Παρασκευή 2 Φλεβάρη 2018
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Διαβάστε στο σημερινό 4σέλιδο «Διεθνή και Οικονομία»:

ΕΓΧΩΡΙΟΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟΙ ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ: «Εθνικό» σχέδιο, με αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις, «ανεξάρτητα από εκλογικούς κύκλους»

ΓΑΛΛΙΑ: Συνέχιση της αντιλαϊκής πολιτικής με διάλυση των επιδομάτων ανεργίας

ΓΕΡΜΑΝΙΑ: Ενεργειακή «μετάβαση» στα μέτρα της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλιακών ομίλων

ΕΓΧΩΡΙΟΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟΙ ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ - ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ - ΕΕ
«Εθνικό» σχέδιο με τη σφραγίδα του κεφαλαίου

«Να υπηρετείται με συνέπεια ανεξαρτήτως εκλογικών κύκλων και πολιτικών αλλαγών», απαιτούν οι βιομήχανοι

Στον «σκληρό πυρήνα» των μνημονίων και στο κεντρικό «ερώτημα» που αυτά θέτουν γύρω από την ενίσχυση και θωράκιση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρηματικών ομίλων εισέρχονται σε αυτήν τη φάση οι αντιλαϊκές διεργασίες και τα παζάρια αναφορικά με το εκτεταμένο πρόγραμμα της περιόδου μετά το 2018.

Σε αυτό το πλαίσιο, με μια «ηχηρή» κοινή παρέμβασή τους, ΣΕΒ, Ελληνική Παραγωγή - Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη καθώς και οι Περιφερειακοί Σύνδεσμοι Βιομηχανιών «άνοιξαν» στην αρχή της βδομάδας το στρατηγικό σχέδιο που αφορά τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητάς τους, προσβλέποντας σε έναν διευρυμένο κύκλο κερδοφορίας, που με τη σειρά του έρχεται να πατήσει στο έδαφος της αντιλαϊκής πολιτικής.

Στην πρώτη γραμμή των αξιώσεων των εγχώριων βιομηχάνων φιγουράρουν οι κάθε είδους φορολογικές ελαφρύνσεις, η παροχή κινήτρων, η μείωση του κόστους παραγωγής (Ενέργεια κ.ά.), η μεγαλύτερη πρόσδεση της Εκπαίδευσης στις ανάγκες τους, ενώ η σχετική λίστα περιλαμβάνει και το «αίτημα» για τη σύσταση υπουργείου Βιομηχανίας, «με συγκέντρωση όλων των κατακερματισμένων αρμοδιοτήτων».

Τα παραπάνω έρχονται να «κουμπώσουν» με το υπό διαμόρφωση πρόγραμμα της λεγόμενης «εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής», αλλά και να συμπληρώσουν τις «μνημονιακές» διατάξεις αναφορικά με τις παρεμβάσεις τόνωσης των επιχειρηματικών ομίλων. Ταυτόχρονα, κάθε άλλο παρά τυχαία, σειρά στόχων «ακουμπούν» στις προσπάθειες της κυβέρνησης να παίξει ενεργότερο ρόλο στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς στην περιοχή.

Το «εθνικό» αυτό σχέδιο του κεφαλαίου απαιτεί την «ανάληψη της ιδιοκτησίας του προγράμματος» από τη σημερινή και τις επόμενες αστικές κυβερνήσεις, όπως βέβαια και τη διαμόρφωση πολιτικών συναινέσεων, στο έδαφος βέβαια των στρατηγικών συγκλίσεων όλων στους βασικούς στόχους που αφορούν την ανάκαμψη των επιχειρηματικών ομίλων.

Εξάλλου, όπως χαρακτηριστικά διαπιστώνει και το Ιδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), στην πρόσφατη «τριμηνιαία έκθεση», «υπάρχει πλέον συμφωνία μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης για την ανάγκη να εφαρμοστούν τα προγράμματα και να αποφεύγονται διενέξεις με τους δανειστές και εταίρους».

Βασικοί κρίκοι στη στρατηγική του κεφαλαίου

Στην κοινή τους παρέμβαση, οι σύνδεσμοι των βιομηχάνων ξεκαθαρίζουν ότι «η βιομηχανική στρατηγική και ο ποσοτικός στόχος πρέπει πλέον να αποτελούν δομικά στοιχεία του εθνικού αναπτυξιακού σχεδίου της χώρας». Μάλιστα, ως άμεσος ποσοτικός στόχος προσδιορίζεται η αύξηση του μεριδίου της βιομηχανίας από περίπου 9% του ΑΕΠ σήμερα, στο 12% μέχρι το 2020 και στο 15% μεσοπρόθεσμα.

Μεταξύ άλλων και προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι «φιλόδοξοι στόχοι», η δέσμη προτάσεων των εγχώριων βιομηχάνων περιλαμβάνει τους παρακάτω άξονες:

-- Ενέργεια. Με ζήτημα αιχμής τη «μείωση του ενεργειακού κόστους», που αποτελεί «κεντρικό παράγοντα κόστους και κατά συνέπεια διεθνούς ανταγωνιστικότητας», μεταξύ άλλων, προτείνονται «η ταχεία αναδιάρθρωση της ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας», η εξασφάλιση σύνδεσης με Ιταλία και Βουλγαρία με τη λειτουργία νέας αγοράς, η δυνατότητα για απευθείας εισαγωγή ηλεκτρικού ρεύματος στις ενεργοβόρες βιομηχανίες, η επέκταση των απαλλαγών από ειδικούς φόρους για ορυκτολογική κατεργασία κ.ά.

-- Ενίσχυση ανταγωνιστικότητας. Στο αντιλαϊκό κάδρο προβάλλουν παρεμβάσεις όπως «η οργανωμένη απεμπλοκή του τραπεζικού συστήματος από μη εξυπηρετούμενα δάνεια», ο «εξορθολογισμός» στο φορολογικό συντελεστή επί των κερδών, με «ισχυρά οριζόντια κίνητρα για επενδύσεις», όπως «κίνητρα» για θέσεις εργασίας, υπερ-αποσβέσεις, συμψηφισμός ζημιών με κέρδη σε ορίζοντα 10ετίας. Ο άξονας της ανταγωνιστικότητας εστιάζει ακόμη στη «δραστική απλοποίηση των διαδικασιών fast track» για τις μεγάλες επενδύσεις, «ενθάρρυνση εξωτραπεζικών εργαλείων χρηματοδότησης», αξιοποίηση ΣΔΙΤ κ.ά.

-- Εξαγωγική διείσδυση. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτουν, το 80% των εξαγωγών πραγματοποιείται από περίπου 250 επιχειρήσεις. Οπως χαρακτηριστικά τονίζουν, ο φόρος κατανάλωσης είναι «εσωτερικός φόρος» και «δεν πρέπει να επιβαρύνει τα εξαγώγιμα προϊόντα δεδομένου ότι δημιουργείται πρόβλημα ανταγωνισμού».

-- Δίκτυα μεταφορών. Οι «άμεσες δράσεις» αφορούν την ανάπτυξη υποδομών και logistics, για την «ανταγωνιστική διακίνηση των πρώτων υλών», αναβάθμιση περιφερειακών υποδομών, σύνδεση παραγωγικών μονάδων με το σιδηρόδρομο.

-- «Επιχειρηματικό περιβάλλον». Εδώ δεσπόζει η μείωση του λεγόμενου «μη μισθολογικού κόστους» (ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλει η εργοδοσία). Ουσιαστικά, προτείνεται και η ατζέντα των «εργαλειοθηκών» του ΟΟΣΑ, που βέβαια «τρέχει» η κυβέρνηση. Μεταξύ άλλων, προβλέπονται παρεμβάσεις για απλοποίηση των διαδικασιών έναρξης, δασική νομοθεσία, αρχαιολογία, χωροθέτηση.

-- Ερευνα - καινοτομία. Η «απλοποίηση της συνεργασίας πανεπιστημιακών και ερευνητικών ιδρυμάτων με επιχειρήσεις για την παραγωγική αξιοποίηση και για την πρακτική εφαρμογή καινοτόμων θεωριών και προγραμμάτων» έχει και συνέχεια, με τη συνοδευτική πρόταση των βιομηχάνων για την «αναβάθμιση των γνώσεων και δεξιοτήτων των εκπαιδευτικών και τη συνεχή επιμόρφωσή τους». Σε αυτό το πλαίσιο, «ενδεικτικά» προβάλλουν τη «μεταφορά τεχνογνωσίας σε εκπαιδευτικούς της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης μέσω της τοποθέτησής τους για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα σε επιχειρήσεις». Στόχος, όπως λένε, είναι η «εξοικείωση» των εκπαιδευτικών με τις «τεχνολογίες που χρησιμοποιούν οι επιχειρήσεις στην παραγωγική τους διαδικασία».

Η «ιδιοκτησία» των αντιλαϊκών προγραμμάτων

Για όλα τα παραπάνω, οι βιομήχανοι προβάλλουν και την απαίτηση για πολιτική συναίνεση, σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι «η υιοθέτηση του εθνικού σχεδίου πρέπει να γίνει με ευρεία συναίνεση και να υπηρετείται με συνέπεια ανεξαρτήτως εκλογικών κύκλων και πολιτικών αλλαγών».

Εξάλλου, και το ΙΟΒΕ, από την πλευρά του, αναφορικά με τις προϋποθέσεις για «ισχυρή ανάπτυξη», εστίαζε πρόσφατα στη «μεταστροφή του επενδυτικού κλίματος, στην οικοδόμηση εμπιστοσύνης από το ελληνικό πολιτικό σύστημα έτσι ώστε να είναι φιλικό προς τους επενδυτές, με αποτελεσματική και επιτελική δημόσια διοίκηση και στο σταθερό και απλό φορολογικό πλαίσιο».

Η κυβέρνηση, από την πλευρά της, εκπέμποντας ισχυρά σήματα προς το κεφάλαιο, τις διεθνείς χρηματαγορές και τους επενδυτές, σπεύδει να διαβεβαιώσει για την ανάληψη της ιδιοκτησίας του «προγράμματος».

Σε αυτό το φόντο, ο υπουργός Οικονομικών, Ευ. Τσακαλώτος, σε συνέχεια της κοινής παρέμβασης των βιομηχανικών συνδέσμων, τόνιζε την Τετάρτη πως «σκεφτόμαστε, μέχρι το Πάσχα, να έχουμε ετοιμάσει το δικό μας σχέδιο, που θα περιλαμβάνει κοινωνικές και αναπτυξιακές πολιτικές, για να δείξουμε τόσο στους θεσμούς, όσο και στις αγορές, ότι αυτό είναι το δικό μας πρόγραμμα, ότι έχουμε την ιδιοκτησία του. Πρόκειται για αυτά που θέλουμε να κάνουμε»...

Είχαν προηγηθεί δηλώσεις, όπως αυτή του επικεφαλής στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, Κλ. Ρέγκλινγκ, ότι «τίθεται το λογικό ερώτημα, πώς οι χώρες - πιστωτές θα βεβαιωθούν ότι εφαρμόζονται τα συμφωνηθέντα, ότι δεν θα υπάρξει πισωγύρισμα μεταρρυθμίσεων και ότι θα τηρηθούν οι υποσχέσεις σε σχέση με το πρωτογενές πλεόνασμα, με τη μελλοντική φορολογική πολιτική, με τις ιδιωτικοποιήσεις, με τη μείωση των κόκκινων δανείων».

Στη «σκακιέρα» των γεωπολιτικών ανταγωνισμών

Από το κάδρο δεν λείπει και η γεωπολιτική διάσταση του στόχου της ανάκαμψης, με τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομίας, Αλ. Χαρίτση, να λέει σε εκδήλωση της «Business Europe» που φιλοξένησε ο ΣΕΒ στην Αθήνα, πως «η ελληνική κυβέρνηση, παράλληλα με τη μεγάλη προσπάθεια για έξοδο από τη δημοσιονομική κρίση, λαμβάνει διεθνείς πρωτοβουλίες για ενίσχυση του διεθνούς προφίλ της χώρας», εστιάζοντας μεταξύ άλλων στις «διπλωματικές προσπάθειες για επίλυση προβλημάτων δεκαετιών με τους βόρειους γείτονες, Αλβανία και FYROM».

Σύμφωνα με τον αναπληρωτή υπουργό, η «επίλυση» αυτών των ζητημάτων «θα ωφελήσει το σύνολο των χωρών και πρωτίστως βέβαια τη χώρα μας, ως την πιο ισχυρή οικονομία της περιοχής». Μάλιστα, κάλεσε τους ισχυρούς επιχειρηματικούς ομίλους να παίξουν ενεργότερο ρόλο σε αυτήν τη διαδικασία, λέγοντας ότι «είναι ευθύνη και καθήκον των παραγωγικών φορέων να στηρίξουν αυτήν την προσπάθεια για εδραίωση της καλής γειτονίας και της οικονομικής συνεργασίας στα Βαλκάνια».

Τα πάντα στην κυριολεξία υποτάσσονται στην ενιαία στρατηγική για την ανάκαμψη των επιχειρηματικών ομίλων, τόσο στο εσωτερικό της χώρας, με τη διαμόρφωση ευρύτερων συμπράξεων και πολιτικών συναινέσεων, όσο και στο πλέγμα των διακρατικών υποχρεώσεων, εντός του ευρωατλαντικού πλαισίου, με μόνιμη «επωδό» την αντιλαϊκή πολιτική.

ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ - ΚΟΥΑΡΤΕΤΟ
Ανάκαμψη για το κεφάλαιο με «ενστερνισμό» των αντιλαϊκών προγραμμάτων

«Η πραγματική πρόκληση είναι να δημιουργηθεί ένα ισχυρό πλαίσιο που θα διασφαλίζει τη διαρκή εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων», λέει ο Ντ. Κοστέλο

Eurokinissi

«Η πραγματική πρόκληση είναι να δημιουργηθεί ένα ισχυρό πλαίσιο που θα διασφαλίζει τη διαρκή εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων», λέει ο Ντ. Κοστέλο
Ο «ενστερνισμός του προγράμματος» για την περίοδο μετά το 2018 από τις ελληνικές κυβερνήσεις και τον κρατικό μηχανισμό βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα των αντιλαϊκών διεργασιών, ενόψει του νέου κύκλου με τα ακόμη 88 προαπαιτούμενα της 4ης «αξιολόγησης», αλλά και των συζητήσεων αναφορικά με τη μακροπρόθεσμη διαχείριση - «ελάφρυνση» του κρατικού χρέους. Τα ζητήματα αυτά, σύμφωνα με πληροφορίες, θα συζητηθούν στην Ομάδα Εργασίας του Γιούρογκρουπ, που συνεδριάζει στις 8 Φλεβάρη, ενώ την ίδια μέρα επισκέπτεται την Αθήνα ο επίτροπος Οικονομικών της ΕΕ, Π. Μοσκοβισί.

Σε αυτό το φόντο, ο απερχόμενος πρόεδρος της Ομάδας Εργασίας του Γιούρογκρουπ, Τ. Βίζερ, χαρακτηριστικά επισημαίνει: «Μόνο όταν μια κυβέρνηση ενστερνιστεί τους στόχους ενός προγράμματος, μπορεί να λειτουργήσει και η εφαρμογή του και να εξηγηθεί πειστικά στους πολίτες η αναγκαιότητά του». Επιπλέον, δίνοντας εύσημα στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ για τη σφοδρή αντιλαϊκή κλιμάκωση της τελευταίας περιόδου, υπογράμμισε ότι ο ενστερνισμός του προγράμματος «δεν συνέβη στην Ελλάδα, με καμιά κυβέρνηση. Τα πράγματα βελτιώθηκαν ανέλπιστα μόνο τον τελευταίο χρόνο».

Την ίδια ώρα, ο εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο κουαρτέτο, Ντ. Κοστέλο, τονίζει ότι η πραγματική πρόκληση δεν είναι αν η Ελλάδα βγει με επιτυχία από το πρόγραμμα, αλλά «να δημιουργηθεί ένα ισχυρό πλαίσιο μετά τη λήξη του προγράμματος που θα διασφαλίζει τη διαρκή εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων». Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «Τα Νέα», ο Ντ. Κοστέλο, μιλώντας σε Ολλανδούς βουλευτές, υπογράμμισε ακόμη ότι στην περίπτωση των «βαθιών και καίριων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, θα χρειαστούν πέντε και σε ορισμένες περιπτώσεις δέκα χρόνια σταθερής εφαρμογής για να αποδώσουν».

Από την πλευρά του, ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ, Ου. Μάρεϊ, σε χτεσινές δηλώσεις του, σημείωσε ότι «η έκθεση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού κρατικού χρέους θα δημοσιοποιηθεί όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή», ενώ παράλληλα απέκλεισε το ενδεχόμενο μιας κοινής έκθεσης βιωσιμότητας με την πλευρά της ΕΕ. Αναφορικά με τις παραμέτρους που θα εφαρμοστούν από την ΕΚΤ στο πλαίσιο των ελέγχων για την κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζικών ομίλων, ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ σημείωσε πως η διαδικασία αποτελεί ένα σημαντικό βήμα για την αξιολόγηση της στρατηγικής αντιμετώπισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων που βρίσκονται σε εξαιρετικά υψηλό επίπεδο.

Οι αντιλαϊκοί σχεδιασμοί αναμένεται να τεθούν και στο πλαίσιο της Εαρινής Συνόδου του ΔΝΤ (20 - 22 Απρίλη), με άξονες το «νέο» εποπτικό πλαίσιο, το «προληπτικό πρόγραμμα» χρηματοπιστωτικής στήριξης προς το ελληνικό κράτος και βέβαια τη διαχείριση του κρατικού χρέους. Σε κάθε περίπτωση, όλα τα παραπάνω θα έρθουν να «κουμπώσουν» με την κλιμάκωση των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων.

Το «Γραφείο Προϋπολογισμού» της Βουλής

Την ίδια ανάγκη, «ενστερνισμού» των αναδιαρθρώσεων, σημειώνει και το «Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους» στη Βουλή, στην τριμηνιαία έκθεσή του, όπου αναφερόμενο στην προηγούμενη περίοδο, διαπιστώνει ότι «εκτός από την πρωτοφανή ύφεση, την αβεβαιότητα επίσης τροφοδοτούσε η απουσία ενστερνισμού του προγράμματος από τις ελληνικές αρχές, καθώς η οικονομική του φιλοσοφία (που έρχεται σε σύγκρουση με παραδοσιακές αντιλήψεις για το ρόλο του κράτους και της αγοράς) συχνά αμφισβητείτο στην πράξη».

Στην έκθεση αποτυπώνεται και η ανάγκη για τη διαμόρφωση ευρύτερων πολιτικών συγκλίσεων και συναινέσεων και, όπως αναφέρεται, «η συναίνεση είναι απαραίτητη για να υπάρξουν οργανωμένες εθνικές προσπάθειες προσαρμογής στο μεταβαλλόμενο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον».

Αναφορικά με το εποπτικό πλαίσιο της επόμενης μέρας, μεταξύ άλλων, η έκθεση σχολιάζει ότι «το ρόλο της "τρόικας" αναλαμβάνουν, με διαφορετική βέβαια μορφή, οι ίδιες οι αγορές». Ετσι, σε περίπτωση που «οι αγορές διαπιστώσουν ότι οι κυβερνήσεις δεν χαρακτηρίζονται από συνέπεια στην άσκηση οικονομικής πολιτικής (...) θέτοντας σε κίνδυνο τη δημοσιονομική σταθερότητα, οι αγορές θα είναι τιμωρητικές, ανεβάζοντας τα επιτόκια και δυσκολεύοντας ή και ακυρώνοντας τυχόν πρόσβαση σε δανειακά κεφάλαια».

Νέα κρατικά δάνεια από τις αγορές

Σε ένα τέτοιο φόντο, την επόμενη βδομάδα αναμένεται η «δοκιμαστική έξοδος» για κρατικό δανεισμό στις διεθνείς χρηματαγορές. Το υπό έκδοση κρατικό ομόλογο θα είναι 7ετούς διάρκειας, με στόχο την άντληση κεφαλαίων ύψους 3 δισ. ευρώ, τα οποία και θα «αξιοποιηθούν» για το χτίσιμο του «αποθεματικού ασφαλείας» της περιόδου μετά το 2018.

Διαμεσολαβητές, «ανάδοχοι» της έκδοσης αναλαμβάνουν οι τραπεζικοί όμιλοι Barclays, BNP Paribas, Citigroup, JP Morgan και η Nomura, σύμφωνα με το πρακτορείο «Ρόιτερς».

ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΦΟΡΟΕΙΣΠΡΑΚΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ
Μαζικές κατασχέσεις για τις «οφειλές» λαϊκών νοικοκυριών

Μπαράζ κατασχέσεων για ληξιπρόθεσμες «οφειλές» λαϊκών νοικοκυριών έχουν εξαπολύσει η κυβέρνηση και ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός, ενώ την ίδια ώρα και τα εμφανιζόμενα χρέη συνεχίζουν σε τροχιά διόγκωσης, σε μια εξέλιξη που έρχεται να οξύνει ακόμη περισσότερο τα αντιλαϊκά «ανακλαστικά», ώστε να πιαστούν οι στόχοι για τα ματωμένα πλεονάσματα στους κρατικούς προϋπολογισμούς.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), οι κατασχέσεις που διενεργήθηκαν στο 12μηνο του 2017 ξεπερνούν τις 211.000, ή περίπου 17.600 κατά μέσο όρο, ανά μήνα, έχοντας ως αποδέκτη λαϊκά νοικοκυριά που αδυνατούν να σηκώσουν τους φόρους και τα άλλα χαράτσια.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ που αφορούν στο μήνα Δεκέμβρη του 2017:

  • Οι «οφειλέτες υπό αναγκαστικά μέτρα είσπραξης» έφτασαν σε 1.050.077, από 839.056 στο τέλος Δεκέμβρη 2016. Οπως προκύπτει, στο περσινό 12μηνο επιβλήθηκαν αναγκαστικά μέτρα είσπραξης (κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών, εισοδημάτων «εις χείρας τρίτων» κ.ά.) σε βάρος επιπλέον 211.021 φορολογουμένων.
  • Παράλληλα, οι «οφειλέτες στους οποίους δύναται να ληφθούν αναγκαστικά μέτρα είσπραξης», δηλαδή βρίσκονται στο «παρά 5» της επιβολής τους, έφτασαν το Δεκέμβρη τα 1,62 εκατομμύρια!
  • Η μάζα των ληξιπρόθεσμων χρεών στο 12μηνο του 2017 διογκώθηκε κατά επιπλέον 12,93 δισ. ευρώ, ποσό που έρχεται να «αυγατίσει» το συσσωρευμένο χρέος περασμένων ετών και διαμορφώνεται πλέον στα 101,8 δισ. ευρώ.

Βέβαια, το συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα από τα παλαιά ληξιπρόθεσμα χρέη αποτελείται από «φέσια» και μεγάλα επιχειρηματικά «κανόνια» και πλέον θεωρείται οριστικά ξεγραμμένο. Σε αυτό το φόντο, η επίθεση κλιμακώνεται στη μεγάλη μάζα των λαϊκών νοικοκυριών που εμφανίζονται να χρωστούν μικρά ποσά.

Μάλιστα, όπως χαρακτηριστικά διαπιστώνεται και σε πρόσφατη έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας, «μόλις το 0,17% (7,3 χιλιάδες οφειλέτες) του συνολικού αριθμού των υπόχρεων συγκεντρώνει το 80% του συνολικού φορολογικού χρέους, ενώη οφειλή για τη συντριπτική πλειοψηφία των υπόχρεων (84%) δεν υπερβαίνει τις 3.000 ευρώ».

Να σημειωθεί ότι από την 1η Μάη 2018, ενεργοποιείται η νομοθετική ρύθμιση για την έναρξη των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών και για χρέη προς τον φοροεισπρακτικό μηχανισμό και τα ασφαλιστικά ταμεία για τους αυτοαπασχολούμενους.

ΑΝΤΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ
Συνέχεια στην αντιλαϊκή επίθεση με διάλυση των επιδομάτων ανεργίας

Σχέδια για στενότερο «έλεγχο» των ανέργων, της «επαρκούς» συμμετοχής τους στην «αναζήτηση απασχόλησης», «ποινές» σε όσους δεν «προσαρμόζονται» στις νέες συνθήκες της αγοράς εργασίας

Από παλιότερη διαδήλωση ανέργων στη Μασσαλία

Associated Press

Από παλιότερη διαδήλωση ανέργων στη Μασσαλία
Καθώς δυναμώνουν οι διεργασίες για τις ισορροπίες εντός ΕΕ, η κόντρα για την πρωτοκαθεδρία στην ευρωπαϊκή αγορά (και όχι μόνο) δυναμώνει, πρώτα απ' όλα ανάμεσα στο γαλλικό και το γερμανικό κεφάλαιο. Μπορεί οι δύο πλευρές να δηλώνουν συνεταίροι όσον αφορά την ισχυροποίηση της ΕΕ στην αναμέτρησή της με άλλες λυκοσυμμαχίες, ωστόσο αυτό δεν ακυρώνει την αντικειμενική πραγματικότητα: Δηλαδή, το προβάδισμα των γερμανικών μονοπωλίων, που τα τελευταία χρόνια έχει μεγαλώσει, σε βάρος ασφαλώς άλλων επιχειρηματικών συμφερόντων και πρώτα απ' όλα των Γάλλων ανταγωνιστών τους.

Σε αυτό το πλαίσιο, στο εσωτερικό της Γαλλίας εντείνεται και η συζήτηση για το πώς θα δυναμώσει η «ανταγωνιστικότητα» της γαλλικής οικονομίας, θα εξοικονομηθούν κι άλλα κονδύλια για τη «στήριξη της ανάπτυξης» (δηλαδή κι άλλα δισεκατομμύρια ευρώ θα στραφούν ακόμα πιο αποφασιστικά - άμεσα ή έμμεσα - στα ταμεία μεγάλων ομίλων), θα διασφαλιστούν άφθονα, φτηνά και «ευέλικτα» εργατικά χέρια (που θα απασχολούνται όπως και για όσο απαιτούν οι εκάστοτε ανάγκες του μεγάλου κεφαλαίου).

Από την πρώτη στιγμή που διεκδίκησε την ηγεσία της χώρας, το κίνημα «Εμπρός!» του «μεταρρυθμιστή» - πρώην στελέχους τραπεζών - Εμανουέλ Μακρόν ξεκαθάρισε ότι θα επιταχύνει αλλαγές απαραίτητες για τη στήριξη των μονοπωλίων. Το περασμένο φθινόπωρο «πέρασε» ένα πακέτο μέτρων που διευκόλυναν κι άλλο τις απολύσεις, τίναξαν στον αέρα τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (και πρώτα απ' όλα τις κλαδικές), έλυσαν περισσότερο τα χέρια της εργοδοσίας να ρυθμίζει τα ωράρια και γενικά το εργασιακό περιβάλλον ανάλογα με τις δικές της ανάγκες.

Επόμενο βήμα της είναι η «μεταρρύθμιση» του συστήματος προστασίας των ανέργων, μαζί με το σύστημα της επαγγελματικής κατάρτισης και μαθητείας, στο πλαίσιο των ευρύτερων κατευθύνσεων που έχει θέσει και η ΕΕ για «προσαρμογή» της «αναζήτησης εργασίας» και της «προώθησης της απασχόλησης» στις ανάγκες του κεφαλαίου. Μάλιστα, είναι τέτοια η ζέση με την οποία η κυβέρνηση Μακρόν θέλει να διακριθεί και σε αυτόν τον τομέα, που ήδη πολλοί χαρακτηρίζουν τις προτάσεις που πέφτουν στο τραπέζι ισάξιες με το γερμανικό πακέτο «Χαρτζ 4». Πρόκειται για τις «μεταρρυθμίσεις» που άρχισαν να εφαρμόζονται επί κυβέρνησης Σρέντερ (Σοσιαλδημοκράτες - Πράσινοι), πάνω από μια δεκαετία πριν, και έδωσαν αποφασιστική ώθηση στη γερμανική καπιταλιστική οικονομία, διασφαλίζοντας μεταξύ άλλων μια σειρά «κίνητρα» για να επεκταθεί δραστικά η απασχόληση με πετσοκομμένα δικαιώματα.

Ζητούμενο η «παρότρυνση» στην απασχόληση

Η κυβέρνηση Μακρόν «άνοιξε» πρόσφατα ένα γύρο διαπραγματεύσεων μεταξύ εργοδοτικών και εργατικών οργανώσεων, με στόχο να προετοιμαστεί από τώρα η κοινή γνώμη για το νομοσχέδιο που ίσως κατατεθεί πολύ αργότερα (ορισμένοι μιλούν για το επόμενο φθινόπωρο). Το ότι στήνεται τόσους μήνες πριν ένα ακόμα τραπέζι «κοινωνικού διαλόγου» είναι κι αυτό ενδεικτικό της αξίας που έχουν αυτές οι συνομιλίες για τη χειραγώγηση του εργατικού κινήματος, για να ζυμώνονται από τώρα μέσα στις εργατικές - λαϊκές μάζες οι ανατροπές που προωθεί το κεφάλαιο, με την πολύτιμη συμβολή των συμβιβασμένων συνδικαλιστικών ηγεσιών που σπεύδουν χωρίς καμιά ουσιαστική επιφύλαξη σε ένα παζάρι όπου το μόνο που συζητιέται κάθε φορά είναι τι παραπάνω θα χάσουν οι εργάτες, η ταχύτητα με την οποία θα προχωρήσει το γκρέμισμα κι άλλων κατακτήσεων.

Ενδεικτικές της συζήτησης που ξεκίνησε είναι οι προτάσεις με τις οποίες προσέρχεται στο «διάλογο» η μεγαλύτερη εργοδοτική ένωση της χώρας, αυτή των Γάλλων βιομηχάνων, η γνωστή «Μedef». Οπως είχε δηλώσει από τον Οκτώβρη ο πρόεδρός της Πιερ Γκατάζ, πρέπει να ασκηθεί «ένας καθημερινός ή εβδομαδιαίος έλεγχος» όσων «αναζητούν εργασία». Και εντελώς καθαρά, εξηγούσε πως τα όποια μέτρα στήριξης των ανέργων υπάρχουν πρέπει να «παροτρύνουν» τους ανέργους να συμβιβάζονται με τα νέα δεδομένα της αγοράς εργασίας. Δηλαδή, την κατάργηση του 8ώρου και του σταθερού χρόνου εργασίας, τη σύνδεση του μισθού με τους ισολογισμούς της εταιρείας, γενικότερα την απόλυτη «προσαρμογή» των όρων εργασίας με τους συνολικότερους στόχους ενός επιχειρηματικού ομίλου και τις συνθήκες μέσα στις οποίες αναμετράται με τους ανταγωνιστές του, από τον ίδιο ή περισσότερους κλάδους.

Εξηγούσε για αυτό ο Γκατάζ: «Το σύστημα προστασίας των ανέργων αποτελεί ένα αναμφισβήτητο εργαλείο για την εξασφάλιση των εργαζομένων που βρίσκονται σε μεταβατική φάση, αλλά χρειάζεται αυτό το σύστημα να παροτρύνει και να δημιουργεί κίνητρα για την επιστροφή στην απασχόληση και να βοηθά αληθινά στην εύρεση μιας θέσης απασχόλησης... Δεν πρέπει να προσφέρει μια φανταστική άνεση που δημιουργεί περισσότερες δυσκολίες όταν λήγει...».

Το σκεπτικό με το οποίο πολλοί, φυσικοί ή πολιτικοί εκπρόσωποι του κεφαλαίου, χαρακτηρίζουν κατάμουτρα τους ανέργους «βολεμένους», επειδή αρνούνται να δουλέψουν σε συνθήκες σκλαβιάς και επιμένουν να διεκδικούν δουλειά με δικαιώματα, είναι γνωστό. Μέσα στο ίδιο πλαίσιο, η διακοπή ή η περικοπή του επιδόματος ανεργίας μπορεί να χαρακτηριστεί «παρότρυνση» για «επιστροφή στην απασχόληση», η προσπάθεια επιβίωσης με το επίδομα ανεργίας να βαφτιστεί «φανταστική άνεση», η πλήρης εγκατάλειψη των ανέργων «αληθινή βοήθεια για την εύρεση θέσης απασχόλησης». Μιας θέσης απασχόλησης φυσικά όπως αυτές που πληθαίνουν τα τελευταία χρόνια, κομμένες και ραμμένες στις ανάγκες της «ανάπτυξης» και της «ανάκαμψης» της καπιταλιστικής κερδοφορίας.

Βεβαίως, τις προτάσεις της «Medef» είχε καλοδεχτεί από την πρώτη στιγμή η κυβέρνηση Μακρόν, με τον τότε κυβερνητικό εκπρόσωπο Κριστόφ Καστανέρ να σχολιάζει ότι «σε μια συζήτηση, τίποτα δεν πρέπει να αποκλείεται...».

«Ποινές» για να «συνετίζονται» οι άνεργοι

Αλλωστε, το πόσο άξιος συνομιλητής των μεγαλοεπιχειρηματιών είναι η κυβέρνηση Μακρόν, το αποδεικνύουν και οι θέσεις που η ίδια προετοιμάζει για τον επίμαχο «κοινωνικό διάλογο».

Ηταν χαρακτηριστικό ένα «εσωτερικό έγγραφο» του υπουργείου Εργασίας που διέρρευσε στα τέλη του περασμένου Δεκέμβρη, ίσως όχι τυχαία. Πρόκειται για κείμενο που φέρεται να έχει συντάξει ο Αντουάν Φουσέρ, στενός συνεργάτης της υπουργού Μουριέλ Πενικό, που - όπως και η προϊσταμένη του - έχει υπηρετήσει από διάφορες θέσεις το κεφάλαιο, και ως στέλεχος της ίδιας της «Medef». Σύμφωνα με τα σχετικά δημοσιεύματα, ανάμεσα στις κυβερνητικές προτάσεις είναι ο κάθε άνεργος να συμπληρώνει «ένα δελτίο μηνιαίας δραστηριότητας», προκειμένου να υπάρχει αναλυτικός και διαρκής έλεγχος για το κατά πόσο, όντως, επιδιώκει να βρει απασχόληση. Στην ουσία, να υπάρχει αναλυτικός και διαρκής έλεγχος για το κατά πόσο είναι διαθέσιμος να υποταχθεί σε κάθε απαίτηση της μεγαλοεργοδοσίας.

Το σκεπτικό είναι, εφόσον η αναζήτηση (εργασίας) κριθεί «ανεπαρκής» ή εφόσον ο άνεργος αρνηθεί δύο «προσφορές» απασχόλησης που κρίνονται «λογικές», να μειώνεται το επίδομά του κατά 50%, δηλαδή στο μισό, αρχικά για ένα χρονικό διάστημα δύο μηνών. Στην περίπτωση που αυτό επαναληφθεί, η επιδότηση του ανέργου θα αναστέλλεται, τουλάχιστον για ένα χρονικό διάστημα. Φυσικά, το πώς ορίζεται «ανεπαρκής» μια αναζήτηση εργασίας, ή το πώς ορίζονται «λογικές» κάποιες «προσφορές απασχόλησης», δεν έχει διευκρινιστεί ακόμα. Δεν είναι όμως και δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι πολύ εύκολα μπορεί να κριθεί «ανεπάρκεια» ο αποκλεισμός θέσεων εργασίας με μισθούς - ψίχουλα ή με ωράρια - λάστιχο. Ούτε και το να θεωρηθεί «λογική» μια θέση απασχόλησης που θα συνεπάγεται δουλειά όσες μέρες, για όσες ώρες, με όσα μεροκάματα μπορεί να «αντέξει» ή «απαιτεί» η «σταθερότητα» ή η «διατήρηση» μιας επιχείρησης.

Αλλωστε, οι νέες ρυθμίσεις θα έρθουν να εμπλουτίσουν ένα πλαίσιο που ήδη επιβάλλει «κυρώσεις» στους ανέργους. Σήμερα, ο νόμος προβλέπει ότι εκτός επιδότησης τίθενται οι άνεργοι που δεν μπορούν «να δικαιολογήσουν την επίτευξη θετικών και διαρκών ενεργειών για την εξεύρεση εργασίας», όπως και εκείνοι που «χωρίς νόμιμο κίνητρο, αρνούνται δύο φορές εύλογη προσφορά εργασίας».

Ετσι, ο άνεργος όχι απλά υφίσταται όλα όσα σημαίνει το να μην έχει σταθερό μεροκάματο, αλλά και τιμωρείται, εφόσον δεν είναι έτοιμος να συναινέσει και να υποταχθεί εντελώς στην εργοδοτική επιθετικότητα.

Επιπλέον, προκειμένου να εκτονώσει αντιδράσεις και να διασπάσει όσο περισσότερο μπορεί την εργατική τάξη, η κυβέρνηση σχεδιάζει να επιστρατεύσει διάφορες μεθόδους. Οπως σχολίαζαν πρόσφατα στη «Λε Μοντ» πηγές της κυβέρνησης Μακρόν, στόχος είναι να υπάρξει καλύτερη «προσαρμογή της φύσης και της κλιμάκωσης των κυρώσεων», εκφράζοντας δυσαρέσκεια επειδή, για παράδειγμα, «σήμερα, η μη ανταπόκριση σε μια προσφορά θέσης εργασίας τιμωρείται περισσότερο από ό,τι η ανεπάρκεια στην αναζήτηση εργασίας». Βασική προτεραιότητα είναι δηλαδή, ενώ επιταχύνεται το σμπαράλιασμα των εργασιακών σχέσεων και δικαιωμάτων, να διευρύνεται και η «ανταπόκριση» των εργαζομένων στις θέσεις εργασίας που «προσφέρονται» σε συνθήκες ανάκαμψης της ανταγωνιστικότητας. Στην κατεύθυνση αυτή, ασφαλώς, θα προσαρμοστούν και όλοι οι κρατικοί «μοχλοί» προώθησης της απασχόλησης, όπως φανερώνει και η επιμονή να διαπιστώνεται «συμμόρφωση» και συμμετοχή των ανέργων στα διαθέσιμα προγράμματα κατάρτισης. Τα προγράμματα που πολλαπλασιάζονται σε όλες τις χώρες - μέλη της ΕΕ, μειώνοντας δραστικά το «κόστος» εργασίας, διευκολύνοντας την αντικατάσταση «παλιότερων» εργαζομένων από άλλους φτηνότερους, καλύπτοντας ένα σημαντικό ποσοστό των θέσεων εργασίας σε μια εταιρεία με κρατική επιδότηση της αμοιβής ή της ασφαλιστικής κάλυψης και ανακυκλώνοντας ένα εργατικό δυναμικό χωρίς κεκτημένα, που πασχίζει να επιβιώσει μεταξύ ανεργίας και προσωρινής απασχόλησης.

Εξίσου χαρακτηριστική είναι και όλη η συζήτηση για τα κριτήρια με τα οποία θα καθορίζεται αν κάποιος θα «αξίζει» επίδομα ανεργίας ή όχι, με την κυβέρνηση να τολμά να εμφανίζεται από πάνω και ... γενναιόδωρη, δηλώνοντας έτοιμη να προωθήσει την επιδότηση των «παραιτηθέντων» ανέργων (διαχωρίζοντας δηλαδή τους ανέργους ανάλογα με τους λόγους για τους οποίους έφυγαν από την τελευταία δουλειά), λες και είναι υπεύθυνοι οι άνεργοι για το γεγονός ότι δεν έχουν μια θέση εργασίας με πλήρη δικαιώματα.

Οπως και να εξελιχθούν τα πράγματα, μόνο και μόνο το πλαίσιο μέσα στο οποίο γίνεται η συζήτηση για την αναθεώρηση του συστήματος προστασίας των ανέργων είναι ενδεικτική των αξιώσεων με τις οποίες η γαλλική κυβέρνηση διεκδικεί σταθερά ρόλο πρωταγωνιστή στις αντιλαϊκές - αντεργατικές ανατροπές σε όλη την Ευρώπη. Οταν κανείς θυμηθεί ότι σε αυτήν την πλευρά είναι που και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ αναζητά σταθερά συμμάχους, είναι που έρχεται η λαϊκή παροιμία «δείξε μου το φίλο σου...».


Α. Μ.

ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Ενεργειακή «μετάβαση» στα μέτρα της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλιακών ομίλων

Χαμηλά ενεργειακά κόστη για τις επιχειρήσεις, ενώ τα λαϊκά νοικοκυριά πληρώνουν την επέκταση των ΑΠΕ

Κατά 40% έχει ακριβύνει το ρεύμα για τα νοικοκυριά, ενώ χιλιάδες επιχειρήσεις απαλλάσσονται από την εισφορά για τις ΑΠΕ
Κατά 40% έχει ακριβύνει το ρεύμα για τα νοικοκυριά, ενώ χιλιάδες επιχειρήσεις απαλλάσσονται από την εισφορά για τις ΑΠΕ
Η εξασφάλιση των ενεργειακών αναγκών της Γερμανίας - και βασικά της γερμανικής βιομηχανίας - και ταυτόχρονα η ενεργειακή μετάβαση στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), με τους γερμανικούς επιχειρηματικούς ομίλους να θέλουν να διατηρήσουν τον πρωτοπόρο ρόλο τους στην «πράσινη ενέργεια», είναι από τα κυριότερα ζητήματα που απασχολούν τελευταία το γερμανικό κεφάλαιο και συζητιούνται έντονα και στις διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης.

Οι πιο επιτακτικές απαιτήσεις του Συνδέσμου Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI) - που ελάχιστα έχουν να κάνουν με την προστασία του περιβάλλοντος και τη λεγόμενη αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής - είναι: Οχι πρόωρη έξοδος από τη χρήση άνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, καθώς αυτή θέτει σε κίνδυνο τον ενεργειακό εφοδιασμό της βιομηχανίας. Προώθηση των επενδύσεων για την επέκταση των ΑΠΕ, επενδύσεις από τις οποίες ωφελείται η γερμανική βιομηχανία και ταυτόχρονα φθηνό ηλεκτρικό ρεύμα για τις επιχειρήσεις, μέσω της ολοένα και μεγαλύτερης απαλλαγής των επιχειρηματικών ομίλων από την εισφορά για τις ΑΠΕ. Ετσι, το «μάρμαρο» πληρώνουν τα νοικοκυριά μέσω των «φουσκωμένων» λογαριασμών ρεύματος.

Η απόφαση των κρατών - μελών της ΕΕ

Ολα τα παραπάνω έχει σημασία να τα δει κανείς στο φόντο της πρόσφατης (Δεκέμβρης 2017) απόφασης των κρατών - μελών της ΕΕ για την ενεργειακή μετάβαση μέχρι το 2030. Μέχρι τότε, οι ΑΠΕ πρέπει να καλύπτουν το 27% της συνολικής ενεργειακής ζήτησης. Επίσης, το 14% των καυσίμων θα πρέπει να προέρχεται από ΑΠΕ, εκ των οποίων το 3% από τα λεγόμενα βιοκαύσιμα δεύτερης γενιάς (από άχυρο ή απόβλητα).

Σύμφωνα με νέα στοιχεία του Οργανισμού Προστασίας του Περιβάλλοντος της ΕΕ (ΕΟΠ), η επέκταση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στην Ευρώπη έχει σημειώσει μικρή πρόοδο και εκφράζονται ανησυχίες για την «πρωτοκαθεδρία» στις ΑΠΕ, σε ανταγωνισμό με άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, όπως π.χ. Κίνα. Στην Ευρώπη, το 2016, το ποσοστό των ΑΠΕ στη συνολική κατανάλωση Ενέργειας αυξήθηκε μόνο κατά 0,2 μονάδες, σε 16,9%. Από το 2014 έως το 2015, αυξήθηκε από 16,1% σε 16,7%. Μέχρι το 2020, ισχύει ο στόχος του 20%.

Τα βήματα της Γερμανίας προς τις ΑΠΕ

Σε πρόσφατη μελέτη με τίτλο «Η μεγάλη εικόνα» της δεξαμενής σκέψης «Αγορά», περιγράφονται τα βήματα που θα χρειαστούν μέχρι το 2030, προκειμένου η Γερμανία να φτάσει το 2050 τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού για το Κλίμα:

  • Το ποσοστό των ΑΠΕ στη συνολική κατανάλωση πρωτογενούς Ενέργειας στη χώρα θα πρέπει να υπερδιπλασιαστεί από 12,6% σε 30%.
  • Μόνο στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, αυτό θα σήμαινε διπλασιασμό του μεριδίου της πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας από περίπου 32% σήμερα, σε 60% μέχρι το 2030.
  • Οι επιδόσεις των θαλάσσιων αιολικών πάρκων πρέπει να αυξηθούν έξι φορές.
  • Η αιολική ενέργεια στη γη αναμένεται να υπερδιπλασιάσει την παραγωγή της τα επόμενα 12 χρόνια από περίπου 42 gigawatts σε 91 gigawatts. Οι επιδόσεις μεμονωμένων ανεμογεννητριών αυξάνονται χάρη στους βελτιωμένους στροβίλους, τις μεγαλύτερες διαμέτρους και το ύψος των κόμβων, όμως αυτό δεν αντιστοιχεί σε διπλασιασμό του αριθμού των ανεμογεννητριών. Σήμερα υπάρχουν περίπου 27.000.
  • Η εγκατεστημένη ισχύς των φωτοβολταϊκών συστημάτων αναμένεται επίσης να υπερδιπλασιαστεί από 40 gigawatts σε 86 gigawatts έως το 2030.

Παράλληλα με την επέκταση της «πράσινης ενέργειας», η χρήση άνθρακα και πετρελαίου θα μειωθεί κατά το ήμισυ κατά τα επόμενα 12 χρόνια και η κατανάλωση φυσικού αερίου κατά 20%. Θα υπάρχουν ακόμη μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ορυκτά καύσιμα το 2030, που θα παρέχουν ασφάλεια του εφοδιασμού, αλλά θα λειτουργούν ολοένα και λιγότερο. Ακόμη, θα υπάρχουν 10 - 12 εκατ. ηλεκτρικά αυτοκίνητα, κυρίως στις πόλεις, αλλά ο κινητήρας εσωτερικής καύσης θα είναι επίσης πολύ διαδεδομένος, ειδικά στην ύπαιθρο.

Αυτό που προβληματίζει το γερμανικό κεφάλαιο είναι κατά πόσο η Γερμανία - ακόμη και με αυτά τα μέτρα - μπορεί να διαδραματίσει έναν διεθνή πρωτοποριακό ρόλο, στο πλαίσιο του οξυμένου ανταγωνισμού στην «πράσινη οικονομία». Πάντως, η «Στατιστική Ανασκόπηση της Παγκόσμιας Ενέργειας», που δημοσιεύτηκε από την ενεργειακή ομάδα της εταιρείας BP, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Κίνα ήταν ο μεγαλύτερος παραγωγός πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας για πρώτη φορά πέρυσι (2016), ξεπερνώντας και τις ΗΠΑ. Συνολικά, η περιοχή Ασίας - Ειρηνικού υπερέβη επίσης την Ευρώπη και την Ευρασία.

Σύμφωνα με τη μελέτη της BP, οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας ήταν η ταχύτερα αναπτυσσόμενη πηγή Ενέργειας στον κόσμο, με αύξηση 12%. Ωστόσο, το μερίδιό τους είναι μόλις λίγο κάτω από το 4% της παγκόσμιας κατανάλωσης πρωτογενούς Ενέργειας.

Ανταγωνιστικά ενεργειακά κόστη για τη βιομηχανία

Ο Σύνδεσμος Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI) υποστηρίζει το «φιλόδοξο σχέδιο ενεργειακής μετάβασης», αρκεί η εφαρμογή του από τις επόμενες κυβερνήσεις να γίνει με τρόπο που ενισχύει τα κέρδη των γερμανικών βιομηχανιών.

«Ο εκσυγχρονισμός και η επέκταση των ΑΠΕ είναι απαραίτητα», λένε οι βιομήχανοι και ζητούν από την επόμενη κυβέρνηση «επενδύσεις μεγάλης κλίμακας». «Η επέκταση του δικτύου των ΑΠΕ, οι τεχνολογίες αποθήκευσης και η έρευνα στον τομέα της Ενέργειας θα πρέπει να αποτελέσουν το επίκεντρο» της πολιτικής, με στόχο «να διατηρήσουμε και να επεκτείνουμε τη διεθνή ηγετική μας τεχνολογία στον τομέα των ΑΠΕ και την ένταξή τους στο συνολικό σύστημα παροχής ηλεκτρικής ενέργειας».

Οπως τονίζεται, οι ΑΠΕ είναι «εξαιρετικά ασταθείς και συχνά βρίσκονται μακριά από τα κέντρα κατανάλωσης», γι' αυτό «η Γερμανία χρειάζεται διαφορετική διάρθρωση και επέκταση του δικτύου προκειμένου να διατηρηθεί το επίπεδο ασφάλειας του εφοδιασμού».

Την ίδια στιγμή, οι γερμανικές επιχειρήσεις ζητούν φτηνό ρεύμα και συνολικά μικρά ενεργειακά κόστη για να διατηρηθεί το «υψηλό επίπεδο ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού τους». Στην αρχή της βιομηχανικής «αλυσίδας» «βρίσκονται κυρίως ενεργοβόρες βιομηχανίες, όπως η χημική, η κατασκευή οικοδομικών υλικών, γυαλιού, μετάλλου, χαρτιού, χάλυβα, τα διυλιστήρια. Ο πρωτοπόρος ρόλος της Γερμανίας στην επέκταση των ΑΠΕ δεν θα πρέπει να είναι σε βάρος των ενεργοβόρων βιομηχανιών με υψηλές τιμές βιομηχανικού ρεύματος. Αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα αυτές οι βιομηχανίες να μετακομίσουν προς το εξωτερικό. Χρειαζόμαστε τις ενεργοβόρες βιομηχανίες για να εξασφαλίσουμε την ανάπτυξη. Εν συντομία: Χρειαζόμαστε ενεργειακά κόστη που θα είναι ανταγωνιστικά παγκοσμίως», επισημαίνει ο BDI για την επόμενη κυβέρνηση.

Ο λογαριασμός στα λαϊκά νοικοκυριά

Ποιος πληρώνει την «ενεργειακή μετάβαση» της γερμανικής καπιταλιστικής οικονομίας; Οι καταναλωτές ηλεκτρικού ρεύματος, δηλαδή τα νοικοκυριά. Το 2018 χιλιάδες γερμανικές επιχειρήσεις θα συνεχίσουν να απαλλάσσονται από την επονομαζόμενη «εισφορά πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας» με πολλά δισεκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με τις πρόσφατες αποφάσεις της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Οικονομίας και Ελέγχου των Εξαγωγών (Bafa).

Συνολικά 1.908 εταιρείες με 2.421 σημεία πώλησης θα εξαιρεθούν από την καταβολή της προσαύξησης των 6,8 σεντ ανά κιλοβατώρα σύμφωνα με το νόμο για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (EEG) για χάρη της ανταγωνιστικότητάς τους. Αυτό αντιστοιχεί σε περίπου 6,5 δισ. ευρώ. Οι περισσότερες ευνοημένες εταιρείες βρίσκονται στη Βόρεια Ρηνανία - Βεστφαλία (723), στη Βαυαρία (456), στη Βάδη - Βυρτεμβέργη (331), στην Κάτω Σαξονία (328) και τη Σαξονία (223).

Να σημειωθεί πως ο νόμος EEG αποτέλεσε σημείο τριβής στις προηγούμενες διαπραγματεύσεις για σχηματισμό κυβέρνησης «Τζαμάικα» (Χριστιανοδημοκράτες/Χριστιανοκοινωνιστές - Φιλελεύθεροι - Πράσινοι), με τους Φιλελεύθερους να ζητούν επέκταση του νόμου, ώστε να περιλαμβάνει περισσότερες επιχειρήσεις. Αλλά και οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) - σύμφωνα με πληροφορίες της εφημερίδας «Handelsblatt» - προσέρχονται στις τωρινές συνομιλίες για ενδεχόμενο μεγάλο συνασπισμό με προτάσεις για μείωση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος (για τις επιχειρήσεις), αντικαθιστώντας την εισφορά για τις ΑΠΕ με έναν έλεγχο των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα σε όλες τις πηγές Ενέργειας. Συγκεκριμένα, αυτό σημαίνει ότι «οι αδικαιολόγητες επιβαρύνσεις μειώνονται στην ηλεκτρική ενέργεια και αυξάνονται οι εισφορές για θέρμανση και καύσιμα κινητήρων».

Την ίδια στιγμή, το οικιακό ρεύμα έχει ακριβύνει κατά 40% τα τελευταία 10 χρόνια. Σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών, αυτή η προσαύξηση των 6,88 σεντς ανά κιλοβατώρα χρηματοδοτείται κατά 1/3 από τα νοικοκυριά και κατά 2/3 από επιχειρήσεις που δεν απαλλάσσονται. Πέρα από αυτήν την προσαύξηση, οι καταναλωτές πληρώνουν και για την επέκταση του δικτύου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, μέσω των αυξανόμενων τελών που επιβάλλουν οι φορείς εκμετάλλευσης.


Ε. Μ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ