Σάββατο 24 Ιούνη 2017
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΟ 4ΣΕΛΙΔΟ «ΔΙΕΘΝΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ»:

ΚΟΜΙΣΙΟΝ - ΕΚΤ: «Αβεβαιότητες» και «γεωπολιτικά ρίσκα» για το κεφάλαιο, που θα πληρώσουν και πάλι οι λαοί

ΒΙΟΜΗΧΑΝΟΙ: Αξιώσεις χωρίς τέλος...

BREXIT: Εντείνονται οι κόντρες μονοπωλίων και αστών εντός και εκτός Βρετανίας, με διακύβευμα τη μοιρασιά απωλειών και πλεονεκτημάτων

ΓΕΡΜΑΝΙΑ: Στην «ατμομηχανή» της ΕΕ, οι οικογένειες πληρώνουν εκατοντάδες ευρώ το μήνα για την Προσχολική Αγωγή

ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΠΙΡΟΠΗΣ - ΕΚΤ
«Αβεβαιότητες» και «γεωπολιτικά ρίσκα» για το κεφάλαιο, που θα πληρώσουν και πάλι οι λαοί

Από την πρόσφατη σύνοδο των «G7». Οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί συνεχίζουν να αποτελούν την πηγή των «αβεβαιοτήτων» που καλούνται να πληρώσουν οι λαοί

Copyright 2017 The Associated

Από την πρόσφατη σύνοδο των «G7». Οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί συνεχίζουν να αποτελούν την πηγή των «αβεβαιοτήτων» που καλούνται να πληρώσουν οι λαοί
Μια σειρά από αβεβαιότητες στην ελληνική οικονομία διαβλέπει σε πρόσφατη έκθεσή της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ενώ από την πλευρά της η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) συνεχίζει να εστιάζει σε κινδύνους γύρω από τους ρυθμούς της καπιταλιστικής ανάκαμψης, εξαιτίας και των «γεωπολιτικών εντάσεων» καθώς και άλλων παραγόντων στην παγκόσμια οικονομία και την Ευρωζώνη.

Βέβαια, οι γενικότερες εξελίξεις ακουμπάνε και την ελληνική οικονομία, σε μια εξέλιξη που έρχεται να εντείνει τα αντιλαϊκά ανακλαστικά των ευρωπαϊκών θεσμών. Σε αυτό το επίπεδο, η ΕΚΤ στο πρόσφατο «οικονομικό δελτίο» της, δίνοντας έμφαση σε οικονομίες με υψηλά κρατικά χρέη (όπως η ελληνική) χαρακτηριστικά τονίζει: «Οι χώρες οφείλουν να συνεχίσουν τις δημοσιονομικές τους προσπάθειες σε πλήρη συμμόρφωση με το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Ειδικότερα για τις χώρες με υψηλό χρέος, απαιτούνται περαιτέρω προσπάθειες προσαρμογής, προκειμένου ο λόγος δημόσιου χρέους/ΑΕΠ να τεθεί σταθερά σε καθοδική τροχιά, καθώς τα υψηλά επίπεδα χρέους τις καθιστούν ιδιαίτερα ευάλωτες σε περίπτωση τυχόν νέας αστάθειας στις χρηματοπιστωτικές αγορές ή απότομης ανάκαμψης των επιτοκίων».

Βέβαια, οι κίνδυνοι που εντοπίζει «καραδοκούν» και ενόψει των σχεδίων για τη διέξοδο του ελληνικού κράτους για νέα δάνεια από τις διεθνείς χρηματαγορές, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται στη συνέχεια για τα αντιλαϊκά παζάρια γύρω από τους τρόπους «ελάφρυνσης».

Γεωπολιτικοί κίνδυνοι

«Η αβεβαιότητα πολιτικής έχει αυξηθεί παγκοσμίως, με ανησυχίες για πιο εσωστρεφείς πολιτικές, ενώ οι γεωπολιτικές εντάσεις παραμένουν αυξημένες», τονίζει η ΕΚΤ στο οικονομικό δελτίο της, και όπως αναφέρει «ορισμένοι από αυτούς τους κινδύνους έχουν πιο τοπικό ή περιφερειακό χαρακτήρα, ενώ άλλοι έχουν πιο παγκόσμια διάσταση, οι δε πιθανότητες υλοποίησης και οι συνέπειές τους είναι δύσκολο να εκτιμηθούν».

Οπως διαπιστώνεται με βάση και τα δεδομένα προηγούμενων περιόδων, «οι γεωπολιτικές εντάσεις αποτελούν βασικό καθοδικό κίνδυνο για την ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια, παρόλο που το μέγεθος και ο τόπος εκδήλωσής τους ποικίλλουν διαχρονικά, από τη σύρραξη στη Μέση Ανατολή και τις εντάσεις με τη Βόρειο Κορέα και στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, μέχρι τις πολιτικές εντάσεις μεταξύ Τουρκίας και ΕΕ και τις συνέπειές τους για τις προσφυγικές ροές προς την ΕΕ», ενώ σύμφωνα με έναν «δείκτη γεωπολιτικών εντάσεων» που έχει καταρτίσει η ΕΚΤ, από τις αρχές του 2016 μέχρι τις αρχές του 2017 καταγράφεται περίπου σταθερό επίπεδο.

Επιπλέον, συνεχίζεται να γίνεται λόγος για αβεβαιότητες μετά την εκλογή της νέας κυβέρνησης στις ΗΠΑ και για το ενδεχόμενο «εσωστρεφών πολιτικών» με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για τις ροές του παγκόσμιου εμπορίου. Σε ό,τι αφορά τον παράγοντα του Brexit, η ΕΚΤ θεωρεί ότι «οι μεσοπρόθεσμοι κίνδυνοι δυσμενών επιπτώσεων εξακολουθούν να υφίστανται», ωστόσο οι άμεσες επιδράσεις ήταν πιο ήπιες από τις αρχικά αναμενόμενες. Συμπερασματικά, η ανάλυση της ΕΚΤ δείχνει ότι οι υφιστάμενοι «καθοδικοί κίνδυνοι» για την παγκόσμια ανάπτυξη ελαττώθηκαν μεν το προηγούμενο έτος, αλλά δεν εξαλείφθηκαν.

Επιπλέον, όπως επισημαίνεται, εντοπίζονται και νέοι κίνδυνοι. Σε αυτήν την κατηγορία αναφέρονται παράγοντες όπως «οι προθέσεις της νέας αμερικανικής κυβέρνησης στους τομείς της δημοσιονομικής και, κυρίως, της εμπορικής πολιτικής» που με τη σειρά τους «θα μπορούσαν να έχουν σημαντικές αρνητικές συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία».

Σχετικά με τις προοπτικές στην οικονομία της Κίνας, η ΕΚΤ εκτιμά πως «οι ενέργειες πολιτικής που χρησιμοποιήθηκαν για να στηρίξουν τη δραστηριότητα βοήθησαν να μετριαστούν οι ανησυχίες σχετικά με τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές», ωστόσο «οι μεσοπρόθεσμες ευπάθειες παραμένουν αυξημένες».

Επιπροσθέτως, σύμφωνα με την ΕΚΤ η αναμενόμενη σταδιακή ανάκαμψη στην παγκόσμια οικονομία βασίζεται σε μια σειρά σημαντικών παραδοχών σχετικά με την πολιτική που θα εφαρμοστεί και συναρτάται σε μεγάλο βαθμό με τη συνέχιση της στήριξης από πλευράς νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής.

Με βάση τα παραπάνω εκτιμούν πως «ενώ ορισμένοι κίνδυνοι φαίνεται να έχουν περιοριστεί», ωστόσο «στις παγκόσμιες προοπτικές εξακολουθούν να επικρατούν καθοδικοί κίνδυνοι».

«Καθοδικοί κίνδυνοι» για την ανάκαμψη, «αβεβαιότητες» για χρέος και πλεονάσματα

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, αποκαλυπτικό για το γεγονός ότι τις «αβεβαιότητες» για την ανάκαμψη της εγχώριας καπιταλιστικής οικονομίας και την επιτυχία του νέου «εθνικού στόχου» του κεφαλαίου για έξοδο στις αγορές θα κληθούν να τα πληρώσουν πολύ ακριβά οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα, αποτελεί έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που διέρρευσε μέσα στη βδομάδα στον Τύπο.

Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, τονίζεται ότι:

  • «Υπάρχουν σημαντικοί καθοδικοί κίνδυνοι στην ανάπτυξη», που συνδέονται με τη γήρανση του πληθυσμού και τις τάσεις της συνολικής παραγωγικότητας. Επισήμανση που έχει να κάνει με τα πρόσθετα μέτρα έντασης της εκμετάλλευσης, αλλά και τις νέες ανατροπές των ασφαλιστικών δικαιωμάτων που βρίσκονται στα σκαριά.
  • «Υπάρχει αβεβαιότητα γύρω από την ικανότητα των ελληνικών κυβερνήσεων να διατηρήσουν υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για αρκετές δεκαετίες». Διαπίστωση που δείχνει το πώς τα ματωμένα πλεονάσματα στα οποία συμφώνησε η κυβέρνηση για πολλά ακόμα χρόνια θα λειτουργούν μόνιμα σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω από το λαό και σαν μοχλός νέων αντιλαϊκών μέτρων και ανατροπών.
  • Οι «ανάγκες» εξυπηρέτησης του κρατικού χρέους διαμορφώνονται στο 9,3% του ΑΕΠ το 2020, ενώ το ελάχιστο όριο για τυχόν παρεμβάσεις έχει τεθεί στο 15% για τη «βραχυπρόθεσμη περίοδο», σύμφωνα με την απόφαση του Γιούρογκρουπ, και στο 20% του ΑΕΠ μακροπρόθεσμα.
  • Με βάση το δυσμενές σενάριο σχετικά με τους ρυθμούς της ανάκαμψης, η δυναμική του κρατικού χρέους απογειώνεται από τα μέσα του 2030 και στη συνέχεια και διαμορφώνεται στο 241% του ΑΕΠ το 2060.
  • Τα σενάρια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής περιλαμβάνουν και έντονες αβεβαιότητες σχετικά με τη «βιώσιμη» πρόσβαση για νέα κρατικά δάνεια από τις διεθνείς χρηματαγορές. Σύμφωνα με τις προβλέψεις τους, το μέσο επιτόκιο για την αναχρηματοδότηση - «ανακύκλωση» των υφιστάμενων κρατικών δανείων μετά το 2018 θα διαμορφώνεται στις χρηματαγορές στο 4,6%, δηλαδή σε μη διαχειρίσιμα επίπεδα.
  • Τέλος, τα αδιάθετα ποσά του ΕSM για τη χρηματοδότηση του ελληνικού κράτους, στο πλαίσιο του τρέχοντος μνημονίου (μέχρι 86 δισ. ευρώ), προβλέπεται να διαμορφωθούν στα 27,5 δισ. ευρώ. Να σημειωθεί ότι στο τραπέζι υπάρχει και η πρόταση για την «αξιοποίηση» τμήματος των αδιάθετων κεφαλαίων, ως «απόθεμα ασφαλείας», σε εξέλιξη που βέβαια θα συνδεθεί και με νέα αντιλαϊκά μέτρα, πέρα και πάνω από αυτά που ήδη ψηφίστηκαν για το 2019 - 2020, σχετικά με την περαιτέρω μόνιμη κατακρεούργηση των συντάξεων και του αφορολόγητου ορίου.
ΒΙΟΜΗΧΑΝΟΙ
Αξιώσεις δίχως τέλος... για την ανάκαμψη της ανταγωνιστικότητάς τους

Η περαιτέρω μείωση του «υψηλού κόστους Ενέργειας», η μείωση της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών, η ενίσχυση των ελαστικών μορφών εργασίας και η ακόμα μεγαλύτερη άρση της όποιας προστασίας των εργαζομένων από τις απολύσεις, μαζί με επιπλέον μέτρα για τη μείωση της «γραφειοκρατίας» μέσω της διευκόλυνσης έναρξης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, φιλικό προς το «επιχειρείν» νομοθετικό πλαίσιο, αλλά και προσαρμογή της χωροταξίας και της γενικότερης πολιτικής γης στα μέτρα που επιβάλλει η κερδοφορία των δραστηριοτήτων τους, είναι μερικές μόνο από τις «συστάσεις» των βιομηχάνων που παρουσιάστηκαν πρόσφατα, μέσα από ειδική μελέτη του ΙΟΒΕ για τη μεταποίηση στην Ελλάδα, την οποία χρηματοδότησε η λεγόμενη πρωτοβουλία «Ελληνική Παραγωγή - Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη», η Ενωση Βιομηχανικών Επιχειρήσεων και Περιφερειακών Βιομηχανικών Συνδέσμων που δημιουργήθηκε πρόσφατα.

Στις προτάσεις πολιτικής για την ενίσχυση της βιομηχανίας που εμπεριέχει η εν λόγω μελέτη, τονίζεται ιδιαίτερα ότι τα παραπάνω προβλήματα που αντιμετωπίζει η εγχώρια μεταποίηση «είναι οξύτερα στην Ελλάδα από ό,τι σε άλλες χώρες, στις οποίες εδρεύουν ανταγωνιστές των ελληνικών μεταποιητικών επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα να πλήττεται η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής μεταποίησης, με αρνητικές επιδράσεις τόσο στις εξαγωγικές επιδόσεις της, όσο και στις επιδόσεις των ελληνικών επιχειρήσεων στην εγχώρια αγορά, όπου τα ελληνικά μεταποιητικά προϊόντα ανταγωνίζονται τα εισαγόμενα».

Ανταγωνιστικότητα χτισμένη πάνω στο τσάκισμα της εργατικής τάξης

Επιβεβαιώνοντας ότι η ανταγωνιστικότητα των καπιταλιστών έναντι των ανταγωνιστών τους χτίζεται βασικά πάνω στο τσάκισμα της τιμής της εργατικής δύναμης και την ένταση συνολικά της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, η μελέτη καταγράφει τη μεγάλη μείωση του «κόστους εργασίας» για τις μεταποιητικές επιχειρήσεις κατά τα προηγούμενα χρόνια, ως στοιχείο που ενίσχυσε την ανταγωνιστικότητά τους έναντι των υπόλοιπων ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.

Οπως χαρακτηριστικά λέγεται, η «κατακόρυφη μείωση της τάξης του 27% και 33%» του εγχώριου «κόστους εργασίας» για τα διαστήματα 1997 - 2001 και 2010 - 2013 αντίστοιχα και το γεγονός ότι ειδικά την περίοδο της κρίσης και το χρονικό διάστημα 2009 - 2015 στην Ελλάδα παρατηρείται μείωση της τάξης του 6% του «εργατικού κόστους» ετησίως, όταν στην Ευρώπη η μείωση το ίδιο διάστημα κατά μέσο όρο είναι 1,5%, «ευνόητα (...) δείχνει ένα σημαντικό πλεονέκτημα ανταγωνιστικότητας έναντι της ευρωπαϊκής μεταποίησης».

Το συγκεκριμένο, βέβαια, δεν τους αρκεί και έτσι ζητούν περαιτέρω μείωση του «κόστους εργασίας», καταρχήν μέσω της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών, το ύψος των οποίων χαρακτηρίζεται «εξαιρετικά υψηλό, σχεδόν για κάθε κατηγορία εργαζομένων, αυξάνοντας το κόστος εργασίας για τις μεταποιητικές επιχειρήσεις».

Η μελέτη σημειώνει ότι η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών «θα έδινε ισχυρή αναπτυξιακή ώθηση στην ελληνική μεταποίηση» και προτείνουν τον υπολογισμό τους όχι ανάλογα με τον αριθμό των εργαζομένων, αλλά αναλόγως του τζίρου που επιτυγχάνει κάποια επιχείρηση. Επίσης, προτείνουν να δοθεί στους εργαζόμενους η δυνατότητα, προαιρετικά και εφόσον επιθυμούν οι ίδιοι, να αυξηθεί το δικό τους μερίδιο ασφαλιστικών εισφορών έναντι της μείωσης των εργοδοτικών εισφορών.

Την ίδια στιγμή, αναφορικά με την αγορά εργασίας στην Ελλάδα, επισημαίνεται ότι «παρά τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις των τελευταίων ετών», παραμένουν οι «δυσκαμψίες» και χαρακτηρίζουν απαραίτητη τη συνέχιση των «μεταρρυθμίσεων» στην κατεύθυνση ενίσχυσης των ελαστικών μορφών και των δυνατοτήτων για προσλήψεις εργαζομένων μερικής απασχόλησης, αλλά και αλλαγές στο σημερινό καθεστώς «προστασίας» των εργαζομένων από απολύσεις.

Ζητάνε και άλλες φοροαπαλλαγές και διευκολύνσεις

Ειδική μνεία γίνεται, όπως προαναφέρθηκε, στο ζήτημα της φορολογίας, σημειώνοντας βεβαίως ότι η φορολογία των επιχειρήσεων στην Ελλάδα «είναι ιδιαίτερα υψηλή» και επιβάλλεται η λήψη μέτρων για την ελάφρυνση των φορολογικών βαρών για τις «παραγωγικές επιχειρήσεις που συνεισφέρουν σημαντικά στην απασχόληση». Πιο συγκεκριμένα, ζητούν θεσμοθέτηση «εγγυημένου φορολογικού καθεστώτος» για ορισμένες κατηγορίες μεταποιητικών δραστηριοτήτων, ή για επιχειρήσεις με μεγάλες επενδύσεις σε σχηματισμό κεφαλαίου ή με μεγάλο αριθμό νέων προσλήψεων. Παράλληλα, ζητούν την παροχή φορολογικών κινήτρων για διεξαγωγή ιδιωτικών επενδύσεων στη μεταποίηση, αφού με δεδομένη την περιορισμένη δυνατότητα των εγχώριων τραπεζών να χορηγήσουν δάνεια, χαρακτηρίζεται αναγκαία η παροχή στοχευμένων φοροαπαλλαγών, έτσι ώστε να καταστεί εξίσου ελκυστική η χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων με κεφάλαια από τους μετόχους των επιχειρήσεων. Σε κάθε περίπτωση, δηλαδή, είτε μέσω τραπεζικών δανείων με ευνοϊκούς όρους είτε μέσω φοροαπαλλαγών, οι επενδύσεις, για να γίνουν, απαιτούν τσάμπα χρήμα...

Απαιτήσεις υπάρχουν και σε ό,τι αφορά τον εκσυγχρονισμό του χωροταξικού πλαισίου, αφού, όπως αναφέρεται, η δημιουργία νέων μεταποιητικών εγκαταστάσεων αλλά και η επέκταση των υπαρχουσών «υπόκειται σε χρονοβόρες και δαπανηρές γραφειοκρατικές διαδικασίες αδειοδότησης», αναφέροντας ως χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τις εξορυκτικές δραστηριότητες. Ετσι προτρέπουν την Πολιτεία να επιταχύνει τις διαδικασίες ολοκλήρωσης του χωροταξικού σχεδιασμού σε κάθε Περιφέρεια, καθώς έτσι θα υπάρξει απλοποίηση της αδειοδοτικής διαδικασίας εγκατάστασης βιομηχανικών μονάδων μέσω της αποσαφήνισης των χρήσεων γης.

Ενας ακόμη παράγοντας που σύμφωνα με τη μελέτη επηρεάζει αρνητικά την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής μεταποίησης, είναι το υψηλό μεταφορικό κόστος, που αποδίδεται εν μέρει στις «ανεπαρκείς υποδομές της χώρας», ζητώντας τη βελτίωσή τους κυρίως στο οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο.

Αντίστοιχα, και στον τομέα της Δικαιοσύνης σημειώνεται ότι το σημερινό «πολύπλοκο νομικό πλαίσιο» είναι παράγοντας που «δυσχεραίνει» την ανάπτυξη της μεταποιητικής δραστηριότητας, αφού «καθιστά χρονοβόρα και δαπανηρή την εξασφάλιση αδειών για δραστηριότητες». Ζητούν έτσι την «παροχή ασφάλειας δικαίου» προς τις επιχειρήσεις και, πιο συγκεκριμένα, προτείνουν να δίνεται εγγύηση στις επιχειρήσεις ότι οι όροι που αφορούν την περιβαλλοντική διάσταση ή την εργασία θα εξακολουθούν να ισχύουν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και οι όποιες αλλαγές στη νομοθεσία θα ισχύουν για την επιχείρηση μετά το πέρας του εγγυημένου χρονικού διαστήματος.

Το θέμα εμπλέκεται και με το κεφάλαιο της «γραφειοκρατίας», όπου εντοπίζονται πολυετείς διαδικασίες για την περιβαλλοντική αδειοδότηση, και ζητούν την επέκταση των «υπηρεσιών μιας στάσης» για τη σύσταση εταιρειών, όπως επίσης και την έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας μόνο με την κατάθεση απλής υπεύθυνης δήλωσης των ενδιαφερόμενων και την καταβολή κάποιας χρηματικής εγγύησης...

Ταχεία μετάβαση σε καθεστώς «απελευθέρωσης» της αγοράς Ενέργειας

Σε ό,τι αφορά το κόστος Ενέργειας, σημειώνεται ότι οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας για τις μεταποιητικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα είναι πολύ υψηλότερες σε σχέση με τις τιμές που απολαμβάνουν ανταγωνιστές τους σε άλλες χώρες, κατά 29,2% υψηλότερο από ό,τι στη Γερμανία και την Ισπανία και 19,2% υψηλότερο από ό,τι στην Ιταλία, σε ό,τι αφορά επιχειρήσεις με ετήσια κατανάλωση 50-1.000 GWh.

Παρότι στη μελέτη του ΙΟΒΕ χαρακτηρίζονται ως «μέτρα σε θετική κατεύθυνση» η πρόσφατη κατάργηση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στο φυσικό αέριο για ηλεκτροπαραγωγή και η σημαντική μείωσή του στη βιομηχανική χρήση, ωστόσο, όπως αναφέρει, είναι απαραίτητες «περαιτέρω ρυθμίσεις».

Ετσι, στρέφεται ανοιχτά εναντίον των χρεώσεων υπέρ των επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται στο χώρο των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), τονίζοντας την αύξηση του κόστους για τη βιομηχανία, και προτρέπει τη δημιουργία μιας «σύγχρονης ελεύθερης αγοράς» Ενέργειας και επιτάχυνση των διαδικασιών για τη μετάβαση στο «μοντέλο στόχο» (target model) της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τη δημιουργία δηλαδή ενός χρηματιστηρίου Ενέργειας, στόχο βέβαια που ήδη «τρέχει» η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ.

Ταυτόχρονα, για τη μεταβατική περίοδο μέχρι την οριστική λειτουργία του «μοντέλου στόχου», οι βιομήχανοι στρέφονται προς τη ΔΕΗ και απαιτούν να υπογραφούν για όσες επιχειρήσεις του κλάδου είναι «εκτεθειμένες στον διεθνή ανταγωνισμό» ειδικά ευνοϊκά τιμολόγια, όπως αυτά που υπέγραψε η ΔΕΗ με την «Αλουμίνιον της Ελλάδος» και τη «ΛΑΡΚΟ». Ζητούν, ακόμη, την παράταση του μέτρου της «διακοψιμότητας», το οποίο λήγει τον ερχόμενο Σεπτέμβρη, αλλά και τη μείωση των χρεώσεων υπέρ ΑΠΕ για τη βιομηχανία. Με δεδομένο, βέβαια, ότι το ετήσιο κονδύλι ενίσχυσης των επιχειρηματιών στις ΑΠΕ είναι σταθερό, οποιαδήποτε μείωσή του για τη βιομηχανία είναι αυτονόητο το ποιους θα επιβαρύνει στο τέλος...

Τέλος, εκφράζουν ένα ακόμη αίτημα, το οποίο με σαφήνεια στρέφεται κατά των ιδιωτών παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας. Ζητούν τη συμμετοχή των βιομηχανικών καταναλωτών στις δημοπρασίες τύπου ΝΟΜΕ, «ώστε να μπορεί και η μεταποίηση εντάσεως ενέργειας να αξιοποιήσει τις δυνατότητες προμήθειας ηλεκτρισμού σε χαμηλότερο κόστος...». Σημειώνουμε ότι οι βιομηχανικοί καταναλωτές έχουν αποκλειστεί από τη διαδικασία των δημοπρασιών με ειδική νομοθετική ρύθμιση, η οποία τότε είχε ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων στις τάξεις τους, καθώς μόνο οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας μπορούν να παίρνουν από τη ΔΕΗ κάτω του κόστους ηλεκτρική ενέργεια και να την μεταπωλούν στη συνέχεια σε νοικοκυριά αλλά και σε επιχειρήσεις.


Φ.

ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ ΓΙΑ «BREXIT»
Πρεμιέρα σκληρών παζαριών με αντικρουόμενα συμφέροντα και το λαό «στην πρέσα»

Οι αβεβαιότητες στη βρετανική οικονομία οξύνουν τη διαπάλη για τους όρους αποχώρησης από την ΕΕ

Τα χαμόγελα των Ντέιβιντ Ντέιβις (δεξιά) και Μισέλ Μπαρνιέ (αριστερά) δεν μπορούν να κρύψουν τις περίπλοκες αντιθέσεις

Copyright 2017 The Associated

Τα χαμόγελα των Ντέιβιντ Ντέιβις (δεξιά) και Μισέλ Μπαρνιέ (αριστερά) δεν μπορούν να κρύψουν τις περίπλοκες αντιθέσεις
Η έναρξη των επίσημων διαπραγματεύσεων Βρετανίας - ΕΕ την περασμένη Δευτέρα, 19 Ιούνη, δεν έγινε μόνον υπό τη βαριά σκιά του εκλογικού αποτελέσματος των βουλευτικών εκλογών της 8ης του Ιούνη, που στέρησε την επιθυμητή αυτοδυναμία από τους Συντηρητικούς της Βρετανίδας πρωθυπουργού, Τερέζα Μέι. Σημαδεύτηκε, επίσης, από τους τελευταίους οικονομικούς δείκτες, που δείχνουν μικρή αλλά σταθερή αύξηση του πληθωρισμού (τον Απρίλη έφτασε στο 2,9%, που θεωρείται ρεκόρ από το 2013) και περιορισμό της καπιταλιστικής ανάπτυξης το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους στο 0,2%. Αυτά τα δεδομένα, σε συνδυασμό με τη στασιμότητα των μισθών και την αύξηση του κόστους ζωής στη Βρετανία, ροκανίζουν το εισόδημα των νοικοκυριών και αυξάνουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια.

Σε αυτό το κλίμα, και εν μέσω αντιπαραθέσεων μεταξύ διαφορετικών τμημάτων της αστικής τάξης για τις μελλοντικές σχέσεις της χώρας με τις άλλες ανταγωνιστικές δυνάμεις στην ΕΕ, ο Βρετανός υπουργός αρμόδιος για το Βrexit, Ντέιβιντ Ντέιβις, συναντήθηκε τη Δευτέρα στις Βρυξέλλες με τον επικεφαλής των διαπραγματευτών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της ΕΕ, Μισέλ Μπαρνιέ.

Αμφότεροι συμφώνησαν σε ένα βασικό χρονοδιάγραμμα των επόμενων γύρων διαπραγμάτευσης. Ωστόσο, είναι χαρακτηριστικό πως η συνάντηση των δύο πλευρών ξεκίνησε με βρετανική υποχώρηση στο αρχικό αίτημα να γίνουν παράλληλα παζάρια και για την αποχώρηση της χώρας από την ΕΕ (Brexit) και για το πλαίσιο των διμερών εμπορικών σχέσεων. Σε αυτήν την πρώτη συνάντηση αποφασίστηκε οι συνομιλίες να επικεντρωθούν:

  • Στα δικαιώματα των πολιτών.
  • Στο διακανονισμό οικονομικών θεμάτων (και το κόστος του «διαζυγίου» για το Λονδίνο).
  • Σε άλλα ζητήματα που αφορούν στην αποχώρηση της Βρετανίας.
  • Στο διάλογο Βόρειας Ιρλανδίας - Ιρλανδίας.

Οι δύο πλευρές αποφάσισαν, επίσης, να συγκροτήσουν επιπρόσθετες ομάδες εργασίας, υπο-ομάδες, και να κανονίσουν τις επόμενες συνεδριάσεις περίπου ανά τέσσερις βδομάδες. Το χρονοδιάγραμμα των επόμενων γύρων διαλόγου προσδιορίστηκε για τις 17 του Ιούλη, τις 28 Αυγούστου, τις 18 Σεπτέμβρη και τις 9 Οκτώβρη.

Το Brexit στο επίκεντρο

Το Brexit ήταν από τα κεντρικά ζητήματα στις προγραμματικές δηλώσεις της πρωθυπουργού Μέι την περασμένη Τετάρτη στη Βουλή των Κοινοτήτων και στη Σύνοδο της ΕΕ. Στη Βουλή, η Μέι παρουσίασε αδρά οκτώ νομοσχέδια που αφορούν στις τελωνειακές σχέσεις, στο ανεξάρτητο εμπόριο του Ηνωμένου Βασιλείου με άλλες χώρες μετά το Βrexit, στη μετανάστευση και τα δικαιώματα των Ευρωπαίων πολιτών για παραμονή και εργασία στο Ηνωμένο Βασίλειο και των Βρετανών στις χώρες της ΕΕ, νομοσχέδια για την αλιεία, τη γεωργία, την πυρηνική ασφάλεια και το πλαίσιο εφαρμογής διεθνών κυρώσεων από το Ηνωμένο Βασίλειο.

Στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, η Μέι διαβεβαίωσε τους 27 ομολόγους της ότι κανένας πολίτης κράτους - μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν θα εξαναγκαστεί να εγκαταλείψει τη χώρα έπειτα από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του Brexit, ξεκαθαρίζοντας εντούτοις ότι απορρίπτει κάθε δικαιοδοσία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης στην επίλυση των διαφορών για τα δικαιώματα των πολιτών της ΕΕ μετά το Brexit.

Η ανταπόκριση άλλων ηγετών σε αυτήν την πρόταση ήταν «χλιαρή». Η Γερμανίδα καγκελάριος, Α. Μέρκελ, σχολίασε πως η πρόταση είναι «μία καλή αρχή» με «πολλά όμως ερωτήματα που πρέπει να διευκρινιστούν» και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζ. Κλ. Γιούνκερ, πως είναι ένα «πρώτο βήμα που δεν είναι όμως αρκετό».

Κόντρες σε πολλαπλά ταμπλό

Με υπόβαθρο τις αβεβαιότητες της βρετανικής οικονομίας, συνεχίζεται στο παρασκήνιο και το προσκήνιο η ενδοαστική διαμάχη για τους όρους του Brexit. Ελάχιστα 24ωρα από την έναρξη του πρώτου γύρου διαπραγμάτευσης στις Βρυξέλλες, ο Βρετανός υπουργός Οικονομικών, Φίλιπ Χάμοντ, και ο διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, Μαρκ Κάρνεϊ, κλιμάκωσαν τις πιέσεις για το λεγόμενο «ήπιο» Brexit, διεκδικώντας διατήρηση της παραμονής της Βρετανίας στην τελωνειακή ένωση και την ενιαία αγορά της ΕΕ.

Ο Χάμοντ, μιλώντας την Τρίτη σε σύναξη τραπεζικών στελεχών στο Λονδίνο, πρότεινε μία «μεταβατική συμφωνία αμοιβαία επωφελών κανόνων» με την ΕΕ. Τόνισε ότι η χώρα θα πρέπει να αποφύγει τον γκρεμό απότομης αποχώρησης από την ΕΕ και επιχειρηματολόγησε υπέρ ενός νέου συστήματος που θα διέπει κυρίως τον χρηματοπιστωτικό τομέα σε Βρετανία και τις άλλες χώρες της ΕΕ, ώστε να μην προκαλέσει τη μεταφορά της έδρας του τραπεζικού κεφαλαίου από το Σίτι του Λονδίνου, καθώς αυτό θα αύξαινε το κόστος των υπηρεσιών σημαντικά, θα υποβάθμιζε την ποιότητα των υπηρεσιών, «πράγμα ασύμφορο και για τις δύο πλευρές».

Δύο μέρες μετά, ο Χάμοντ διέβλεψε πως η μεγάλη αβεβαιότητα στη βρετανική οικονομία ενόψει της διαδικασίας Brexit αποθαρρύνει τις επενδύσεις και τις συμφωνίες για νέες μπίζνες, λέγοντας στο «Skynews»: «Υπάρχουν πολλές επιχειρηματικές επενδύσεις που αναβάλλονται μέχρι οι εταιρείες να μπορούν να δουν πιο ξεκάθαρα ποια είναι η πιθανή έκβαση αυτών των συζητήσεων. Οσο νωρίτερα μπορούμε να δώσουμε στις επιχειρήσεις αυτήν τη διαβεβαίωση τόσο πιο γρήγορα θα αρχίσουν και πάλι οι επιχειρήσεις να επενδύουν». Αναγνώρισε πως οι Βρετανοί θέλουν Brexit που «να προστατεύει τις θέσεις εργασίας τους και το επίπεδο ζωής τους».

Στην ίδια σύναξη τραπεζιτών, ο διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, Μ. Κάρνεϊ, κάλεσε το τραπεζικό κεφάλαιο και τους επιχειρηματίες να συνεχίσουν τις επενδύσεις, εκφράζοντας αντίθεση σε σχέδια για αύξηση των επιτοκίων της στερλίνας (που βρίσκονται σήμερα στο ιστορικό χαμηλό του 0,25%) επειδή, όπως τόνισε, έτσι θα συμπιεστούν ακόμη περισσότερο τα εισοδήματα των βρετανικών νοικοκυριών.

Επίσης, συσχέτισε το Brexit με τη μείωση του ρυθμού αύξησης του πραγματικού εισοδήματος των Βρετανών, τονίζοντας ότι θα πρέπει να τεθούν «ορισμένες βασικές προτεραιότητες, όπως η επίτευξη μιας συνολικής συμφωνίας για το εμπόριο και τις υπηρεσίες» που αποτελούν, όπως είπε, το 80% της βρετανικής οικονομίας. Τάχθηκε κατά μέτρων προστατευτισμού στην οικονομία, τονίζοντας ότι «όπως απεδείχθη από τη δεκαετία του 1930, η εφαρμογή τους δεν οδηγεί ούτε στη δικαιοσύνη, ούτε στην ευημερία, αφού βλάπτουν τους πιο αδύναμους και δημιουργούν λιγότερες ευκαιρίες».

O Συντηρητικός, πρώην αντιπρόεδρος της βρετανικής κυβέρνησης, Λόρδος Χεζελτάιν, που θεωρείται από τους θερμούς υποστηρικτές της παραμονής της χώρας στην ΕΕ, κάλεσε την Μέι να ακυρώσει τη διαδικασία Βrexit, ιδιαίτερα μετά το εκλογικό αποτέλεσμα της 8ης Ιούνη, τονίζοντας: «Η ιδέα ενός σκληρού Brexit δεν είναι πλέον αξιόπιστη. Νομίζω ότι δεν υπάρχει η απαιτούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Εχουμε διχασμένη κυβέρνηση, διχασμένη χώρα... Το σκληρό Brexit είναι νεκρό όπως και η ιδέα ότι μπορούμε να φύγουμε και να μείνουμε μία μόνη, ανεξάρτητη χώρα... Ομως πολύ απλά πλέον δεν λειτουργεί έτσι ο κόσμος σήμερα».

Αίσθηση προκάλεσε και η παρέμβαση του Αμερικανού, ουγγρο-εβραϊκής καταγωγής, καπιταλιστή Τζορτζ Σόρος, που εκτίμησε αφενός ότι η διαδικασία για το Brexit θα χρειαστεί τουλάχιστον μία πενταετία για να ολοκληρωθεί και ότι οι δύο πλευρές ίσως χρειαστεί «να ξαναπαντρευτούν προτού χωρίσουν». Υποστήριξε έτσι ότι το Brexit συνιστά «μία κατάσταση από την οποία βγαίνουν χαμένοι όλοι: και η Βρετανία και η η ΕΕ... Το Brexit δεν μπορεί να ξεγίνει. Ομως μπορούν οι άνθρωποι να αλλάξουν τη γνώμη τους».

Οι πιέσεις των βιομηχάνων

Επιπροσθέτως, ο Σύνδεσμος Βρετανικών Αυτοκινητοβιομηχανιών εξέφρασε δυσαρέσκεια για την αβεβαιότητα ενόψει Brexit. O Μάικ Χάουις, επικεφαλής του Συνδέσμου Βιομηχάνων και Εμπόρων Αυτοκινήτου (SMMT), μιλώντας στις αρχές της βδομάδας σε ετήσια συνάντηση στελεχών του οργανισμού στο Λονδίνο προειδοποίησε για τους κινδύνους που θέτει το Brexit στην αυτοκινητοβιομηχανία, εκτιμώντας ότι ο κλάδος θα υποστεί ζημιές άνω των 4,5 δισεκατομμυρίων στερλινών σε περίπτωση «σκληρού Brexit» (δηλαδή αποχώρηση της Βρετανίας δίχως συμφωνία για τις εμπορικές σχέσεις με την ΕΕ).

Ο Χάουις επισήμανε: «Ζητήσαμε σαφήνεια και σιγουριά. Οι γενικές εκλογές μόνον αυτό δεν έφεραν, αφού αύξησαν τη σύγχυση... Είναι ώρα να σταματήσουμε να παίζουμε με τις λέξεις. "Μαλακό" ή "σκληρό" Brexit δεν σημαίνει τίποτε. Πρέπει να γίνουμε ξεκάθαροι: Ο κλάδος χρειάζεται μία ολοκληρωμένη, όσο και εξατομικευμένη, ενδιάμεση συμφωνία από την πρώτη μέρα».

Παρόμοια άποψη είχε εκφράσει νωρίτερα και ο Ντίτερ Κεμπφ, πρόεδρος του Συνδέσμου Γερμανών Βιομηχάνων (BDI), υποστηρίζοντας ότι «το Βrexit είναι ο μεγαλύτερος πολιτικός κίνδυνος που αντιμετωπίζουν οι γερμανικές επενδύσεις και εξαγωγές». Εκτίμησε, επίσης, πως οι επιχειρήσεις θέλουν επειγόντως αποσαφήνιση των κανόνων που θα ρυθμίσουν το μεταβατικό στάδιο και τις μελλοντικές εμπορικές σχέσεις και κατέληξε: «Ομως, ας μην κοροϊδευόμαστε: Πάνω από όλα πρέπει να περιορίσουμε τη ζημιά όσο γίνεται περισσότερο!».

Σε κάθε περίπτωση, είναι βέβαιο πως το αμέσως επόμενο διάστημα θα ενταθούν περισσότερο οι συγκρούσεις τεράστιων μονοπωλιακών συμφερόντων και αστικών δυνάμεων, καθώς το Brexit, με όποια «συνταγή» και εάν γίνει, θα δημιουργήσει μοιραία νέα δεδομένα, οι συνέπειες των οποίων θα εκδηλωθούν πρώτα απ' όλα σε βάρος του λαού.


Δ. Ο.

ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Εκατοντάδες ευρώ το μήνα πληρώνουν οι γονείς για Προσχολική Αγωγή

Μόλις 1 στις 10 γυναίκες με μικρά παιδιά εργάζεται πλήρως, αφού το κόστος - ιδιαίτερα για τους βρεφονηπιακούς σταθμούς - είναι για πολλούς απλησίαστο, ενώ οι θέσεις δεν επαρκούν

Το 32,7% των παιδιών κάτω των 3 ετών πάνε σε μια δομή Προσχολικής Αγωγής, κι αυτό παρουσιάζεται σαν «πρόοδος» από το υπουργείο Οικογένειας
Το 32,7% των παιδιών κάτω των 3 ετών πάνε σε μια δομή Προσχολικής Αγωγής, κι αυτό παρουσιάζεται σαν «πρόοδος» από το υπουργείο Οικογένειας
Ολοένα και πιο συνήθης είναι στη Γερμανία η εικόνα ενός νέου ζευγαριού με μικρά παιδιά, όπου ο άντρας εργάζεται με πλήρη απασχόληση και συντηρεί κατά βάση οικονομικά το νοικοκυριό, ενώ η γυναίκα είτε εργάζεται με μερική απασχόληση, είτε καθόλου. Αυτή η εικόνα σχετίζεται και με το μεγάλο κόστος που έχει η Προσχολική Αγωγή στη Γερμανία, ιδιαίτερα οι βρεφονηπιακοί σταθμοί, αλλά και συνολικά η ανατροφή των παιδιών.

Οι παιδικοί και βρεφονηπιακοί σταθμοί τείνουν να εξελιχθούν σε «πολυτέλεια», οι εισφορές των γονιών ολοένα αυξάνονται και ανέρχονται σε εκατοντάδες ευρώ το μήνα. Το κόστος για τη φροντίδα ενός μικρού παιδιού σε βρεφονηπιακό σταθμό για 9 - 10 ώρες, ώστε να μπορεί η μητέρα να εργαστεί με πλήρη απασχόληση, είναι σχεδόν απλησίαστο στις περισσότερες περιοχές της χώρας.

Ετσι μόλις το 1/3 (ή το 32,7%) των παιδιών κάτω των 3 ετών στη Γερμανία πάει σε βρεφονηπιακό σταθμό, δηλαδή 719.000 παιδιά, σύμφωνα με στοιχεία της Ομοσπονδιακής Στατικής Υπηρεσίας (2016). Παρά τη μικρή αύξηση σε απόλυτους αριθμούς, το ποσοστό εμφανίζεται μειωμένο σε σχέση με το 2015, εξαιτίας της αύξησης των γεννήσεων και της μετανάστευσης.

Αξιοσημείωτη είναι και η εξής διαφορά: Ενώ στα δυτικά κρατίδια η μέση συμμετοχή στην Προσχολική Αγωγή είναι 28%, στα ανατολικά είναι στο 52%. Μάλιστα, η μικρότερη συμμετοχή (25,7%) εμφανίζεται στο (δυτικό) κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας - Βεστφαλίας, το μεγαλύτερο κρατίδιο της Γερμανίας με 18 εκατ. πληθυσμό, όπου συγκεντρώνονται πολλοί εργάτες, μετανάστες, λαϊκά στρώματα.

Πέρα από το υψηλό κόστος, οι θέσεις στους βρεφονηπιακούς σταθμούς δεν επαρκούν και συγκεκριμένα λείπουν 300.000 θέσεις σε όλη τη χώρα, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Γερμανικής Οικονομίας (ΙW) της Κολονίας. Την περίοδο των εγγραφών σχηματίζονται μεγάλες ουρές από γονείς που προσπαθούν να προλάβουν μια θέση. Επίσης, έλλειψη υπάρχει στο προσωπικό των σταθμών με 1 παιδαγωγό για 6 παιδιά στους βρεφικούς και 1 προς 12 στους παιδικούς στην καλύτερη περίπτωση.

Η μικρή συμμετοχή στην Προσχολική Αγωγή αναγνωρίζεται και από το γερμανικό υπουργείο για την Οικογένεια. Στη χώρα, υπάρχουν περίπου 55.000 δομές Προσχολικής Αγωγής. Από το 2013 θεσπίστηκε ότι κάθε παιδί που έχει συμπληρώσει το 1 έτος έχει «νόμιμο δικαίωμα σε μια δημόσια θέση προσχολικής φροντίδας». Ωστόσο, «για να εκπληρώσουν όλα τα παιδιά το δικαίωμά τους στην Προσχολική Αγωγή, πρέπει ακόμη να γίνουν πολλά», δήλωνε πέρσι η αρμόδια υπουργός.

«Απλησίαστη» η Προσχολική Αγωγή

Την ευθύνη για την Προσχολική Αγωγή στη Γερμανία, συνολικά για την εκπαίδευση, την έχουν τα κρατίδια και οι σταθμοί χρηματοδοτούνται από τους δήμους με έσοδα από την τοπική φορολογία και από γονικές συνεισφορές.

Οι σταθμοί χωρίζονται σε βρεφονηπιακούς (παιδιά έως 3 ετών) και σε παιδικούς/νηπιαγωγεία (3 - 6 ετών) με τους γονείς να πληρώνουν επιπλέον - πέρα από φόρους - περίπου το 20% του κόστους. Επίσης, εκτός από τους δημοτικούς σταθμούς υπάρχουν οι εκκλησιαστικοί, πρωτοβουλίες γονέων κ.ά. ενώ το κόστος παντού είναι ανάλογο με το εισόδημα και τις ώρες φροντίδας. Το μηνιαίο κόστος των ιδιωτικών σταθμών ξεπερνά τα 1.000 ευρώ, αλλά αυτοί είναι λίγοι, γιατί εκεί πάνε παιδιά οικογενειών με υψηλότερα εισοδήματα.

Ας δούμε ορισμένα ενδεικτικά παραδείγματα για το μηνιαίο κόστος για τους δημοτικούς σταθμούς:

Στο Βερολίνο, όπου συγκυβερνούν Σοσιαλδημοκράτες (SPD) - «Αριστερά» - «Πράσινοι» και για πολλά χρόνια συγκυβερνούσαν SPD - «Αριστερά», οι γονείς πληρώνουν μόνο στους βρεφονηπιακούς. Ακόμη και η μονογονεϊκή χαμηλόμισθη οικογένεια πληρώνει 50 ευρώ, ενώ η υψηλόμισθη έως και 400 ευρώ, ανάλογα και με τις ώρες που παραμένει το παιδί (π.χ. για 5 ώρες 200 ευρώ, για 7 ώρες 300 ευρώ, για 9 ώρες και πάνω 400 ευρώ). Επίσης, για να δικαιούται το παιδί μια μερίδα φαγητό πληρώνουν επιπλέον 25 ευρώ το μήνα.

Στο κρατίδιο Σαξονία - Ανχαλτ όπου 142.320 παιδιά φιλοξενούνται σε 1.774 δομές, οι γονείς πληρώνουν (για 10ωρη φύλαξη) 230 - 270 ευρώ, ανάλογα με το δήμο. Αν σε αυτά προστεθούν τα επιπλέον έξοδα για το μεσημεριανό φαγητό, τότε το ποσό φτάνει στα 300 ευρώ. Οι συνολικές εισφορές για 5 χρόνια Προσχολική Αγωγή για ένα παιδί κυμαίνονται από 8.500 - 12.500 ευρώ (10 ώρες). Οι γονείς επιβαρύνονται και ως κάτοικοι μέσω της τοπικής φορολογίας. Ενδεικτικά, στο συγκεκριμένο κρατίδιο, το 2017 προϋπολογίστηκαν 332 εκατ. ευρώ για τους σταθμούς, 33 εκατ. ευρώ περισσότερα από το 2016.

Στο δήμο Κολονίας για βρέφη κάτω των 2 ετών οι γονείς (με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα) πληρώνουν 148 - 331 ευρώ, χωρίς γεύμα. Οι τιμές πέφτουν λίγο για παιδιά 2 - 3 ετών και περισσότερο για παιδιά πάνω από 3 ετών (21 - 193 ευρώ).

Στο κρατίδιο της Βαυαρίας, η 8ωρη φροντίδα σε βρεφονηπιακό σταθμό κοστίζει 400 ευρώ και σε παιδικό 200 ευρώ. Στο κρατίδιο της Βάδης - Βυτεμβέργης η πλήρης φύλαξη σε βρεφονηπιακό κοστίζει 220 ευρώ και 70 ευρώ για φαγητό.

Ελάχιστες οι μητέρες με πλήρη εργασία

Ολα τα παραπάνω εξηγούν γιατί οι γυναίκες με μικρά παιδιά και πλήρη εργασία είναι η εξαίρεση στη Γερμανία. Σύμφωνα με στοιχεία της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας που δημοσιεύτηκαν στη φετινή Μέρα της Μητέρας, το 2015 μόλις το 10% των μητέρων με τα παιδιά κάτω των 3 ετών δούλευε με πλήρη απασχόληση, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τους άντρες είναι 83%.

Στο Βισμπάντεν (πρωτεύουσα της Εσσης), σύμφωνα με στοιχεία των τοπικών αρχών, σε περισσότερα από τα μισά ζευγάρια με μικρά παιδιά (51%) ο άντρας έχει πλήρη εργασία και η γυναίκα δεν εργάζεται καθόλου και μόνο στο 8% των ζευγαριών εργάζονται και οι δυο πλήρως.

Αλλά και διεθνής έρευνα του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) δείχνει πως το μοντέλο του «πλήρως εργαζόμενου άντρα που φέρνει τα λεφτά στο σπίτι» κυριαρχεί στη Γερμανία. Πιο συγκεκριμένα, το 70% των μητέρων της χώρας εργάζεται, αλλά μόνο το 30% με πλήρη απασχόληση. Σε ζευγάρια με τουλάχιστον ένα παιδί οι γυναίκες συνεισφέρουν στο οικογενειακό εισόδημα μόνο κατά 22,6%.

Μεγάλο το κόστος ανατροφής

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας (2014) για το «πόσο κοστίζει η ανατροφή των παιδιών στη Γερμανία μήνα το μήνα». Στα έξοδα υπολογίζονται τα τρόφιμα, η ένδυση, η αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου, η διαμονή, η μετακίνηση, άλλα έξοδα όπως π.χ. για πάνες ή χαρτζιλίκι, αλλά όχι η Προσχολική Αγωγή. Σύμφωνα με αυτά, το πρώτο παιδί κοστίζει μεσοσταθμικά 550 ευρώ το μήνα, τα δύο παιδιά 948 ευρώ και τα τρία 1.356 ευρώ. Αν σε αυτά προστεθούν και τα έξοδα για βρεφονηπιακό/παιδικό σταθμό, τότε τα ποσά ανεβαίνουν στα 866 ευρώ, 1.580 ευρώ, 2.298 ευρώ, αντίστοιχα.

Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν, επίσης, ότι το γονεϊκό επίδομα καλύπτει μόνο περίπου το 1/3 του πραγματικού κόστους ανατροφής. Στο τέλος του μήνα πρέπει να συμπληρώσουν επιπλέον 366 ευρώ οι γονείς με ένα παιδί, 580 ευρώ αυτοί με δύο παιδιά, 798 ευρώ με τρία παιδιά. Το γονεϊκό επίδομα το πληρώνει το κράτος το πολύ μέχρι το παιδί να γίνει 14 μηνών και αυτό ανέρχεται στα 2/3 του μισθού που είχε ο γονιός πριν τη γέννηση του παιδιού και σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να ξεπερνά τα 1.800 ευρώ το μήνα. Μετά τους 14 μήνες ο γονιός που θα παραμείνει στο σπίτι να μεγαλώσει το παιδί του, παίρνει μόνο 100 ευρώ το μήνα ως «επίδομα φροντίδας».

Τα παιδιά σαν ...παράγοντας φτώχειας

Σύμφωνα με γερμανικά δημοσιεύματα, δεδομένης της παραπάνω κατάστασης και των αυξημένων εξόδων που έχει η ανατροφή ενός παιδιού, δεν προκαλεί έκπληξη ότι το 40% των μονογονεϊκών οικογενειών εντάσσεται στο Hartz IV, δηλαδή στα επιδόματα που δίνονται στους άπορους που είναι ικανοί για εργασία. Επιπλέον επικαλούνται οικονομικές μελέτες οι οποίες λογαριάζουν τα δύο ή τρία παιδιά σαν πιθανό παράγοντα φτώχειας, όπως η ασθένεια ή η έλλειψη επαγγελματικών προσόντων...

Ολα τα παραπάνω αποκτούν ιδιαίτερη σημασία αν αναλογιστούμε ότι ισχύουν στη Γερμανία του 21ου αιώνα, δηλαδή στην πιο ισχυρή καπιταλιστική οικονομία της Ευρώπης και στην 4η ισχυρότερη του κόσμου. Μόλις πριν από λίγες μέρες, το ινστιτούτο Ifo αναθεώρησε ανοδικά την πρόβλεψή του για το ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης της Γερμανίας το 2017 στο 1,8% (από 1,5%) υπογραμμίζοντας την ισχυρή εγχώρια ζήτηση και την αύξηση των εξαγωγών. Μάλιστα, η δυναμική είναι τέτοια που θα συνεχιστεί και την επόμενη χρονιά και το 2018 το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 2,0%.

Αποδεικνύεται, ωστόσο, ότι σε ανάκαμψη και κρίση, το καπιταλιστικό σύστημα, που οργανώνεται με κριτήριο το κέρδος, δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις σύγχρονες ανάγκες της εργατικής - λαϊκής οικογένειας, ενώ συντηρείται και βαθαίνει η ανισοτιμία των γυναικών, παρά τις περί του αντιθέτου εξαγγελίες.


Ε. Μ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ