Σάββατο 24 Ιούνη 2017
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 12
ΔΙΕΘΝΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΤΕΤΡΑΣΕΛΙΔΟ)
ΒΙΟΜΗΧΑΝΟΙ
Αξιώσεις δίχως τέλος... για την ανάκαμψη της ανταγωνιστικότητάς τους

Η περαιτέρω μείωση του «υψηλού κόστους Ενέργειας», η μείωση της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών, η ενίσχυση των ελαστικών μορφών εργασίας και η ακόμα μεγαλύτερη άρση της όποιας προστασίας των εργαζομένων από τις απολύσεις, μαζί με επιπλέον μέτρα για τη μείωση της «γραφειοκρατίας» μέσω της διευκόλυνσης έναρξης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, φιλικό προς το «επιχειρείν» νομοθετικό πλαίσιο, αλλά και προσαρμογή της χωροταξίας και της γενικότερης πολιτικής γης στα μέτρα που επιβάλλει η κερδοφορία των δραστηριοτήτων τους, είναι μερικές μόνο από τις «συστάσεις» των βιομηχάνων που παρουσιάστηκαν πρόσφατα, μέσα από ειδική μελέτη του ΙΟΒΕ για τη μεταποίηση στην Ελλάδα, την οποία χρηματοδότησε η λεγόμενη πρωτοβουλία «Ελληνική Παραγωγή - Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη», η Ενωση Βιομηχανικών Επιχειρήσεων και Περιφερειακών Βιομηχανικών Συνδέσμων που δημιουργήθηκε πρόσφατα.

Στις προτάσεις πολιτικής για την ενίσχυση της βιομηχανίας που εμπεριέχει η εν λόγω μελέτη, τονίζεται ιδιαίτερα ότι τα παραπάνω προβλήματα που αντιμετωπίζει η εγχώρια μεταποίηση «είναι οξύτερα στην Ελλάδα από ό,τι σε άλλες χώρες, στις οποίες εδρεύουν ανταγωνιστές των ελληνικών μεταποιητικών επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα να πλήττεται η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής μεταποίησης, με αρνητικές επιδράσεις τόσο στις εξαγωγικές επιδόσεις της, όσο και στις επιδόσεις των ελληνικών επιχειρήσεων στην εγχώρια αγορά, όπου τα ελληνικά μεταποιητικά προϊόντα ανταγωνίζονται τα εισαγόμενα».

Ανταγωνιστικότητα χτισμένη πάνω στο τσάκισμα της εργατικής τάξης

Επιβεβαιώνοντας ότι η ανταγωνιστικότητα των καπιταλιστών έναντι των ανταγωνιστών τους χτίζεται βασικά πάνω στο τσάκισμα της τιμής της εργατικής δύναμης και την ένταση συνολικά της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, η μελέτη καταγράφει τη μεγάλη μείωση του «κόστους εργασίας» για τις μεταποιητικές επιχειρήσεις κατά τα προηγούμενα χρόνια, ως στοιχείο που ενίσχυσε την ανταγωνιστικότητά τους έναντι των υπόλοιπων ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.

Οπως χαρακτηριστικά λέγεται, η «κατακόρυφη μείωση της τάξης του 27% και 33%» του εγχώριου «κόστους εργασίας» για τα διαστήματα 1997 - 2001 και 2010 - 2013 αντίστοιχα και το γεγονός ότι ειδικά την περίοδο της κρίσης και το χρονικό διάστημα 2009 - 2015 στην Ελλάδα παρατηρείται μείωση της τάξης του 6% του «εργατικού κόστους» ετησίως, όταν στην Ευρώπη η μείωση το ίδιο διάστημα κατά μέσο όρο είναι 1,5%, «ευνόητα (...) δείχνει ένα σημαντικό πλεονέκτημα ανταγωνιστικότητας έναντι της ευρωπαϊκής μεταποίησης».

Το συγκεκριμένο, βέβαια, δεν τους αρκεί και έτσι ζητούν περαιτέρω μείωση του «κόστους εργασίας», καταρχήν μέσω της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών, το ύψος των οποίων χαρακτηρίζεται «εξαιρετικά υψηλό, σχεδόν για κάθε κατηγορία εργαζομένων, αυξάνοντας το κόστος εργασίας για τις μεταποιητικές επιχειρήσεις».

Η μελέτη σημειώνει ότι η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών «θα έδινε ισχυρή αναπτυξιακή ώθηση στην ελληνική μεταποίηση» και προτείνουν τον υπολογισμό τους όχι ανάλογα με τον αριθμό των εργαζομένων, αλλά αναλόγως του τζίρου που επιτυγχάνει κάποια επιχείρηση. Επίσης, προτείνουν να δοθεί στους εργαζόμενους η δυνατότητα, προαιρετικά και εφόσον επιθυμούν οι ίδιοι, να αυξηθεί το δικό τους μερίδιο ασφαλιστικών εισφορών έναντι της μείωσης των εργοδοτικών εισφορών.

Την ίδια στιγμή, αναφορικά με την αγορά εργασίας στην Ελλάδα, επισημαίνεται ότι «παρά τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις των τελευταίων ετών», παραμένουν οι «δυσκαμψίες» και χαρακτηρίζουν απαραίτητη τη συνέχιση των «μεταρρυθμίσεων» στην κατεύθυνση ενίσχυσης των ελαστικών μορφών και των δυνατοτήτων για προσλήψεις εργαζομένων μερικής απασχόλησης, αλλά και αλλαγές στο σημερινό καθεστώς «προστασίας» των εργαζομένων από απολύσεις.

Ζητάνε και άλλες φοροαπαλλαγές και διευκολύνσεις

Ειδική μνεία γίνεται, όπως προαναφέρθηκε, στο ζήτημα της φορολογίας, σημειώνοντας βεβαίως ότι η φορολογία των επιχειρήσεων στην Ελλάδα «είναι ιδιαίτερα υψηλή» και επιβάλλεται η λήψη μέτρων για την ελάφρυνση των φορολογικών βαρών για τις «παραγωγικές επιχειρήσεις που συνεισφέρουν σημαντικά στην απασχόληση». Πιο συγκεκριμένα, ζητούν θεσμοθέτηση «εγγυημένου φορολογικού καθεστώτος» για ορισμένες κατηγορίες μεταποιητικών δραστηριοτήτων, ή για επιχειρήσεις με μεγάλες επενδύσεις σε σχηματισμό κεφαλαίου ή με μεγάλο αριθμό νέων προσλήψεων. Παράλληλα, ζητούν την παροχή φορολογικών κινήτρων για διεξαγωγή ιδιωτικών επενδύσεων στη μεταποίηση, αφού με δεδομένη την περιορισμένη δυνατότητα των εγχώριων τραπεζών να χορηγήσουν δάνεια, χαρακτηρίζεται αναγκαία η παροχή στοχευμένων φοροαπαλλαγών, έτσι ώστε να καταστεί εξίσου ελκυστική η χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων με κεφάλαια από τους μετόχους των επιχειρήσεων. Σε κάθε περίπτωση, δηλαδή, είτε μέσω τραπεζικών δανείων με ευνοϊκούς όρους είτε μέσω φοροαπαλλαγών, οι επενδύσεις, για να γίνουν, απαιτούν τσάμπα χρήμα...

Απαιτήσεις υπάρχουν και σε ό,τι αφορά τον εκσυγχρονισμό του χωροταξικού πλαισίου, αφού, όπως αναφέρεται, η δημιουργία νέων μεταποιητικών εγκαταστάσεων αλλά και η επέκταση των υπαρχουσών «υπόκειται σε χρονοβόρες και δαπανηρές γραφειοκρατικές διαδικασίες αδειοδότησης», αναφέροντας ως χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τις εξορυκτικές δραστηριότητες. Ετσι προτρέπουν την Πολιτεία να επιταχύνει τις διαδικασίες ολοκλήρωσης του χωροταξικού σχεδιασμού σε κάθε Περιφέρεια, καθώς έτσι θα υπάρξει απλοποίηση της αδειοδοτικής διαδικασίας εγκατάστασης βιομηχανικών μονάδων μέσω της αποσαφήνισης των χρήσεων γης.

Ενας ακόμη παράγοντας που σύμφωνα με τη μελέτη επηρεάζει αρνητικά την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής μεταποίησης, είναι το υψηλό μεταφορικό κόστος, που αποδίδεται εν μέρει στις «ανεπαρκείς υποδομές της χώρας», ζητώντας τη βελτίωσή τους κυρίως στο οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο.

Αντίστοιχα, και στον τομέα της Δικαιοσύνης σημειώνεται ότι το σημερινό «πολύπλοκο νομικό πλαίσιο» είναι παράγοντας που «δυσχεραίνει» την ανάπτυξη της μεταποιητικής δραστηριότητας, αφού «καθιστά χρονοβόρα και δαπανηρή την εξασφάλιση αδειών για δραστηριότητες». Ζητούν έτσι την «παροχή ασφάλειας δικαίου» προς τις επιχειρήσεις και, πιο συγκεκριμένα, προτείνουν να δίνεται εγγύηση στις επιχειρήσεις ότι οι όροι που αφορούν την περιβαλλοντική διάσταση ή την εργασία θα εξακολουθούν να ισχύουν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και οι όποιες αλλαγές στη νομοθεσία θα ισχύουν για την επιχείρηση μετά το πέρας του εγγυημένου χρονικού διαστήματος.

Το θέμα εμπλέκεται και με το κεφάλαιο της «γραφειοκρατίας», όπου εντοπίζονται πολυετείς διαδικασίες για την περιβαλλοντική αδειοδότηση, και ζητούν την επέκταση των «υπηρεσιών μιας στάσης» για τη σύσταση εταιρειών, όπως επίσης και την έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας μόνο με την κατάθεση απλής υπεύθυνης δήλωσης των ενδιαφερόμενων και την καταβολή κάποιας χρηματικής εγγύησης...

Ταχεία μετάβαση σε καθεστώς «απελευθέρωσης» της αγοράς Ενέργειας

Σε ό,τι αφορά το κόστος Ενέργειας, σημειώνεται ότι οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας για τις μεταποιητικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα είναι πολύ υψηλότερες σε σχέση με τις τιμές που απολαμβάνουν ανταγωνιστές τους σε άλλες χώρες, κατά 29,2% υψηλότερο από ό,τι στη Γερμανία και την Ισπανία και 19,2% υψηλότερο από ό,τι στην Ιταλία, σε ό,τι αφορά επιχειρήσεις με ετήσια κατανάλωση 50-1.000 GWh.

Παρότι στη μελέτη του ΙΟΒΕ χαρακτηρίζονται ως «μέτρα σε θετική κατεύθυνση» η πρόσφατη κατάργηση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στο φυσικό αέριο για ηλεκτροπαραγωγή και η σημαντική μείωσή του στη βιομηχανική χρήση, ωστόσο, όπως αναφέρει, είναι απαραίτητες «περαιτέρω ρυθμίσεις».

Ετσι, στρέφεται ανοιχτά εναντίον των χρεώσεων υπέρ των επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται στο χώρο των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), τονίζοντας την αύξηση του κόστους για τη βιομηχανία, και προτρέπει τη δημιουργία μιας «σύγχρονης ελεύθερης αγοράς» Ενέργειας και επιτάχυνση των διαδικασιών για τη μετάβαση στο «μοντέλο στόχο» (target model) της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τη δημιουργία δηλαδή ενός χρηματιστηρίου Ενέργειας, στόχο βέβαια που ήδη «τρέχει» η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ.

Ταυτόχρονα, για τη μεταβατική περίοδο μέχρι την οριστική λειτουργία του «μοντέλου στόχου», οι βιομήχανοι στρέφονται προς τη ΔΕΗ και απαιτούν να υπογραφούν για όσες επιχειρήσεις του κλάδου είναι «εκτεθειμένες στον διεθνή ανταγωνισμό» ειδικά ευνοϊκά τιμολόγια, όπως αυτά που υπέγραψε η ΔΕΗ με την «Αλουμίνιον της Ελλάδος» και τη «ΛΑΡΚΟ». Ζητούν, ακόμη, την παράταση του μέτρου της «διακοψιμότητας», το οποίο λήγει τον ερχόμενο Σεπτέμβρη, αλλά και τη μείωση των χρεώσεων υπέρ ΑΠΕ για τη βιομηχανία. Με δεδομένο, βέβαια, ότι το ετήσιο κονδύλι ενίσχυσης των επιχειρηματιών στις ΑΠΕ είναι σταθερό, οποιαδήποτε μείωσή του για τη βιομηχανία είναι αυτονόητο το ποιους θα επιβαρύνει στο τέλος...

Τέλος, εκφράζουν ένα ακόμη αίτημα, το οποίο με σαφήνεια στρέφεται κατά των ιδιωτών παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας. Ζητούν τη συμμετοχή των βιομηχανικών καταναλωτών στις δημοπρασίες τύπου ΝΟΜΕ, «ώστε να μπορεί και η μεταποίηση εντάσεως ενέργειας να αξιοποιήσει τις δυνατότητες προμήθειας ηλεκτρισμού σε χαμηλότερο κόστος...». Σημειώνουμε ότι οι βιομηχανικοί καταναλωτές έχουν αποκλειστεί από τη διαδικασία των δημοπρασιών με ειδική νομοθετική ρύθμιση, η οποία τότε είχε ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων στις τάξεις τους, καθώς μόνο οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας μπορούν να παίρνουν από τη ΔΕΗ κάτω του κόστους ηλεκτρική ενέργεια και να την μεταπωλούν στη συνέχεια σε νοικοκυριά αλλά και σε επιχειρήσεις.


Φ.


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ