Τότε πια φάνηκαν καλά. Ηταν δυο πιτσιρίκοι. Ο ένας έτρεχε εμπρός κι ο άλλος από πίσω κρατούσε μια γάτα ψόφια στα χέρια και 'τοιμαζόταν να την καταφέρει στο σβέρκο του. Τη μια φορά που δοκίμασε αστόχησε, και με τη φόρα που είχε, παραλίγο να πάρει από κάτω το κεφάλι του. Τη δεύτερη όμως το πέτυχε. Καθώς τίναξε με δύναμη τη γάτα, ξεκόλλησε απ' την ουρά το κορμί της και πετάχτηκε ίσα στο μάγουλο του πρώτου. Αυτό ήταν. Σταμάτησαν κι οι δυο τους και το 'βαλαν στα γέλια.
-- Α, χι, χι... σκουλήκι...
-- Πού;
-- Να, κάτω απ' τ' αυτί σου, χι, χι...
Αμέσως το παιδί που δέχτηκε στο κεφάλι τη γάτα, κόλλησε την παλάμη του στο μάγουλό του και παράσυρε με τ' αδύνατα δαχτυλάκια του ένα παχύ κίτρινο σκουλήκι. Το 'βαλε κάτω και το χτύπησε από πάνω με μια πέτρα χώνοντάς το στη γη.
-- Απ' τη γάτα, είπε, σκουλήκιασε... Μετά έδωσε μια σπρωξιά στο φίλο του και κυλίστηκαν στο γρασίδι.
Πέρα απ' την πόλη, ένας γέρος φάνηκε να έρχεται, βαστώντας στην πλάτη του ένα αγόρι. Ετρεχε σαλτοπηδώντας ξυπόλυτος στ' αγκάθια και χουρχούριζε.
-- Χαχοχό, χοχοχό...
Τ' αγόρι πλατάγιζε μια χλωρή βέργα, κι όπως ήταν θηλυκωμένο στο λαιμό του γέρου, την κατέβαζε συνέχεια σαν μανιασμένος καβαλάρης, όπου λάχει. Ο γέρος χουρχούριζε: χοχοχό, χοχοχό, χοχοχό. Καμιά φορά τον έτσουζε η βιτσιά κι άφηνε μια φωνή.
-- Αου, ματάκια μου...
Μα πάλι, σαν να φοβόταν μη χαλάσει το κέφι του παιδιού, ξακολουθούσε μες στ' αγκάθια: Χοχοχό, χοχοχό...
-- Τ' αγγόνι του Φιάκα, το βγάζει ο γερο-Γαρούφλος περίπατο, λέει το ένα παιδί απ' το μπαΐρι.
Ο γέρος έστριψε σ' ένα φράχτη και κρύφτηκε.
-- Κρύφτηκε! πετάχτηκε το ίδιο παιδί, πάμε;
-- Πού;
-- Να, τήρα, τσακίζεται!
-- Θ' ανέβεις εσύ κι εγώ θα φυλάω απέξω, λέει τ' άλλο παιδί κι έτρεξαν τα δυο μαζί σ' ένα περβόλι. Σε λιγάκι το πρώτο - εκείνο που πριν κρατούσε τη γάτα - σκαρφάλωνε στο φράχτη. Πάτησε στο δοκάρι που έζωνε τα σανίδια και μ' ένα τίναγμα βρέθηκε κρεμασμένο στο μπράτσο μιας κορομηλιάς.
Ο ήλιος, σε μια απ' τις ψηλότερες κορφές της Πίνδου, είχε ρίξει πια τις πρώτες του αχτίδες απ' την άλλη μπάντα και δεν έμενε παρά μια μικρή φέτα πορτοκαλιού. Κι όταν παρακολουθείς στην μπάση του το τελευταίο αυτό τόξο του ήλιου, νομίζεις πως πιο γρήγορα απ' τ' άλλο κομμάτι πέφτει απ' την κόχη του ορίζοντα. Να, τώρα γλίστρησε κι αυτό και βυθίστηκε. Ενας πυροβολισμός ακούστηκε και χάθηκε στον απέραντο κάμπο. Σαν να κόπηκε κι έπεσε ο ήλιος. Απ' τις τούφες των δέντρων μερικά σπουργίτια πρόγκησαν και πέταξαν φοβισμένα. Ο σκοπός που φύλαγε απόξω το 'σκάσε. Εγινε αυτοκίνητο, έγινε μπάλα που κύλαε στο μακρύ χωματόδρομο κι έφευγε ώσπου πνίγηκε μέσα στη σκόνη, κει γύρω ησυχία πάλι. Ερημιά. Και δε φαινόταν μήτε το παιδί που σκαρφάλωσε στ' όπωρο...
Σε δυο λεπτά, ο μικρός που είχε φύγει τρομαγμένος, φάνηκε να γυρίζει απ' το βάθος του δρόμου. Ερχόταν λαχανιασμένος και φώναξε:
-- Κατομμύρια! Κατομμύρια!...
Μα κανένας δεν απαντούσε. Εκοψε κατά το περιβόλι, ζύγωσε τρέχοντας καμπουριαστά στο φράχτη και κόλλησε τη μύτη του στα σανίδια.
-- Κατομμύρια, σήκω, σε χτύπησε; Σήκω, Κατομμύρια!...
Ανέβηκε στο φράχτη και δοκίμασε να πηδήσει μέσα. Μόλις, όμως, έκανε να τινάξει τα πόδια του, ένιωσε δυο χούφτες να του περισφίγγουν τους αστραγάλους. Αν ήταν ο Φιάκας; Οι χούφτες, σκληρές, σιδερένιες, τον τραβούσαν προς τα κάτω με τέτοια δύναμη που λίγο ακόμα και θα σκίζονταν οι παλάμες του στην άκρη απ' τα σανίδια. Κάποια στιγμή που τα πόδια του λευτερώθηκαν, γύρισε ελαφρά το κεφάλι του κι απ' τη γωνιά των ματιών του έριξε ένα βλέμμα κάτω. Κανένας. Πηδάει στα γρήγορα κι αρχίζει μ' όλη τη δύναμη του να τρέχει.
-- Ου, φοβητσιάρη, ου, λιγώθηκε κάποιος στα γέλια. Ηταν ο Κατομμύριας.
-- Ο Φιάκας με την καραμπίνα δε σε πήρε;
-- Μήπως ρίχνει καταπάνω σου; Μπαρούτι λεν βάζει μόνο μέσα...
-- Ναι, γι' αυτό τις προάλλες δε σκότωσε μια γίδα.
-- Τον κατάλαβα που μπήκε στον κήπο. Φράχτη, φράχτη τρύπωσα από μια σάπια σανίδα στη γωνιά και κρύφτηκα στο χαντάκι απ' όθε πήρα τη γάτα.
-- Κορόμηλα δεν έμασες;
-- Τούτα τα λίγα.
Ο Κατομμύριας γονάτισε κι έβγαλε απ' το σωκόρφι του κάτι πράσινα άγουρα κορόμηλα. Τ' άφησε πρώτα κάτω όλα κι ύστερα άρχισε:
-- Τρία εσύ, τρία εγώ, τρία εσύ...
Μια πεταλούδα φουρφούρισε στο σωρό. Ξεπλακωθήκανε τα φτερά της κι αναδεύτηκε σερνάμενη. Ο Κατομμύριας θέλησε να την πιάσει.
-- Μην την πειράζεις, είναι ψυχή, λέει τ' άλλο παιδί.
Η πεταλούδα τραμπαλίστηκε λιγάκι, ανοιγόκλεισε μια φορά τα πέταλά της και πέταξε στη φούντα από ένα ασφοδέλι.
-- Καλά λες, ψυχή θα 'ναι, συμφώνησε ο Κατομμύριας. Θα την άρπαξα καθώς μάζευα γρήγορα - γρήγορα τα κορόμηλα. Θα 'ναι η ψυχή από κανένα υπηρέτη του Φιάκα. Πριν πάρει, λεν, το γερο-Γαρούφλο, είχε κάποιον άλλον που έπεσε στο πηγάδι. Του απολύθηκε ο κουβάς γεμάτος απ' την κορφή και τον τράβηξε μέσα. Την άλλη μέρα τον βρήκαν με το κεφάλι στον πάτο.
-- Και ξέρεις; Λεν πως οι ψυχές γυρνάνε πάλι στα μέρη που ζήσαν μια φορά...
-- Γυρνάν, είδες τον Φιάκα πώς είναι; Σαν να του ρουφάνε το αίμα.
-- Τον άτιμο, πόσους υπηρέτες έχει στα χτήματα. Είναι πλουσιότερος απ' όλους εδώ μέσα λεν... Παράδες, χιλιάδες!
-- Χιλιάδες μονάχα; Κατομμύρια! Μεγαλύτερο είναι το κατομμύριο από τη χιλιάδα;
-- Τι, μια χιλιάδα είναι το κατομμύριο;
-- Σένα, αλήθεια γιατί σε λένε Κατομμύρια;
-- Σένα γιατί σε λένε Λάμπρη;
-- Γιατί με βάφτισε ο νονός!
-- Και μένα γιατί με βάφτισε ο κόσμος.
-- Ποιος είναι ανώτερος, ο νονός ή ο κόσμος;
-- Ο κόσμος.
Το 1933 πρωτοστατεί σε μια μαθητική απεργία, με αποτέλεσμα την αποβολή του από όλα τα γυμνάσια της χώρας. Η πρώτη αγωνιστική εμπειρία τον οδηγεί το 1934 στην ΟΚΝΕ και στην πρώτη μαχητική συγγραφική δημιουργία: Δημοσιεύει στο αθηναϊκό περιοδικό «Νέος Λενινιστής» το διήγημά του «Το αέρι του θανάτου». Από τότε και μέχρι το τέλος της ζωής του, η προσφορά του στους αγώνες και στα Γράμματα υπήρξε τεράστια.
Τα πιο γνωστά του έργα είναι η τριλογία «Οι ρίζες του ποταμού», «Οι κλούβες», «Το φλογισμένο βουνό», οι συλλογές διηγημάτων «Η χαραυγή», και «Το κορίτσι με το σαντούρι», «Τα γεράκια της Πίνδου», «Ανοιχτοί ουρανοί», το θεατρικό «Ανάψτε τα φώτα», το μυθιστόρημα «Ο κόσμος των ελπίδων», «Το ταξίδι της φιλίας», «Ο σημερινός κόσμος», «Η συμμορία των αθώων», και η συλλογή παιδικών διηγημάτων «Για ένα λουλούδι». Εχει βραβευτεί στην Ελλάδα και το εξωτερικό και πολλά από τα έργα του έχουν μεταφραστεί και περιληφθεί σε ξένες ανθολογίες.