Διαβάστε σήμερα στο 4σέλιδο «Διεθνή και Οικονομία»:
ΕΓΧΩΡΙΟΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΟΙ: Αναιμική ανάκαμψη με αβεβαιότητες στο έδαφος της αντιλαϊκής επίθεσης
ΔΑΣΙΚΟΙ ΧΑΡΤΕΣ: Ξεκαθάρισμα ιδιοκτησιακού καθεστώτος και χρήσεων γης, για την υλοποίηση κερδοφόρων επιχειρηματικών επενδυτικών σχεδίων
ΓΑΛΛΙΑ: Διεργασίες στο αστικό πολιτικό σύστημα της χώρας. Ενδεικτική η διαπάλη στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, η περίπτωση του «αριστερού» Μπενουά Αμόν
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΦΟΡΟΥΜ ΝΤΑΒΟΣ: Συμπεράσματα και αντιθέσεις από θύτες για τα θύματα με το «παραμύθι» του εξανθρωπισμού της καπιταλιστικής βαρβαρότητας
Eurokinissi |
Σε κάθε περίπτωση, η όποια ανάκαμψη έρχεται να πατήσει πάνω στην ιδιαίτερα χαμηλή βάση υπολογισμού λόγω της κατρακύλας του παραγόμενου ΑΕΠ και βέβαια στο έδαφος της αντιλαϊκής πολιτικής. Ετσι, «καθώς η βάση εκκίνησης ήταν χαμηλή, η ανάκαμψη δεν πρέπει να δημιουργεί έκπληξη. Επιπλέον, μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας και προϊόντων συνεισφέρουν θετικά, έστω με καθυστέρηση», τονίζεται χαρακτηριστικά. «Η κρίση του 2008 ήταν διεθνής, όμως για την ελληνική οικονομία αμφισβήτησε στη βάση του το υπόδειγμα ανάπτυξης και πυροδότησε έναν κύκλο ακραίας αβεβαιότητας», αναφέρεται στην έκθεση. Επιπλέον, σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ, τα σημερινά επίπεδα του ΑΕΠ διαμορφώνονται σε αυτά έτους 2000, δηλαδή πριν από την ένταξη στην Ευρωζώνη. Ουσιαστικά περιγράφεται μια διαδικασία καταστροφής υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων, που συνεχίζουν να λιμνάζουν και να αδυνατούν να βρουν κερδοφόρες διεξόδους σε κλάδους της οικονομίας και της παραγωγής.
Σε αυτό το επίπεδο, οι κίνδυνοι που ιεραρχούνται για το 2017 δεν αφορούν μόνο τις «στενές» οικονομικές παραμέτρους, αλλά και τις πολιτικές και γεωπολιτικές εξελίξεις. Ενδεικτικά, το ΙΟΒΕ, κατ' αντιστοιχία με άλλα επιτελεία, εστιάζει στις παρακάτω αβεβαιότητες και κινδύνους:
Διαχείριση Brexit: Ρευστό οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον στην Ευρώπη.
Ανοδος τιμών πετρελαίου: Αδυνατίζει προοπτικές ανάπτυξης σε ορισμένες χώρες - εισαγωγείς πετρελαίου. Ταυτόχρονα, όμως, δημιουργεί προϋποθέσεις αυξημένης ζήτησης από τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες, λόγω επέκτασης εισοδημάτων τους.
Υπόβαθρο ενίσχυσης του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη (πρόγραμμα νομισματικής χαλάρωσης).
Ενισχύονται οι τάσεις προστατευτισμού σε πολλές καπιταλιστικές οικονομίες.
Κίνδυνος περαιτέρω αποκλιμάκωσης παγκόσμιου εμπορίου από ανεπτυγμένες οικονομίες.
Αυξανόμενο ιδιωτικό χρέος (ιδιαίτερα στην Κίνα), πτώση κερδοφορίας επιχειρήσεων και εκροή κεφαλαίων (ανατίμηση δολαρίου) στις αναπτυσσόμενες οικονομίες.
Χαμηλές τιμές εμπορευμάτων που υποδαυλίζουν τις προοπτικές ανάπτυξης στις λιγότερο ανεπτυγμένες οικονομίες.
Σημαντικοί παράγοντες αβεβαιότητας τα γεωπολιτικά ρίσκα: εμφύλιοι πόλεμοι σε Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική, Προσφυγικό, τρομοκρατικές απειλές.
Ως θετική εξέλιξη εμφανίζεται η ενίσχυση της δημοσιονομικής πολιτικής στις ΗΠΑ και στην Κίνα (Γερμανία και Ιαπωνία επίσης εμφανίζουν δημοσιονομική επέκταση).
Σε έκθεση του ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου, επισημαίνεται ότι ο στόχος για ανάκαμψη στην Ελλάδα στο 2,7% το 2017 «θεωρείται αρκετά αισιόδοξος», ενώ «η καθυστέρηση ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης ενισχύει την αβεβαιότητα και την μεταβλητότητα, καθιστώντας την πορεία ένταξης της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης επισφαλή». Μάλιστα, σύμφωνα με το Δημοσιονομικό Συμβούλιο, «η χαμηλή αβεβαιότητα και η ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης είναι βασικές προϋποθέσεις για τη σημαντική αύξηση των επενδύσεων που αναμένεται να πραγματοποιηθεί το 2017, 2018 και 2019».
Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, «η ανεργία παραμένει σταθερά πολύ υψηλή έως το 2019», δηλαδή για ολόκληρο το διάστημα των προβλέψεων και αυτό παρά τις προβλέψεις γύρω από τους ρυθμούς ανάκαμψης.
Ως «πηγές κινδύνου» για το 2017 αναφέρονται η έκταση που θα εμφανίσει η προσφυγική κρίση και ο αντίκτυπος που θα έχει στον τουρισμό, η αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων, η αργή πορεία των ιδιωτικοποιήσεων, καθώς και η παγκόσμια αβεβαιότητα.
Πρέπει, λοιπόν, οι εξελίξεις της διαπραγμάτευσης για τη δεύτερη «αξιολόγηση» να ιδωθούν από τη σκοπιά αυτών των αβεβαιοτήτων και ανταγωνισμών ανάμεσα σε ισχυρά καπιταλιστικά κράτη, ενώ τίθενται ερωτήματα για την προοπτική της Ευρωζώνης και των σχέσεων ΕΕ με ΗΠΑ.
Σε κάθε περίπτωση, τα «σπασμένα» θα φορτωθούν και πάλι στα λαϊκά στρώματα, στην προοπτική της ανάκαμψης του κεφαλαίου.
Την ίδια ώρα, η πλευρά του ΣΕΒ καταθέτει πακέτο προτάσεων με στόχο την προσέλκυση νέων κερδοφόρων επενδύσεων: «Χρειαζόμαστε, ένα "Ελληνικό Μνημόνιο Plus" που θα ξεπερνάει το manual των δανειστών και θα χαράζει μία νέα πορεία», τονίζουν χαρακτηριστικά οι εγχώριοι βιομήχανοι.
Δείχνοντας το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει η ανάκαμψη για τα εγχώριο κεφάλαιο, τονίζουν πως αυτή «πρέπει να χτιστεί πάνω στα διαρθρωτικά εκείνα χαρακτηριστικά που προδιαγράφουν τον μετασχηματισμό του αναπτυξιακού προτύπου σε μία οικονομία που παράγει και εξάγει». Αυτό, με τη σειρά του, προϋποθέτει την αποκατάσταση της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης, την έξοδο του ελληνικού κράτους για νέα δάνεια στις διεθνείς χρηματαγορές, καθώς επίσης και την «ανακοίνωση μεγάλων έργων, για τα οποία η χώρα βγαίνει στις αγορές και ζητά, με αξιώσεις, ιδιώτες επενδυτές και ιδιωτική χρηματοδότηση», όπως επισημαίνουν οι εγχώριοι βιομήχανοι.
Η ανάκαμψη του κεφαλαίου, αναιμική όσο και αβέβαιη, έχει ως όρο και προϋπόθεση την κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής με επόμενο βήμα το κλείσιμο της δεύτερης «αξιολόγησης». Το επιβεβαιώνει, για μια ακόμη φορά, ο ΣΕΒ, βάζοντας στο τραπέζι το ζήτημα της καρατόμησης του αφορολόγητου ορίου των μισθωτών - συνταξιούχων, σε επίπεδα χαμηλότερα ακόμη και από αυτά της επίσημης φτώχειας, τη διάλυση των κρατικών κονδυλίων που αφορούν στην κάλυψη αναγκών της λαϊκής οικογένειας και μια σειρά από άλλα αντιλαϊκά μέτρα. Ουσιαστικά, το εγχώριο κεφάλαιο περιγράφει τις παρεμβάσεις της δεύτερης «αξιολόγησης», τις οποίες, σε αυτή τη φάση, παζαρεύει η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ με το κουαρτέτο.
Μεταξύ άλλων, η νέα λίστα του ΣΕΒ περιλαμβάνει:
-- «Μείωση του αφορολόγητου στο επίπεδο που ορίζεται από το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης». Πρόκειται για τη φορολόγηση λαϊκών εισοδημάτων που ξεκινούν από τα 4.800 ευρώ το χρόνο, που αντιστοιχούν δηλαδή σε εισοδήματα ύψους 342 ευρώ το μήνα!
-- «Εμπροσθοβαρής δημοπράτηση όλων των ιδιωτικοποιήσεων με αυστηρή καταληκτική ημερομηνία ολοκλήρωσης το συντομότερο δυνατό».
-- «Μείωση του συνολικού συντελεστή φορολόγησης της εργασίας», δηλαδή των ασφαλιστικών εισφορών που καταβάλλει η εργοδοσία.
-- «Περικοπές λειτουργικών δαπανών στον ευρύτερο δημόσιο τομέα κατά 1 μονάδα του ΑΕΠ», δηλαδή κατά 1,8 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση. Ταυτόχρονα, προτείνεται η εισαγωγή συγκεκριμένων προγραμμάτων «βελτίωσης της παραγωγικότητας σε όλους τους τομείς που δραστηριοποιείται το Δημόσιο».
-- Καθιέρωση συστήματος φορολογικών υπεραποσβέσεων για τις επενδυτικές δαπάνες των επιχειρήσεων.
Ο ΣΕΒ καλεί την κυβέρνηση και άλλους φορείς να «απευθυνθούμε συντεταγμένα στη διεθνή επενδυτική ικανότητα για ιδιωτική χρηματοδότηση» (...).
Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, αυτό προϋποθέτει «τη συμμετοχή των μεγάλων επενδυτικών και χρηματοοικονομικών οίκων εσωτερικού και εξωτερικού, σε συνεργασία με την Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας (το υπερταμείο για τις ιδιωτικοποιήσεις), το δημόσιο φορέα για Συμπράξεις Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) και πιθανόν άλλους ενδιαφερόμενους φορείς». Στόχος, σύμφωνα με τον ΣΕΒ, είναι «να προκριθούν έργα, τα οποία θα γίνουν κατά κανόνα από ιδιώτες επενδυτές και ιδιωτική χρηματοδότηση, χωρίς να αποκλείεται η συμμετοχή του Δημοσίου στο πλαίσιο ΣΔΙΤ».
Ενδεικτικά, η λίστα με τα «μεγάλα έργα» που προτείνει ο ΣΕΒ, μεταξύ άλλων, αφορά:
Η κυβέρνηση, μέσω της διαδικασίας σύνταξης και κύρωσης των δασικών χαρτών, επιδιώκει να επιλύσει ένα χρόνιο πρόβλημα, με βάση τις επενδυτικές ανάγκες του κεφαλαίου και σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων και του περιβάλλοντος
Eurokinissi |
Ετσι θα διευκολυνθεί το κράτος να εντοπίσει (στη φάση του Κτηματολογίου) τα δάση και τις δασικές εκτάσεις που του ανήκουν (τεκμήριο κυριότητας κ.λπ.) και ποια δάση και δασικές εκτάσεις είναι ιδιωτικές.
Το αρμόδιο υπουργείο Περιβάλλοντος επισημαίνει ότι με την ανάρτηση και την κύρωση των δασικών χαρτών «θα επιτευχθεί ο σαφής πλέον καθορισμός των περιοχών που αποτελούν γενικά δάση και δασικές εκτάσεις», ομολογώντας επί της ουσίας και τα πραγματικά πολιτικά κίνητρα της κυβέρνησης που κρύβονται πίσω από την πρωτοβουλία της. Την απρόσκοπτη δηλαδή διενέργεια επενδύσεων στη γη, ως κερδοφόρα επενδυτική διέξοδο στα υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια, όπου το κριτήριο προστασίας του δασικού οικοσυστήματος και του περιβάλλοντος περνά σε δεύτερη μοίρα. Παράλληλα, με περισσή υποκρισία, ισχυρίζεται ότι με την ολοκλήρωση του έργου «θα αποσαφηνιστούν οι χώροι που ισχύουν και εφαρμόζονται οι διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, θέτοντας τέλος στην αμφισβήτηση και την ανασφάλεια» των πολιτών.
Με τη μόνη διαφορά ότι μέχρι στιγμής από τις πρώτες κιόλας μέρες έναρξης των αναρτήσεων σε διάφορες περιοχές της χώρας, περισσότερη «ανασφάλεια» έχει προκληθεί στους πολίτες, αφού δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις εκείνες που καλλιεργούμενες εκτάσεις, π.χ., στη Μεσσηνία, στην Ηλεία ή στην Ηπειρο, στην Εύβοια κ.α. εμφανίζονται ως «δάση» ή «δασικές εκτάσεις».
Τώρα, όλοι αυτοί καλούνται να προχωρήσουν στη διαδικασία έγγραφης υποβολής αντιρρήσεων πληρώνοντας φυσικά το ανάλογο αντίτιμο, που ξεκινά από τα 20 ευρώ για έκταση έως 100 τ.μ. και αυξάνεται κλιμακωτά μέχρι τα 3.600 ευρώ για εκτάσεις άνω των 300 στρεμμάτων. Βέβαια, το κόστος στο οποίο θα υποβληθεί κάθε ενδιαφερόμενος, δεν είναι μόνο το τέλος που εισπράττει το κράτος από την ένσταση στην αρμόδια επιτροπή.
Σε αυτό θα πρέπει να συνυπολογιστούν η αμοιβή ιδιώτη δασολόγου, δικηγόρου, μηχανικού για να συντάξει την ένσταση - αντίρρηση και το κόστος για την έκδοση όποιου άλλου αποδεικτικού στοιχείου χρειαστεί, όπως, για παράδειγμα, τα τοπογραφικά σχέδια της έκτασής του. Η υποβολή των αντιρρήσεων ξεκινά δεκαπέντε μέρες από την ανάρτηση του δασικού χάρτη και διαρκεί για δύο μήνες, με την πρόβλεψη των είκοσι επιπλέον ημερών για μόνιμους κατοίκους εξωτερικού.
Μέχρι σήμερα έχουν αναρτηθεί δασικοί χάρτες στις Περιφερειακές Ενότητες Πιερίας, Καβάλας, Μεσσηνίας, Ηλείας, Εβρου, Εύβοιας, Ηρακλείου, Κοζάνης, Πέλλας, Φθιώτιδας, χτες αναρτήθηκαν οι χάρτες από τις Διευθύνσεις Δασών Αθηνών, Αργολίδας, Αχαΐας, Δράμας, Θεσσαλονίκης, Πρέβεζας, Ροδόπης και Φλώρινας. Ακολουθούν στις 3 Φλεβάρη οι Περιφερειακές Ενότητες Αρκαδίας, Δωδεκανήσων, Κυκλάδων, Λακωνίας, Λάρισας, Λέσβου, Σάμου και Χίου και, τέλος, στις 10 Φλεβάρη θα αναρτηθούν δασικοί χάρτες σε Ανατολική και Δυτική Αττική, Ιωάννινα, Κέρκυρα, Μαγνησία, Ξάνθη και Χαλκιδική.
Από την πρώτη στιγμή της ανακοίνωσης έναρξης της διαδικασίας, η κυβέρνηση έχει ξεκαθαρίσει ότι ολοκλήρωση της κατάρτισης των δασικών χαρτών «θα αποτελέσει εφαλτήριο ανάπτυξης, από την στιγμή που θα οριοθετηθούν οι περιοχές όπου κάποιος θα μπορεί να επενδύσει χωρίς τον φόβο να κριθεί παράνομος».
Στόχος της κυβέρνησης είναι η κατάρτιση των δασικών χαρτών να έχει ολοκληρωθεί μέχρι το 2019, ώστε το 2020 να έχει ολοκληρωθεί και το Κτηματολόγιο, δράσεις που προβλέπονται και από τη συμφωνία με την τρόικα και το 3ο μνημόνιο. Βέβαια, η κυβέρνηση μέχρι στιγμής δεν έχει ξεκαθαρίσει τι θα συμβεί στις περιπτώσεις των «προβληματικών» οικισμών και οικοδομικών συνεταιρισμών που έχουν ανεγερθεί εντός δασών ή δασικών εκτάσεων, τις «οικιστικές πυκνώσεις», για τις οποίες ετοιμάζονται προσφυγές στα δικαστήρια.
Σκόπιμα απ' ό,τι φαίνεται αφήνει «ανοιχτό» κάθε ενδεχόμενο, αφού δεν υπάρχει πρόβλεψη για το τι θα συμβεί με τους «αυθαίρετους» οικισμούς εντός δασών, παραπέμποντας την όποια λύση στο απώτερο μέλλον, ενώ ταυτόχρονα διατηρεί και τις προϋποθέσεις για τη συνέχιση καταπάτησης δημόσιων δασών και δασικών εκτάσεων αλλά και την ομηρία των πολιτών. Πάντως, αγροτικοί σύλλογοι και ομοσπονδίες στις περιοχές όπου έχουν αναρτηθεί οι δασικοί χάρτες έχουν ξεκινήσει κινητοποιήσεις εντάσσοντας και αυτό το ζήτημα στα γενικότερα αιτήματα πάλης που θέτει αυτές τις μέρες το συνεπές αγροτικό κίνημα.
Πιο συγκεκριμένα, ανάμεσα σε άλλα, απαιτούν από την κυβέρνηση, όσον αφορά τις αγροτικές εκτάσεις, το κράτος με δική του ευθύνη να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, χωρίς οικονομική επιβάρυνση των λαϊκών στρωμάτων. Να λυθεί άμεσα το πρόβλημα των εξαιρέσεων καλλιεργούμενων εκτάσεων από μεγάλες αναδασωτέες εκτάσεις χωρίς να ευνοηθούν καταπατήσεις, εκχερσώσεις, παράνομες αλλαγές χρήσης, χαρακτήρα και προορισμού εκτάσεων. Να αντιμετωπισθούν άμεσα και να μην αναγνωρισθούν οι καταπατήσεις των μεγαλοαγροτών και μεγαλοκτηνοτρόφων, καθώς και άλλων μεγαλοεπιχειρηματιών, π.χ. από τον τουριστικό ή κατασκευαστικό κλάδο. Ακόμη απαιτούν να μη χρησιμοποιηθούν οι δασικοί χάρτες και γενικότερα η δασική πολιτική ως εργαλείο ομηρίας των λαϊκών στρωμάτων και επιτάχυνσης των κερδοφόρων επενδυτικών σχεδίων των ομίλων.
Το ΚΚΕ από την πρώτη στιγμή έχει καταγγείλει το περιεχόμενο των δασικών χαρτών και του Εθνικού Κτηματολογίου και αναδεικνύει τις επιδιώξεις και τους στόχους που εξυπηρετεί η αστική πολιτική στο ζήτημα αυτό. Τα «προβλήματα» που αναδεικνύονται και σήμερα αλλά και όλα τα προηγούμενα χρόνια είναι τα αποτελέσματα αυτής ακριβώς της αστικής πολιτικής στη γη και τη χρήση της, στο πλαίσιο εξυπηρέτησης επενδυτικών σχεδίων και επιχειρηματικής δράσης στον τομέα.
Οπως προαναφέρθηκε, το ξεκάθαρο τοπίο, από άποψη ιδιοκτησίας, χαρακτήρα και χρήσεων γης, είναι απαραίτητο για την υλοποίηση των κερδοφόρων επιχειρηματικών επενδυτικών σχεδίων. Σήμερα, σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης και ανάγκης κερδοφόρας τοποθέτησης συσσωρευμένων κεφαλαίων, η διαδικασία οφείλει να επιταχυνθεί, καθώς διαιώνιση του προβλήματος προκαλεί εμπόδια στους επιχειρηματικούς ομίλους.
Το επιτακτικό του θέματος προκύπτει από το γεγονός ότι η υλοποίηση των δασικών χαρτών και του κτηματολογίου είναι στα προαπαιτούμενα του 3ου μνημονίου. Παρά τα όσα ισχυρίζεται προπαγανδιστικά η κυβέρνηση, η εξυπηρέτηση των παραπάνω επιδιώξεων έχει στόχο και αποτέλεσμα όχι φυσικά την προστασία των δασών και του δασικού οικοσυστήματος, αλλά την αλλαγή του χαρακτήρα, της χρήσης, ακόμη και του ιδιοκτησιακού τους καθεστώτος όταν αυτό αποτελεί κερδοφόρα επιλογή των ομίλων..
Καθόλου τυχαία, το ίδιο διάστημα προωθούνται αλλαγές στο σύνολο της χωροταξίας και εν γένει της «χωρικής πολιτικής» εναρμονίζοντας το εγχώριο νομικό πλαίσιο με τη γενικότερη στρατηγική της ΕΕ για την προσαρμογή των δασών στους νόμους της καπιταλιστικής αγοράς.
Σε κάθε περίπτωση, οι δασικοί χάρτες θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν στο πλαίσιο ενός πολυδιάστατου αποδεικτικού εθνικού κτηματολογίου ως εργαλείο σχεδιασμού και ανάπτυξης για την κάλυψη του συνόλου των διευρυνόμενων εργατικών - λαϊκών αναγκών, στο πλαίσιο μιας φιλολαϊκής πολιτικής χρήσης γης. Κάτι τέτοιο όμως προϋποθέτει ανατροπή της αστικής εξουσίας και εγκαθίδρυση ενός ριζικά διαφορετικού τρόπου ανάπτυξης, με κοινωνική ιδιοκτησία στη γη, που θα αξιοποιεί τα δασικά οικοσυστήματα στη βάση της εργατικής εξουσίας και του επιστημονικού κεντρικού σχεδιασμού της οικονομίας.
Η περίπτωση του Μπενουά Αμόν, ενός ακόμα φιλόδοξου «αριστερού» υπερασπιστή των σύγχρονων αναγκών του γαλλικού κεφαλαίου
Copyright 2017 The Associated |
Ωστόσο, σήμερα θα ασχοληθούμε περισσότερο με την περίπτωση του «αουτσάιντερ» Μπενουά Αμόν στον α' γύρο των προκριματικών εκλογών για το προεδρικό χρίσμα των Σοσιαλιστών, που η πρώτη θέση που πήρε θεωρήθηκε «έκπληξη» από πολλούς. Ο Αμόν ήταν υπουργός Παιδείας που τον Αύγουστο του 2014 βρέθηκε εκτός της κυβέρνησης Ολάντ - Βαλς (όπως και ο μέχρι τότε υπουργός Οικονομίας Αρνό Μοντεμπούργκ), ουσιαστικά μετά από διαφωνίες για τον τρόπο «αντίστασης» στη γερμανική ηγεμονική θέση στην Ευρώπη.
Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του αυριανού β' γύρου και το αν τελικά θα είναι ο Αμόν που θα εκπροσωπήσει το PSF στις προεδρικές εκλογές του Απρίλη και του Μάη, οι προτάσεις του αντανακλούν την «κινητικότητα» που δυναμώνει προκειμένου το γαλλικό κεφάλαιο να ανακτήσει ορμή και προβάδισμα, στην αναμέτρησή του με αντίπαλα μονοπωλιακά κέντρα.
Στο πρόγραμμά του, ο Αμόν εστιάζει στην αξιοποίηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), θέτοντας ως στόχο την ανάπτυξή τους κατά 50% μέχρι το 2025. Μιλά για «έξοδο της Γαλλίας από το ντίζελ με ορίζοντα το 2025», αλλά και για «αναβίωση της Ευρώπης μέσω της ενεργειακής μετάβασης», εκτιμώντας ότι οι λεγόμενες «εναλλακτικές» μορφές Ενέργειας μπορούν να δώσουν διέξοδο στα υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια, αλλά και νέα πλεονεκτήματα στην ευρύτερη ενδοϊμπεριαλιστική αναμέτρηση που αφορά τον όσο το δυνατόν πιο φτηνό και άμεσο ενεργειακό ανεφοδιασμό.
Σε αυτή τη βάση, ο Αμόν υπόσχεται «ένα πλάνο επενδύσεων ενός τρισεκατομμυρίου επικεντρωμένου στην οικολογική μετάβαση και με προορισμό κατά προτεραιότητα στις ζώνες της Ευρώπης που βρίσκονται στην πιο μειονεκτική θέση». Κι αφού στοχοποιεί αγορές για λογαριασμό φυσικά των γαλλικών μονοπωλίων, δεν παραλείπει να σημειώσει και ότι χρειάζεται να διαμορφωθεί «η σήμανση των ιδιωτικών χρηματοδοτήσεων προς τις πράσινες επενδύσεις χάρη σε μηχανισμούς χορήγησης κινήτρων και την κατάργηση όλων των επιδοτήσεων για τα ορυκτά καύσιμα».
Αντίστοιχο βάρος έχει στο πρόγραμμα του Αμόν η πριμοδότηση πιο «οικολογικών», «φιλικών προς τη φύση» τεχνικών στην αγροτική παραγωγή, που συνδέεται και με την προσπάθεια μεγάλων μονοπωλίων στον κλάδο των Τροφίμων να εκτοπίσουν ανταγωνιστές τους. Ο Αμόν μιλά για «πρόγραμμα αγροτικών επενδύσεων ώστε να υποστηριχτούν τα σχέδια αγροοικολογικής ανάπτυξης, τα "σύντομα κυκλώματα" (σ.σ. "circuits courts") και οι συνεταιρισμοί», με το βλέμμα στραμμένο και στο μεγάλο πλήγμα που έχουν υποστεί οι γαλλικές εταιρείες του χώρου από αντίστοιχες (ειδικά, αλλά όχι μόνο) γερμανικές και αναζητούν επίμονα τρόπους «επιστροφής» με αξιώσεις, έστω σε ορισμένους από τους τομείς της αγροτικής παραγωγής και φυσικά της αγροτικής βιομηχανίας.
Ενδεικτική είναι η συζήτηση που διευρύνεται και στη Γαλλία για το κατά πόσο η σύντμηση του «κύκλου διακίνησης» ενός προϊόντος, με τη μεσολάβηση ενός μόνο «ενδιάμεσου» μεταξύ παραγωγού και πωλητή, μπορεί να δώσει απάντηση στη μεγάλη «κρίση» που μαστίζει και το συγκεκριμένο χώρο. Βεβαίως, όταν η καθετοποίηση της αγροτικής παραγωγής οργανώνεται στη βάση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, όσο κι αν ...μικρύνει ο κύκλος της «διακίνησης», κερδισμένα βγαίνουν τα μεγάλα μονοπώλια που με τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση, που νομοτελειακά προχωρά σε κάθε κλάδο, μπορούν να ελέγξουν ολόκληρη τη διαδικασία παραγωγής και διάθεσης αγροτικών προϊόντων, καθορίζοντας την επάρκεια και την ποιότητά τους με μόνο κριτήριο το δικό τους μέγιστο κέρδος. Οι «συνεταιρισμοί» για τους οποίους κόπτεται (και) ο Αμόν, στη Γαλλία δεν αντιστοιχούν παρά σε μεγάλες επιχειρήσεις που πρωτοστατούν στο δραστικό ξεκλήρισμα μικροπαραγωγών.
Με φόντο τις συγκεκριμένες κινήσεις για το «άνοιγμα» του γαλλικού κεφαλαίου σε τέτοιους τομείς, ο Αμόν προτάσσει, άλλωστε, και τη συγκράτηση του ελλείμματος κάτω του 3% του ΑΕΠ, ζήτημα που ειδικά τα τελευταία χρόνια αποτελεί πεδίο σφοδρής αντιπαράθεσης στην ΕΕ. «Πρέπει να γίνουν σημαντικές επενδύσεις για την ενεργειακή μετάβαση και τη μετάβαση του αναπτυξιακού μας μοντέλου» εξηγεί, αποτυπώνοντας την επιμονή της γαλλικής πλουτοκρατίας να διασφαλίσει μεγαλύτερη «ευελιξία» για επενδυτικές πρωτοβουλίες.
Στην τηλεμαχία της περασμένης Τετάρτης, ο Αμόν χαρακτήρισε «απαράδεκτο» οι δαπάνες για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της ιμπεριαλιστικής Γαλλίας να «μπαίνουν στο κάδρο του δημόσιου ελλείμματος» και τάχτηκε υπέρ της δημιουργίας και δεύτερου αεροπλανοφόρου.
Είναι χαρακτηριστικές, άλλωστε, οι επισημάνσεις στο ίδιο το πρόγραμμα του Αμόν. Εκεί ξεκαθαρίζει ότι θέλει να εξαιρέσει «τον προϋπολογισμό της Αμυνας από τον υπολογισμό του ελλείμματος με τα κριτήρια του Μάαστριχτ» και επισημαίνει όλο νόημα: «Με την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ, η Γαλλία θα είναι η μόνη χώρα (ικανή) να διεξάγει μια σημαντική προσπάθεια σχετικά με τον προϋπολογισμό στον τομέα της Αμυνας. Διότι η γαλλική Αμυνα εγγυάται τη δική μας προστασία, αλλά και την προστασία όλων των Ευρωπαίων (...) σε ένα πλαίσιο στο οποίο η Αμερική του Τραμπ θα αποδεσμευτεί από την ευρωπαϊκή ήπειρο, η ΕΕ πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες της και να αποκτήσει τα μέσα της στρατηγικής και επιχειρησιακής της αυτονομίας».
Με λίγα λόγια, το «αριστερό» - κατά πολλούς - φαβορί για το χρίσμα των Σοσιαλιστών υπόσχεται ότι δεν θα παζαρέψει το ρόλο του γαλλικού κεφαλαίου στις γεωστρατιωτικές κόντρες που οξύνονται, παράλληλα με τους ανταγωνισμούς των μονοπωλίων για τον έλεγχο αγορών και πρώτων υλών.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η Αμυνα ξεχωρίζει τόσο στο πρόγραμμα του Μ. Βαλς (του πρώην πρωθυπουργού και αντιπάλου του Αμόν στον αυριανό β' γύρο), αλλά και του Φρανσουά Φιγιόν (υποψήφιου των Ρεπουμπλικανών για τις προεδρικές εκλογές). Ο πρώτος λέει ότι οι «αμυντικές» δαπάνες πρέπει να αυξηθούν στο 2% του ΑΕΠ, ώστε να αναλάβει η χώρα «τις ευθύνες της». Ο δεύτερος διατυπώνει προτάσεις και για την ΕΕ, προσδοκώντας ασφαλώς αυξημένα οφέλη για το γαλλικό κεφάλαιο, σημειώνοντας την ανάγκη «να χτίσουμε μια ευρωπαϊκή βιομηχανία και να δημιουργήσουμε ένα ταμείο που θα συγκεντρώνει και θα χρηματοδοτεί τις δαπάνες για τις επεμβάσεις στο εξωτερικό».
Μεγάλη σημασία δίνει ο Αμόν και σε ζητήματα «ασφάλειας» στο εσωτερικό της χώρας, στο πλαίσιο βέβαια που ειδικά μετά τις πολύνεκρες επιθέσεις του Νοέμβρη του 2015, ξεδιπλώνονται πολλές αντιλαϊκές μεθοδεύσεις. Ετσι, εστιάζει στην ενίσχυση των «μέσων της αστυνομίας και της χωροφυλακής με την αντικατάσταση όλων των θέσεων που μένουν κενές από συνταξιοδοτήσεις», αλλά και (!) «τη δημιουργία 1.000 θέσεων το χρόνο (στη διάρκεια της 5ετίας)». Επίσης, προτείνει και την καθιέρωση ειδικού πριμ για όλους όσους υπηρετούν σε «δύσκολες ζώνες».
Οσον αφορά τα Εργασιακά, ο Αμόν αναφέρει διάφορα περί μείωσης των ωραρίων εργασίας, συνδέοντας προτάσεις για 4 μέρες εργασίας με την καθιέρωση «διαπραγμάτευσης για τη μείωση του χρόνου εργασίας», που θα ξεκινήσει από τους κλάδους «ώστε καθένας να μπορέσει να αξιολογήσει αν τη χρειάζεται» (σ.σ. τη μείωση του ωραρίου). Προτάσεις που χωρίς ρητή διασφάλιση ολοκληρωμένων και σταθερών μισθολογικών, ασφαλιστικών και άλλων εργασιακών δικαιωμάτων, κάλλιστα μπορούν να συνδεθούν και με την επιθυμητή «ευελιξία» της μεγαλοεργοδοσίας να κάνει τις συνθήκες εργασίας εντελώς «λάστιχο», ανάλογα με το εύρος του κύκλου της παραγωγής στις αντίστοιχες μονάδες της.
Τέλος, μεγάλη συζήτηση έχει ξεκινήσει με την πρόταση του Αμόν για την καθιέρωση «καθολικού εισοδήματος», τη χορήγηση δηλαδή ενός ποσού που σταδιακά θα γενικευτεί για τον πληθυσμό. Αντίστοιχες προτάσεις έχουν εμφανιστεί σε χώρες όπως η Φινλανδία, όπου οι εμπνευστές της υποστηρίζουν ότι εάν εξασφαλιστεί στους πολίτες ένα βασικό εισόδημα ικανό για τα στοιχειώδη, τότε αυτοί θα γίνουν πιο ανοικτοί π.χ. στο να αναλάβουν μορφές ευέλικτης εργασίας (ημιαπασχόληση, zero-hour κ.ά.). Μάλιστα, τέτοιες προτάσεις συνδέονται και με επισημάνσεις για την «απλοποίηση» του συστήματος Πρόνοιας, αφού μια σειρά επιδόματα μπορούν να «συμπτύσσονται» σε ένα, με αποτέλεσμα πολύ πιθανά να ανταποκρίνεται και στον πάγιο στόχο των αστικών κυβερνήσεων για «εξυγίανση των δημοσίων δαπανών».
Το πώς ακριβώς θα διαμορφωθούν τέτοιες προτάσεις στη Γαλλία, μένει να το δούμε. Ωστόσο, η πείρα και από το «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα» στην Ελλάδα αναδεικνύει ότι όχι απλά πρόκειται για ψίχουλα, αλλά και ότι ενώ αυτά προσφέρονται από τη μια πλευρά, από την άλλη η αρπαγή λαϊκών δικαιωμάτων και κατακτήσεων αποκτά τη μορφή χιονοστιβάδας.
Πάντως, η διατύπωση τέτοιων προτάσεων από αστούς πολιτικούς που λανσάρονται ως «εναλλακτικοί» δεν είναι τυχαία, σε μια εποχή που μεγαλώνουν οι απαιτήσεις για το πολιτικό προσωπικό του κεφαλαίου, για την ικανότητά του να χειραγωγεί και να εγκλωβίζει λαϊκά στρώματα στη μιζέρια και την αποδοχή της αντιλαϊκής θύελλας ως «αυτονόητης».
Συμπεράσματα και αντιθέσεις που αναδείχθηκαν στη φετινή σύναξη της πλουτοκρατίας
Copyright 2017 The Associated |
Αυτό που εκπέμπεται από τους τεχνοκράτες του Φόρουμ με δήθεν αυτοκριτική διάθεση είναι ότι χρειάζεται να υπάρξει κλείσιμο της τεράστιας εισοδηματικής ψαλίδας με αποφάσεις των πολιτικών αλλά και των επιχειρήσεων. Γίνονται αναφορές στη «χαμένη μεσαία τάξη», σ' έναν «κοινωνικό συμβιβασμό πάνω στον οποίο οικοδομήθηκε ο δυτικός κόσμος μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο» και εκφράζεται ανησυχία γιατί σήμερα έχει διαμορφωθεί μια τεράστια κοινωνική διαφοροποίηση με μια «πάμπλουτη ελίτ (σ.σ. τους ίδιους που ήταν στο Νταβός) και, από την άλλη, μια οργισμένη, απογοητευμένη μεσαία τάξη, που διαφέρει ελάχιστα από τα φτωχά στρώματα». Πάνω σε αυτήν τη βάση σημειώνεται ότι «η πολιτική ελίτ δεν είδε αυτό που ερχόταν με τη νίκη Τραμπ και το Brexit, γιατί ήταν μακριά από τον πραγματικό κόσμο» και προστίθεται με νόημα ότι «οι άνθρωποι πρέπει να συμμετέχουν στις αποφάσεις».
Μάλιστα, ο καθηγητής Φιλοσοφίας του Χάρβαρντ Μάικλ Σάντελ ανέπτυξε τη θεωρία του «skyboxification of society», δηλαδή περί «κοινωνίας όπου λόγω των ανεξέλεγκτων αγορών έχουν μεγαλώσει οι κοινωνικές διαφορές», κάτι που «καταστρέφει τη δημοκρατία και τον υγιή καπιταλισμό». Ο σύμβουλος του Τραμπ Αντονι Σκαραμούτσι ...αυτοκριτικά, είπε ότι ο ίδιος αν και μεγάλωσε σε μια οικογένεια της μεσαίας τάξης, όταν απέκτησε πλούτο «αποκόπηκε από τον απλό κόσμο».
Η Βρετανίδα πρωθυπουργός, Τερέζα Μέι, επίσης, έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου ότι «αν οι κανονικοί (mainstream) πολιτικοί δεν μάθουν να ακούνε τους απλούς ανθρώπους, τότε η τάση της ανόδου του εθνικισμού θα συνεχιστεί».
Ετσι, με έναν «εύπεπτο» τρόπο επιχειρείται να φτιαχτεί το ψεύτικο δίπολο για τους λαούς: «Αστική δημοκρατία με έλεγχο και αρχές απέναντι ...στις ανεξέλεγκτες αγορές που δεν έχουν ηθικούς φραγμούς».
Το όλο σχήμα αξιοποιείται για να εγκλωβίσει λαϊκές δυνάμεις στη χίμαιρα ότι μονόδρομος για τη ζωή τους είναι η καπιταλιστική εκμετάλλευση, που μπορεί να γίνει πιο ανθρώπινη. Δηλαδή, να πιστέψουν ότι είναι μονόδρομος τον κοινωνικό πλούτο που παράγουν οι εργαζόμενοι να τον ιδιοποιούνται οι εκμεταλλευτές τους, κάτοχοι των μέσων παραγωγής και άντε αυτοί να παίρνουν κάποια ψίχουλα παραπάνω. Είναι αυτό που βλέπουμε να λανσάρεται και στη χώρα μας και σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο, από φιλελεύθερους, σοσιαλδημοκράτες και κάθε είδους οπορτουνιστές και συμβιβασμένους με το σύστημα εκμετάλλευσης, ότι δήθεν για να ζήσουν οι εργάτες πρέπει να υπάρχουν οι καπιταλιστές για να τους δίνουν δουλειά και άρα από την καπιταλιστική ανάπτυξη έχουν να προσδοκούν και οι ίδιοι. Ομως, η εγχώρια και διεθνής πείρα αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει φιλολαϊκή διαχείριση του καπιταλισμού. Το δίχρονο διακυβέρνησης του «αριστερού» ΣΥΡΙΖΑ το αποδεικνύει περίτρανα, όπως και άλλα παραδείγματα στη Λατινική Αμερική ή ακόμα και στην καπιταλιστικοποιημένη Κίνα.
Ταυτόχρονα, έντονες συζητήσεις έγιναν στο Νταβός για το «μέλλον της εργασίας» αφού τα αστικά επιτελεία βλέπουν να διευρύνεται η απώλεια θέσεων εργασίας λόγω της συνεχώς διευρυνόμενης ένταξης στην παραγωγή των επιτευγμάτων της τεχνολογίας και της επιστήμης (αυτοματοποίηση, ρομπότ, «έξυπνες» μηχανές κ.λπ.), η λεγόμενη «τέταρτη βιομηχανική επανάσταση». Και σε αυτό το ζήτημα γίνονται εκκλήσεις στις αστικές κυβερνήσεις και τον ιδιωτικό τομέα να κάνουν προσπάθεια να μειώσουν τις επιπτώσεις στην ανεργία και προτείνονται επανακατάρτιση του εργατικού δυναμικού, απόκτηση των δεξιοτήτων που θα απαιτούν τα νέα μέσα παραγωγής. Ομως, και πάλι κάποιοι θα περισσεύουν σε μια οικονομία όπου τα πάντα γίνονται για το κέρδος και όχι για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών. Εκεί λοιπόν έρχεται η ...ιδέα του «ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος», που έπεσε και στο Νταβός, το οποίο δήθεν θα εξασφαλίζει τα προς το ζην και ταυτόχρονα ο άνεργος που θα παίρνει το επίδομα, θα μπορεί, χωρίς να το χάνει, να βρίσκει και μια συμπληρωματική δουλειά, συνήθως μερικής απασχόλησης. Στόχος τέτοιων προτάσεων, που γίνονται σε πολλές χώρες, είναι πρωταρχικά να συγχωνευτούν διάφορα επιδόματα, να εξοικειωθούν οι άνεργοι με την μισο-ζωή μισο-δουλειά, να περάσουν πιο μαζικά η μερική απασχόληση, τα μηδενικά συμβόλαια, το σύγχρονο δουλεμπόριο των ενοικιαζόμενων εργαζομένων για όσο θέλουν οι εργοδότες, η κατάργηση του σταθερού ημερήσιου χρόνου εργασίας, της δουλειάς με δικαιώματα. Δηλαδή, με άλλα λόγια, αντί τα επιστημονικά επιτεύγματα να αξιοποιούνται για τη βελτίωση της ζωής των εργαζομένων, γίνονται και πάλι μέσο υποδούλωσης. Και αυτό συμβαίνει γιατί οι παραγωγικές δυνάμεις δεν μπορούν να αποδώσουν για την κοινωνική πλειοψηφία αφού εντάσσονται στο πλαίσιο των εκμεταλλευτικών παραγωγικών σχέσεων. Ομως, αυτή η ραγδαία εξελισσόμενη πραγματικότητα της επιστήμης και της τεχνικής κάνει όλο και πιο αναγκαίο το πέρασμα σε μια ανώτερη κοινωνική οργάνωση, που απαλλαγμένη από την καπιταλιστική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής απελευθερώνει τεράστιες δυνατότητες, απελευθερώνει τον ίδιο τον εργαζόμενο. Με την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, τον επιστημονικό σχεδιασμό, τον εργατικό έλεγχο και στόχο της παραγωγής την ολόπλευρη ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών, μπορεί και οι ώρες της δουλειάς να μειωθούν και οι εργάτες να έχουν περισσότερο χρόνο για την άσκηση και τον έλεγχο της δικής τους λαϊκής εξουσίας. Αυτή η σοσιαλιστική - κομμουνιστική κοινωνία θα ξεβράζει τους κηφήνες και κάθε εκμεταλλευτή και θα προάγει την κοινωνική αλληλεγγύη και την αμοιβαία συνεργασία μεταξύ των λαών. Αυτό όμως είναι ακριβώς που θέλουν να σβήσουν από τον ορίζοντα των λαών οι καπιταλιστές, που μετείχαν στα συμπόσια στο Νταβός.
Χαρακτηριστική ήταν από γεωστρατηγικής πλευράς επίσης η παρέμβαση (μέσω τηλεδιάσκεψης) της παλιάς «καραβάνας» του αμερικανικού ιμπεριαλισμού Χένρι Κίσινγκερ (93 χρόνων σήμερα), συμβούλου ασφαλείας από το 1969 έως το 1974 και πρώην υπουργού Εξωτερικών, 1974 - 1977, πρωτεργάτη στη στήριξη δικτατοριών (σε Ελλάδα, Χιλή και αλλού) και της προσέγγισης ΗΠΑ - Κίνας, ο οποίος στη συνέχεια δημιούργησε ίδρυμα στρατηγικών μελετών. Ο Κίσινγκερ, που έχει συναντηθεί με τον Τραμπ, σημείωσε την ανάγκη η νέα αμερικανική ηγεσία να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Κίνα, την Ευρώπη και τη Ρωσία και «να βρει το νέο ρόλο τους που θα απαντάει στις ανάγκες της σημερινής εποχής, όπου παρατηρείται μια απώλεια του αναμφισβήτητου ηγετικού τους ρόλου και να προσδιορίσει πού οι ΗΠΑ μπορούν να πρωτοστατήσουν, πού πρέπει να συμβάλουν και με αυτή τη διαδικασία να βοηθήσει στη δημιουργία της διεθνούς τάξης».
Μάλιστα, τόνισε ότι η παρέμβαση του Κινέζου Προέδρου, Σι Τζινπίνγκ, στο Νταβός ήταν «καθοριστικής σημασίας». Θυμίζουμε ότι ο Κινέζος Πρόεδρος (για πρώτη φορά συμμετείχε ο ανώτατος Κινέζος ηγέτης στο Φόρουμ) εμφανίστηκε ως ο μεγαλύτερος υπερασπιστής της «οικονομικής παγκοσμιοποίησης» και απέδωσε τα «προβλήματα στην οικονομία και τη χρηματοπιστωτική κρίση» στη «με κάθε κόστος επιδίωξη του κέρδους και την έλλειψη ρύθμισης στην αγορά», ενώ πρότεινε τον «αναπροσανατολισμό της παγκοσμιοποίησης ώστε να μη δημιουργεί αποκλεισμό». Επίσης, είπε ότι η χώρα του, στην οποία κυριαρχούν οι καπιταλιστικές σχέσεις, είναι «ανοιχτή σε επενδύσεις» και «θέλει την πρόοδο όλων» σε έναν «πολυπολικό κόσμο». Ετσι, ο Κίσινγκερ χαρακτήρισε την παρέμβαση αυτή «τη θεώρηση της Κίνας για την παγκοσμιοποίηση στην οικοδόμηση της νέας τάξης πραγμάτων» και πρόσθεσε με νόημα ότι «ένα από τα προβλήματα - "κλειδιά" της σημερινής περιόδου είναι ότι η διεθνής τάξη την οποία γνωρίζαμε έως τώρα αποδιοργανώνεται και κάνουν την είσοδό τους νέα στοιχεία από την Ασία και τον αναπτυσσόμενο κόσμο».
Ταυτόχρονα, μιλώντας για τις διατλαντικές σχέσεις ο Κίσινγκερ σημείωσε με έμφαση: «Δεν νομίζω ότι είναι ξεπερασμένες, αντίθετα είναι ζωτικής σημασίας. Αυτό που χρειάζεται να επανεξεταστεί είναι η αρμοδιότητα και ευθύνη των θεσμών τους. Η διατλαντική εταιρική σχέση πρέπει να αναδομηθεί, αλλά είναι κομβικό ζήτημα για την αμερικανική και ευρωπαϊκή πολιτική». Η παρέμβαση αυτή την τελευταία μέρα των συζητήσεων στο Νταβός έχει σημασία για να κατανοηθεί η ένταση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και των προσωρινών αξόνων και συμμαχιών που δημιουργούνται, με ίδιο και απαράλλακτο σκοπό, την κυριαρχία των μονοπωλιακών ομίλων έναντι ανταγωνιστών στην κοινή στρατηγική της διατήρησης του συστήματος εκμετάλλευσης. Η ενδεχόμενη «προσέγγιση» της κυβέρνησης των ΗΠΑ προς τη Ρωσία (όπως τη δεκαετία του 1960 με την Κίνα ενάντια στην ΕΣΣΔ) επιχειρεί να περιορίσει την Κίνα, που απειλεί την κυριαρχία των ΗΠΑ στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία. Οι άξονες και αντιάξονες των καπιταλιστών εγκυμονούν μόνο νέους κινδύνους για τους λαούς και κάνουν πιο επιτακτική την πάλη για την οριστική ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων παντού.