Η έκθεση «ανοίγει» με κατασκευές φιλοτεχνημένες τη δεκαετία του '80. Μία σειρά από βαριά περίοπτα, απλές μεταλλικές φόρμες σε όρθια μορφή από βιομηχανικά υλικά του εμπορίου. Ακολουθούν έργα από την «εποχή της χαμένης ποίησης», όπως λέει χαρακτηριστικά ο δημιουργός. Είναι η περίοδος της «αιχμαλωσίας» και του προβληματισμού. Τα έργα αυτής της ενότητας αποτελούν ένα καυστικό σχόλιο στο οποίο πρωταγωνιστούν τα κλουβιά και οι αλυσίδες. Ο Μ. Πεταλάς καταθέτει και καταγγέλλει, με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο, τα όσα συμβαίνουν γύρω μας. «Μιλά» για την πικρή ειρωνεία της ζωής. Τον εγκλωβισμό του σύγχρονου ανθρώπου, σε τεχνητούς, «λαμπερούς» λαβύρινθους. Θύμα και ο ίδιος ο άνθρωπος μιας εποχής καταναλωτισμού, ιλουστρασιόν προτύπων και αποξένωσης, συνθλίβεται μέσα στους τοίχους μιας απάνθρωπης κοινωνίας. Στην ενότητα αυτή προστίθενται και τα έργα που αναφέρονται στη φύση: Το εγκλωβισμένο σε ένα γυάλινο νέφος έντομο, η σελήνη, που κρύβεται πίσω από τα κάγκελα...
Ευαίσθητος παλμογράφος των γεγονότων που συμβαίνουν γύρω μας, ο Μ. Πεταλάς αναφέρεται και στα εγκλήματα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Στις ωμές επεμβάσεις του σε γωνιές του πλανήτη, στη βία και τη στέρηση της ελευθερίας. Κλουβιά και αλυσίδες γίνονται τα σύμβολα του δημιουργού και σηματοδοτούν τα γεγονότα στο Ιράκ, στις φυλακές του Αμπού Γκράιμπ...
Ξεχωριστή, ιδιαίτερα σημαντική θέση, κατέχουν τα επιτοίχια. Εργα στα οποία ο δημιουργός χρησιμοποιεί - κυρίως - παλιά αντικείμενα ή στοιχεία τους. Πράγματα ταπεινά με τα σημάδια του χρόνου πάνω τους, τα οποία κουβαλούν το όνειρο του παρελθόντος και τη νοσταλγία.
Κυρίαρχο υλικό του γλύπτη το μέταλλο, ένα σκληρό και ατίθασο υλικό, που, όπως σημειώνει ο Μάνος Στεφανίδης, «στα έργα του Πεταλά παύει να είναι παγωμένο ή απωθητικό. Οι γεωμετρικές καθαρές μορφές μεταφέρουν κάτι από τη συγκίνηση των καθαρών σχημάτων, που όλοι ως αρχέτυπα διατηρούμε μέσα μας...». Η έκθεση θα κλείσει την εκθεσιακή περίοδο της γκαλερί (μέχρι μέσα Ιουνίου).
Σε πείσμα των καιρών και της εύκολης «χαρακτικής» δημιουργίας που προσφέρει η τεχνολογία της εποχής μας, η Α. Κομιανού δουλεύει παραδοσιακά. Η χαρακτική της, «ρωμαλέα και ευαίσθητη, διαυγής και υπαινικτική, γνήσια και αληθινή, εύγλωττη και πλήρης στην εκφραστική λακωνικότητά της, είναι η έκφραση του μέτρου και της ισορροπίας...». Φως και σκιά είναι οι λέξεις που σηματοδοτούν την εικαστική της διαδρομή.
Ο επίκουρος καθηγητής Θάνος Χρήστου χαρακτηρίζει, στον καλαίσθητο κατάλογο της έκθεσης, το έργο της Α. Κομιανού «ομιλητικό, σύγχρονο, μεστό περιεχομένου». «Δε χρειάζεται» καταλήγει «να εξαντληθεί σε περιγραφές, δεν έχει ανάγκη τον εντυπωσιασμό, δεν επικαλείται το αυτονόητο. Προχωρά με μια βασανιστική επιμονή στην αποκάλυψη της αλήθειας της μέσα από το δύσκολο δρόμο της συνεχούς αναζήτησης, της αδιάκοπης εργασίας, της επιτακτικής ανάγκης της να εκφραστεί. Και αυτή η γνήσια φωνή δικαιώνεται, δίχως άλλο, από το τελικό αποτέλεσμα, το πλήρες νοημάτων και έμφυτο εκφραστικής δύναμης».
Αδελφέ μου, πώς να εξηγήσεις στους Ακροδεξιούς, τι δώρα κουβαλάς μαζί σου. Από πού ν' αρχίσω: από την περίοδο της Δυναστείας των Αββασιδών (1ος αιώνας), όπου μεταφράστηκαν στα αραβικά πολλά ελληνικά έργα. Για τον πολιτισμό που έθεσε τα θεμέλια για την άλγεβρα και τριγωνομετρία. Για τις επιδόσεις του στην αστρονομία, για τους υπολογισμούς των ισημερινών σημείων, γιο το γεγονός ότι πρώτα οι Αραβες αναγνώρισαν το σφαιρικό σχήμα της Γης. Δεν μπορώ να μην αναφέρω τη μεγάλη σχολή ιατρικής στη Δαμασκό, όπου χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στη χειρουργική το αναισθητικό.
Απέναντι στην απάθεια της πολιτείας και με δεδομένο ότι το ερπετάριο των ακροδεξιών δε θ' αργήσει να παρουσιάσει την ατραξιόν της, ας προσπαθήσουμε πρώτα να συναντηθούμε μέσα από τον πυκνό λόγο της παράδοσής μας ακολουθώντας αυτό που περιέγραφε ο σούφι ποιητής σεΐχης Σαχαμπουντίν Σούχρα Βαρντί: «Ο σπόρος μας ρίχτηκε τον καιρό του Αδάμ, φύτρωσε τον καιρό του Nώε, βλάστησε τον καιρό του Αβραάμ, άρχισε να μεγαλώνει τον καιρό του Μωυσή και έδωσε άφθονο κρασί τον καιρό του Μωάμεθ».