Τρίτη 7 Μάρτη 2017
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Για την ιδεολογικοπολιτική μας παρέμβαση

Εχοντας ξεκάθαρο ότι η αύξηση της επιρροής του ΚΚΕ στο λαό θα είναι αποτέλεσμα της ανάπτυξης του ταξικά προσανατολισμένου εργατικού - συνδικαλιστικού κινήματος με στόχο τη ρήξη και την ανατροπή, θέλοντας να συμβάλω στον προσυνεδριακό διάλογο θα σταθώ στα εξής:

Η μη συμμετοχή των εργαζομένων στα σωματεία, στους αγώνες, στις απεργίες και στις διαδηλώσεις, η υψηλή αποχή που καταγράφηκε στις τελευταίες εκλογές, έπληξε κι εμάς, αναδεικνύει μια πολιτική στάση αποστροφής μεν στο πολιτικό σύστημα, η οποία όμως δεν αποτελεί καν ενεργητική, θετική καταδίκη του ίδιου του συστήματος.

Εξακολουθούν δηλαδή οι εργαζόμενοι να εντοπίζουν τις αιτίες των προβλημάτων στις «κακές» πολιτικές διαχείρισης του συστήματος (ρεμούλες, μίζες, ρουσφέτια κ.λπ.) και όχι στο ίδιο το σύστημα.

Σε δύο ζητήματα, σύντροφοι, νομίζω, θα πρέπει να εστιάσουμε στην αναζήτηση της στάσης αυτής ως προς την προσέγγιση των εργαζομένων προς τις δικές μας απόψεις, τα οποία είναι αλληλένδετα μεταξύ τους:

1. Στην υποχώρηση - οπισθοδρόμηση των αγωνιστικών διαθέσεων των εργατικών - λαϊκών μαζών, η οποία είναι εντελώς αναντίστοιχη με τα προβλήματα και τις ανάγκες. Χρειάζεται ως εκ τούτου άμεση ανασυγκρότηση σε όλα τα επίπεδα. Σίγουρα δεν είναι ούτε εύκολο, ούτε απλό, αλλά δεν υπάρχει άλλος δρόμος, δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Απαιτείται η ανάκαμψη του εργατικού κινήματος, ενός κινήματος το οποίο δεν θα περιορίζεται μόνο να παλεύει με όρους οικονομικού αμυντισμού, αλλά θα παλεύει για την αλλαγή του τρόπου παραγωγής και ανάπτυξης της οικονομίας της χώρας και

2. Στις ανατροπές που έγιναν στις χώρες στις οποίες έγινε η πρώτη απόπειρα να οικοδομηθεί ο Σοσιαλισμός. Οι ανατροπές αυτές δυστυχώς θα συνεχίσουν να βαραίνουν και στο άμεσο μέλλον μετά τη στροφή προς τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής τα τελευταία χρόνια, της Κίνας, του Βιετνάμ και πιο πρόσφατα της Κούβας.

Εχοντας ως δεδομένες και τις πιο πάνω δυσκολίες, πρέπει να είναι πρώτιστο μέλημά μας η προπαγάνδα του Προγράμματος του Κόμματος, γιατί η ενίσχυση του ΚΚΕ εξαρτάται από το κατά πόσο πείθεται ο λαός μέσα από τους αγώνες στο ότι μπορούν να εφαρμοστούν αυτά που λέει στο Πρόγραμμά του.

Στη συνείδηση του λαού έχει, δυστυχώς, επικρατήσει η έννοια της κατάρρευσης και όχι της ανατροπής, ότι δηλαδή η εφαρμογή ενός δίκαιου συστήματος όπως ο Σοσιαλισμός απέτυχε. Πρέπει σε αυτή την κατεύθυνση να αξιοποιηθούν και τα ντοκουμέντα του 18ου Συνεδρίου, τα οποία είναι σε άμεση και διαλεκτική σχέση με τα ντοκουμέντα του 19ου Συνεδρίου.

Χρειάζεται, όπως δείχνει η πείρα, περισσότερη και πιο εξειδικευμένη εκλαΐκευση ως προς τα πρακτικά μέτρα που θα πάρει η νέα εργατική εξουσία. Αυτή την εκλαΐκευση καλείται να επεξεργαστεί, κατά τη γνώμη μου, μεταξύ άλλων, το Κόμμα στο 20ό Συνέδριό του.

Για ένα τμήμα του λαού, στις δεδομένες συνθήκες της κρίσης και της οπισθοχώρησης, αυτά που λέμε θεωρούνται ανέφικτα, ανεδαφικά, δεν γίνονται ούτε στη Δευτέρα Παρουσία. Για ένα τμήμα όμως του λαού, διόλου ευκαταφρόνητο, μεταξύ άλλων και ενός τμήματος που στήριξε τον ΣΥΡΙΖΑ και απογοητεύτηκε, θεωρώ ότι έχουν γίνει βήματα στη συνείδησή του. Δεν σε ρωτάνε μόνο αν μπορούν να εφαρμοστούν αυτά που λέμε, αλλά πώς θα εφαρμοστούν πρακτικά και όχι γενικά και αόριστα.

Αυτό προκύπτει από τα ερωτήματα που τίθενται σε συσκέψεις, συζητήσεις, εκδηλώσεις, εξορμήσεις, στις τελευταίες εκλογές και τα οποία ενδεικτικά είναι τα εξής:

Αν βγούμε, με μια κυβέρνηση Λαϊκής Εξουσίας από την ΕΕ, πού θα πάμε; Προς τα πού θα συγκλίνουμε με τον ήδη υπάρχοντα αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων; Κατά πόσο είναι εφικτό να βγούμε από το ΝΑΤΟ; Τι συνέπειες θα είχε αυτή η κίνηση που εμπεριέχει και πιθανή επέμβαση της λυκοσυμμαχίας προκειμένου να πνίξει τη νέα εξουσία στο αίμα; Η εγκαθίδρυση της Λαϊκής Εξουσίας προϋποθέτει νέο εμφύλιο πόλεμο; Πόσο είναι εφικτή η εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της χώρας από τη Λαϊκή Εξουσία, μιας και υπάρχουν συγκεκριμένοι μονοπωλιακοί όμιλοι που τον καρπώνονται; Πώς θα εξάγουμε και σε ποιους, αφού με τον υπάρχοντα αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων θα επακολουθήσει εμπάργκο; κ.λπ.

Σε αυτά τα ζητήματα, σύντροφοι, παρά τα θετικά βήματα που κάναμε το προηγούμενο χρονικό διάστημα, δυσκολεύεται η πλειοψηφία των μικρομεσαίων στελεχών μας, των μελών μας και των οπαδών μας πειστικά να απαντήσει, να εκλαϊκεύσει, να πείσει.

Δεν φτάνει μόνο το κλισέ που κατά κανόνα λέμε: «μονομερής διαγραφή του χρέους, έξοδο από ΕΕ και από το ΝΑΤΟ με Λαϊκή Εξουσία, λαϊκή οικονομία».

Πρέπει να εκλαϊκεύσουμε περισσότερο την πρότασή μας σε συνάρτηση με την άνοδο του ταξικά προσανατολισμένου εργατικού - λαϊκού κινήματος, να αναδείξουμε ότι είμαστε κόμμα εξουσίας, αλλιώς θα εξακολουθεί να υφίσταται και να κερδίζει περισσότερο έδαφος η άποψη ότι το ΚΚΕ είναι καλό μονάχα για αντιπολίτευση, δεν θέλει να κυβερνήσει.

Ιδιαίτερα πρέπει να προβληθούν μέτρα άμεσης ανακούφισης των λαϊκών στρωμάτων και της αναγκαιότητας ανάπτυξης κινήματος για τη διεκδίκηση αυτών. Πρέπει αυτή η πάλη να δένεται με την προοπτική της λαϊκής εξουσίας, να αναδεικνύουμε ταυτόχρονα την αναγκαιότητα ανατροπής του συστήματος, διότι καμία κατάκτηση δεν μπορεί να είναι σταθερή, μόνιμη και δεδομένη στον καπιταλισμό.

Πρέπει, επίσης, να ξεκαθαριστούν μερικά ζητήματα που διαμορφώνουν τη στάση του λαού απέναντι στο ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα. Π.χ. σύγχυση για τις αιτίες της κρίσης: κακή διαχείριση, διαφθορά κ.λπ., καθώς και κάλπικες αντιθέσεις του τύπου ο «κακός» δημόσιος τομέας - ο «καλός» ιδιωτικός τομέας, ενοχοποίηση της μόνιμης και σταθερής σχέσης εργασίας, η αποδοχή του βασικού δόγματος να επενδύσει το κεφάλαιο, για να προκόψει ο εργαζόμενος κ.λπ.

Αυτή είναι η κατάσταση και οι δυσκολίες που συνεπάγονται, σε συνθήκες ύφεσης των εργατικών - λαϊκών αγώνων, χειραγώγησης της εργατικής - λαϊκής συνείδησης από την αστική ιδεολογία και αρνητικού διεθνούς συσχετισμού δύναμης.

Υπάρχουν δυσκολίες στο να σπάσει η στατική θεώρηση και να αναδειχθεί η δυναμική των εξελίξεων που απαντά σε πολλά από τα παραπάνω σχετικά με τη στάση και δράση του κινήματος σε άλλες χώρες απέναντι στην επαναστατική αλλαγή σε μια χώρα. Είναι αξιόλογες οι προσπάθειες που κάνει το Κόμμα σε αυτή την κατεύθυνση με τις διεθνείς συναντήσεις των ΚΚ, τη Διεθνή Κομμουνιστική Επιθεώρηση, την Κομμουνιστική Πρωτοβουλία στην Ευρώπη.

Στις διαχειριστικές αντιλήψεις που κυριαρχούν και σε μέρος της δικής μας ακόμη επιρροής και με όσες δυσκολίες σημαίνει αυτό για την κατανόηση της πολιτικής του ΚΚΕ, να αντιτάξουμε ένα ισχυρό, μαζικό, ταξικό πόλο, με ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με το κίνημα και το λαό και τις επεξεργασίες του ΚΚΕ. Πιστεύω ακράδαντα ότι μπορούμε να συνεχίσουμε τη διαδικασία επανάκαμψης με σκληρή δουλειά «για να γενούνε τα σκοτάδια λάμψη» όπως έλεγε ο ποιητής.


Γρηγόρης Τημπλαλέξης
Μέλος ΤΕ Περιστερίου

Για τη δουλειά μας στους σπουδαστές

Καταρχάς να δηλώσω τη συμφωνία μου με τις Θέσεις του 20ού Συνεδρίου του Κόμματός μας. Φωτίζουν με επάρκεια πλευρές και γεγονότα του τελευταίου διαστήματος και χρειάζονται μελέτη και δημιουργική σκέψη, από τις Τομεακές Οργανώσεις έως το πρώτο στελεχικό δυναμικό. Να συμβάλουμε ώστε να αναπτυχθεί επαναστατικός ενθουσιασμός στα μέλη των ΟΒ, για τις δυνατότητες που υπάρχουν αλλά και για το όμορφο καθήκον που έχουμε κληθεί να φέρουμε εις πέρας. Να συμβάλει ο καθένας μας από το δικό του μετερίζι στον εμπλουτισμό των θέσεων. Ετσι, και εμείς θα βγούμε από την προσυνεδριακή διαδικασία πιο ενισχυμένοι, αλλά και το Κόμμα θα γίνει αυτό που λέμε «Κόμμα παντός καιρού», κόμμα ικανό να δρα με αποτελεσματικότητα κάτω από όλες τις συνθήκες.

Οπως έχουμε εκτιμήσει, οι φοιτητές - σπουδαστές δεν αποτελούν ξεχωριστή τάξη ή στρώμα, αλλά κοινωνική ομάδα. Το σπουδαστικό κίνημα δεν μπορεί να έχει ξεχωριστούς στόχους πάλης και να λειτουργεί αυτοτελώς, παρά μόνο σε συνδυασμό με το εργατικό κίνημα, υιοθετώντας τη δική του γραμμή πάλης, συνειδητοποιώντας ότι αποτελεί την αυριανή βάρδια της εργατικής τάξης. Το ΜΑΣ αποτελεί συσπείρωση φοιτητικών - σπουδαστικών συλλόγων, συνδικαλιστών σπουδαστών σε αυτήν την κατεύθυνση.

Σωστά λοιπόν βάζουμε στο σπουδαστικό κίνημα διεκδικήσεις όπως σίτιση και στέγαση για όλους, διεκδικούμε καλύτερες συνθήκες σπουδών, το πτυχίο να αποτελεί τη μοναδική προϋπόθεση για εργασία, γιατί ως τώρα απασχολούσαν πολύ αυτά τα ζητήματα. Σήμερα, παρατηρείται η τάση όλο και περισσότεροι σπουδαστές να δουλεύουν από το 1ο έτος, και σε εμάς έρχεται το «θέλω να τελειώνω το συντομότερο να βρω μια δουλειά» και το αντιμετωπίζουμε ως αντίληψη που πρέπει να «σπάσουμε». Είναι λογικό όμως να μην τον ενδιαφέρει αν έχει 40 άτομα στο εργαστήριό του, αλλά το ότι μετά θα φύγει τρέχοντας για δουλειά, καθώς και το τι έχει να αντιμετωπίσει εκεί. Οταν στρέφουμε την κουβέντα στις συνθήκες εργασίας του, στους όρους κ.λπ., η κουβέντα ζωντανεύει και ενδιαφέρεται να μας ακούσει, μιας και πατάμε στα ζητήματα που τον απασχολούν.

Στις Θέσεις λέμε χαρακτηριστικά: «Η δουλειά προοπτικής στην εργατική τάξη, στην ανασύνταξη του εργατικού κινήματος, απαιτεί να συγκεντρώσουμε περισσότερες δυνάμεις αλλά και προσπάθειες στην επαγγελματική εκπαίδευση και τη μαθητεία, με επίκεντρο το τμήμα, την ειδικότητα και τη στοχευμένη προσπάθεια για διαμόρφωση αγωνιστικών διαθέσεων, για αγωνιστική διαπαιδαγώγηση των νέων, για δέσιμό τους με το συνδικαλιστικό κίνημα».

  • Η «δουλειά προοπτικής» είναι να ενισχύονται τα ψηφοδέλτια της ΠΚΣ και όταν ο σπουδαστής βγαίνει στην πρακτική ή γενικότερα μόλις πιάνει δουλειά να χάνουμε επαφή;
  • Η «αγωνιστική διαπαιδαγώγηση» είναι να έρθουν οι σπουδαστές στην κινητοποίηση για το εργαστήριο και στην απεργία το πρωί να μην κάνουν μάθημα, αλλά το απόγευμα να πάνε για δουλειά;
  • Το «δέσιμο με το συνδικαλιστικό κίνημα» είναι να τους γράφουμε στο σωματείο και να πηγαίνουν μόνο για τις εκλογές;

Η απάντηση είναι σίγουρα όχι, αλλά αυτά τα ερωτήματα μπαίνουν προς σκέψη όχι μόνο για το πώς παρεμβαίνουμε στον κόσμο μας, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι σύντροφοι που δουλεύουν ή κάνουν πρακτική. Πολλές φορές απουσιάζουν λόγω καθοδηγητικής αδυναμίας να βρεθούν, ενώ χρειάζεται να οργανώνονται σωστά οι συνεδριάσεις των Οργάνων ώστε να μπορούν να παρευρίσκονται. Αρκετές φορές αποκλείονται από τον σχεδιασμό της Οργάνωσης, και ενώ τέτοια παιδιά θέλουμε στο Κόμμα, καταλήγουν να απομακρύνονται, να αποστρατεύονται. Το θέμα δεν λύνεται με οργανωτικά μέτρα καταγραφής εργαζομένων, με εργατικούς υπευθύνους που να ελέγχουν το αν ο σύντροφος απήργησε ή αν είναι γραμμένος στο σωματείο του για να ψηφίσει, αλλά με κάτι πιο δραστικό.

Το ίδιο ισχύει και για τους συντρόφους που κάνουν πρακτική. Τα παιδιά αυτά μπορεί να δουλεύουν παράλληλα, να χρωστάνε μαθήματα και να πηγαίνουν μια φορά την εβδομάδα στο ΤΕΙ κ.λπ. Κοινώς, τα παιδιά αυτά είναι εργατόπαιδα, με το ένα πόδι στη δουλειά και με το άλλο στο ΤΕΙ.

Εμείς πάλι εδώ ζητάμε από αυτούς τους συντρόφους να έχουν στην επιρροή τους σπουδαστές, ο σχεδιασμός είναι ενταγμένος εντός των τειχών του ιδρύματος, ενώ ο σύντροφος μπορεί να περνάει σχεδόν το σύνολο της μέρας του στον χώρο εργασίας ή πρακτικής του. Πρόκειται για συντρόφους που χρειάζεται να δουλεύουν πολλές φορές μόνοι τους με τον περίγυρό τους στο χώρο, έχουν άλλα ιδεολογήματα να αντιμετωπίσουν, γεγονός που δημιουργεί ιδιαίτερη απαίτηση για τα επιχειρήματα που πρέπει να δουλέψει, χρειάζεται και ενίσχυση με κάποια φυσική παρουσία, έστω κι αν αυτή αποτελεί την εξόρμηση πριν την απεργία.

Στα ΤΕΙ, βέβαια, έχουμε θετική πείρα από στήριξη εργαζομένων, αλλά αυτό αποτελεί μεμονωμένες περιπτώσεις, ενώ χρειάζεται να γίνει σταθερός τρόπος δουλειάς, γιατί τα δεδομένα, ή αν θέλετε αλλιώς η σύνθεση των Οργάνων της Σπουδάζουσας έχει αλλάξει, αφού οι περισσότεροι από εμάς αφενός δουλεύουν παράλληλα και αφετέρου το «εργαζόμενος - φοιτητής» εμπεριέχει πολλές απαιτήσεις από τη δική μας δουλειά.

Συνοψίζοντας, θα ήθελα να προτείνω να δημιουργηθούν νέες ΟΒ εργαζομένων / πρακτικάριων - σπουδαστών μέσα στις Τομεακές Οργανώσεις, όπου θα συνδέονται εκεί όσοι βγαίνουν πρακτική και οι εργαζόμενοι από τις ΟΒ των εκάστοτε Τομεακών Οργάνων. Αντί δηλαδή να υπάρχει λίστα με αυτούς τους συντρόφους, να γίνουν ΟΒ, και αντί να έχουν παρέμβαση στους σπουδαστές, να αναλαμβάνουν να οργανώνουν τους σπουδαστές στο χώρο δουλειάς - πρακτικής τους, να είναι οργανικά συνδεδεμένοι με τους κλάδους και τα σωματεία τους και να συμμετέχουν ενεργά σε αυτά, όχι σαν ακόμη μια υποχρέωση. Ετσι μπορούμε να μετρήσουμε βήματα στη στρατολογία και στην αφομοίωση, αφού θα βρισκόμαστε στο πλάι των συντρόφων στην πάλη με την εργοδοσία, να νιώθουν την οργάνωση αποκούμπι τους και όχι κάτι έξω από τη ζωή τους.


Τόνια Φωτοπούλου
ΤΕΙ Αττικής

Για την ανασύνταξη του φοιτητικού κινήματος

Συμφωνώ με τις Θέσεις του 20ού Συνεδρίου του Κόμματος. Οι Θέσεις πατάνε στέρεα πάνω στο Πρόγραμμα του Κόμματος, όπως ψηφίστηκε στο 19ο Συνέδριό του και προβάλλουν ως βασικό καθήκον την ολόπλευρη ισχυροποίηση του Κόμματος.

Μεγάλο μέρος των Θέσεων πραγματεύεται το ζήτημα της ανασύνταξης του κινήματος και της κοινωνικής συμμαχίας. Η συντριπτική πλειοψηφία των φοιτητών και σπουδαστών σε ΑΕΙ και ΤΕΙ έχουν εργατική ή λαϊκή καταγωγή και, σαν μελλοντικοί απόφοιτοι, θα ανήκουν στην εργατική τάξη ή στα σύμμαχα λαϊκά στρώματα. Συνεπώς, με την πρωτοπόρα δράση των κομμουνιστών μέσα στους φοιτητικούς και σπουδαστικούς συλλόγους, που προϋποθέτει τη συνεχή ισχυροποίηση της ΚΝΕ και του Κόμματος μέσα στα Πανεπιστήμια και την ιδεολογική - πολιτική και οργανωτική ενίσχυσή τους, χρειάζεται να ισχυροποιείται το ΜΑΣ ως αντιμονοπωλιακός πόλος συσπείρωσης φοιτητικών συλλόγων, επιτροπών ετών, επιτροπών αγώνα.

Στο κομμάτι των Θέσεων για το φοιτητικό και σπουδαστικό κίνημα αναφέρεται ότι «στο επίκεντρο της δουλειάς μας πρέπει να βρίσκεται η αγωνιστική ανασυγκρότηση του φοιτητικού και σπουδαστικού κινήματος, που σημαίνει πρώτα και κύρια να κερδίζει έδαφος η αντιμονοπωλιακή - αντικαπιταλιστική γραμμή πάλης (...)». Θεωρώ ότι μία αδυναμία στη δουλειά μας το προηγούμενο διάστημα ήταν το να κατανοείται ως βασικό και πρωτεύον στη δράση μας το τι «χειρισμούς» θα κάνουμε κάθε φορά σε επίπεδο κινήματος, για παράδειγμα τι κινητοποιήσεις θα σηκώσουμε και πότε, πώς θα οργανώσουμε τη συνεδρίαση της επιτροπής αγώνα κ.λπ. Ζητήματα που προφανώς είναι ουσιαστικά και δεν χρειάζονται καμία υποτίμηση, αλλά χάνοντας συχνά απ' το επίκεντρο ότι το βασικό είναι το πώς κερδίζει έδαφος η αντιμονοπωλιακή γραμμή πάλης, πώς μπολιάζεται το συνολικό πλαίσιο πάλης και ο προσανατολισμός του ΜΑΣ. Υπάρχουν για παράδειγμα χώροι, που ενώ σωστά ανιχνεύσαμε οξυμένα προβλήματα και σηκώσαμε κινητοποιήσεις γι' αυτά, καταφέρνοντας τη συσπείρωση κόσμου σε αυτές, στο βαθμό που δεν επιμέναμε να συνδέουμε το κάθε μεμονωμένο πρόβλημα με τα υπόλοιπα, να αναδεικνύουμε τους υπαίτιους γι' αυτά, να φωτίζουμε τη γραμμή πάλης που χρειάζεται να υιοθετήσουμε, οι αγώνες που σηκώθηκαν δεν κατάφεραν να αποκτήσουν χαρακτηριστικά συνέχειας και κλιμάκωσης. Συχνά, οι φοιτητές οδηγούνταν είτε στην απογοήτευση εάν η διεκδίκηση δεν είχε αποτέλεσμα, είτε στην επανάπαυση και το συμβιβασμό αν αποσπούσαν κάποια μικρή κατάκτηση. Βέβαια, η συζήτηση στα καθοδηγητικά όργανα και τις ΟΒ με την Απόφαση της ΚΕ για την ανασύνταξη και την οικοδόμηση βοήθησε καθοριστικά στο να κατανοηθεί καλύτερα το παραπάνω ζήτημα.

Αλλο ένα ζήτημα που μπαίνει από τις Θέσεις είναι ότι μια μορφή συσπείρωσης όπως το ΜΑΣ προϋποθέτει «το ζωντάνεμα και όχι την υποκατάσταση της λειτουργίας των φορέων του φοιτητικού και σπουδαστικού κινήματος». Παρότι έχουν μετρηθεί βήματα στην κατανόηση του παραπάνω, σε ορισμένες περιπτώσεις συνεχίζουν να επικρατούν αντιλήψεις που λένε ότι στο όνομα του αρνητικού συσχετισμού που επικρατεί σε ένα σύλλογο «ας υπάρχει μόνο η επιτροπή αγώνα, που να συσπειρώνει κάποια άτομα κυρίως απ' τον περίγυρό μας, και ας αφήσουμε στην άκρη το σύλλογο». Χρειάζεται, λοιπόν, να κατανοηθεί βαθύτερα και να αποκρυσταλλωθεί και σε αντίστοιχα χαρακτηριστικά δουλειάς το ότι η επιτροπή αγώνα δεν είναι αυτή που υποκαθιστά το σύλλογο όπου οι συσχετισμοί είναι αρνητικοί, αλλά που παραδειγματίζει με την πρωτοπόρα δράση της το σύλλογο, παλεύοντας για το ζωντάνεμα και την αγωνιστική ανασυγκρότηση του ίδιου του συλλόγου. Αν μπορούμε να το πούμε με μία φράση η επιτροπή αγώνα «δείχνει πώς θα ήταν ένας σύλλογος εάν συσπειρωνόταν στο ΜΑΣ».

Ακόμα, χρειάζεται να γινόμαστε συνεχώς ικανότεροι στο πώς αναπτύσσουμε κοινή δράση με παιδιά που δεν έχουν πείρα από αγώνες, ούτε συμφωνία και σαφήνεια στον προσανατολισμό της πάλης. Αυτό προϋποθέτει ότι τα μέλη της ΚΝΕ και ιδιαίτερα οι εκλεγμένοι συνδικαλιστές μας που θέλουμε να αποτελούν κρίκο σε αυτήν τη δουλειά, χρειάζεται να αναπτύσσουν δεσμούς στα έτη, να είναι αναγνωρίσιμοι, να δρουν με μαζικούς όρους, ώστε να μπορούν να αφουγκράζονται τις ανησυχίες των συμφοιτητών τους, τα εμπόδια που συναντούν στις σπουδές και τη ζωή τους, τις σκέψεις που κάνουν για το μέλλον τους, ώστε να «χτίζουμε» μία κοινή βάση διεκδίκησης μαζί τους, σταδιακά να μπολιάζουμε τη γραμμή της πάλης ενάντια σε κυβερνήσεις, ΕΕ, μονοπώλια, στο πλευρό της εργατικής τάξης και των σύμμαχων στρωμάτων της, το δρόμο της ρήξης και της ανατροπής. Για παράδειγμα, σε μία σχολή πολλά παιδιά στις συζητήσεις που κάναμε εξέφραζαν έντονο προβληματισμό για το Προσφυγικό. Με αιχμή αυτό η επιτροπή αγώνα συνεδρίασε, αποφάσισε και υλοποίησε μία σειρά δράσεων για την καταδίκη του φασισμού και της ξενοφοβίας και την αλληλεγγύη στους πρόσφυγες. Μέσα από αυτήν τη δραστηριότητα οι φοιτητές που ενεπλάκησαν, βγάλαν συμπεράσματα για τις αιτίες των ιμπεριαλιστικών πολέμων, το ρόλο του ΝΑΤΟ, τις ευθύνες της ΕΕ και της ελληνικής κυβέρνησης, και τα αιτήματα πάλης που πρέπει να υιοθετήσει το φοιτητικό κίνημα στο πλευρό του εργατικού.

Τέλος, είναι σημαντικό να κατανοείται ότι στο πλαίσιο του κινήματος διεξάγεται και ιδεολογική διαπάλη. Για παράδειγμα, για να απαντήσεις στη λογική που λέει ότι πρέπει να υπάρχουν επιχειρήσεις που να χρηματοδοτούν τις σχολές (λογική που προωθείται και από πολιτικές δυνάμεις μέσα στα πανεπιστήμια), χρειάζεται να μπει στο επίκεντρο της παρέμβασής μας το «μόρφωση από ποιον και για ποιον;», «έρευνα από ποιον και για ποιον;», «επιστήμη στην υπηρεσία των μονοπωλίων ή επιστήμη στην υπηρεσία των λαϊκών αναγκών;».

Το καθήκον για ανασύνταξη του κινήματος είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το καθήκον της στρατολογίας και της οικοδόμησης, καθώς η δουλειά στο κίνημα και η προσπάθεια πολιτικοποίησης της πάλης δημιουργούν μια δεξαμενή κόσμου για στρατολογία και αντίστροφα, όσο πιο γερές και μαζικές Οργανώσεις του Κόμματος και της ΚΝΕ υπάρχουν σε ένα χώρο, τόσο με καλύτερους όρους θα διεξάγεται η πάλη για ανασύνταξη του κινήματος.


Βασιλεία Γιαννούση
Μέλος του Συμβουλίου Περιοχής Κεντρικής Μακεδονίας της ΚΝΕ

Για τη δουλειά μας στη μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων

Δηλώνω καταρχάς τη συμφωνία μου με τη στρατηγική του Κόμματος, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τις Αποφάσεις του 19ου Συνεδρίου. Οι πολιτικές εξελίξεις ιδιαίτερα του τελευταίου δίχρονου, της διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, επιβεβαιώνουν ως ορθή τη θέση του ΚΚΕ για την άρνηση συμμετοχής και ανοχής σε κυβερνήσεις αστικής διαχείρισης του καπιταλισμού. Είναι μεγάλης αξίας παρακαταθήκη για το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα η θέση αυτή, γιατί επικαιροποιεί τον επαναστατικό χαρακτήρα του Κόμματος, κόβοντας οριστικά τις γέφυρες στο ρεφορμισμό - οπορτουνισμό και τη θέση τους για «σταδιακό σοσιαλιστικό μετασχηματισμό μέσω μεταρρυθμίσεων».

Η βαθιά και παρατεταμένη καπιταλιστική οικονομική κρίση μάς έφερε μπροστά σε μια νέα κατάσταση στις συνειδήσεις και τη στάση των φτωχών λαϊκών στρωμάτων που πλήττονται ανελέητα από τις πολιτικές των κυβερνήσεων προς όφελος του κεφαλαίου. Πολλά στοιχεία - πρόδρομοι αυτής της αλλαγής υπήρχαν καθ' όλη την πορεία από τη λεγόμενη «μεταπολίτευση» μέχρι σήμερα. Αναφέρομαι σε σταδιακή συσσώρευση ποσοτικών αλλαγών στο πέρασμα του χρόνου, οι οποίες μετατράπηκαν πλέον σε ποιοτικές. Αυτό σημαίνει ότι στο επίπεδο της ταξικής συνείδησης της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης και των κατώτερων οικονομικά μικροαστικών στρωμάτων έχει πραγματοποιηθεί αλλαγή στις πεποιθήσεις, στη συμπεριφορά και τη στάση ζωής ως αποτέλεσμα και των νέων όρων διαβίωσής τους.

Η περιορισμένη έκταση του κειμένου υποχρεώνει σε συνταγές περιγραφής της έκφρασης αυτών των αλλαγών που μας δυσκολεύουν στην οικοδόμηση ενός ρωμαλέου ταξικού κινήματος και στη σφυρηλάτηση της λαϊκής συμμαχίας. Εχει σημασία να κατανοήσουμε σε βάθος αυτές τις αλλαγές στη συνείδηση και να μη θεωρήσουμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με κάτι νέο επειδή το περίγραμμα, οι τάσεις αυτές προϋπήρχαν παλαιότερα.

1) Αδυναμία κατανόησης της αποστολής των αστικών κομμάτων ως διαχειριστών των συμφερόντων της αστικής τάξης με όργανο το κράτος της. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να ρίχνουν το «ανάθεμα» στους πολιτικούς, να θεωρούν αποκλειστικά τα κόμματα ως δυνάστες τους, να μην αντιλαμβάνονται την αιτία της κακοδαιμονίας τους και να οδηγούνται μαζικά στην απόρριψη όλων των κομμάτων, αστικών ή μη, στην παραίτηση, αδιαφορία, ατομικές λύσεις, αντιδραστικές αντιλήψεις.

2) Λόγω της μακροχρόνιας αποχής από τη συλλογική δράση και την ταξική πάλη, έχουμε γενίκευση του πολιτικού αναλφαβητισμού όχι μόνο σε στρώματα χαμηλής εκπαίδευσης αλλά ακόμα και σε ανώτερης, όπως οι επιστήμονες. Αρα δυσκολία κατανόησης ακόμα και μιας ανακοίνωσης - προκήρυξης ενός ταξικά προσανατολισμένου σωματείου.

3) Ο αστικός κοινοβουλευτισμός, που μετράει πολλές γενιές ζωής, εδραίωσε την πεποίθηση της ανάθεσης όλων των ελπίδων των εργαζομένων για καλυτέρευση της ζωής τους στα αστικά κόμματα και πρόσωπα. Αποτέλεσμα αυτού είναι να απαξιώνουν την οργανωμένη δράση ως μη απαραίτητη.

4) Παντελής έλλειψη ταξικής συνείδησης λόγω μερικών παραχωρήσεων των καπιταλιστών - την περίοδο υψηλών ρυθμών ανάπτυξης και κερδοφορίας - προς τους εργαζόμενους, όπως η δυνατότητα αγοράς με μακροχρόνιες στερήσεις ενός άνετου σπιτιού, καλού αυτοκινήτου κ.λπ. μέσω αποταμίευσης παλιότερα και τραπεζικού δανεισμού αργότερα. Επίσης, η περιορισμένη βέβαια δυνατότητα μεταπήδησης σε ανώτερη τάξη, μέσω συνήθως ενός πτυχίου επιστήμονα, συντέλεσε στο θόλωμα και τη σύγχυση της ταξικής συνείδησης.

5) Οι όποιες παραχωρήσεις σε επίπεδο εργασιακών δικαιωμάτων, κράτους πρόνοιας γενικότερα, λόγω της άσκησης πίεσης προς τις κυβερνήσεις από το σαφώς ισχυρότερο από το σημερινό εργατικό κίνημα και τους σκληρούς ταξικούς αγώνες, αλλά και λόγω των αναγκών της καπιταλιστικής ανάπτυξης δημιούργησαν την ψευδαίσθηση της μονιμότητας των κατακτήσεων ώστε σήμερα που αυτές σαρώνονται, θυσία για την ανάκαμψη της κερδοφορίας του κεφαλαίου, οι εργαζόμενοι να κρατούν παθητική στάση αναμονής.

6) Ο ρόλος των ηγεσιών των αστικών παρατάξεων μέσα στις Ομοσπονδίες, στα Εργατικά Κέντρα, γενικότερα στο συνδικαλισμό των μεγάλων κλάδων δουλειάς, ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ κ.ά. με τη γραμμή ενσωμάτωσης στις επιδιώξεις των εργοδοτών και ο διαβρωτικός ρόλος του οπορτουνισμού, της ταξικής ειρήνης και συνεργασίας με τα συνεπακόλουθα αποτελέσματα της διαρκούς διολίσθησης των εργασιακών δικαιωμάτων και αμοιβών, απαξίωσε το συνδικαλισμό στη μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων. Αυτή η απογοήτευση δεν περιορίζεται μόνο στην εργατική τάξη και τους μικροαστούς. Σε συνθήκες οικονομικής κρίσης αγγίζει και μεσαία στρώματα.

Τα παραπάνω αποτελούν κάποιους βασικούς παράγοντες που τείνουν να παγιώσουν τις νέες ποιοτικές αλλαγές στη γενικότερη στάση ζωής των εργαζομένων. Εχουμε γενικευμένη απογοήτευση, ιδιαίτερα λόγω της αντιλαϊκής διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, γενικευμένη σύγχυση, κλείσιμο στο καβούκι του καθενός, αποχή από έστω αστική ενημέρωση στο σκέλος των νέων αντεργατικών μέτρων που έρχονται και το πιο επικίνδυνο απροθυμία πολιτικής συζήτησης. Ολα αυτά συνδυαστικά, μαζί με την εντεινόμενη αστική προπαγάνδα, αποτελούν ισχυρά εμπόδια στην προσπάθειά μας να ενισχύσουμε τις γραμμές του ταξικού κινήματος. Ας μην ξεχνάμε και το εθνικιστικό - φασιστικό ρεύμα που εξαπλώνεται σε όλες τις ισχυρές ιμπεριαλιστικές χώρες του κόσμου, το οποίο επηρεάζει ευρύτερα συντηρητικοποιώντας και αντιδραστικοποιώντας τμήματα του πληθυσμού όλων των καταπιεσμένων κοινωνικών τάξεων.

Στο διά ταύτα είναι επιτακτικό καθήκον να προσεχθούν τα συμπεράσματα του απολογισμού δράσης του Κόμματος ως προς την πορεία υλοποίησης των Αποφάσεων του 19ου Συνεδρίου, και συγκεκριμένα αναφέρομαι στη θέση 38 του τρέχοντος Συνεδρίου, επειδή θεωρώ πως απομένουν προς κατάκτηση. Απαιτείται ενδελεχής μελέτη όλων των νέων δεδομένων ώστε να αποκτήσουμε νέο μπούσουλα στη δράση μας, ίσως και αναπροσαρμογή της τακτικής μας σε επίπεδο προπαγάνδας στα νέα δεδομένα. Με δεδομένο το μεγάλο έλλειμμα προπαγάνδας που έχουμε λόγω του περιορισμού των κομματικών μέσων ενημέρωσης ας μη θεωρούμε δεδομένη την αποτυχία απομόνωσης των θέσεων και της συνολικής πρότασής μας από τον αντίπαλο. Ισως πρέπει να αξιοποιούμε όλες τις δυνατότητες παρέμβασής μας, οργανωμένη στα αστικά μέσα μαζικής ενημέρωσης μιας και μεγάλο τμήμα φίλων του Κόμματος και λόγω έλλειψης χρόνου ενημερώνεται μόνο από αστικά μέσα (ραδιόφωνο κυρίως, ίντερνετ κ.ά.) με τους κινδύνους που αυτό εμπεριέχει. Τέλος, ιδιαίτερη προσοχή στις ερχόμενες εκλογές, πρέπει να δείξουμε πως θα σπάσουμε τη γενικευμένη άποψη που κυριαρχεί στους εργαζόμενους, πως «γιατί να ψηφίσω ΚΚΕ αφού λέει πως δε θέλει να κυβερνήσει, βολεύεται σαν κόμμα διαμαρτυρίας».

Με εμπιστοσύνη στο ΚΚΕ, εύχομαι καλή επιτυχία στο 20ό Συνέδριο.


Χρήστος Πανόπουλος
Μέλος Επιτροπής Αγώνα Οδηγών Ταξί Αττικής (Σ.Ο.Τ.Α)



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ