Αγρότης με το «όπλο» του στον ώμο, όπως τον απαθανάτισε ο Σπύρος Μελετζής |
«Σα φτάναμε στον αγρό, η μάνα μας έβαζε κάτω από τη λεύκα, στην άκρη του αύλακα, από τον οποίον ποτιζόταν το χωράφι και μετά χανόταν σβησμένη κάπου μέσα σε αυτό. Τη βλέπαμε μετά από ώρα, όταν ξαπόσταινε για να πιει μια γουλιά καφέ με τον πατέρα, και το μεσημέρι, όταν ετοίμαζε το "υπαίθριο τραπέζι".
Η λεύκα αποτελούσε για μας σύμβολο, ήταν το καταφύγιό μας, μέρος ενός ονείρου, ενταγμένη στο μικρόκοσμό μας. Κάτω από το δένδρο διαβάζαμε (βιβλία σχολικά, της επόμενης χρονιάς, από δεύτερο χέρι, για να προετοιμαστούμε για το σχολειό...), εκεί παίζαμε, εκεί κοιμόμασταν. Το νερό του αύλακα μας συντρόφευε στους παιδικούς μας περιπάτους, στις μυθοπλασίες μας, στις ιστορίες που σκαρώναμε για ήρωες, που τάχατες διάβηκαν το μεγάλο τούτο ποταμό...
Κι όταν η μέρα τέλειωνε κι άρχιζε να σκοτεινιάζει, κινούσαμε για το ταξίδι της επιστροφής, με τον κόπο της ημέρας φορτωμένο στο βαρύ όχημα της σιωπής. Κάναμε πριν μια στάση στο μαγαζί του έμπορα, του παραδίναμε τη σοδειά και κατόπιν, αποκαμωμένοι, φτάναμε στο σπίτι. Την επόμενη μέρα, κάναμε πάλι τα ίδια πράματα, με την ίδια αρχή, την ίδια μέση και τέλος, χωρίς ν' αλλάξουμε τίποτε από τη σειρά και το περιεχόμενο τους. Περνούσαν έτσι τα χρόνια, ώσπου έφτασε η στιγμή, έφηβος πια, να συμμετάσχω ενεργότερα σ' αυτή τη διαδικασία. Οι εποχές, όμως, άλλαζαν. Το κάρο αντικαταστάθηκε αρχικά από τρακτέρ και κατόπιν από αγροτικό αυτοκίνητο. Ο καρόδρομος διαπλατύνθηκε κι ασφαλτοστρώθηκε και έγινε μια μικρή λεωφόρος! Οι μετακινήσεις πια γινόταν γρήγορα, τα μέσα και τα υλικά καλλιέργειας έκαμαν ευκολότερη τη ζωή μας, τη ζωή του αγρότη. Κι εγώ, μπαίνοντας για τα καλά στον κύκλο αυτόν, αισθανόμουν ανετότερα σε σχέση με τη ζωή των γονιών μου.
Φυτεύοντας, σκυμμένοι πάνω από τη «μάνα γη». Κάποτε, στην Κατερίνη... |
Οσο όμως περνούσαν τα χρόνια, όλα τούτα άλλαζαν. Οι πράξεις και οι παλιές πρακτικές αποτελούσαν συνήθειες του παρελθόντος. Το στάγδην πότισμα και η τεχνητή βροχή υποκατέστησαν τον πρωτόγονο τρόπο ποτίσματος με τ' αυλάκια. Τα δολώματα και τα ξεβοτανίσματα έπαψαν να υφίστανται και πια γινόταν ραντίσματα με ισχυρά δηλητήρια. Τα οργανικά λιπάσματα υποκαταστάθηκαν από τα χημικά. Οι αναβαθμοί δεν απαιτούνταν, διότι νερό έφτανε πλέον και στα βουνά, και το στάγδην πότισμα (και των ελαιοδένδρων ακόμη, που έως πριν ήταν ξερικά) αποτελούσε "επαναστατικό" νεοτερισμό.
Ετσι, η ζωή μας έγινε ανετότερη, δε δουλεύαμε πια ολημερίς, δεν κουραζόμαστε όπως παλιά. Το γεγονός αυτό έκαμε ευκολότερη την αποσύνδεσή μου από τη ζωή στην ύπαιθρο, είχα λόγο - συνειδησιακό - για να δικαιολογήσω την εγκατάλειψή της, αφού πια δεν απολάμβανα εκείνο το όμορφο, το απλό και πρωτογενές των παιδικών μου χρόνων. Ως φοιτητής, άρχισα πια να ξεκόβω, διάβηκα άλλους ατραπούς.
Οταν «άνθιζε» η παραγωγή ροδάκινων στη Βέροια |
Εγώ, που έζησα (όσο έζησα), που κόπιασα (όσο κόπιασα) σ' αυτό το περιβάλλον, λέγω ότι η κατάληξή του δεν ήταν πράξη ορθή. Κάτι άλλο θα έπρεπε να είχε συμβεί...
Πριν καιρό αναζήτησα τη λεύκα κάτω από την οποία έζησα τις στιγμές των παιδικών μου χρόνων, που περιέγραψα. Δεν υπήρχε. Την έκοψαν διότι εμπόδιζε με τη σκιά της την καλλιέργεια του παρακείμενου αγρού! Αναζήτησα τον αύλακα, στον οποίο έρεε κάποτε άφθονο αφριστό νερό, ακόμη και το καλοκαίρι. Δεν υπήρχε. Ξεράθηκε και τον μπάζωσαν, αποτελώντας σήμερα ένα "όμορφο" αμπέλι!
Η λύπη για τις απώλειες αυτές γίνεται εντονότερη όταν διαπιστώνω ότι το αγροτικό τοπίο στο οποίο έζησα και το οποίο βίωσα - το αγνό, το ατόφιο - δεν υπάρχει πια. Είναι ένα τοπίο ξένο, παράταιρο για μένα. Ενα τοπίο στο οποίο κυριαρχούν οι μονοκαλλιέργειες, τ' αλατωμένα εδάφη και τα σύγνεφα των δηλητηρίων, που οι ψεκασμοί αφήνουν στον αέρα. Ενα τοπίο στο οποίο εισβάλλουν οι σύγχρονες κατοικίες, από το οποίο έχουν εξαφανισθεί τα φυσικά χωρίσματα των αγρών, οι παλιές πέτρινες αγροικίες, τα σκόρπια δένδρα και οι υδραύλακες. Ενα τοπίο από το οποίο χάθηκαν οι αλεπούδες, τα σπουργίτια, τα κοτσύφια, οι λαγοί, οι νεροφίδες, που η παρουσία τους για τον άνθρωπο της υπαίθρου ήταν αυτονόητη, εικόνα κοινή, προσιτή, οικεία. Ολα αυτά συνιστούσαν μια ζωή, μια πρωτογενή απλή ζωή, που σβήστηκε. Χάριν ευκολίας...
Σαρακατσάνα γνέθει το μαλλί στη ρόκα, μπροστά στο κονάκι της. Φωτογραφία του Σπύρου Μελετζή |
Σημ. Οι φωτογραφίες που δημοσιεύουμε είναι από το αρχείο του «Ριζοσπάστη».
Η υπόθεση: Ενα βράδυ, ο Ορφέας, ένας Ελληνας συγγραφέας που ζει για χρόνια στο Παρίσι, θα παρατήσει τη Remington στην έπαρσή της και θα κατέβει στο δρόμο. Θ' αναζητήσει το πορτοφόλι του. Θυμάται ότι το ξέχασε στο αδιάβροχό του, το οποίο βρίσκεται στο σάκο με τα άπλυτα. Και ο σάκος είναι στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του. Το φιατάκι του είναι παρκαρισμένο κοντά στο Λούβρο. Οταν κατεβαίνει κάτω και ανοίγει το πορτμπαγκάζ μένει άναυδος. Αντικρίζει μπροστά του ένα γυναικείο πτώμα. Τρεις Ελληνίδες αδελφές, μια ψυχαναλύτρια, μια ιερόδουλος και ένας αστυνομικός επιθεωρητής, είναι τα πρόσωπα που σχετίζονται με το φόνο και θα αναμιχθούν στην προσπάθεια διαλεύκανσής του. Με το νέο του μυθιστόρημα, ο Ροβήρος Μανθούλης, μας μεταφέρει στη νυχτερινή ατμόσφαιρα του Παρισιού, συνδυάζοντας την αστυνομική περιπέτεια και την ψυχανάλυση. Κυκλοφορεί στη σειρά «Λαβύρινθοι», της οποίας τη γενική ευθύνη έχει ο γνωστός συγγραφέας Φίλιππος Φιλίππου, από τις εκδόσεις «ΠΥΛΗ».
Η πυραμίδα του Λούβρου στο Παρίσι |
Ο θόλος του Genbaku, επίκεντρο της ατομικής βόμβας Α, το 1945, στη Χιροσίμα |
Θερμοπίδακας στις ΗΠΑ |
Το Ταζ Μαχάλ στην Ινδία |