Παρασκευή 9 Νοέμβρη 2018
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Στο σημερινό 4σέλιδο «Διεθνή και Οικονομία» μπορείτε να διαβάσετε:
  • «ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΕΣ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ» ΚΟΜΙΣΙΟΝ: Ισχνή ανάκαμψη με «παρακαταθήκη» τα αντιλαϊκά μέτρα
  • ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΤΗΣ ΕΕ ΓΙΑ ΤΑ ΠΛΑΣΤΙΚΑ: Νέα πεδία κερδοφορίας και ανταγωνισμός στην παγκόσμια αρένα των αγορών
  • ΓΕΡΜΑΝΙΑ: Η καθιέρωση του κατώτατου ωρομισθίου - φτώχειας ενίσχυσε τη μερική απασχόληση και τα λεγόμενα «mini jobs»
  • ΑΙΓΥΠΤΟΣ: Δάνεια για το κεφάλαιο, σκληρή λιτότητα για τους εργαζόμενους και τα φτωχά λαϊκά στρώματα
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ - «ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΕΣ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ 2018»
Ισχνή ανάκαμψη με μόνιμη παρακαταθήκη την αντιλαϊκή πολιτική

Copyright 2018 The Associated

«Η αβεβαιότητα και οι κίνδυνοι, τόσο εξωτερικοί όσο και εσωτερικοί, αυξάνονται και αρχίζουν να ανακόπτουν τον ρυθμό της οικονομικής δραστηριότητας. Δεν πρέπει να εφησυχάζουμε, αλλά αντίθετα να εντείνουμε τις προσπάθειές μας για να ενισχύσουμε την ανθεκτικότητα των οικονομιών μας».

Αυτό υπογράμμισε ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Β. Ντομπρόβσκις, στο πλαίσιο παρουσίασης της έκθεσης με τις «Φθινοπωρινές Προβλέψεις» για την περίοδο 2018 - 2020. Μάλιστα, ως ζήτημα στρατηγικής σημασίας αναδεικνύεται η «περαιτέρω ενίσχυση της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης», σε μια εξέλιξη που έρχεται να «δέσει» με την κλιμάκωση των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων στην Ευρωζώνη με στόχο τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών ομίλων. Επιπλέον, η Κομισιόν σημειώνει ότι σε «εθνικό επίπεδο» γίνεται «ακόμη πιο επιτακτική η ανάγκη να δημιουργηθούν δημοσιονομικά αποθέματα και να μειωθεί το χρέος», προκειμένου βέβαια να ενισχυθεί η ικανότητα των επιμέρους οικονομιών και συνολικά της ΕΕ στην προοπτική αντιμετώπισης μελλοντικών προκλήσεων ή και κλυδωνισμών, κι ενώ η πορεία της διεθνούς καπιταλιστικής οικονομίας προς μια νέα κρίση θεωρείται προδιαγεγραμμένη.

Αλλωστε, σε επίπεδο Ευρωζώνης και συνολικά στην ΕΕ η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επιβεβαιώνει τη σαφή και συνεχιζόμενη τάση επιβράδυνσης των ρυθμών του ΑΕΠ και για τα επόμενα χρόνια, με φόντο βέβαια τις «αβεβαιότητες» αλλά και τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς που εκδηλώνονται τόσο στο εσωτερικό της ΕΕ όσο και γενικότερα.

Η ελληνική οικονομία

Στο κεντρικό σενάριο, ο ρυθμός ανάκαμψης του ΑΕΠ στην ελληνική οικονομία αναμένεται μόλις σε 2% για το 2019 και μάλιστα σε επίπεδα χαμηλότερα σε σχέση με τις προηγούμενες «Εαρινές Προβλέψεις» (2,3%), ενώ επίσης στο 2% προβλέπεται και για το 2020. Σημειώνεται ότι οι προβλέψεις αυτές ενσωματώνουν τόσο τα αντιλαϊκά μέτρα που ήδη εφαρμόζονται, και βέβαια θα παραμείνουν ως μόνιμη παρακαταθήκη, όσο και αυτά που έχουν προνομοθετηθεί αναφορικά με την περαιτέρω κατακρεούργηση των συντάξεων και του αφορολόγητου ορίου.

Την ίδια ώρα, πίσω από τα στοιχεία και τις προβλέψεις που παραθέτει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προκύπτουν ανάγλυφα η αντιλαϊκή «κοπτοραπτική» και τα παζάρια αναφορικά με τις «πηγές» επίτευξης των στόχων για τα πλεονάσματα στους κρατικούς προϋπολογισμούς, όπως μέσω της καρατόμησης των συντάξεων ή άλλων κονδυλίων που αφορούν στην κάλυψη κοινωνικών αναγκών.

Οπως επισημαίνεται, «οιδιαπραγματεύσεις για τον προϋπολογισμό του 2019 βρίσκονται σε εξέλιξη και αναμένεται ότι το τελικό πακέτο μέτρων θα οδηγήσει σε ένα πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ για το 2019». Σε περίπτωση «αλλαγών» στο μείγμα της αντιλαϊκής πολιτικής, με έμφαση στο ζήτημα των συντάξεων, η ανάκαμψη θα μπορούσε να διαμορφωθεί στο 2,3% για το 2019, όπως και για το 2020.

«Το μέγεθος και ο σχεδιασμός του συμβιβαστικού πακέτου εξακολουθεί να βρίσκεται υπό συζήτηση και δεν έχει συμπεριληφθεί στην τρέχουσα αξιολόγηση», τονίζεται χαρακτηριστικά αναφορικά με τους τρόπους επίτευξης των πλεονασμάτων και των περικοπών.

Η αντιλαϊκή «κοπτοραπτική» έχει και συνέχεια, καθώς η πλευρά των ευρωπαϊκών «θεσμών» εκτιμά τα πλεονάσματα σε χαμηλότερο ύψος σε σχέση με αυτά που υπολογίζει η κυβέρνηση στο προσχέδιο προϋπολογισμού. Οπως προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία, η «διαφορά» μεταφράζεται σε περίπου 500 εκατ. ευρώ που βέβαια σε κάθε περίπτωση θα καλυφθούν σε βάρος των λαϊκών εισοδημάτων και αναγκών.

Στο «γόνιμο» έδαφος των αντιλαϊκών μέτρων

Σε κάθε περίπτωση η ιδιαίτερα αναιμική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας (μετά την κατρακύλα 26% της προηγούμενης περιόδου) έρχεται να πατήσει στο έδαφος των αντιλαϊκών μέτρων και των αναδιαρθρώσεων και βέβαια στην περαιτέρω ενίσχυσή τους τα επόμενα χρόνια.

Η Κομισιόν ξεκαθαρίζει ότι οι προβλέψεις της βασίζονται στη διατήρηση της δυναμικής των μεταρρυθμίσεων, στην αξιοπιστία και στη διαμόρφωση κατάλληλου επενδυτικού περιβάλλοντος. Σε αντίθετη περίπτωση, ελλοχεύουν κίνδυνοι για την ανάκαμψη και συγκεκριμένα από τυχόν αποκλίσεις της εφαρμοζόμενης πολιτικής.

Μάλιστα, ειδική αναφορά γίνεται σε δικαστικές αποφάσεις που «ενδεχομένως να ανατρέψουν εν μέρει προηγούμενες μεταρρυθμίσεις και να αυξήσουν τις δημοσιονομικές υποχρεώσεις», καθώς και σε «πρωτοβουλίες» που επηρεάζουν το μισθολογικό κόστος του Δημοσίου και ενδέχεται να ασκήσουν περαιτέρω δημοσιονομικές πιέσεις...

Θολώνει η ανάκαμψη στην ΕΕ

Την ίδια ώρα, σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει η Κομισιόν, η μεγέθυνση του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη έπιασε «ταβάνι» το 2017 με ρυθμό 2,4%, που αποτέλεσε και ρεκόρ της τελευταίας δεκαετίας.

Για το 2018 εκτιμάται στο 2,1% ενώ για το 2019 προβλέπεται σε 1,9% και για το 2020 σε 1,7%.

Οπως χαρακτηριστικά τονίζεται, «οι προβλέψεις χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό αβεβαιότητας και υπάρχουν πολλοί αλληλένδετοι κίνδυνοι δυσμενέστερων εξελίξεων. Η εκδήλωση οποιουδήποτε από αυτούς τους κινδύνους θα μπορούσε να ενισχύσει τους άλλους και να μεγιστοποιήσει τον αντίκτυπό τους».

Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται:

-- Η αύξηση της παγκόσμιας αβεβαιότητας, οι εντάσεις στο διεθνές εμπόριο και οι υψηλότερες τιμές του πετρελαίου θα έχουν αρνητικές συνέπειες για την οικονομική ανάπτυξη στην Ευρώπη.

-- Η «υπερθέρμανση» της αμερικανικής οικονομίας, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ταχύτερη από την αναμενόμενη αύξηση των επιτοκίων, γεγονός που θα είχε πολλές αρνητικές δευτερογενείς επιπτώσεις, πέραν των ΗΠΑ, ιδίως στις αναδυόμενες αγορές που είναι ευάλωτες σε αλλαγές των ροών κεφαλαίων και εκτεθειμένες σε χρέος εκφρασμένο σε δολάρια ΗΠΑ. Η κατάσταση αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει σε όξυνση των εντάσεων στις χρηματαγορές.

-- Η αναμενόμενη διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ θα μπορούσε να τροφοδοτήσει περαιτέρω εντάσεις στο εμπόριο με την Κίνα, με αποτέλεσμα «να αυξηθεί ο κίνδυνος άτακτης προσαρμογής στην Κίνα».

Σε ό,τι αφορά τις θέσεις απασχόλησης στην ΕΕ επισημαίνεται πως «θα πρέπει να συνεχίσουν να ευνοούνται από τη συνεχή ανάπτυξη και την υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων σε ορισμένα κράτη - μέλη».

Παράλληλα, η επίσημη ανεργία αναμένεται να εξακολουθήσει να μειώνεται, αλλά με βραδύτερο ρυθμό απ' ό,τι στο παρελθόν, καθώς «ενδεχομένως να επηρεαστεί αρνητικά από τις αυξανόμενες ελλείψεις εργατικού δυναμικού και την επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης».

Σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη σε οικονομίες κρατών της ΕΕ η Κομισιόν προβλέπει:

-- Γερμανία: 2019: 1,8%. 2020: 1,7%.

-- Γαλλία: 2019: 1,6%. 2020: 1,6%.

-- Ιταλία: 2019: 1,2%. 2020: 1,3%.

-- Βρετανία: 2019: 1,2%. 2020: 1,2%, με την παγιοποιημένη στις τελευταίες εκθέσεις επισήμανση ότι η πρόβλεψη «βασίζεται σε καθαρά τεχνική παραδοχή για διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης όσον αφορά τις εμπορικές σχέσεις μεταξύ της ΕΕ των 27 και του Ηνωμένου Βασιλείου».

Τέλος, στις ΗΠΑ αναμένονται ρυθμοί 2,6% το 2019 (από 2,9% φέτος) και με σημαντική περαιτέρω επιβράδυνση το 2020 στο 1,9%.


Α.Σ.

ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΤΗΣ ΕΕ ΓΙΑ ΤΑ ΠΛΑΣΤΙΚΑ
Νέα πεδία κερδοφορίας και ανταγωνισμός στην παγκόσμια αρένα των αγορών

Με πρόσχημα την «προστασία» του θαλάσσιου περιβάλλοντος η ΕΕ προωθεί μέτρα που υποτίθεται ότι στοχεύουν στον περιορισμό της χρήσης πλαστικών ενώ στην πραγματικότητα ετοιμάζει νέα «φιλοπεριβαλλοντικά» χαράτσια για τα λαϊκά στρώματα, στο όνομα της λεγόμενης «κυκλικής οικονομίας», η οποία ανοίγει νέους τομείς κερδοφορίας για το μεγάλο κεφάλαιο.

Πιο συγκεκριμένα, με το νέο νομοθετικό πλαίσιο για τον περιορισμό της χρήσης πλαστικού που υιοθετεί η ΕΕ, προωθείται η απαγόρευση χρήσης πλαστικών αντικειμένων μιας χρήσης, όπως πιάτα, μαχαιροπίρουνα, καλαμάκια, ξυλάκια μπαλονιών ή μπατονέτες, καθώς κρίνεται ότι σε αντικείμενα τέτοιου τύπου οφείλεται τουλάχιστον το 70% της θαλάσσιας ρύπανσης. Πλέον των παραπάνω προϊόντων το Ευρωκοινοβούλιο πρόσθεσε στον κατάλογο των πλαστικών που θα καταργηθούν από το 2021 κι έπειτα τις πολύ ελαφριές πλαστικές σακούλες, προϊόντα συσκευασίας γρήγορου φαγητού κ.ά.

Ακόμη, προβλέπει ότι τα κράτη - μέλη θα πρέπει να μειώσουν έως το 2025 την κατανάλωση ενώ θα εκπονήσουν τα δικά τους εθνικά σχέδια για την προώθηση προϊόντων κατάλληλων για πολλαπλή χρήση, καθώς και για επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση. Επίσης, άλλα πλαστικά, όπως οι φιάλες ποτών, θα πρέπει να συλλέγονται ξεχωριστά και να ανακυκλώνονται σε ποσοστό 90% μέχρι το 2025, ενώ θα ληφθούν και μέτρα μείωσης αποβλήτων από προϊόντα καπνού, όπως τα φίλτρα τσιγάρων που περιέχουν πλαστικό, αλλά και αλιευτικά εργαλεία που έχουν χαθεί ή εγκαταλειφθεί σε θάλασσες κι ακτές.

Νέα πεδία κερδοφορίας για το κεφάλαιο

Η παραπάνω νομοθετική πρωτοβουλία προβάλλεται ως προσπάθεια προστασίας του θαλάσσιου φυσικού περιβάλλοντος από τα πλαστικά απορρίμματα τα οποία - όπως αναφέρεται στη σχετική έκθεση που συνέταξε η Fr. Ries, ευρωβουλευτής του Βελγίου, από την ευρωομάδα των Φιλελευθέρων - σε ποσοστό 80% απορρίπτονται στις θάλασσες. Επίσης, σημειώνεται ότι το 70% όλων των ειδών απορριμμάτων που βρίσκονται στις θάλασσες, αρχίζουν να εντοπίζονται σε διάφορα θαλάσσια είδη, όπως θαλάσσιες χελώνες, φώκιες, φάλαινες και πουλιά, αλλά και σε ψάρια και οστρακοειδή και κατά συνέπεια περνούν και στην ανθρώπινη τροφική αλυσίδα.

Οι παραπάνω διαπιστώσεις που εν πολλοίς είναι γνωστές εδώ και χρόνια, όχι μόνο αποτελούν «μνημείο» υποκρισίας από τη μεριά της ΕΕ (είναι ενδεικτικό ότι για ένα ζήτημα που αφορά τη θαλάσσια ρύπανση δεν υπάρχει ούτε κουβέντα για το «νούμερο 1» παράγοντα ρύπανσης στις θάλασσες, το εφοπλιστικό κεφάλαιο), αλλά στην πραγματικότητα αξιοποιούνται για να ενισχύουν, όπως ανοιχτά ομολογείται από την αιτιολογική έκθεση (όπου γίνεται λόγος για «την ανάκτηση υλικών υψηλής αξίας και επαναχρησιμοποίησή τους ως πρώτη ύλη»), τους μονοπωλιακούς ομίλους που δραστηριοποιούνται στους τομείς της ανακύκλωσης και τους νέους ανερχόμενους οικονομικούς κλάδους στη χημική βιομηχανία και αλλού.

Επιπλέον, η περιβόητη πια σχέση «κόστους - οφέλους» στην ΕΕ των μονοπωλίων, που αποτελεί την κοινή βάση όλων των ευρωενωσιακών νομοθετικών πρωτοβουλιών, εμφανίζεται περίτρανα σε μια ακόμη περίπτωση. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στη σχετική έκθεση, «τα πλαστικά είναι εύχρηστα, προσαρμόσιμα, χρήσιμα και οικονομικής αξίας, αλλά χρειάζονται καλύτερη χρήση, επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση. Οταν τα πλαστικά μετατρέπονται σε απόβλητα, ο οικονομικός τους αντίκτυπος περιλαμβάνει όχι μόνο τη χαμένη οικονομική αξία του υλικού, αλλά και το κόστος καθαρισμού και τις απώλειες στον τουρισμό και την αλιεία».

Υπάρχουν όμως κι άλλα επιχειρήματα που προβάλλει η ΕΕ για την απαγόρευση χρήσης του πλαστικού, που δείχνουν τους πραγματικούς της στόχους. Μεταξύ άλλων επισημαίνει ότι με την εφαρμογή της νέας νομοθεσίας οι επιχειρήσεις θα αποκτήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, αφού η εφαρμογή ενιαίου συνόλου κανόνων σε ολόκληρη την αγορά της ΕΕ θα λειτουργήσει ως εφαλτήριο για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που θα «μπορέσουν να αναπτύξουν οικονομίες κλίμακας» και να είναι πιο ανταγωνιστικές στην παγκόσμια αγορά, όπου η ζήτηση για τα λεγόμενα «βιώσιμα προϊόντα» έχει εκτιναχθεί στα ύψη.

Μέσω της καθιέρωσης συστημάτων επαναχρησιμοποίησης (π.χ. συστημάτων εγγύησης και επιστροφής) οι επιχειρήσεις εξασφαλίζουν σταθερό εφοδιασμό σε υψηλής ποιότητας υλικά. Στόχος είναι να σταματήσει έτσι η ετήσια «απώλεια» 70 - 105 δισ. ευρώ, αφού με την κατάσταση που ισχύει σήμερα το 95% της αξίας των πλαστικών υλικών συσκευασίας δεν διατίθεται για επαναχρησιμοποίηση. Θα ενθαρρυνθεί η «βιώσιμη βιοοικονομία» η οποία, όπως λέγεται, μπορεί να συμβάλει στη μείωση της εξάρτησης της Ευρώπης από εισαγόμενες πρώτες ύλες και συγκεκριμένα από την Κίνα.

Η ικανότητα διαχείρισης της ρύπανσης και των αποβλήτων αποτελεί μέρος του πλαισίου εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, εξίσου μεγάλης γεωπολιτικής σημασίας, δεδομένου ότι μεγάλο μέρος των πλαστικών αποβλήτων στους ωκεανούς προέρχεται από χώρες της Ασίας και της Αφρικής. Συνδέεται έτσι άμεσα με την υπόθεση διείσδυσης των ευρωενωσιακών μονοπωλίων σε αυτές τις στρατηγικής σημασίας για την καπιταλιστική παραγωγή ηπείρους.

Εντονο παρασκήνιο ανταγωνισμών πίσω από την απόφαση

Οι αποφάσεις αυτές της ΕΕ μόνο άσχετες δεν είναι με την απαγόρευση εισαγωγής 24 τύπων πλαστικών αποβλήτων που επέβαλε η Κίνα οριστικά από τον περασμένο Γενάρη, απόφαση που πλήττει ιδιαίτερα τη Γερμανία, η οποία πουλά τεράστιες ποσότητες πλαστικών αποβλήτων κάθε χρόνο στην Κίνα.

Συνολικά η ΕΕ παρήγαγε το 2016, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης βιομηχανιών του χώρου, 60 εκατ. τόνους πλαστικών όταν η παγκόσμια παραγωγή ανήλθε στα 335 εκατ. τόνους. Στην ΕΕ ανήκει το 19% της παγκόσμιας παραγωγής έναντι 29% της Κίνας, 18% των χωρών της NAFTA (ΗΠΑ, Καναδάς, Μεξικό) και 21% των άλλων ασιατικών χωρών, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό διαμοιράζεται σε όλους τους άλλους παραγωγούς ανά τον κόσμο. Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις εμφανίζουν πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο στα πλαστικά ύψους περίπου 15 δισ. ευρώ, τόσο στα προϊόντα πρώτης παραγωγής όσο και σε αυτά που προέρχονται από ανακύκλωση. Ανω του 16% της συνολικής παραγωγής προωθήθηκε στην Κίνα το 2016 κι ακολουθούν οι αγορές της Τουρκίας με 14%, των ΗΠΑ με 12% και της Ρωσίας με 7%.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, εξάγεται μεγάλος όγκος πλαστικών αποβλήτων κάθε χρόνο (π.χ. για το 2016, 123 χώρες έστειλαν 14,1 εκατομμύρια τόνους πλαστικών αποβλήτων). Περίπου το μισό των συνολικών εξαγωγών των χρησιμοποιημένων πλαστικών της ΕΕ μεταφερόταν στην Κίνα και η ΕΕ ήταν ο μεγαλύτερος εξαγωγέας αποβλήτων.

Τα προηγούμενα χρόνια η κατάσταση αυτή ήταν πλήρως κερδοφόρα επιχείρηση και για την Κίνα, αφού χρησιμοποιούσε ή μεταπωλούσε τα ανακυκλωμένα πλαστικά απόβλητα, και σε πολλές περιπτώσεις τα εξήγαγε στην ΕΕ. Ωστόσο η αλματώδης ανάπτυξη που γνωρίζει η Κίνα έχει ως αποτέλεσμα να παράγει ολοένα και περισσότερα πλαστικά απόβλητα και ως εκ τούτου δεν εξαρτάται πια από τις εισαγωγές.

Ταυτόχρονα, υπάρχει εκτίναξη των κινεζικών πατεντών σχετικά με τις τεχνικές ανακύκλωσης γενικά και ειδικότερα της ανακύκλωσης πλαστικών αποβλήτων. Η αύξηση των κινεζικών εξαγωγών στην ΕΕ, που περιλάμβαναν και επιστροφή των αποβλήτων σε άλλες μορφές, άρχισε να προκαλεί δυσφορία στην Ενωση, γιατί εν τέλει την έπληττε οικονομικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2016, το 36% των επαναχρησιμοποιημένων πλαστικών που εξήχθησαν στην ΕΕ προήλθαν από την Κίνα, γεγονός που συντελεί στη στροφή της ΕΕ στη λεγόμενη «κυκλική οικονομία». Ετσι, τα ευρωπαϊκά μονοπώλια είναι αναγκασμένα να αναζητήσουν άλλες διεξόδους. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Γερμανού υπουργού Περιβάλλοντος ότι «η εξέλιξη με την πολιτική εισαγωγών της Κίνας μπορεί να θεωρηθεί ως ευκαιρία για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής και γερμανικής βιομηχανίας διαχείρισης αποβλήτων».

Είναι δεδομένο λοιπόν ότι σε αυτήν τη φάση η ΕΕ θέλει όχι απλώς να μη μείνει πίσω στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, αλλά να αποκτήσει ηγετικό ρόλο στην υπόθεση «πλαστικά απόβλητα», να αξιοποιήσει τον τομέα αυτό για ενίσχυση της κερδοφορίας των μονοπωλιακών ομίλων, ώστε έως το 2030 να περιορίσει στο ελάχιστο το πλαστικό που δεν ανακυκλώνεται και επαναχρησιμοποιείται. Δεδομένο είναι επίσης ότι αυτήν την στρατηγική θα την πληρώσουν οι λαοί, στους οποίους θα επιβληθούν νέοι φόροι για τη χρήση πλαστικών, όπως έγινε και με τις σακούλες. Ενδεικτική των προθέσεών τους είναι η δήλωση του Γκ. Ετινγκερ, επιτρόπου Ενέργειας της ΕΕ, που πρότεινε την επιβολή «μιας εισφοράς επί των πλαστικών προϊόντων», η οποία «θα μπορούσε να είναι ένας από τους τρόπους με τους οποίους οι Βρυξέλλες θα μπορούσαν να καλύψουν την τρύπα ύψους 13 δισ. ευρώ στον προϋπολογισμό που επιφέρει η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ».

Υποκρισία και νέα χαράτσια για τους λαούς

Η θέση του ΚΚΕ στα προτεινόμενα μέτρα, όπως εκφράστηκε από την Ευρωκοινοβουλευτική του Ομάδα κατά τη διάρκεια των σχετικών συζητήσεων και της ψηφοφορίας ήταν αρνητική, ενώ υπογραμμίστηκε ότι τόσο η πρόταση οδηγίας της Επιτροπής όσο και οι τροπολογίες του Ευρωκοινοβουλίου δεν επιδιώκουν την πραγματική αντιμετώπιση ενός υπαρκτού προβλήματος.

Συγκεκριμένα, οι ευρωβουλευτές του ΚΚΕ επισήμαναν ότι η πρόταση δεν υιοθετεί κανένα μέτρο γι' αυτό που υποτίθεται ότι είναι το κύριο μέλημά της, δηλαδή η αντιμετώπιση της θαλάσσιας ρύπανσης από τα πλοία, αφήνοντας εντελώς στο απυρόβλητο το εφοπλιστικό κεφάλαιο. Αντίθετα, υιοθετούνται μέτρα που πλήττουν πάλι τα νοικοκυριά, είτε με νέα χαράτσια για τη χρήση κάποιων πλαστικών είτε με την επιβολή κάποιων δαπανών στους κατασκευαστές για τη συλλογή άλλων πλαστικών, που οι τελευταίοι θα τις μετακυλίσουν εν τέλει στη λαϊκή κατανάλωση. Τονίστηκε ακόμη πως τα λαϊκά νοικοκυριά θα υποχρεώνονται να χρηματοδοτούν έμμεσα την έρευνα και την καινοτομία των επιχειρήσεων για εναλλακτικά υλικά, πιθανότατα με μεγαλύτερη τιμή από αυτή των σημερινών πλαστικών, δηλαδή σε τελευταία ανάλυση το νέο γύρο κερδοφορίας των ομίλων των σχετικών κλάδων.

Ο καπιταλιστικός δρόμος ανάπτυξης, σημειώνει στην τοποθέτησή της η Ευρωκοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ, δεν μπορεί ούτε θέλει να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που δημιουργεί, καταστρέφοντας το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία, ενώ και τα όποια αποσπασματικά μέτρα παίρνει έχουν ως κριτήριο τη μονοπωλιακή κερδοφορία, με αντίστοιχη επιβάρυνση των εργατικών - λαϊκών στρωμάτων, μία ακόμη ζωντανή απόδειξη για την αναγκαιότητα της κατάργησης και αντικατάστασης του εκμεταλλευτικού αυτού συστήματος, από την εργατική - λαϊκή εξουσία και οικονομία.


Φ. Κ.

ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Στρατιές φτωχών και «ευέλικτων» εργαζομένων

Η καθιέρωση του κατώτατου ωρομισθίου - φτώχειας ενίσχυσε τη μερική απασχόληση και τα «mini jobs»

Εκατομμύρια εργαζόμενοι και συνταξιούχοι εξαρτώνται από τα προνοιακά επιδόματα για να ζήσουν
Εκατομμύρια εργαζόμενοι και συνταξιούχοι εξαρτώνται από τα προνοιακά επιδόματα για να ζήσουν
Η πρόσφατη απόφαση της γερμανικής κυβέρνησης, για συμβολική αύξηση του κατώτατου ωρομισθίου κατά ...35 λεπτά την ώρα, προβλήθηκε από ορισμένα ΜΜΕ (και στην Ελλάδα) ως μια θετική εξέλιξη στην ισχυρότερη καπιταλιστική οικονομία της Ευρώπης: «Οι πραγματικοί μισθοί στη Γερμανία αυξάνονται», «επιπλέον χρήματα στις τσέπες των καταναλωτών», «μαζί με την υψηλή απασχόληση στηρίζονται οι δαπάνες των νοικοκυριών», έγραφαν φιλοκυβερνητικά και «αντιπολιτευόμενα» ΜΜΕ, που όλα ακολουθούν μία κοινή γραμμή, από όποια κυβέρνηση κι αν εφαρμόζεται αυτή: Υποστηρίζουν τα αντεργατικά μέτρα για τη μείωση του εργασιακού «κόστους», τη λαϊκή φορολεηλασία κ.ά., που θα φέρουν επενδύσεις και ανάπτυξη και τότε ίσως δοθούν ορισμένα ψίχουλα (π.χ. συμβολική αύξηση του υποκατώτατου μισθού) στους εργαζόμενους.

Ωστόσο, η πραγματικότητα στην «ατμομηχανή της Ευρώπης» - πόσο μάλλον στην Ελλάδα - τους διαψεύδει πανηγυρικά. Τα επίσημα στοιχεία στη Γερμανία, με τα τεράστια πλεονάσματα σε προϋπολογισμό και εμπορικό ισοζύγιο, με σημαντικό ρυθμό ανάπτυξης για τα δεδομένα της Ευρωζώνης, με πρωτοπορία στην καινοτομία και επενδύσεις σε όλο τον κόσμο, δείχνουν ακριβώς ότι η ανάπτυξη αυτή βασίζεται στην ολοένα μεγαλύτερη εκμετάλλευση και (νόμιμη) ληστεία των εργαζομένων, των οποίων η ζωή χειροτερεύει. Τα επίσημα στοιχεία στη Γερμανία δείχνουν πως το ποσοστό απασχόλησης αυξάνει, η ανεργία πέφτει (5%) και παράλληλα αυξάνουν οι φτωχοί εργαζόμενοι και συνταξιούχοι. Το ζήτημα, επομένως, δεν είναι μόνο οι «επενδύσεις», η καπιταλιστική «ανάπτυξη», οι «θέσεις εργασίας», αλλά κυρίως οι σχέσεις εργασίας, οι μισθοί, τα εργατικά δικαιώματα, τα ωράρια κ.λπ.

Στα μέτρα του εργοδότη

Το κατώτατο ωρομίσθιο - και όχι ο κατώτατος μισθός - καθιερώθηκε στη Γερμανία το 2015 ως ένα μέτρο που υποτίθεται ότι θα σταματούσε την «πίεση» των μισθών προς τα κάτω. Το υπουργικό συμβούλιο αποφάσισε στα τέλη Οκτώβρη την αύξησή του από 8,84 ευρώ μεικτά στα 9,19 ευρώ μεικτά/ώρα από το 2019 και στα 9,35 ευρώ μεικτά/ώρα από το 2020. Οχι μόνο εξαιρούνται από το κατώτατο ωρομίσθιο μεγάλα τμήματα εργαζομένων (π.χ. οι κάτω των 18 ετών, οι «πρακτικάριοι», οι μαθητευόμενοι, οι μακροχρόνια άνεργοι κατά τους πρώτους έξι μήνες σε μια δουλειά κ.ά.), αλλά επιπλέον αυτό δεν εφαρμόζεται από όλους τους εργοδότες. Πέρυσι τον Απρίλη, μόλις 1,4 εκατ. εργαζόμενοι αμείφθηκαν με βάση το κατώτατο ωρομίσθιο, ενώ περίπου 800.000 αμείφθηκαν με ακόμη λιγότερα, παρότι πληρούσαν τις προϋποθέσεις (Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία).

Επιπλέον το κατώτατο ωρομίσθιο μεταφράζεται σε αμοιβές πείνας για τα δεδομένα της Γερμανίας, σύμφωνα με το κόστος ζωής της χώρας. Για τους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης (όσοι εργάζονται πάνω από 20 ώρες τη βδομάδα), το μηνιαίο εισόδημά του είναι πολύ λιγότερο από τον μέσο μισθό στη Γερμανία (περίπου στο μισό) και ενδέχεται να ξεπερνά λίγο το όριο της φτώχειας (περίπου 1.000 ευρώ καθαρά το μήνα). Φυσικά, οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης δεν καταφέρνουν να φτάσουν ούτε αυτό το όριο της φτώχειας. Πολύ συνειδητά η κυβέρνηση του «μεγάλου συνασπισμού» (Χριστιανοδημοκράτες - Σοσιαλδημοκράτες) δεν νομοθέτησε κατώτατο μισθό, καθώς το ωρομίσθιο προσαρμόζεται πολύ πιο εύκολα στις ανάγκες των επιχειρηματικών ομίλων. Ετσι, πολλοί εργοδότες προσαρμόστηκαν στο κατώτατο ωρομίσθιο μειώνοντας τις ώρες εργασίας των υπαλλήλων τους και μεγαλώνοντας την εντατικοποίηση της δουλειάς τους.

Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να γίνει αντιληπτή και η «ανέξοδη» πρόταση των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) και του σοσιαλδημοκρατικού μορφώματος «Η Αριστερά» για αύξηση του κατώτατου ωρομισθίου στα 12 ευρώ, που όχι μόνο γίνεται εκ του ασφαλούς, αλλά εξασφαλίζει ένα επίπεδο ζωής λίγο πάνω από τα όρια της φτώχειας και μόνο σε όσους εργάζονται με πλήρη απασχόληση (40 ώρες τη βδομάδα).

7,6 εκατ. εργαζόμενοι με «mini jobs»

Στοιχεία του γερμανικού υπουργείου Εργασίας, που βγήκαν στη δημοσιότητα την περασμένη βδομάδα («Rheinische Post»), δείχνουν πως η καθιέρωση του κατώτατου ωρομισθίου - και η όποια αύξησή του - «καταπίνεται» από τον «πλούτο» ελαστικών εργασιακών σχέσεων που προσφέρονται στους γερμανικούς επιχειρηματικούς ομίλους, αλλά και από τη μείωση των ωρών εργασίας λόγω και της αυξανόμενης παραγωγικότητας της εργασίας (εξέλιξη της τεχνολογίας και επιστήμης).

Ενδεικτικά, πάνω από 1 στους 5 εργαζόμενους (23%) στη Γερμανία εργάζεται με «mini job». Τα «mini jobs» είναι μερική, αποσπασματική, ιδιαίτερα κακοπληρωμένη απασχόληση και το μηνιαίο εισόδημα αυτών των εργαζομένων δεν μπορεί να ξεπερνά τα 450 ευρώ. Ακόμη, ισχύουν μειωμένες εργοδοτικές εισφορές και ο εργαζόμενος έχει περιορισμένη ασφαλιστική κάλυψη. Ετσι, χιλιάδες εργοδότες επέλεξαν είτε να κάνουν νέες προσλήψεις με «mini jobs», είτε να μετατρέψουν τους απασχολούμενούς τους σε «mini jobbers». Τον περασμένο Μάρτη, οι εργαζόμενοι με «mini job» ανήλθαν στα 7,6 εκατ. από τους συνολικά 32,7 εκατ. ιδιωτικούς υπαλλήλους, δηλαδή αυξήθηκαν κατά 50.000 από πέρσι και κατά 35% σε σχέση με 15 χρόνια πριν.

Επίσης, τα στοιχεία δείχνουν πως η καθιέρωση του κατώτατου ωρομισθίου συνέβαλε στην αύξηση των «mini jobs»: Από το 2015 μέχρι φέτος, ο αριθμός των εργαζομένων «mini jobbers» αυξήθηκε κατά 140.000.

Ενα άλλο στοιχείο που δείχνει την κατρακύλα μισθών και συντάξεων στη Γερμανία είναι ότι το 8,5% των εργαζομένων (περίπου 2,8 εκατ.) έχουν ένα «mini job» ως δεύτερη δουλειά, παράλληλα με την «κανονική» τους. Ο αριθμός αυτός αυξήθηκε φέτος κατά 1 εκατ. σε σχέση με πριν από 10 χρόνια.

Ιδιαίτερα ...«ελκυστική» είναι αυτή η μορφή απασχόλησης για τους χαμηλοσυνταξιούχους, που δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα μόνο με τη σύνταξή τους. Τον περασμένο Μάρτη, περίπου 1 εκατ. συνταξιούχοι είχαν ένα «mini job», δηλαδή οι διπλάσιοι σε σχέση με το 2003. Μόνο τα τελευταία έξι χρόνια, ο αριθμός των «mini jobbers» συνταξιούχων αυξήθηκε κατά 27%.

Ενδιαφέρον, όμως, παρουσιάζουν τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας και για το μορφωτικό επίπεδο των εργαζομένων με «mini job», οι οποίοι παρουσιάζονται συχνά ως «ανειδίκευτοι», χωρίς «αντικείμενο»: Πάνω από τους μισούς (51%) έχει κατάρτιση και αναγνωρισμένα επαγγελματικά προσόντα, ενώ ένα 7,5% κατέχει ακαδημαϊκό πτυχίο.

Οι εργαζόμενοι «mini jobbers» δεν μπορούν να ζήσουν με το μισθό φτώχειας και γι' αυτό λαμβάνουν ταυτόχρονα τα διαβόητα κρατικά προνοιακά επιδόματα («Χαρτζ 4»). Το κράτος, δηλαδή, επιχορηγεί με χρήματα από τον κρατικό προϋπολογισμό το «δικαίωμα» των εργοδοτών να εξοικονομούν εργασιακό «κόστος» μέσω τέτοιων άθλιων εργασιακών σχέσεων.

Οι σύγχρονοι φτωχοί εργαζόμενοι

Περίπου 3,7 εκατ. εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης είναι χαμηλόμισθοι στη Γερμανία, δηλαδή αμείβονται με μισθό κάτω από 2.000 ευρώ το μήνα μεικτά (γύρω στα 1.600 ευρώ καθαρά). Αυτό σημαίνει ότι μετά την αποπληρωμή των πάγιων εξόδων (νοίκι, ρεύμα, λογαριασμοί, μετακίνηση, τρόφιμα κ.λπ.), τους μένουν ελάχιστα ή και καθόλου χρήματα για να ζήσουν. Αυτοί αντιστοιχούν στο 17,7% του συνόλου των ιδιωτικών υπαλλήλων με πλήρη απασχόληση, όπως προκύπτει από επίσημα κυβερνητικά στοιχεία που δόθηκαν στη Βουλή τον περασμένο Απρίλη και αναφέρονται στα τέλη του 2016. Αν συνυπολογιστούν και οι εκατομμύρια με μερική απασχόληση, συμβάσεις ορισμένου χρόνου, εργολαβικοί, «mini jobs», «μπλοκάκια» κ.λπ., τότε ο αριθμός των χαμηλόμισθων εκτοξεύεται.

Ο όρος «φτωχός εργαζόμενος» στη Γερμανία είναι τόσο διαδεδομένος, που ακόμη και ο εργοδοτικός - κυβερνητικός συνδικαλισμός της χώρας αναγνωρίζει την έκταση του προβλήματος. «Η Γερμανία είναι μια πλούσια χώρα, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Αλλά η Γερμανία είναι επίσης μια κοινωνικά διαιρεμένη χώρα: Σε αυτή την πλούσια χώρα, οι φτωχοί εργαζόμενοι είναι πραγματικότητα - είναι άνθρωποι που εργάζονται 40 με 50 ώρες τη βδομάδα αλλά δεν μπορούν να ζήσουν», δηλώνει στο «Εuronews» ο Ντιρκ Χίρσελ, οικονομολόγος στο συνδικάτο ver.di.

Αυτή η κατάσταση αφορά κυρίως εργαζόμενους στις κατασκευές, τα ξενοδοχεία και την εστίαση, το λιανικό εμπόριο και τον τομέα των υπηρεσιών, αλλά και εργαζόμενους με πανεπιστημιακές σπουδές.

Για να γίνουν αντιληπτά τα μεγέθη των μισθών σε σχέση με το κόστος ζωής στη Γερμανία, παραθέτουμε πρόσφατα στοιχεία μελέτης (Κοινωνικός Σύνδεσμος «Γερμανία» - SoVD) για τις μεγάλες αυξήσεις των ενοικίων τα τελευταία χρόνια: «Η πληρωμή ενοικίου κάνει πάνω από 1 εκατ. νοικοκυριά στις πόλεις τόσο φτωχά, ώστε το εισόδημά τους είναι κάτω από το όριο του "Hartz IV" ("Χαρτζ 4")», αναφέρεται.

Η μελέτη δείχνει πως τα «χαμηλόμισθα» νοικοκυριά επιβαρύνονται σε μεγάλο βαθμό από το ενοίκιο, ζουν σε μικρά διαμερίσματα και σε επισφαλείς συνθήκες. Τα μισά από τα γερμανικά νοικοκυριά που νοικιάζουν σπίτι, δαπανούν τουλάχιστον το 30% του μηνιαίου (καθαρού) εισοδήματός τους στο ενοίκιο του σπιτιού (χωρίς να περιλαμβάνεται η θέρμανση). Οι χαμηλόμισθοι, δηλαδή όσοι έχουν μηνιαίο καθαρό εισόδημα έως 1.300 ευρώ, δαπανούν το 46% αυτού στο ενοίκιο.


Ε. Μ.

ΑΙΓΥΠΤΟΣ
Δάνεια για το κεφάλαιο, οδυνηρές θυσίες για το λαό

Θέση περιφερειακού ενεργειακού κόμβου στην Ανατολική Μεσόγειο επιδιώκει να εξασφαλίσει για την αστική τάξη της Αιγύπτου ο Πρόεδρος Σίσι, μεταξύ άλλων και με σχήματα συνεργασίας όπως η τριμερής με τις κυβερνήσεις Ελλάδας και Κύπρου

INTIME NEWS

Θέση περιφερειακού ενεργειακού κόμβου στην Ανατολική Μεσόγειο επιδιώκει να εξασφαλίσει για την αστική τάξη της Αιγύπτου ο Πρόεδρος Σίσι, μεταξύ άλλων και με σχήματα συνεργασίας όπως η τριμερής με τις κυβερνήσεις Ελλάδας και Κύπρου
Σημαντικές εξελίξεις στο φόντο του αυξημένου ανταγωνισμού των μονοπωλίων Ενέργειας στην Ανατολική Μεσόγειο διαδραματίζονται το τελευταίο διάστημα στην Αίγυπτο. Η αστική τάξη της χώρας και τα ντόπια και ξένα μονοπώλια οραματίζονται την Αίγυπτο ως περιφερειακό κόμβο παραγωγής και μεταφοράς Ενέργειας προς τις αγορές της Ευρώπης, της Ανατολικής Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, επιδιώκοντας να εκμεταλλευτούν στο έπακρο τη νευραλγική γεωπολιτική θέση της χώρας, τον μεγάλο ορυκτό της πλούτο και το τεράστιο και νεανικό εργατικό δυναμικό, που αποτελεί την πλειοψηφία στον πληθυσμό της Αιγύπτου των 96 εκατομμυρίων ανθρώπων.

Για να υλοποιηθούν οι μεσοπρόθεσμοι σχεδιασμοί του μεγάλου κεφαλαίου, απαιτούνται σειρά διαρθρωτικών «μεταρρυθμίσεων» σε σημαντικούς τομείς της οικονομίας και τεράστια έργα υποδομών, ιδιαίτερα στον τομέα της παραγωγής Ενέργειας, καθώς η χώρα εμπλέκεται στα δαιδαλώδη μονοπάτια αγωγών μεταφοράς και διανομής Ενέργειας από τη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου. Απαιτείται παράλληλα ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, που ματώνει καθημερινά προκειμένου να αποδώσουν καρπούς τα «χρυσοφόρα» συμβόλαια της αστικής τάξης και τα μεγαλεπήβολα σχέδια του Αιγύπτιου Προέδρου, Αμπντέλ Φατάχ Σίσι.

Περιφερειακοί στρατηγικοί ενεργειακοί σχεδιασμοί

Μέσα στα σχεδόν πέντε χρόνια από την άνοδο του στρατάρχη Σίσι στην κυβερνητική εξουσία, η αστική τάξη της Αιγύπτου διαβλέπει πιο καθαρά - για πρώτη φορά μετά την καταρράκωση της παραγωγής Ενέργειας και της τουριστικής βιομηχανίας εξαιτίας των ενδοαστικών συγκρούσεων του 2011 (της λεγόμενης «Αραβικής Ανοιξης») - νέες δυνατότητες για αύξηση της κερδοφορίας και τις επόμενες δεκαετίες. Ο Σίσι εντείνει στρατηγικές συμμαχίες στην Ανατολική Μεσόγειο, συσφίγγοντας τις σχέσεις με Ισραήλ, Ελλάδα και Κύπρο αλλά και πλούσιες μοναρχίες του Κόλπου, με πρώτη τη Σαουδική Αραβία, και με τη στήριξη των Αμερικανών ιμπεριαλιστών και όχι μόνο. Είναι άλλωστε γνωστό ότι τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Γαλλία θέλουν να «πατήσουν» ακόμα πιο γερά «πόδι» στην περιοχή, και εκφράζουν την διάθεση να μπουν στην τριμερή Κύπρου - Ελλάδας - Ισραήλ, κυρίως για να χρησιμοποιήσουν την Κύπρο.

Στο πλαίσιο των σχεδιασμών της αιγυπτιακής αστικής τάξης, η κυβέρνηση Σίσι ψήφισε τον περασμένο Αύγουστο νέο νόμο για την παραγωγή φυσικού αερίου, που ανοίγει το δρόμο εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων της χώρας σε «ιδιώτες επενδυτές», μέσω της θέσπισης Ρυθμιστικής Αρχής που θα επιβλέπει το άνοιγμα της αγοράς και θα εκπληρώσει τους στόχους του Καΐρου για ρόλο περιφερειακού ενεργειακού κόμβου. Η κυβερνητική στρατηγική προβλέπει τη δημιουργία μαρίνων και χώρων αποθήκευσης φυσικού αερίου, τη δημιουργία νέων - πέρα από τα δύο ήδη υπάρχοντα - εργοστασίων μετατροπής φυσικού αερίου σε LNG (υγροποιημένο φυσικό αέριο) και εκτενών συστημάτων αγωγών. Προβλέπει επίσης την «εναρμόνιση» της ενεργειακής πολιτικής της Αιγύπτου με εκείνη της ΕΕ, καθώς βασικός στόχος είναι οι αγορές της Ευρώπης. Η επιλογή της Αιγύπτου να δώσει για αξιοποίηση μεγάλα υποθαλάσσια κοιτάσματα φυσικού αερίου, με πρώτο το γιγαντιαίο κοίτασμα Ζορ, που το έχει αναλάβει το ιταλικό μονοπώλιο ενέργειας «Εni», και να διερευνήσει τη συμμετοχή της στον αγωγό «EastMed» μεταξύ Κύπρου - Ελλάδας - Ισραήλ, έχει ανοίξει για τα καλά την «όρεξη» μονοπωλίων Ενέργειας και κατασκευής υποδομών. Κι αυτό γιατί μεταξύ άλλων βλέπουν στο «κατώφλι» της «Γηραιάς Ηπείρου» να δημιουργείται σημαντικός κόμβος παραγωγής και μεταφοράς φυσικού αερίου από την εκμετάλλευση υποθαλάσσιων κοιτασμάτων στις ΑΟΖ Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ, Αιγύπτου, Λιβάνου, Ιορδανίας και μελλοντικά ίσως ακόμα και ανοιχτά της ΑΟΖ των παλαιστινιακών εδαφών στη Λωρίδα της Γάζας.

Μπροστά σε αυτούς τους σχεδιασμούς, αναλυτές της αμερικανικής «Wall Street Journal» σχολίαζαν προ διμήνου ότι η κυβέρνηση Σίσι «ακολουθεί μία μη συμβατική προσέγγιση προκειμένου να γίνει ο επόμενος μεγάλος εξαγωγέας Ενέργειας στη Μέση Ανατολή». Σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στις 25/8/18, με τίτλο «Οι Αιγύπτιοι πληρώνουν το όραμα της Αιγύπτου για Ενεργειακή Ανεξαρτησία», οι αναλυτές της «Wall Street Journal» επισημαίνουν: «Εταιρείες όπως οι Royal Dutch Shell PLC, BP PLC, ENI SpA, έχουν επενδύσει δισεκατομμύρια δολάρια στην Αίγυπτο τα τελευταία χρόνια. Η Αίγυπτος ελπίζει να γίνει εξαγωγέας φυσικού αερίου ως το τέλος του 2018 και τελικά κόμβος φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο, κάνοντας εισαγωγές από το Ισραήλ και την Κύπρο και μετά εξάγοντάς το ξανά στην Ευρώπη και αλλού. Την προοπτική αυτή ο κύριος Σίσι την αποκαλεί όνειρο». Τονίζεται έτσι ότι τα μεγάλα χρέη της Αιγύπτου στις πετρελαϊκές εταιρείες, τα τεράστια ελλείμματα στον κρατικό προϋπολογισμό και οι όροι δανεισμού από το ΔΝΤ «την ανάγκασαν να δημιουργήσει ένα κρατικό μοντέλο πετρελαιοπαραγωγού χώρας, στην οποία οι πολίτες πληρώνουν ακριβά τους λογαριασμούς Ενέργειας, ενώ ανακοινώνονται σημαντικές ανακαλύψεις νέων κοιτασμάτων».

Ο λαός δηλαδή πληρώνει το «μάρμαρο» και την ίδια ώρα δίνονται φοροαπαλλαγές και προνομιακοί όροι στα μονοπώλια Ενέργειας. Συγκεκριμένα, να μπορούν να πωλούν με υψηλότερο τίμημα στην Αίγυπτο το πετρέλαιο ή το φυσικό αέριο που παράγουν και παράλληλα να παίρνουν σημαντικό μερίδιο και από την παραγωγή υδρογονανθράκων, υπό τον όρο ότι θα επωμιστούν κάποιο μέρος από το κόστος της παραγωγής και της συντήρησης των υποδομών Ενέργειας. Το ιταλικό μονοπώλιο «Εni», που εκμεταλλεύεται το κοίτασμα Ζορ, το 2015 συμφώνησε να πουλάει στην κυβέρνηση στα 4 - 5,88 δολάρια ανά μονάδα φυσικού αερίου, αντί 2,65 δολαρίων που προέβλεπε προηγούμενη συμφωνία. «Είναι σαν να αγοράζει η κυβέρνηση τα προϊόντα τους ακριβότερα, για να αρχίσουν να παράγουν περισσότερο και να κάνουν τα στραβά μάτια σε όσα τους χρωστά το αιγυπτιακό κράτος», παρατηρούσε ο Καρίμ Εζάτ, αναλυτής θεμάτων Ενέργειας στην αιγυπτιακή επενδυτική εταιρεία «Pharos Holding».

Ματωμένη για το λαό η καπιταλιστική ανάπτυξη

Διόλου τυχαία, η άνοδος του Σίσι στην εξουσία συνοδεύτηκε με αύξηση του δανεισμού της Αιγύπτου από θεσμούς του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που επέβαλαν σκληρά αντιλαϊκά μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής ανατρέποντας δικαιώματα δεκαετιών, σε βάρος κυρίως των φτωχότερων λαϊκών στρωμάτων.

Το 2015 ήρθε το πρώτο δάνειο 3 δισ. δολαρίων από την Παγκόσμια Τράπεζα, που συμπληρώθηκε στην πορεία το 2017 με ένα ακόμη δισ. «για τόνωση των ιδιωτικών επενδύσεων».

Το Νοέμβρη του 2016 ακολούθησε δάνειο ύψους 12 δισ. δολαρίων από το ΔΝΤ για τη σταθεροποίηση της αιγυπτιακής οικονομίας. Η τελευταία δοκιμαζόταν από τεράστια δημόσια χρέη, την καταρράκωση της τουριστικής βιομηχανίας μετά την κατάρριψη ρωσικού τζετ στο Σαρμ Ελ Σέικ και τη δράση των τζιχαντιστών του «Ισλαμικού Κράτους» στη χερσόνησο του Σινά, τη σημαντική έλλειψη ξένου συναλλάγματος και τις ελλείψεις σε υποδομές, κυρίως στον τομέα της Ενέργειας. Η έγκριση για την πιο πρόσφατη δόση του δανείου του ΔΝΤ, ύψους περίπου 2 δισ. δολαρίων, δόθηκε αρχές Νοέμβρη, υπό τα εγκωμιαστικά σχόλια ανώτερων αξιωματούχων του Οργανισμού, οι οποίοι επικρότησαν την κυβέρνηση Σίσι για τις «γενναίες αποφάσεις» και τα «σημαντικά αποτελέσματα» που επέφεραν τα σκληρά μέτρα «δημοσιονομικής προσαρμογής», όπως η αντικατάσταση του πολύ χαμηλότερου φόρου επί των πωλήσεων με θέσπιση ΦΠΑ, η επιβολή φόρου Ακίνητης Περιουσίας, η κατάργηση ή άγρια μείωση κρατικών επιδοτήσεων σε λαϊκά νοικοκυριά και δημόσιες εταιρείες (π.χ. εταιρεία ηλεκτρισμού).

Τα στελέχη του ΔΝΤ εξήραν την «αποτελεσματικότητα» των μέτρων της αιγυπτιακής κυβέρνησης, λέγοντας πως «αποδίδουν» και «σταθεροποιούν» την οικονομία. Εφεραν μάλιστα ως απόδειξη την αύξηση της ανάπτυξης, που μέχρι το τέλος του 2018 προβλέπεται στο 5,3%, με δυνατότητα να φτάσει το 2019 στο 5,5% και στο 6% το 2020 (από 4,2% το 2017). Ανέφεραν ακόμη τη μείωση του πληθωρισμού, που από 33% πέρυσι, φέτος δείχνει κάτω από το 20% και τη μείωση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού, από 13,7% που ήταν το 2012 στο 4,4% φέτος.

Για να αποδώσουν όμως τα δημοσιονομικά μέτρα, μάτωσε και ματώνει οδυνηρά ο αιγυπτιακός λαός. Μέσα στα τελευταία τρία χρόνια, ο μέσος Αιγύπτιος είδε τα εισοδήματά του να εξανεμίζονται από τον υψηλό πληθωρισμό, τη σημαντική υποτίμηση της αιγυπτιακής λίρας (έχασε πάνω από το 50% της αξίας της έναντι ευρώ και δολαρίου από το 2016), τους λογαριασμούς βενζίνης να αυξάνονται κατά 78%, τους λογαριασμούς υγραερίου να εκτινάσσονται κατά 175%, τους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος να διπλασιάζονται. Στο όνομα του «εξορθολογισμού» των κρατικών δαπανών, κόπηκαν «μαχαίρι» κρατικές επιδοτήσεις που ίσχυαν από τις δεκαετίες του '60 σε καύσιμα, ηλεκτρικό ρεύμα, συγκοινωνίες και επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα. Αντίθετα, διατηρήθηκαν ή αυξήθηκαν κατά περίπτωση κρατικές επιδοτήσεις που αφορούσαν την αγορά τροφίμων για τα πολύ φτωχά λαϊκά στρώματα, ώστε να αποτραπεί ο ξεσηκωμός τους ενάντια σε ακόμα μεγαλύτερη εξαθλίωση.

Είναι σαφές ότι όσο ο πλούτος παραμένει στα χέρια των καπιταλιστών, οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα της Αιγύπτου δεν πρόκειται να δουν «άσπρη μέρα». Απαραίτητη προϋπόθεση γι' αυτό είναι να ανέβουν η ταξική συνειδητοποίηση και οι αγώνες που θα αντιπαλεύουν τη στρατηγική του κεφαλαίου και θα θέτουν τις βάσεις για την ανατροπή της εξουσίας του.


Δ. ΟΡΦ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ