Ο Σένα δεν άκουσε και ο πάπας δεν είδε. Τι είναι όμως αυτό που ενοχλούσε τόσο πολύ τον ποντίφικα ώστε να διαβάσει, έστω και κατά λάθος, μια προσευχή ειδικά για την ταχύτητα;
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, αφήνοντας τον παναγιότατο στον βαθύ ύπνο του. Πρώτα απ' όλα, γιατί έτρεχε τόσο πολύ ο Σένα; Δεν είχε απολύτως καμία υλική ανάγκη. Είχε όσα δεν μπορούσε να φανταστεί. Τον παρακολούθησαν με θρησκευτική προσήλωση εκατομμύρια νέοι άνθρωποι σε όλον τον κόσμο και τα έβαζαν και αυτοί με τον προαιώνιο εχθρό του Σένα, αυτόν που εκείνος προσπαθούσε να κερδίσει, το Χρόνο. Υστερα από κάθε αγώνα που έβλεπαν οι νέοι, πού μετέφεραν αυτήν την εμπειρία; Μα, στις δικές τους τις πίστες, της καθημερινότητας. Αλλά για τους πιστούς αυτούς μία πίστα τους παραχωρείται για να τρέξουν, κι αυτό συμβαίνει μόνο όταν δοκιμάζεται η υγεία τους. Η μεγαλύτερη πίστα: το νοσοκομείο.
Με ενδιαφέρει ο Κουσνέρ και στην άνοδό του και στην πτώση του. Νέος, στα μέσα της δεκαετίας του '60, συμμετείχε σε ανθρωπιστικές αποστολές σε περιοχές πολεμικών συρράξεων, κατασκεύασε ένα πλωτό νοσοκομείο, το «Πλοίο για το Βιετνάμ», ίδρυσε και οργάνωσε τους «Γιατρούς Χωρίς Σύνορα», τρόμαξε μπροστά στην πραγματικότητα κάποια στιγμή, της υποκλίθηκε με το να αναλάβει υπουργός Υγείας, για να κλονιστεί αργότερα μέσα στο παιχνίδι της εξουσίας και με μεγάλη ταχύτητα να αρχίσει να μας περνάει απόρρητες αλήθειες, που διαφορετικά δε θα μαθαίναμε ποτέ. Στο βιβλίο του, «Η δικτατορία των γιατρών», λέει ότι επέλεξε τον τίτλο για να σκανδαλίσει και να προκαλέσει συζητήσεις:
«Ας με συγχωρέσουν οι συνάδελφοί μου: Εχω πλήρη επίγνωση. Ο κόσμος κλυδωνίζεται, το μέλλον μας ανησυχεί, η εργασία δεν είναι πλέον εξασφαλισμένη και ο κοινωνικός αποκλεισμός μας τρομοκρατεί». Κι εμείς, αναγνώστη, ας επηρεάσουμε άμεσα την κατάσταση γύρω από την υγεία μας, ας αλλάξουμε ταχύτητες. Μπορούμε.
«Βερόνα», οξυγραφία |
Λυκούργου Κογεβίνα (1887-1940), παρουσιάζει το Μορφωτικό Ιδρυμα της Εθνικής Τράπεζας στη Δημοτική Πινακοθήκη Κέρκυρας. Περιλαμβάνει σχέδια και χαλκογραφίες του Λ. Κογεβίνα, του καλλιτέχνη που, μαζί με τους επίσης Κερκυραίους Νεοέλληνες χαράκτες Μάρκο Ζαβιτσιάνο και Νίκο Βεντούρα, άνοιξε νέους ορίζοντες στον τομέα της χαρακτικής. Τα έργα του παραμένουν ως σήμερα πρότυπα χαρακτικής τέχνης και μοναδικές καταγραφές των αρχαιολογικών μνημείων και των εκκλησιών της Ελλάδας.
Ο Λ. Κογεβίνας γεννήθηκε στην Κέρκυρα τον Ιούνη του 1887. Παιδί πολυμελούς μεσοαστικής οικογένειας, με κλασική κερκυραϊκή ανατροφή, μόλις 16 χρόνων, έκανε φανερή την κλίση και το ταλέντο του στη ζωγραφική. Ετσι, φεύγει για τη Ρώμη για να μελετήσει από κοντά τα κλασικά έργα τέχνης της ιταλικής πρωτεύουσας, ενώ το φθινόπωρο του επόμενου χρόνου (1904) εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου φοίτησε στην Ακαδημία Ζουλιέν και στη Σχολή Καλών Τεχνών.
Το 1908 επιστρέφει στην Ελλάδα για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία και ένα χρόνο αργότερα κάνει την πρώτη του εμφάνιση στη ζωγραφική, συμμετέχοντας στην τέταρτη έκθεση της «Ομάδας Νέων» στο Ζάππειο. Παράλληλα δημοσιεύει δύο σχέδιά του στο περιοδικό «Παναθήναια». Ηταν τα έργα «Παραλία Λοκρίδος» και «Ποταμός της Κέρκυρας».
«Λαϊκή αγορά», 1938 |
Το 1914 πραγματοποιεί την πρώτη ατομική του έκθεση στον «Παρνασσό», όπου παρουσίασε θαλασσογραφίες, προσωπογραφίες, εικόνες από τον πόλεμο, απόψεις της Ακρόπολης κ.ά. Η έκθεση αυτή γνώρισε μεγάλη επιτυχία και περιλάμβανε μόνο ζωγραφικά έργα. Ενα χρόνο αργότερα, στην ίδια αίθουσα, παρουσιάζει, πρώτος στον ελληνικό χώρο, οξυγραφίες. Τα έργα αυτά έγιναν στα χρόνια 1914-1915. Το 1914 ο Λ. Κογεβίνας συνδέεται με τη «Συντροφιά των Εννέα», που μια από τις βασικές επιδιώξεις της ήταν η έκδοση του λογοτεχνικού περιοδικού «Κερκυραϊκή Ανθολογία». Μέλη της ομάδας ήταν οι: Κ. Θεοτόκης, Κ. Χατζόπουλος, Λ. Πορφύρας, Ειρ. Δενδρινού, Αν. Μουσούρης, Μ. Ζαβιτσιάνος, Ν. Λευθεριώτης, Π. Σταματόπουλος. Το 1916, εκθέτει έργα ζωγραφικής του στο Ζάππειο και τον ίδιο χρόνο πηγαίνει στη Σαντορίνη, όπου φιλοτεχνεί σκηνές του νησιού.
Το 1919 επιστρέφει στο Παρίσι. Επί έξι μήνες εργάζεται για το αντίγραφο του έργου του Ντελακρουά «Η σφαγή της Χίου», το οποίο βρίσκεται στο Ιστορικό και Εθνολογικό Μουσείο και το Σεπτέμβρη εκθέτει μαζί με τους Γαλάνη, Ζαβιτσιάνο, Παρθένη, Μαλέα κ.ά. σε γκαλερί στο Παρίσι. Μέχρι το 1933, που έμεινε στη γαλλική πρωτεύουσα, εκδίδει σειρά λευκωμάτων. Στο λεύκωμα με τα «Μοναστήρια του Αγίου Ορους» (1922) σχεδιάζει και αποδίδει με ευαισθησία το φως, συνθέτει με άνεση και στερεότητα, δίνοντας έργα καθαρά ιμπρεσιονιστικά, μιας ορισμένης λιτότητας και αυστηρότητας.
Το 1924 εκδίδεται το δεύτερο λεύκωμα με χαλκογραφίες και τίτλο «Αρχαία τοπία της Ελλάδας». Οπως και το προηγούμενο περιέχει δώδεκα πρωτότυπες οξυγραφίες. Ακολουθεί (1927) το λεύκωμα «Βυζαντινή και Φράγκικη Ελλάδα», με θέματα από το Μυστρά, τη Μονεμβασιά, την Καρύταινα κ.ά. Και στα δύο αυτά λευκώματα, η εργασία του μας δείχνει μια διάθεση περισσότερο λεπτολογική και λιγότερο υπαιθριστική. Το 1929 ο Λ. Κογεβίνας εκδίδει το βιβλίο «Κέρκυρα». Περιλαμβάνει 32 πρωτότυπες οξυγραφίες και 15 αναπαραγωγές παλαιών χαρτών και χαρακτικών.
Το 1933 ο καλλιτέχνης επιστρέφει οριστικά στην Ελλάδα και εκθέτει μαζί με τους Γαλάνη, Κεφαλληνό, Ζαβιτσιάνο και Θεοδωρόπουλο στην γκαλερί «Στούντιο», ενώ την ίδια χρονιά εικονογραφεί το βιβλίο του Δ. Καμπούρογλου «Αι Αθήναι που φεύγουν». Εως το 1939 δημοσιεύει μερικές χαλκογραφίες του στο περιοδικό «Νέα Εστία». Παράλληλα ετοιμάζει τα βιβλία «Η οικογένεια Μάρμορα» (1937) και «Καράβια του Αγώνος» (1938).
Το καλοκαίρι του 1939 η ήδη κλονισμένη υγεία του χειροτερεύει και ο Λ. Κογεβίνας αφήνει την τελευταία του πνοή το Σεπτέμβρη του 1940, σε ηλικία 53 χρόνων.