Κυριακή 19 Γενάρη 2014
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΠΑΙΔΕΙΑ
Πλευρές των εξελίξεων για τους όρους έρευνας των υποψήφιων διδακτόρων

Η ενίσχυση της καταγεγραμμένης εδώ και τουλάχιστον 10 χρόνια τάσης διόγκωσης του τομέα γενικά των μεταπτυχιακών σπουδών δεν φαίνεται να επηρεάζεται ιδιαίτερα με βάση και την εξέλιξη της καπιταλιστικής κρίσης (τόσο σε ό,τι αφορά τα μεταπτυχιακά ειδίκευσης όσο και τα διδακτορικά).

Ετσι και αλλιώς, η ενίσχυση των μεταπτυχιακών σπουδών υποτάσσεται στις κατευθύνσεις της γενικότερης αναδιάρθρωσης της Ανώτατης Εκπαίδευσης και εκφράζει γενικά την αντικειμενική τάση ανόδου του μορφωτικού επιπέδου, τη συσσώρευση γνώσεων, την πιο στενή σύνδεση επιστήμης - παραγωγής. Από αυτή την άποψη, η Ερευνα είναι στις προτεραιότητες των στρατηγικών σχεδιασμών της ΕΕ, υπάρχουν σχεδιασμός και στόχοι που ελέγχονται για κάθε χώρα - μέλος της. Η αναζήτηση διεξόδου από την καπιταλιστική οικονομική κρίση επιτείνει την ανάγκη διερεύνησης και εξεύρεσης νέων πεδίων για κερδοφόρα επιχειρηματική δραστηριότητα, καθώς και την επιδίωξη για περαιτέρω επιτάχυνση της εφαρμογής των αποτελεσμάτων της επιστημονικής έρευνας στην παραγωγή και την οργάνωσή της. Σε ό,τι αφορά τις ανθρωπιστικές επιστήμες, αποτυπώνεται η ανάγκη της αστικής τάξης να ενισχύει και να ανανεώνει το ιδεολογικό της οπλοστάσιο, τους ιδεολογικούς και πολιτικούς μηχανισμούς ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, να εκπαιδεύει νέο προσωπικό. Δεν παραβλέπουμε, δε, ότι ένα κομμάτι των ανθρωπιστικών σπουδών δένεται με νέα πεδία κερδοφορίας, π.χ. γύρω από τον τουρισμό συνδέονται η πολιτιστική κληρονομιά, οι αρχαιολογικές ανασκαφές, ο συνεδριακός τουρισμός, ο αθλητισμός, η υγεία κ.λπ. Ηδη παρατηρείται αυξημένη σχετική δραστηριότητα στο χώρο των μεταπτυχιακών σπουδών, που σε επόμενη φάση περνά και στους υποψήφιους διδάκτορες.

Κυνηγώντας την «καινοτομία»


Κεντρικό στοιχείο της στρατηγικής της ΕΕ στην Ερευνα σήμερα είναι η ανάδειξη της «καινοτομίας». Γύρω από αυτόν τον άξονα περιστρέφονται και οι προσπάθειες για την αναδιάρθρωση του χώρου της Ερευνας στη χώρα μας, αυτή την κατεύθυνση ενισχύει η προβολή της ανάγκης ενίσχυσης του τομέα Ερευνας & Ανάπτυξης (R&D) των μονοπωλιακών ομίλων και τη διάχυσή της σε μικρότερου μεγέθους επιχειρήσεις, η ώθηση των αναδιαρθρώσεων για την πιο αποτελεσματική διασύνδεση εκπαιδευτικών και ερευνητικών ιδρυμάτων με τις επιχειρήσεις, η επιδίωξη για καλύτερη δικτύωση των ευρωπαϊκών ερευνητικών υποδομών, η προώθηση της κινητικότητας των νέων επιστημόνων. Βέβαια, αυτός ο προσανατολισμός στην καινοτομία εμπεριέχει τις αντιφάσεις και τις αντιθέσεις που φέρνει μαζί της η αστική στρατηγική σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Π.χ., συχνά εντοπίζεται έλλειμμα στη βασική έρευνα, που αντικειμενικά με τη σειρά της θα φέρει και καθυστέρηση στην καινοτομία, ή, ακόμα, εντοπίζεται υποτίμηση της έρευνας στις ανθρωπιστικές σπουδές κ.ά. Είναι χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, το γεγονός ότι η χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων υψηλού ρίσκου, που αφορά κυρίως τη λεγόμενη «βασική» έρευνα, από την οποία δεν προσδοκάται άμεσα αξιοποιήσιμο επιχειρηματικά όφελος, αναγνωρίζεται ως ανάγκη στο σχεδιασμό της ΕΕ για την Ερευνα και συνδέεται με την «αριστεία», ως ζητούμενο που μεσοπρόθεσμα θα βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της ΕΕ έναντι των άλλων ιμπεριαλιστικών κέντρων, κυρίως των ΗΠΑ.


Μέσω της κινητικότητας γίνεται προσπάθεια να αρθούν αυτές οι αντιφάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, εντείνονται όμως σε περιφερειακό, λόγω της εγγενούς ανισομετρίας της ΕΕ.

Ο χώρος των νέων διδακτόρων και υποψήφιων διδακτόρων αποτελεί αντικειμενικά κοιτίδα άντλησης εκείνου του νέου επιστημονικού δυναμικού, το οποίο είναι απαραίτητο για τη διαμόρφωση και αναπαραγωγή της επιστημονικής «ελίτ» που έχει ανάγκη το κεφάλαιο για να στελεχώσει τη διεύθυνση της καπιταλιστικής παραγωγής, του αστικού κράτους κ.λπ. Ταυτόχρονα, αποτελεί και κοιτίδα άντλησης υψηλά ειδικευμένου στην επιστημονική εργασία εργατικού δυναμικού για τις ίδιες τις ανάγκες του κεφαλαίου. Με αγωνία μιλάνε αστικές και μικροαστικές δυνάμεις σήμερα για τη μετανάστευση τέτοιου επιστημονικού δυναμικού και καταβάλλεται προσπάθεια να το σχεδιάσουν από τη μεριά του κράτους αλλά και από μεγάλες μονοπωλιακές επιχειρήσεις, με υποτροφίες και έρευνα που υλοποιούνται στα πανεπιστήμια ή στο πλαίσιο των επιχειρήσεων (είτε αυτοτελώς, κάτι που σε μικρότερο βαθμό γίνεται στην Ελλάδα, είτε μέσα από συνεργασίες με πανεπιστημιακά και ερευνητικά ιδρύματα, ακόμα και με απευθείας χρήση των εγκαταστάσεών τους ή αγορά υπηρεσιών). Τέτοιες προσπάθειες τα τελευταία χρόνια έχουν ενισχυθεί, ενώ έχει διευρυνθεί σε αυτόν τον τομέα και η παρέμβαση της τοπικής διοίκησης. Με άξονα το ζήτημα της καινοτομίας, περιφερειακές αρχές (π.χ. Περιφέρεια Αττικής) παρεμβαίνουν και συνενώνουν σε κοινές προσπάθειες εταιρείες, πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα, ή επιδιώκουν να εντάξουν σε περιφερειακά σχέδια ανάπτυξης αυτό το ζήτημα, προσελκύοντας έτσι και επιστημονικό δυναμικό.

Οροι εργασίας των υποψήφιων διδακτόρων

Παρουσιάζεται μεγάλη ανομοιομορφία τόσο ως προς τους όρους εκπόνησης της διατριβής, όσο και ως προς τους όρους αμοιβής για την εργασία κατά τη διάρκεια εκπόνησης της διατριβής.

Στο χώρο, σήμερα, κυριαρχούν πολλές και διαφοροποιημένες σχέσεις και τρόποι αμοιβής (ορισμένου χρόνου, δελτία παροχής υπηρεσιών, αποζημίωση κατ' αποκοπή, υποτροφίες, επικουρικά). Σε πολλές περιπτώσεις σημειώνονται σημαντικές καθυστερήσεις στην πληρωμή. Ιδιαίτερα για όσους εργάζονται με ΔΠΥ («μπλοκάκι»), αναδείχνονται μια σειρά από προβλήματα: Το κόστος της ασφάλισης αφαιρείται από την αμοιβή, με το ΦΠΑ μειώνεται ακόμα περισσότερο το εισόδημα κ.ά. Στο ΕΜΠ, για να ανοίξει κάποιος ΔΠΥ, πέρα από την ήδη σημαντική επιβάρυνση, είναι υποχρεωμένος να εγγραφεί στο ΤΣΜΕΔΕ, κάτι που σημαίνει 1.600 ευρώ/εξάμηνο. Με το νόμο 4093/2012 οι απασχολούμενοι σε ερευνητικά προγράμματα μεταπτυχιακοί φοιτητές και υποψήφιοι διδάκτορες θα πρέπει για την είσπραξη της αμοιβής τους να προσκομίζουν Τιμολόγιο Παροχής Υπηρεσιών. Εξαιτίας αυτού, το σύνολο των φορολογικών και ασφαλιστικών επιβαρύνσεων ανέρχεται περίπου στο 70% της προβλεπόμενης αμοιβής τους.

Ως σοβαρότατο πρόβλημα αναδείχνεται το ζήτημα της υγειονομικής κάλυψης και ασφάλισης των υποψήφιων διδακτόρων, το αν και πού ασφαλίζονται, το ότι τα χρόνια εργασίας για την εκπόνηση της διατριβής δεν προσμετρούνται στα συντάξιμα. Ιδιαίτερα στις φυσικές επιστήμες, στον τεχνολογικό τομέα και τις επιστήμες υγείας, τα ωράρια εργασίας των υποψήφιων διδακτόρων και νέων ερευνητών στα ερευνητικά εργαστήρια είναι εξαντλητικά.

Μετά από την αναστολή των υποτροφιών για υποψήφιους διδάκτορες από το ΙΚΥ το 2011, που έτσι και αλλιώς ήταν ελάχιστες σε αριθμό, πηγές χρηματοδότησης των υποψήφιων διδακτόρων είναι σήμερα κυρίως τα διάφορα ερευνητικά ευρωπαϊκά προγράμματα και οι υποτροφίες από επιχειρήσεις και διάφορα ιδιωτικά ιδρύματα (π.χ. Ιδρυμα Λάτση, Λεβέντη κ.ά.). Τέτοια προγράμματα είναι τα «Θαλής», «Ηράκλειτος» κ.ά. Ο τρόπος, οι όροι και το ύψος της χρηματοδότησης διαφοροποιούνται, ανάλογα με τα προβλεπόμενα από τις προκηρύξεις των προγραμμάτων. Π.χ. στον «Ηράκλειτο ΙΙ», προβλέπεται συγκεκριμένο ύψος αμοιβής (1.250 ευρώ το μήνα). Σε άλλα (π.χ. «Ηράκλειτος Ι», «Θαλής») το ύψος των αποζημιώσεών τους διαμορφώνονται στη βάση της χρηματοδότησης του προγράμματος στο οποίο ο υποψήφιος διδάκτορας έχει ενταχθεί ως συνεργάτης, μετά από πρόταση του καθηγητή που διευθύνει το συγκεκριμένο ερευνητικό project. Φορείς διαχείρισης των ερευνητικών προγραμμάτων είναι οι Ειδικοί Λογαριασμοί (ΕΛΕ), που αποτελούν ΝΠΙΔ.

Κριτήριο επιλογής των προς χρηματοδότηση προτάσεων δεν είναι φυσικά η προσδοκώμενη κοινωνική χρησιμότητα του ερευνητικού εγχειρήματος, ούτε η επιλογή και η οργάνωση των ερευνητικών προγραμμάτων γίνεται στη βάση ενός έστω υποτυπώδους σχεδιασμού κρατικών οργάνων ή πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Οπως προκύπτει και από τις προκηρύξεις των διαφόρων προγραμμάτων, τα κριτήρια επιλογής έχουν να κάνουν κατά βάση με τις στρατηγικές κατευθύνσεις της ΕΕ, δηλαδή με τις προοπτικές εκμετάλλευσης των επιστημονικών και τεχνικών αποτελεσμάτων που θα προκύψουν από τις επιχειρήσεις, τις προοπτικές κατοχύρωσης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας - πατεντών, την προώθηση της «κινητικότητας», και φυσικά με τις αντίστοιχες διασυνδέσεις του καθηγητή που υποβάλλει την πρόταση κ.ά.

Ποικίλες συνθήκες στην εκπόνηση διατριβών

Στις συμβάσεις των αμειβόμενων υποψήφιων διδακτόρων δεν αναφέρεται υποχρέωση σταθερού ωραρίου. Τις περισσότερες φορές, οι απαιτήσεις για την υλοποίηση του αντικειμένου, τους αναγκάζουν σε πολύωρη καθημερινή εργασία. Δεν υπάρχει πρόβλεψη για άδειες ασθενείας, άδεια εγκυμοσύνης και μια σειρά από άλλα εργασιακά δικαιώματα.

Ενας σημαντικός αριθμός υποψήφιων διδακτόρων δουλεύει για την εκπόνηση της διδακτορικής διατριβής κατά κύριο λόγο από το σπίτι κι όχι σε κάποια σχολή ή ερευνητικό κέντρο. Αυτό αφορά κυρίως τους υποψήφιους διδάκτορες στις κοινωνικές επιστήμες και υποψήφιους διδάκτορες στις φυσικές επιστήμες των οποίων η διατριβή δεν απαιτεί τη διεξαγωγή πειραμάτων. Για τους παραπάνω είναι και συχνό το φαινόμενο να μην ολοκληρώνουν τελικά τη διατριβή τους.

Η απασχόληση των υποψήφιων διδακτόρων δεν εξαντλείται στην εκπόνηση της διατριβής, αλλά πολύ συχνά εκτελούν μια σειρά πάρεργα (διοικητική και γραμματειακή υποστήριξη, επιτηρήσεις κ.ά.). Αντί για επικουρικό διδακτικό και εργαστηριακό έργο υπό την επίβλεψη του υπεύθυνου μέλους ΔΕΠ, συχνά αναλαμβάνουν εξολοκλήρου αντ' αυτού τα αντίστοιχα μαθήματα ή μέρη τους. Πολλές φορές τέτοιου είδους πάρεργα προβλέπονται από τους Εσωτερικούς Κανονισμούς Λειτουργίας ως τυπικές υποχρεώσεις των υποψήφιων διδακτόρων. Ολο αυτό το πλέγμα, με ασαφείς, δηλαδή, τις συνθήκες διατριβής, τα καθήκοντα, το χρόνο, την αμοιβή κ.ο.κ., καθιστά τον υποψήφιο διδάκτορα άμεσα εξαρτημένο από τον επιβλέποντα τη διατριβή - μέλος ΔΕΠ.

Τα προβλήματα και οι δυσκολίες εμφανίζονται πολύ πιο οξυμένα για νέους που προέρχεται από την εργατική τάξη και τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα. Γι' αυτό το λόγο, σε συνδυασμό και με τους ταξικούς φραγμούς που παρεμβάλλονται σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, είναι δύσκολο για έναν νέο από εργατική - λαϊκή οικογένεια να μπει στη διαδικασία της διδακτορικής διατριβής και ακόμη πιο δύσκολο να την ολοκληρώσει. Από την πείρα φαίνεται ότι νέοι από την εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα που καταφέρνουν να ακολουθήσουν αυτή τη διαδρομή έχουν μεράκι για την έρευνα, τη γνώση.

Προωθούν πιο έντονα στο χώρο αυτό την κινητικότητα

Τα τελευταία χρόνια η ενίσχυση της «κινητικότητας» αναδεικνύεται σε βασικό εργαλείο της ευρωενωσιακής πολιτικής στους νέους επιστήμονες. Η προώθηση της κινητικότητας σε ευρωενωσιακό επίπεδο συμβάλλει στη συγκέντρωση επιστημονικού δυναμικού εκεί όπου έχει ανάγκη το κεφάλαιο. Μια βασική πλευρά αφορά στη διαμόρφωση των λεγόμενων «κέντρων αριστείας», στα οποία το κεφάλαιο, σχεδιάζοντας κι εξειδικεύοντας τους όρους αναπαραγωγής του σε συνθήκες έντασης του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού, επιδιώκει να συγκεντρώσει τη διαμορφούμενη επιστημονική «ελίτ». Η κινητικότητα αξιοποιείται και ως εργαλείο για την αντιμετώπιση και του προβλήματος της «διαρροής εγκεφάλων» («brain drain»), που εντοπίζεται από τα ευρωενωσιακά κέντρα ως παράγοντας που συμβάλλει στο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της οικονομίας της ΕΕ.

Η μετανάστευση νέων επιστημόνων, που εκδηλώνεται με ιδιαίτερη ένταση σήμερα σε συνθήκες κρίσης, δεν μπορεί να ιδωθεί έξω από αυτό το πλαίσιο.

Για την πλειοψηφία των νέων επιστημόνων, που επιδιώκουν να συνεχίσουν την επαγγελματική τους σταδιοδρομία στο αντικείμενό τους, πολλές φορές σήμερα η φυγή στο εξωτερικό προβάλλει ως η μόνη διέξοδος. Η ζήτηση για υψηλής ειδίκευσης νέους επιστήμονες σε διάφορους τομείς σε πανεπιστήμια, ερευνητικά ιδρύματα και επιχειρήσεις στο εξωτερικό είναι σημαντική και οι απολαβές πολύ ανεβασμένες σε σύγκριση με τις εγχώριες συνθήκες. Οι χώρες και τα ιδρύματα προτίμησης διαφοροποιούνται ανάλογα με το αντικείμενο, όμως η ενίσχυση της κινητικότητας από την ΕΕ έχει σηματοδοτήσει τη μετανάστευση νέων επιστημόνων κατά κύριο λόγο σε χώρες - μέλη της και δευτερευόντως σε ΗΠΑ, Καναδά ή και Κίνα, Ισραήλ κ.α.

Στην ίδια κατεύθυνση, οι επιχειρήσεις στα κράτη - μέλη της ΕΕ προκηρύσσουν ατομικές υποτροφίες για νέους ερευνητές. Οι όροι τους είναι τέτοιοι που εξυπηρετούν τα άμεσα και μεσοπρόθεσμα επιχειρηματικά τους συμφέροντα. Για να ενισχύσει αυτή την κατεύθυνση η ΕΕ έχει θεσπίσει το EUROpass (ευρωπαϊκό πάσο ερευνητή), ενώ προωθείται και ο ενιαίος πανευρωπαϊκά τρόπος ασφάλισης των ερευνητών.

Η προοπτική για το νέο επιστήμονα που μπαίνει σε αυτή τη διαδικασία σήμερα είναι η συνεχής μετανάστευσή του από τόπο σε τόπο, καθώς οι συμβάσεις του με τον εργοδότη ή το ερευνητικό ίδρυμα έχουν χρονικό όριο την ολοκλήρωση του συγκεκριμένου ερευνητικού project. Μετά τη λήξη, θα πρέπει να αναζητήσει εκ νέου αλλού απασχόληση, εκεί που στη δεδομένη φάση θα υπάρχει ζήτηση για την ειδικότητά του. Από την άποψη αυτή, το δέλεαρ των υψηλών αποδοχών λειτουργεί αντισταθμιστικά ως προς το υψηλότερο κόστος διαβίωσης, όσο και ως προς την απροσδιόριστης χρονικής διάρκειας περίοδο αναζήτησης που θα μεσολαβήσει μετά τη λήξη της εκάστοτε σύμβασης. Ακόμα, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι όροι εργασίας (πολλές ώρες απασχόλησης, περιορισμένη χρονική διάρκεια σύμβασης κ.ά.) αλλά και ζωής (χωροθέτηση των ερευνητικών εγκαταστάσεων και των διαμερισμάτων όπου στεγάζονται σε σχέση με τον αστικό ιστό κ.ά.), είναι τέτοιοι που δυσκολεύουν την ενσωμάτωση στην τοπική κοινωνία, με όλες τις δυσκολίες που αυτό συνεπάγεται για ένα μετανάστη, ακόμα και σε περιπτώσεις όπου υπάρχει ελληνική κοινότητα. Σε αυτές τις συνθήκες, καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολο το βήμα για να κάνουν οι νέοι επιστήμονες οικογένεια, γεγονός που έχει ιδιαίτερη επίδραση στις νέες ερευνήτριες.

Στοχεύουν να θεσμοθετήσουν βαθμίδα «μεταδιδακτορικών»

Με τα παραπάνω συνδέεται και η ενίσχυση του θεσμού των «μεταδιδακτόρων» (post-doc) από την ΕΕ. Ο θεσμός αυτός αποτελεί ένα νέο τρόπο που θέλει να συμβάλει ώστε το κεφάλαιο να έχει ανά πάσα στιγμή έτοιμο και διαθέσιμο ένα ερευνητικό δυναμικό, αξιοποιήσιμο μέσω της κινητικότητας. Τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί το ποσοστό των διδακτόρων που απασχολούνται ως «μεταδιδάκτορες», τόσο στα πανεπιστήμια, όσο και σε ερευνητικούς φορείς. Απ' ό,τι φαίνεται, η κατεύθυνση της ΕΕ είναι η κατοχύρωση των μεταδιδακτορικών ως ιδιαίτερης βαθμίδας. Για το σκοπό αυτό προκηρύσσονται διάφορα προγράμματα χρηματοδότησης τέτοιων θέσεων, ενταγμένα στην ενίσχυση της «κινητικότητας», με τις αμοιβές σε αρκετές περιπτώσεις να είναι αρκετά υψηλές (π.χ. πρόγραμμα υποτροφιών Marie Curie για μεταδιδάκτορες). Είναι δε χαρακτηριστικό για τη χώρα μας ότι το ΙΚΥ, ενώ έχει αναστείλει τις υποτροφίες για τους υποψήφιους διδάκτορες, προκηρύσσει υποτροφίες για μεταδιδάκτορες.

Η λεγόμενη «μεταδιδακτορική βαθμίδα» δεν αντιστοιχεί σε ένα διαφορετικό επίπεδο γνώσης, μεταξύ του υποψήφιου διδάκτορα και του αυτοδύναμου ερευνητή. Είναι σαφές ότι πρόκειται για ώριμους ερευνητές από την άποψη ότι έχουν ολοκληρώσει την εκπαίδευσή τους και έχουν ήδη αρχίσει την ερευνητική τους δραστηριότητα με την ολοκλήρωση της διδακτορικής τους διατριβής. Η θεσμοθέτηση μιας τέτοιας βαθμίδας στοχεύει κατά βάση στην κινητικότητα ώριμου ερευνητικού δυναμικού με βάση τις ανάγκες και τις προτεραιότητες των επιχειρηματικών ομίλων, θα εντείνει την εκμετάλλευση και τη διαφοροποίηση των σχέσεων εργασίας. Το ζητούμενο, φυσικά, δεν είναι να υπάρχουν μια σειρά διαβαθμίσεις μεταξύ των νέων επιστημόνων, αλλά το πώς διασφαλίζεται το ερευνητικό δυναμικό να παραμένει ενταγμένο στην ερευνητική εργασία προς όφελος συνολικά της κοινωνίας. Ενα ζήτημα που μόνο ο σοσιαλισμός μπορεί να σχεδιάσει και να διασφαλίσει.

Νέες ελαστικές εργασιακές σχέσεις μέσα στα ΑΕΙ

Με δεδομένο ότι η εκπόνηση μιας διδακτορικής διατριβής αποβλέπει είτε στην ερευνητική είτε στην ακαδημαϊκή προοπτική, έχει σημασία να δούμε κάποιες εξελίξεις σε σχέση με τη δεύτερη.

Οι αναδιαρθρώσεις στην Ανώτατη Εκπαίδευση φέρνουν αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις των διδασκόντων στα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ, θα επιδρούν στην επαγγελματική τους προοπτική σε αυτό το χώρο. Η κατάργηση της βαθμίδας του λέκτορα, ως βαθμίδας εισαγωγής, θέτει νέα σοβαρά εμπόδια στα όσα ήδη υπήρχαν. Ηδη, εκκρεμεί ακόμα ο διορισμός περίπου 400 νέων επιστημόνων σε όλα τα πανεπιστήμια, οι οποίοι παραμένουν αδιόριστοι παρότι οι διαδικασίες της εκλογής τους έχουν ολοκληρωθεί ήδη από το 2010. Η κατάργηση των συμβασιούχων διδασκόντων (ΠΔ 407), η μείωση κατά 90% τα τελευταία χρόνια των έκτακτων συμβασιούχων διδασκόντων στα ΤΕΙ, οι οποίοι αποτελούσαν και την πλειοψηφία, σε συνδυασμό με τα σοβαρά κενά που συνεχίζουν να υπάρχουν, έχουν ανοίξει το δρόμο για νέους θεσμούς, όπως είναι οι «εντεταλμένοι διδασκαλίας» και οι «πανεπιστημιακοί υπότροφοι». Οι «εντεταλμένοι διδασκαλίας» και «οι πανεπιστημιακοί υπότροφοι» έρχονται να καλύψουν ανάγκες σε διδακτικό προσωπικό, χωρίς πια τα βαρίδια της μονιμότητας που βάζει εμπόδια σε μια ευέλικτη προσαρμογή του «επιστημονικού αντικειμένου» στις ανάγκες της αγοράς. Ετσι, οι εντεταλμένοι διδασκαλίας είναι κατά κύριο λόγο διδάκτορες που δουλεύουν αμισθί, ενώ οι πανεπιστημιακοί υπότροφοι μπορεί να είναι μεταπτυχιακοί, υποψήφιοι διδάκτορες ή διδάκτορες και δουλεύουν ως χαμηλόμισθοι (υπάρχουν πολλές ασάφειες στο νόμο), με εξαμηνιαίες συμβάσεις. Τα καθήκοντά τους εξαντλούνται στη διδασκαλία ενός μαθήματος/εργαστηρίου, χωρίς κανένα δικαίωμα και χωρίς τη δυνατότητα ερευνητικού έργου.

Η εμφάνιση αυτής της νέας μορφής εργασιακών σχέσεων στους διδάσκοντες συναρτά τον αριθμό τους και το ύψος της σύμβασής τους από τη δυνατότητα που δίνουν οι ίδιοι πόροι των ιδρυμάτων. Συνολικά διαφαίνεται ότι περνάμε σε άλλη κατάσταση στους διδάσκοντες, κάτι που σημαίνει ότι η λεγόμενη ακαδημαϊκή σταδιοδρομία θα γίνει πιο δύσκολη και πιο επισφαλής για το νέο επιστημονικό δυναμικό. Αυτή είναι μια βασική πλευρά που επιδρά στην επιλογή των νέων επιστημόνων να δουλέψουν ως εντεταλμένοι ή ως πανεπιστημιακοί υπότροφοι, καθώς εξασφαλίζουν διδακτική προϋπηρεσία που είναι απαραίτητη σε περίπτωση προκήρυξης ακαδημαϊκής θέσης, ενώ ταυτόχρονα ενισχύονται και οι σχέσεις εξάρτησής τους με το ΔΕΠ των μεγάλων βαθμίδων, στην προοπτική μιας μελλοντικής προτίμησής τους σε κάποια ευκαιρία που μπορεί να προκύψει.

Αιτήματα πάλης

Η Ερευνα είναι κοινωνική ανάγκη και απελευθερώνει τις παραγωγικές δυνατότητες του ανθρώπου. Δεν μπορεί όμως ποτέ να αναπτυχθεί ως τέτοια στο πλαίσιο της επιχειρηματικότητας και του ανταγωνισμού. Αγωνιζόμαστε για τον αναπροσανατολισμό της Ερευνας, την αποδέσμευσή της από το κυνήγι του κέρδους των επιχειρήσεων, ώστε σχεδιασμένα να υπηρετεί τις λαϊκές ανάγκες και την εξέλιξη της επιστήμης. Αγωνιζόμαστε για έναν άλλο δρόμο ανάπτυξης, που υπηρετεί τον άνθρωπο και τις ανάγκες του. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος που ικανοποιεί τις ανάγκες των νέων επιστημόνων.

Στο πλαίσιο αιτημάτων έχουμε θέση για ενιαίες μεταπτυχιακές σπουδές, ενός κύκλου, που θα οδηγούν σε παραγωγή νέας πρωτότυπης γνώσης και στη λήψη αποκλειστικά διδακτορικού διπλώματος, με κατάργηση των πάσης φύσεως ΜΔΕ.

Τα αιτήματα για τα οποία παλεύουμε είναι:

  • Ολοι οι υποψήφιοι διδάκτορες να αμείβονται επαρκώς και σταθερά, αποκλειστικά από κρατικούς πόρους, για όσο διάστημα εκπονούν τη διατριβή, ώστε να καλύπτουν τις σύγχρονες βασικές ανάγκες.
  • Πλήρης ασφαλιστική κάλυψη των υποψήφιων διδακτόρων με ευθύνη του κράτους, η οποία να επεκτείνεται και στα προστατευόμενα από αυτούς μέλη των οικογενειών τους.
  • Τα χρόνια του διδακτορικού να θεωρούνται συντάξιμα και να προσμετρούνται στην προϋπηρεσία.
  • Απαλλαγή των υποψήφιων διδακτόρων που δουλεύουν σε προγράμματα με συμβάσεις έργου από την υποχρέωση καταβολής ΦΠΑ.
  • Ο υποψήφιος διδάκτορας να μην εξαναγκάζεται σε πάρεργο, εντός ή εκτός ιδρύματος, να μην εξωθείται σε εργασία εκτός αντικειμένου διατριβής.
  • Αναβάθμιση του απαιτούμενου διδακτικού έργου με την ουσιαστική βοήθεια και παρουσία του καθηγητή.
  • Κατάργηση του επικουρικού διδακτικού έργου υποψήφιων διδακτόρων και μεταπτυχιακών φοιτητών. Ως τότε, κανονικές πληρωμές κάθε ώρας επικουρικού με υπογραφή συμβάσεων στην αρχή κάθε εξαμήνου. Αναγνώρισή του ως διδακτικής προϋπηρεσίας.
  • Οι διδακτικές και διοικητικές ανάγκες των ιδρυμάτων να καλύπτονται από μόνιμο διδακτικό και διοικητικό προσωπικό. Κάλυψη των κενών σε ΔΕΠ και βοηθητικό ερευνητικό διδακτικό, διοικητικό και τεχνικό προσωπικό. Οχι στην υποκατάστασή τους από μεταπτυχιακούς και υποψήφιους διδάκτορες.
  • Κάλυψη των απαραίτητων εξόδων για συμμετοχή σε συνέδρια και άλλες δραστηριότητες πάνω στο ερευνητικό αντικείμενο.
  • Δωρεάν πρόσβαση στα επιστημονικά περιοδικά και τις βάσεις δεδομένων στο διαδίκτυο.

Δ. Κ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ