του κυβερνητικού συνασπισμού και των Πρασίνων το πακέτο ύψους 22 δίσ. ευρώ, δηλαδή το δάνειο που θα πάει στις τσέπες των καπιταλιστών και θα φορτωθεί στην «καμπούρα» των εργαζομένων. Οι σοσιαλδημοκράτες του SPD, απείχαν της ψηφοφορίας ενώ οι δήθεν αριστεροί της «Λίνκε» (συνοδοιπόροι του ΣΥΡΙΖΑ στη χώρα μας και στο Κόμμα Ευρωπαϊκής Αριστεράς) καταψήφισαν με το σκεφτικό τους να κινείται στη γνωστή λογική διαχείρισης του καπιταλισμού, περί διάσωσης της ΕΕ, που δήθεν μπορεί να γίνει πιο κοινωνική, που μπορεί να «υπάρχει χωρίς ανταγωνισμούς» και με καλύτερη «ρύθμιση» με «ευρωπαϊκή οικονομική κυβέρνηση που θα συντονίζει» και έτσι θα «αναπτύσσονται αρμονικά και οι εθνικές οικονομίες». Τέτοια «αριστερά» βλέπει το κεφάλαιο στη Γερμανία και ...τρέμει από το φόβο του.
Αλλωστε και στα κρατίδια όπου συγκυβερνά η «Λίνκε» με τους σοσιαλδημοκράτες (Βερολίνο, Βραδεμβούργο) πρωτοπορεί στην προώθηση ευέλικτων εργασιακών σχέσεων, απολύσεων, δουλεμπορίου εργατών, φτώχειας κι ανεργίας.
Γεγονός είναι βέβαια ότι ο οπορτουνισμός της «Λίνκε» και του «ΚΕΑ» «βρίσκει και τα κάνει», καθώς είναι έκδηλη η αδυναμία του Γερμανικού ΚΚ να αντιπαρατεθεί συνολικά με αυτό το ρεύμα και προς το παρόν επιλέγει να συμπορεύεται.
Με αυτή την κατάσταση και με τις συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες να εγκλωβίζουν τους εργαζόμενους, σε ψευτοδιλήμματα για ...να βάλουν πλάτη για το ξεπέρασμα της κρίσης, είναι φανερό ότι καμία θετική προοπτική δεν μπορεί να φέρουν αυτές οι εκλογές. Η πολιτική ρήξης με τη στρατηγική του κεφαλαίου και ο φορέας της, είναι το μεγάλο ζητούμενο για την εργατική τάξη.
Χαρακτηριστικό της κατάντιας του εργατικού κινήματος είναι το πολύ φρέσκο ρεσιτάλ συμβιβασμού από το συνδικάτο «IG Metall» στη συγκεκριμένη περιοχή. Μόλις πριν δύο μήνες προχώρησε στην υπογραφή Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας με τους βιομήχανους στη μεταλλουργία και παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στη Βόρεια Ρηνανία - Βεστφαλία, που αφορά περισσότερους από 700.000 εργαζομένους. Αυτή η συμφωνία αποτελεί πρόκριμα και για τα μέτρα λιτότητας που έρχονται καθώς περιλαμβάνει περικοπές στις πραγματικές αποδοχές των εργαζομένων και σοβαρές υποχωρήσεις στα εργασιακά δικαιώματα. Θεωρείται δε, ότι θα γίνει ο «πιλότος» για να επιβληθούν ανάλογες συλλογικές συμβάσεις και σε άλλους εργασιακούς κλάδους.
Το αποτέλεσμα αυτού του μνημείου ταξικής συνεργασίας της «IG Metall» και της εργοδοσίας είναι μία σύμβαση που περιλαμβάνει τα εξής (ψίχουλα για τα δεδομένα της Γερμανίας): καλύπτει περίοδο 23 μηνών και στον πρώτο χρόνο εφαρμογής της προβλέπει μόνο την εφάπαξ προκαταβολή 320 ευρώ (για τους εξειδικευμένους εργάτες) ενώ οι εργαζόμενοι θα λαμβάνουν ένα επίδομα 27 ευρώ το μήνα. Από την πρώτη Απρίλη του 2011 προβλέπει αύξηση 2,7%, η οποία όμως αντιπροσωπεύει πραγματική αύξηση βάσει των ετήσιων αποδοχών κατά μέσο όρο της τάξης του 1,4% λόγω της αύξησης των τιμών, την τρέχουσα περίοδο μάλιστα οι τιμές δεν πρόκειται να μειωθούν φυσικά, αντιθέτως στην περίοδο που προβλέπει η σύμβαση με βεβαιότητα θα αυξηθούν. Ουσιαστικά λοιπόν, οι συμφωνημένες «αυξήσεις» αποτελούν περικοπή των πραγματικών εισοδημάτων των εργαζομένων. Αξίζει να σημειωθεί ότι η προηγούμενη Συλλογική Σύμβαση που και πάλι είχε υπογραφεί από την «IG Metall» και είχε προκαλέσει δυσφορία των εργαζομένων προέβλεπε σε περίοδο 18 μηνών δύο αυξήσεις, συνολικά 4,2%.
Εκτός όμως των μισθολογικών ζητημάτων η νέα συλλογική σύμβαση ανοίγει διάπλατα την πόρτα για την αποδοχή της «διευθέτησης του χρόνου εργασίας» για τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Η εργοδοσία έχει το δικαίωμα να προχωρεί εάν το κρίνει αναγκαίο στη μείωση του εβδομαδιαίου εργάσιμου χρόνου σε 28 ώρες για τις κατώτατες συμβάσεις, και οι εργαζόμενοι θα πληρώνονται για 29,5 ώρες, δηλαδή τετραήμερο! Το στραγγάλισμα αυτό των εργασιακών δικαιωμάτων η «IG Metall» απολύτως υποκριτικά το βάπτισε «εργασιακή ασφάλεια» και διασφάλιση των θέσεων εργασίας...
Φυσικά, αυτό το καθεστώς μερικής ανεργίας τείνει να επεκταθεί παντού σε όλη την Γερμανία και εξηγείται ότι οι εργοδότες, αντί να προχωρούν σε απολύσεις, περιορίζουν τις ημέρες απασχόλησης και τους μισθούς όχι μόνο σε εβδομαδιαία βάση αλλά και για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Για να πεισθούν οι εργαζόμενοι, η αστική τάξη στη Γερμανία επιστρατεύει και τη στατιστική της, όπου σύμφωνα με τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα το Φεβρουάριο από το Ινστιτούτο Ερευνας της Απασχόλησης (IAB) «το καθεστώς της μερικής ανεργίας επέτρεψε τη διάσωση 1,2 εκατομμυρίων θέσεων εργασίας στη Γερμανία κατά το 2009, ενώ το καθεστώς επιτρέπει στις εταιρείες να διατηρούν τους εργαζομένους τους όταν περιορίζεται η επιχειρηματική δραστηριότητα, με τις αμοιβές τους να πληρώνονται από το κράτος», δηλαδή από τα χρήματα των φορολογουμένων, δηλαδή των ίδιων των εργαζομένων!
Το σχήμα της μερικής ανεργίας ίσχυε και πριν από την κρίση, αλλά κατά τη διάρκειά της επεκτάθηκε για μεγαλύτερη «αποτελεσματικότητα», ενώ ουκ ολίγοι από τους μεγάλους ομίλους που είναι εισηγμένοι στο χρηματιστήριο και τα κέρδη τους είναι ιλιγγιώδη, προσέφυγαν στο καθεστώς της μερικής ανεργίας. Ανάμεσά τους η αυτοκινητοβιομηχανία «Daimler», οι σιδηρουργικές «Salzgitter» και «Thyssenkrupp» και η «Lufthansa».
Σε ό,τι αφορά πάντως αμιγώς τις εκλογές και τις προβλέψεις των δημοσκοπήσεων ο κυβερνητικός συνασπισμός της καγκελαρίου Αγκελα Μέρκελ, δύσκολα θα εξασφαλίσει την πλειοψηφία.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση από το ερευνητικό ινστιτούτο GMS για τον τηλεοπτικό σταθμό SAT-1, οι Χριστιανοδημοκράτες θα εξασφαλίσουν το 37% των ψήφων και οι σύμμαχοί τους, Φιλελεύθεροι Δημοκράτες, το 7%. Το αποτέλεσμα αυτό σημαίνει ότι το διαχειριστικό μπλοκ θα υπολείπεται από το άθροισμα των Σοσιαλδημοκρατών 33% και των Πρασίνων 12%. Η «Λίνκε» εμφανίζεται να παίρνει 6% με 7%. Μία πιθανή αποτυχία του συνασπισμού της Μέρκελ να παραμείνει στην εξουσία στη Βόρεια Ρηνανία - Βεστφαλία, θα μπορούσε να του στερήσει την πλειοψηφία στη Βουλή, κάτι που θα δημιουργήσει καινούρια πολιτικά δεδομένα. Στα ενδεχόμενα για την κυβέρνηση στο κρατίδιο συζητιέται επίσης η συμμαχία σοσιαλδημοκρατών - πρασίνων - «Λίνκε». Φυσικά, ό,τι και αν συμβεί, η κατάσταση για τα λαϊκά στρώματα δεν πρόκειται να αλλάξει αν δεν επιλέξουν τη ρήξη με τη συνολική στρατηγική του κεφαλαίου.