Η υπόθεση της πρόβλεψης των σεισμών δεν είναι καινούρια. Θυμίζουμε την περίπτωση της Κίνας, το 1975 και το 1976, όταν επιστήμονες, εκμεταλλευόμενοι κάποια πρόδρομα φαινόμενα του σεισμού, εκκένωσαν δύο πόλεις τις οποίες στη συνέχεια χτύπησε ο Εγκέλαδος. Η ίδια ομάδα ερευνητών, όμως, δεν προέβλεψε το σεισμό του Ταγκσάν της Κίνας στις 27 Ιούλη 1976 στον οποίο έχασαν τη ζωή τους χιλιάδες άνθρωποι.
Σήμερα, πάντως, όλοι οι επιστήμονες φαίνεται να συμφωνούν στο γεγονός ότι δεν είναι δυνατή η ασφαλής πρόβλεψη σεισμού. Σχετικά με αυτό, για παράδειγμα, αναφέρουν πως η βασική δυσκολία έγκειται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει δυνατότητα άμεσης παρατήρησης του φαινομένου εκεί όπου γεννιέται (σε βάθη μέχρι 700 χλμ στο εσωτερικό της γης). Πόσο μάλλον, όταν δεν υπάρχει μια κοινά αποδεκτή επιστημονική θεωρία για τον τρόπο με τον οποίο δημιουργείται ένας σεισμός.
Η Ελλάδα είναι πράγματι η πιο σεισμογενής περιοχή της Ευρώπης και η 6η στον κόσμο. Το ενδεχόμενο ενός νέου σεισμού είναι βέβαιο. Οι επιστήμονες της χώρας σε ένα πράγμα συμφωνούν απόλυτα: Καμιά περιοχή του ελληνικού χώρου δεν μπορεί να θεωρηθεί «ασεισμική».
Αν κάτι, λοιπόν, μπορεί πράγματι να προσφέρει στον τόπο, αυτό είναι η άμεση εξάλειψη των φαινομένων - που δυστυχώς είναι πάρα πολλά - της επικινδυνότητας σχολείων, παιδικών σταθμών, δημόσιων κτιρίων, νοσοκομείων, εργοστασίων, χώρων όπου συγκεντρώνεται πολύς κόσμος και νεολαία. Και μέτρα αντιμετώπισης των όποιων συνεπειών, όπως ελεύθεροι χώροι, οργανωμένη εγκατάσταση σεισμοπλήκτων κλπ. Και για να γίνει αυτό, χρειάζεται το ίδιο το λαϊκό κίνημα να απαιτήσει και να διεκδικήσει ουσιαστική και πλήρη αντισεισμική θωράκιση.