Κυριακή 15 Φλεβάρη 2015
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Ελπίδα για το λαό δεν είναι τα παζάρια στην ΕΕ

«

Αγωνία για τη διαπραγμάτευση»! «Θα γίνουν δεκτοί οι όροι της νέας κυβέρνησης;», «θα δείξει σθεναρή στάση;», «θα κάνει πίσω;», «θα κάνουν πίσω οι δανειστές;» και άλλα πολλά «έπαιζαν» στους τίτλους των εφημερίδων, των τηλεοράσεων και των ιστοσελίδων την προηγούμενη βδομάδα. Το σκηνικό αυτό θα συνεχιστεί την επόμενη βδομάδα και μάλιστα ξεκινώντας από αύριο, Δευτέρα. Η προπαγανδιστική μηχανή της συγκυβέρνησης αλλά και άλλων αστικών επιτελείων είναι καλά στημένη, για να εμφανίσει σαν «τιτανομαχία» για την «υπερηφάνεια» και την «αξιοπρέπεια του ελληνικού λαού» μια αντιπαράθεση - διαπραγμάτευση που γίνεται για λογαριασμό του κεφαλαίου και έχει ως δεδομένο το αντιλαϊκό πλαίσιο εις βάρος του λαού.

Τα μνημόνια που «δεν είναι για πέταμα»

Η κυβέρνηση, μετά το «σκίζουμε τα μνημόνια», δήλωσε ότι τα μνημόνια δεν είναι για πέταμα και ότι ένα μεγάλο ποσοστό των μέτρων που περιλαμβάνουν θα τα εφαρμόσει. Κάτι ανάλογο, βέβαια, έλεγαν τα προηγούμενα χρόνια και τα στελέχη της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Δεν ξαφνιάζει η ταύτιση.

Στόχος των μνημονίων, των προγραμμάτων, των συμβολαίων, όπως και αν ονομάζονται και αν ονομαστούν στο μέλλον, ήταν και παραμένει να προχωρήσουν, μέσα σε συγκεκριμένο χρόνο και με δεδομένο πλαίσιο επιτήρησης, μεταρρυθμίσεις που υπηρετούν τις σύγχρονες ανάγκες του κεφαλαίου.

Αυτές οι μεταρρυθμίσεις δεν έπεσαν από τον ουρανό. Περιέχονται στα κείμενα στρατηγικής, στις κατευθύνσεις και στις αποφάσεις της ΕΕ. Εφαρμόζονται σε όλα τα κράτη - μέλη, με διαφορετικό ίσως μείγμα, ανάλογα με το επίπεδο ανάπτυξης κάθε χώρας, σε διαφορετικό κάθε φορά εύρος και με διαφορετικές ταχύτητες, λόγω της ανισομετρίας.

Τα μέτρα αυτά έχουν ως στόχο να θωρακίσουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας κάθε κράτους - μέλους και συνολικά της ΕΕ/Ευρωζώνης. Είναι οι λεγόμενες «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις», που στοχεύουν στην άμεση ή έμμεση στήριξη της καπιταλιστικής ανάκαμψης και που έχουν εφαρμοστεί σε μια σειρά από κράτη της ΕΕ, με επιπτώσεις στα δικαιώματα και τις ανάγκες των εργαζομένων.

Σε κάθε περίπτωση, το κεφάλαιο είναι αυτό που επιβάλλει τις αναδιαρθρώσεις, ανεξάρτητα από το ποσοστό που καταλαμβάνουν σε κάθε μείγμα διαχείρισης τα περιοριστικά και τα επεκτατικά μέτρα.

Τα νέα ισοδύναμα

Το υπόλοιπο μέρος της συμφωνίας θα συμπληρωθεί με αντιλαϊκά διαρθρωτικά μέτρα «τύπου ΟΟΣΑ», ενώ η αυστηρή επιτήρηση θα συνεχιστεί με άλλο τρόπο. Αναζητούν, λοιπόν, νέου τύπου ισοδύναμα, σαν αυτά που έψαχναν και άλλες κυβερνήσεις παλιότερα.

Μήπως, όμως, ο ΟΟΣΑ κάνει κάτι διαφορετικό; Μήπως οι δικές του μεταρρυθμίσεις είναι περισσότερο «ήπιες» για το λαό ή ακόμα και προς όφελός του; Διακηρυγμένος στόχος του ΟΟΣΑ είναι η θωράκιση και βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας στα κράτη - μέλη του. Γι' αυτό οι μεταρρυθμίσεις που προτείνει κινούνται στην ίδια κατεύθυνση με τα μέτρα των μνημονίων.

Γι' αυτό και στο τελευταίο μνημόνιο, η εκταμίευση μιας από τις δόσεις των δανείων συνδέθηκε άμεσα με την εφαρμογή της αντιλαϊκής «εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ», ως προαπαιτούμενου που τότε καταριόταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά ας μην πάμε στα «παλιά», ας δούμε τι περιλαμβάνει η έκθεση του ΟΟΣΑ για το 2015, με τις προτάσεις του για τις προτεραιότητες που πρέπει να έχει η Ελλάδα. Τι περιλαμβάνουν; Μείωση εμποδίων στην ανταγωνιστικότητα δίνοντας προνόμια ενίσχυσης του κεφαλαίου, άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων, ταχεία υλοποίηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων, αξιολόγηση του εκπαιδευτικού συστήματος με κριτήρια την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της Δημόσιας Διοίκησης για τα συμφέροντα του κεφαλαίου κ.ά.

Το μαύρο - άσπρο

Πάνω απ' όλα, η κυβέρνηση προσπαθεί να εμφανίσει ως επιτυχία την πιθανή συμφωνία και να πείσει το λαό ότι πρέπει να εγκαταλείψει το στόχο της πραγματικής κατάργησης των μνημονίων και της ανάκτησης των απωλειών και να συμβιβαστεί με ψίχουλα.

Οπως εξήγησε, μιλώντας στις Βρυξέλλες και απευθυνόμενος στο λαό, ο πρωθυπουργός, η κυβέρνηση επιχειρεί να παντρέψει «την αρχή της αποδοχής του σεβασμού στη λαϊκή ετυμηγορία (...) με την αρχή του σεβασμού στους κοινούς μας κανόνες (...) είμαστε υποχρεωμένοι να τους σεβαστούμε. Διότι αποτελούν ιδρυτικούς κανόνες των Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ενωσης».

Με ένα μαγικό τρόπο, η νέα συγκυβέρνηση επιχειρεί μια επανάληψη του «ο αγώνας τώρα δικαιώνεται» του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 1980, ταυτίζοντας τις προσδοκίες και τις ελπίδες που είχαν καλλιεργήσει στα εργατικά - λαϊκά στρώματα με τα παζάρια, τις αντιπαραθέσεις και τους συμβιβασμούς που πραγματοποιεί στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεών της με την Κομισιόν, το ΔΝΤ, την ΕΚΤ, τους «θεσμούς» που δε θα τους ξαναπούμε πια τρόικα!

Θέλει το λαό χειροκροτητή αυτής της διαδικασίας με στόχο όχι απλώς να έχουν λαϊκό στήριγμα οι υπαναχωρήσεις, οι προσαρμογές και οι συμβιβασμοί, ήδη δημοσκοπήσεις εμφανίζουν μεγάλα ποσοστά του λαού να ζητούν «έντιμο συμβιβασμό», αλλά βάζοντας στο στόχαστρο κάθε μελλοντική προσπάθεια για ανασύνταξη του κινήματος.

Με δική του γραμμή πάλης ο λαός

Από την αρχή της βδομάδας, το ΚΚΕ σημείωσε, με την ομιλία του Γενικού Γραμματέα της ΚΕ, Δ. Κουτσούμπα, μέσα στη Βουλή, ότι δε γίνεται να είσαι και με την εργατική τάξη, το λαό, και με την πλουτοκρατία του τόπου και της Ευρώπης. Οτι ή θα πασκίζεις για τα συμφέροντα των λίγων, των ομίλων, τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους. Η θα είσαι, πραγματικά, στην πράξη και όχι στα λόγια, με το μέρος των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων. Κι αυτό προϋποθέτει άλλο δρόμο ανάπτυξης, άλλο δρόμο εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας. Μακριά από την πεπατημένη του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης που μας έφερε έως εδώ. Τόνισε ότι αυτό που ήδη η κυβέρνηση δεσμεύεται ότι θα υπογράψει είναι ένα νέο πρόγραμμα αντιλαϊκών μεταρρυθμίσεων. Οτι αυτό που ξεκάθαρα δηλώθηκε από την κυβέρνηση ότι θα τηρήσει είναι οι ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί και οι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας. Τι σημαίνουν για το λαό αυτές οι δύο συγκεκριμένες δεσμεύσεις; Οτι θα συνεχιστούν οι θυσίες του λαού στο βωμό της ανταγωνιστικότητας και του κέρδους των μονοπωλιακών ομίλων.

Κόντρα σ' έναν τέτοιο δρόμο, ο λαός πρέπει να χαράξει τη δική του γραμμή πάλης, για ανάκτηση των απωλειών, για ικανοποίηση των αναγκών του, στο δρόμο της δικής του εξουσίας και οικονομίας. Και είναι κρίσιμο στον αγώνα του, στην ταξική πάλη, να μην εγκλωβιστεί στο λεγόμενο «εθνικό» στόχο για τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου.

Η προσπάθεια της συγκυβέρνησης -και όχι μόνο- να περάσει μαζικά στο λαό ένα κλίμα εθνικής συναίνεσης, στήριξης της διαπραγμάτευσης αποτελεί κίνδυνο για το παρόν και το μέλλον του εργατικού - λαϊκού κινήματος, για την οργάνωση άμεσα της λαϊκής πάλης με στόχο την ανάκτηση των απωλειών, το ξήλωμα όλου του αντεργατικού - αντιλαϊκού πλαισίου, τη διεκδίκηση των σύγχρονων εργατικών αναγκών.

ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΣΗΣ
Τι λέει, τι εννοεί και τι πράττει η νέα κυβέρνηση

«

Ο Μανώλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια», λέει η λαϊκή σοφία. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ πάλι στα λόγια καταργεί μνημόνια, διώχνει την τρόικα, δρομολογεί φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις..., την ίδια ώρα που στην πράξη «μαγειρεύει» νέο μνημόνιο, στρώνει κόκκινο χαλί σε πολλές και διάφορες «τρόικες» και δρομολογεί μεταρρυθμίσεις που με την εγγύηση του ΟΟΣΑ θα αποτελειώσουν ό,τι γλίτωσε απ' τον οδοστρωτήρα των μεταρρυθμίσεων της κυβέρνησης ΝΔ - ΠΑΣΟΚ.

Το παιχνίδι του άλλα λέω και άλλα κάνω είναι ιδιαιτέρως προσφιλές σε πολιτικές δυνάμεις που πιστεύουν ακράδαντα πως όσο μεγαλύτερο είναι το ψέμα τόσο πιο εύκολα γίνεται πιστευτό.

Χωρίς να κρύβονται, ομολογούν ότι παίζουν «παιχνίδια με τις λέξεις και τις διατυπώσεις» (όπως έγραψε η «Αυγή» τις προηγούμενες ημέρες) στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης με τους εταίρους, στην πραγματικότητα για να παραπλανούν το λαό.

Εγραψαν λοιπόν:

α) «Η κυβέρνηση δεν συζητά τη συνέχιση της μνημονιακής λιτότητας». Η κυβέρνηση όμως δηλώνει την πίστη της στα πρωτογενή πλεονάσματα και στους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, που σημαίνει «λιτό βίο» για το λαό, ενώ συζητά την άρση των ρυθμίσεων που εμποδίζουν τη στήριξη του κεφαλαίου απ' το κρατικό ταμείο. Καπιταλιστική ανάπτυξη με «λιτό βίο» για το λαό θέλει, όπως συμβαίνει και στα κράτη που δεν είχαν μνημόνιο, ανεξάρτητα από το πόσο περιοριστική πολιτική εφάρμοσαν.

β) «Η κυβέρνηση δεν συζητά την περαιτέρω επιβάρυνση των φτωχότερων και μεσαίων στρωμάτων ή παραπέρα περικοπές στο κοινωνικό κράτος. Επιπλέον έσοδα θα βρει από τα υψηλά και πολύ υψηλά εισοδηματικά στρώματα και από τη φοροδιαφυγή και όχι από τη μείωση των δημόσιων δαπανών, οι οποίες βρίσκονται ήδη μακράν του ευρωπαϊκού μέσου όρου». Η κυβέρνηση λέει στο λαό ότι δε θα παρθούν νέα μέτρα, δε λέει όμως τίποτα για όλα αυτά που ήδη ισχύουν και είναι ικανά να επιβάλουν μια ζωή με υποβαθμισμένα δικαιώματα και ανάγκες. Η ελπίδα για ανάκτηση των απωλειών πάει περίπατο.

γ) «Η κυβέρνηση δεν πρόκειται να προχωρήσει σε εκποίηση δημόσιας περιουσίας (...) Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι κατά των επενδύσεων, είναι κατά της λεηλασίας. Συζητάει επενδύσεις που θα σέβονται το περιβάλλον, τα εργασιακά δικαιώματα, θα εντάσσονται στη στρατηγική ανάπτυξης της χώρας και δεν θα είναι αρπαχτές». Η κυβέρνηση κοροϊδεύει, το πρόβλημα δεν είναι αν τα σχέδια των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, αν το άνοιγμα νέων πεδίων κερδοφορίας θα πραγματοποιείται με ολοκληρωτικές ιδιωτικοποιήσεις ή με επενδυτικές συμπράξεις του δημοσίου με το κεφάλαιο. Και βέβαια η μεγάλη κοροϊδία είναι ότι το κεφάλαιο, που επενδύει με κριτήριο το μέγιστο κέρδος, θα νοιάζεται για το περιβάλλον ή τα εργασιακά δικαιώματα. Αυτά, άλλωστε, τα έχουν πει και άλλοι παλιότερα. Την ίδια στιγμή, μάλιστα, που ισχύει η στρατηγική της ΕΕ για την απελευθέρωση ορισμένων τομέων της οικονομίας (π.χ. Ενέργεια, μεταφορές κλπ.).

δ) «Το χρέος δεν είναι βιώσιμο υπό τις παρούσες συνθήκες και παραδοχές και πρέπει να καταστεί βιώσιμο ώστε η Ελλάδα να συνεχίσει να το εξυπηρετεί». Η κυβέρνηση λέει ότι το χρέος πρέπει να ρυθμιστεί για να μπορούμε να συνεχίσουμε να το πληρώνουμε. Αρα, καμιά ελάφρυνση των λαϊκών στρωμάτων από το χρέος αλλά εξεύρεση πόρων που δε θα κατευθύνονται στην αποπληρωμή του, για να στηριχθούν τα επενδυτικά σχέδια του κεφαλαίου.

Στο παιχνίδι αυτό έδωσε τα ρέστα του ο Αλ. Τσίπρας μετά τη Σύνοδο Κορυφής, το βράδυ της περασμένης Πέμπτης, και τη σκυτάλη πήρε την Παρασκευή ο κυβερνητικός του εταίρος Π. Καμμένος.

«Το μνημόνιο όπως το γνωρίσαμε και η τρόικα τελείωσαν, ξεχάστε τα», ισχυρίστηκε ο Αλ. Τσίπρας. «Τους τύπους που έμπαιναν στα υπουργεία και έδιναν εντολή στους υπουργούς δε θα τους ξαναδούμε. Ούτε με e-mail θα συνεχιστεί η χώρα να κυβερνάται, όπως έκανε ο κ. Σαμαράς, όταν είπε ότι τους έδιωξε», υποστήριξε ο Π. Καμμένος.

Οι δηλώσεις αυτές έχουν με την αλήθεια τόση σχέση όσο ο φάντης με το ρετσινόλαδο. Οσο ικανοί λεξιπλάστες και αν αποδειχτούν, όση επιμέλεια στην αντιγραφή παλαιοΠΑΣΟΚικών μεθόδων και αν επιδείξουν, το κρέας ψάρι δε γίνεται.

Τι ακριβώς τελείωσε; Αυτό που συζητά η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ με την ΕΕ είναι στην ουσία ένα νέο μνημόνιο, με τα ίδιες αντιλαϊκές στοχεύσεις υπέρ του κεφαλαίου, σε άλλο περιτύλιγμα. Το 70% των μνημονιακών μέτρων της προηγούμενης «συμφωνίας», που πρώτος ο Βαρουφάκης νομιμοποίησε ως αναγκαία, συμπληρωμένα από ένα 30% αναδιαρθρώσεων από τις εξίσου αντιλαϊκές συνταγές του ΟΟΣΑ, ισούνται με ένα πλήρες μνημόνιο που θα συνεχίσει να βαραίνει τη ζωή του λαού. Αλλωστε, στο πλαίσιο της ΕΕ αυτό είναι αναμενόμενο, από τη στιγμή που τα μνημόνια δεν αποτελούν παρά την εξειδίκευση της γενικής της στρατηγικής προς όφελος των μονοπωλίων.

Οταν ο Αλ. Τσίπρας, μετά τη Σύνοδο Κορυφής το βράδυ της Πέμπτης, δήλωνε «διαφωνούμε με τους κανόνες της σκληρής και αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, με το Σύμφωνο Σταθερότητας, εντούτοις, είμαστε υποχρεωμένοι να τους σεβαστούμε. Διότι αποτελούν ιδρυτικούς κανόνες των Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ενωσης», στην πραγματικότητα δεσμευόταν στα μνημόνια διαρκείας της ΕΕ που ισχύουν για όλα τα κράτη - μέλη της και τσακίζουν όλους τους λαούς.

«Η τρόικα θα αντικατασταθεί στην Ελλάδα με τους θεσμούς με τους οποίους η χώρα έχει συνάψει συμφωνία ισότιμου εταίρου και θα ακούμε τους ισότιμους εταίρους, όπως, όμως, θα ακούνε και αυτοί ισότιμα. Η σχέση εξουσίας, δηλαδή, του δανειζόμενου με το δανειστή δεν θα υπάρχει. Το μνημόνιο και η πολιτική την οποία είχε υπογράψει η προηγούμενη κυβέρνηση, δεν ισχύει», υποστηρίζει η κυβέρνηση. Η τρόικα όμως είναι ακριβώς αυτοί οι «θεσμοί» για τους οποίους μιλά η κυβέρνηση (δηλαδή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ), με τα δεσμά των οποίων θα παραμείνει αλυσοδεμένος ο λαός. Την ίδια ώρα που μιλάνε για «τέλος της τρόικας», έχουν ήδη πιάσει δουλειά τα τεχνικά κλιμάκια των ίδιων ιμπεριαλιστικών οργανισμών, για να αξιολογήσουν το πρόγραμμα «μεταρρυθμίσεων» της συγκυβέρνησης και να δώσουν το «πράσινο φως» για τη μετατροπή του στα περιβόητα «προαπαιτούμενα» της «νέας συμφωνίας», την υλοποίηση των οποίων θα αξιολογούν στη συνέχεια!

Την ίδια ώρα που μιλάνε για «τέλος των τύπων που μπαινόβγαιναν στα υπουργεία», εδώ θα γίνει πραγματική παρέλαση: Βαλίτσες για την Ελλάδα ετοιμάζουν τεχνοκράτες όχι μόνο από τους «θεσμούς» της τρόικας αλλά και από όσα κράτη πρόλαβε να επισκεφτεί ο Τσίπρας την περασμένη βδομάδα, καθώς και κλιμάκια του ΟΟΣΑ και των ΗΠΑ, για να μεταλαμπαδεύσουν στην κυβέρνηση την τόση εμπειρία που απέκτησαν στον αντιλαϊκό βούρδουλα.

Ομως, ακόμα και κανείς από δαύτους να μην πατήσει το πόδι του στην Ελλάδα, τι θα άλλαζε; Τίποτα, όπως επιβεβαιώνει και ο Β. Σόιμπλε, δηλώνοντας με απαράμιλλη κυνικότητα ότι στη γερμανική κυβέρνηση είναι παντελώς αδιάφορο πού θα γίνονται οι συναντήσεις όσο κανείς δεν αμφισβητεί το περιεχόμενο του προγράμματος... Αλλωστε, η επιτήρηση είναι ένας από τους κανόνες, μια από τις δεσμεύσεις στο πλαίσιο της ΕΕ που η κυβέρνηση δηλώνει ότι θα σεβαστεί.

«Θα υλοποιήσουμε όσες μεταρρυθμίσεις δεν τόλμησαν άλλοι» (...) «Βασικός προσανατολισμός των μεταρρυθμιστικών μας προσπαθειών θα είναι να δημιουργήσουμε ένα αποτελεσματικό κράτος, ώστε να αποκατασταθεί αυτή η σχέση δικαίου και, ταυτόχρονα, να μειωθούν αυτές οι δραματικές κοινωνικές ανισότητες, που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια. Και παράλληλα, με αυτό τον τρόπο, να εξοικονομήσουμε και πόρους, τους οποίους θα διαθέσουμε για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, αυτού του δραματικού φαινομένου να έχουμε συμπολίτες μας χωρίς πρόσβαση στο ηλεκτρικό, χωρίς ένα πιάτο φαγητό. Αυτό, ξέρετε, δεν είναι ζήτημα πολιτικών προτεραιοτήτων της ελληνικής κυβέρνησης, είναι δείγμα του πολιτισμού μιας χώρας και, μάλιστα, μιας ευρωπαϊκής χώρας», ισχυρίζεται η κυβερνητική προπαγάνδα.

Το «εθνικό μεταρρυθμιστικό σχέδιο» της συγκυβέρνησης δε συνίσταται σε φιλολαϊκές παρεμβάσεις, αφού τέτοιες σκοντάφτουν στις ανάγκες του κεφαλαίου, δεν ταιριάζουν ούτε με το στόχο της ανάκαμψης, ούτε με την υπεράσπιση της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου . Γι' αυτό και θα «υψωθεί» πάνω στη βάση του αντιλαϊκού πλαισίου που «έχτισαν» όσες αντιλαϊκές συμφωνίες προηγήθηκαν, που δεν αμφισβητείται στην ουσία απ' την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ. Εμμεση παραδοχή αυτού αποτελεί το σημείο της παραπάνω δήλωσης, με το οποίο επιχειρείται να εξαγοραστεί η ανοχή του λαού με τα ψίχουλα που υπόσχεται ότι θα φέρουν οι μεταρρυθμίσεις αυτές στο «πιάτο» όσων δεν έχουν να φάνε.

Αλλωστε, το ότι φέρουν τη σφραγίδα της ΕΕ και του ΟΟΣΑ επιβεβαιώνει ότι πρόκειται για μεταρρυθμίσεις με αντιλαϊκό πρόσημο. Το γεγονός ότι σπεύδουν να το χειροκροτήσουν όσοι έως σήμερα τσάκιζαν το λαό και να ζητήσουν την επίσπευσή τους όσοι απομυζούν τον ιδρώτα του, φανερώνει την πραγματική τους στόχευση.

Το να παίζει κανείς με την αγωνία της φτωχολογιάς για διέξοδο απ' την αφόρητη πραγματικότητα που αντιμετωπίζει, με την ελπίδα της για ένα καλύτερο αύριο, δε συνιστά τίποτα λιγότερο από πολιτική αγυρτεία. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ δεν εκπροσωπεί στα ευρωενωσιακά διαβούλια το λαό και τα συμφέροντά του αλλά τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Αν επικαλείται τη λαϊκή εντολή και τη λαϊκή κυριαρχία είναι επειδή θέλει το λαό νεροκουβαλητή στο μύλο που αλέθει τα δικαιώματά του. Εξού και οι ξιπασμοί του Αλ. Τσίπρα περί φιλοκυβερνητικών διαδηλώσεων και το κυβερνητικό καλωσόρισμα της επιστροφής των «αγανακτισμένων», οι αντιμνημονιακές παντιέρες των οποίων ξέφτισαν σε σημαίες στήριξης μιας διαπραγμάτευσης για τη συνομολόγηση νέου μνημονίου.

Οι εργαζόμενοι, τα φτωχά λαϊκά στρώματα, που μπορούν να διακρίνουν τον επικίνδυνο κατήφορο όπου εξωθεί η λογική των μειωμένων απαιτήσεων που καλλιέργησε ο ΣΥΡΙΖΑ πριν ακόμα γίνει κυβέρνηση, που το ταξικό τους συμφέρον τσαλαπατιέται κάτω απ' την εθνική (δηλαδή αστική) ομπρέλα της νέας κυβέρνησης, έχουν την επιλογή τού να μη στοιχηθούν κάτω απ' τη σημαία του κεφαλαίου, του να υψώσουν τα τιμημένα λάβαρα της δικής τους τάξης.


Β. Ν.

Με αφορμή τις «εκδηλώσεις στήριξης της κυβέρνησης»

2011 ή 2015; Αν, λοιπόν, το 2011 το περιεχόμενο των κινητοποιήσεων των λεγόμενων «αγανακτισμένων» ήταν «θολό», «αντιμνημονιακό», σήμερα είναι ακόμα «πιο πίσω»

Eurokinissi

2011 ή 2015; Αν, λοιπόν, το 2011 το περιεχόμενο των κινητοποιήσεων των λεγόμενων «αγανακτισμένων» ήταν «θολό», «αντιμνημονιακό», σήμερα είναι ακόμα «πιο πίσω»
Η 11η Φλεβάρη του 2015 δεν είναι η 9η Γενάρη του 1905, επικεφαλής της διαδήλωσης δεν ήταν ο παπα-Γκαπόν1. Οι διαδηλωτές δε ζητούσαν από τον τσάρο να τους προστατεύσει από τους αφέντες και, βεβαίως, δε βρισκόμαστε σε επαναστατικές συνθήκες. Ο συνειρμός δημιουργήθηκε από το γεγονός ότι, στις πρώτες 20 μέρες από την εκλογή της, η νέα κυβέρνηση έκανε άλματα στην επιδίωξη να φορέσει στο εργατικό - λαϊκό κίνημα το καπέλο της διαπραγμάτευσης. Εκτός από το πρόγραμμα - γέφυρα για τη μετάβαση από το σημερινό πρόγραμμα, το μνημόνιο, σε ένα άλλο πρόγραμμα που θα έχει το 70% από το παλιό και το 30% θα συμπληρωθεί με αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις τους ΟΟΣΑ, με τη μετονομασία της τρόικας σε «θεσμούς» που θα επιτηρούν από τις Βρυξέλλες, επιχειρείται και μια ακόμα μετάβαση. Από την αντίθεση του λαού, των εργαζομένων στο μνημόνιο (έστω και θολή, αποπροσανατολισμένη απ' την πραγματική αιτία των δεινών τους, που είναι η στρατηγική του κεφαλαίου και της ΕΕ με ή χωρίς μνημόνια), από τη διεκδίκηση του στόχου της κατάργησης των μνημονιακών νόμων, της δανειακής σύμβασης, στη στήριξη της κυβέρνησης που τα επαναδιαπραγματεύεται για λογαριασμό των συμφερόντων του κεφαλαίου! Εντείνεται μια προσπάθεια «να μπει το κίνημα στο κουτί», να διαδηλώνει δηλαδή κάτω από ξένη σημαία.

Με αφορμή τη δήθεν «αυθόρμητη» συγκέντρωση στο Σύνταγμα της 11ης Φλεβάρη, που οργανώθηκε από την αρχή μέχρι το τέλος από τα κυβερνητικά κόμματα και διάφορα αστικά επιτελεία, αναπτύχθηκε μια αρθρογραφία με πυρήνα τον ισχυρισμό ότι «για την επίτευξη των στόχων της κυβέρνησης απαιτείται η κινητοποίηση και η συμμετοχή του λαού».

Στο σημείο αυτό ας ξεκαθαριστεί ότι το πρόβλημα δεν είναι αν μια κυβέρνηση καλεί τον κόσμο να κινητοποιηθεί. Το πρόβλημα είναι ποια κυβέρνηση και για ποιο σκοπό καλεί το λαό να κινητοποιηθεί. Μια, λοιπόν, κυβέρνηση αστικής διαχείρισης, η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, που δεσμεύεται από τις Συνθήκες της ΕΕ και δηλώνει ότι θα υπηρετήσει το στόχο της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου, καλεί το λαό να κινητοποιηθεί όχι για να ανατρέψει όλα αυτά που γεννούν τα βάσανά του, όχι για να υπερασπιστεί κατακτήσεις και δικαιώματα αλλά για να στηρίξει τη διαπραγμάτευσή της, που έχει ως κριτήριο τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, που ζητούν χρήμα για τη στήριξη των επενδύσεών τους, δίνοντας «παράταση» σε όλα αυτά που ευθύνονται για τα λαϊκά βάσανα.

Ανιστόρητη σύγκριση

Εγραψαν, λοιπόν, ότι δεν είναι η πρώτη φορά που ο λαός διαδηλώνει στηρίζοντας την κυβέρνηση. Και ως παράδειγμα στην «Εφημερίδα των Συντακτών» παρουσίασαν τις διαδηλώσεις που έγιναν το Μάρτη του 1983 για να φύγουν οι αμερικανικές βάσεις.

Η σύγκριση βέβαια με το '83 είναι ανιστόρητη. Τότε, ένας λαός, με νωπή ακόμα τη μνήμη της αντιδικτατορικής πάλης, της κατοχής της Κύπρου, με τον αμερικανικό στόλο να σουλατσάρει στο Σαρωνικό και στο φόντο της διεθνούς αντιπαράθεσης καπιταλισμού - σοσιαλισμού, διαδήλωνε -βεβαίως με αυταπάτες και ψευδαισθήσεις για την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ- το διαχρονικό αίτημά του. Μια διαδικασία, βεβαίως, που στηρίζονταν στη δράση του εργατικού - λαϊκού κινήματος στις γειτονιές, στους χώρους δουλειάς, με αποφάσεις, μαζικές συνελεύσεις, δημοψηφίσματα και όχι με ανώνυμα «αυθόρμητα» καλέσματα μέσω διαδικτύου κάποιων άγνωστων κέντρων, σκηνικό που έχουμε δει κατ' επανάληψη να επαναλαμβάνεται στην Ελλάδα και διεθνώς. Η τότε κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου (που είχε εκλεγεί με αντιιμπεριαλιστικά συνθήματα, όπως έξω από την ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ) την ίδια περίοδο, τυπικά, συζητούσε τη συμφωνία για την αποχώρηση των βάσεων, που μετά με την υπογραφή της έμειναν.... Στις 2 Μάρτη 1983 είχε γίνει καθαρό ότι τα παζάρια της κυβέρνησης Παπανδρέου οδηγούσαν σε παραμονή των βάσεων και ακριβώς απέναντι σε μια τέτοια εξέλιξη οργανώθηκαν στις 3 Μάρτη συλλαλητήρια με στόχο να αποτραπεί η κυβερνητική υποχώρηση.

Κανένα «μορατόριουμ»

Την περίοδο που η «Εφημερίδα των Συντακτών» παρουσιάζει το λαό να διαδηλώνει μαζί με την κυβέρνηση, δεκάδες κλάδοι απεργούν ενάντια στην κυβερνητική πολιτική, με τον τότε υπουργό Εργασίας να δηλώνει ότι «η κυβέρνηση δεν πρόκειται να επιτρέψει καμία αύξηση, πάρτε το απόφαση» (8 Μάρτη 1983) και μάλιστα -τι σύμπτωση- να επικαλείται κινδύνους για τη δημοκρατία από οικονομική καταστροφή. Και τότε διάφοροι μιλούσαν για «μορατόριουμ» με την κυβέρνηση. Ο «Ρ», στις 9 Μάρτη 1983, γράφει: «Κανένα μορατόριουμ δεν υπάρχει με την κυβέρνηση στο θέμα της αντεργατικής εισοδηματικής πολιτικής που ακολουθεί. Οι εργαζόμενοι δίκαια παλεύουν για την κατάργησή της και έχουν την αμέριστη συμπαράσταση του Κόμματος της εργατικής τάξης».

Χρειάζεται να σημειώσουμε ότι το πώς χειρίστηκε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ τότε το εργατικό - λαϊκό κίνημα, παρόλο που διαδήλωνε με αντιιμπεριαλιστικά συνθήματα, πρέπει να αποτελέσει πείρα για την ανάγκη το κίνημα να μην εγκλωβίζεται στα «στενά», στους ελιγμούς της αστικής διαχείρισης, να μη χρησιμοποιείται στα διάφορα σχέδια τμημάτων της αστικής τάξης, να σηκώνει ψηλά την ταξικά ανεξάρτητη σημαία του. Δηλαδή, η πείρα του '83 δείχνει γιατί σήμερα οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα δεν πρέπει να μπουν κάτω από τα πανό της «διαπραγμάτευσης», που σηκώνουν οι δυνάμεις της συγκυβέρνησης και τα βαφτίζουν «αγώνα για την αξιοπρέπεια», καλώντας το λαό να εγκαταλείψει ουσιαστικά το αίτημα για αποκατάσταση των απωλειών της περιόδου της κρίσης, για ξήλωμα όλου του αντεργατικού - αντιλαϊκού πλαισίου, την πραγματική κατάργηση των μνημονίων και της δανειακής σύμβασης, κάθε πάλης διεκδίκησης των σύγχρονων εργατικών - λαϊκών αναγκών, την άρνηση του να ζει με ψίχουλα.

Παλιά τους τέχνη

Σε αντίθεση με το παράδειγμα του 1983, η «Εφημερίδα των Συντακτών» επιχειρεί, παράλληλα, να προλάβει την όποια σύγκριση με τα εθνικιστικά συλλαλητήρια για το Μακεδονικό της διετίας 1992-1994. Τότε που ο πνευματικός παππούς του ΣΥΡΙΖΑ, ο Λ. Κύρκος, κατάγγελλε το ΚΚΕ, τους κομμουνιστές ως «Λακεδαιμονίους», γιατί και τότε είχαν αρνηθεί να συμμετέχουν στα συλλαλητήρια που οργάνωνε η κυβέρνηση.

Στις 14 Φλεβάρη 1994, καθώς διοργανώνονταν ένα ακόμα συλλαλητήριο για το Μακεδονικό, ο «Ρ» έγραφε: «Το σημερινό συλλαλητήριο είναι μια καλοστημένη παγίδα, μια προσχεδιασμένη προσπάθεια αντιπερισπασμού ώστε να πέσει στα μαλακά ο πραγματικός αντιιμπεριαλισμός που γεννιέται και αναπτύσσεται στην Ελλάδα (...) είναι μια ένεση τονωτική για να αναζωπυρωθεί ο εθνικισμός και ο σοβινισμός». Ηταν η κατάληξη μιας περιόδου που ξεκίνησε το 1992, κατά την οποία στην «Ελευθεροτυπία» υπήρχε τίτλος «πλην Λακεδαιμονίων» (10 Δεκέμβρη 1992), που υιοθετούσε τη σχετική δήλωση του Κύρκου. Και ενώ το έθνος «ενωμένο» διαδηλώνει για το όνομα της Μακεδονίας, την ίδια μέρα ο Στράτος του ΣΕΒ υπογράφει με τον Πρωτόπαππα της ΓΣΕΕ και του ΠΑΣΟΚ τη συλλογική σύμβαση που θάβει τα εργατικά δικαιώματα και εξασφαλίζει δίχρονο πάγωμα μισθών.

Για την ιστορία μόνο, αναφέρουμε ότι την ίδια μέρα το ΚΚΕ έκανε κριτική στον ΣΥΝ που εμφανίζονταν να ζητά αναθεώρηση του Μάαστριχτ (χωρίς αναθεώρηση των αρχών του), που είχε ψηφίσει πριν 2 χρόνια.

Αν, λοιπόν, το 2011 το περιεχόμενο των κινητοποιήσεων των λεγόμενων «αγανακτισμένων» ήταν «θολό», «αντιμνημονιακό», σήμερα είναι ακόμα «πιο πίσω». Επιδιώκουν ένα «κίνημα χειροκροτητή» των διαπραγματεύσεων που κάνει η κυβέρνηση εντός του αντιλαϊκού πλαισίου της ΕΕ, για να πάρει παράταση η δανειακή σύμβαση, για να καταφέρει μια συμφωνία που θα περιέχει το 70% των μνημονιακών μεταρρυθμίσεων και το υπόλοιπο 30% θα συμπληρώνεται με μέτρα που θα προτείνει ο ΟΟΣΑ. Ενα κίνημα «χειροκροτητή» της προσπάθειας να εξασφαλιστεί χρήμα για τις επενδύσεις του κεφαλαίου, «χειροκροτητή» των «ομπαμιστών» στον ανταγωνισμό τους με τους «μερκελιστές». Η συγκυβέρνηση θα προσπαθήσει να αξιοποιήσει αυτό το κλίμα για να «παγώσει» από σήμερα κάθε αυριανή προσπάθεια ανασύνταξης του κινήματος. Πολύ περισσότερο που το μέλλον απαιτεί νέους αγώνες για την ανάκτηση απωλειών, για την αντιμετώπιση του αντιλαϊκού - αντεργατικού πλαισίου που θα είναι εδώ με όποια συμφωνία.

Σημείωση:

1. Στα τέλη του 1904 ξεσπούν στην τσαρική Ρωσία μεγάλοι αγώνες και ήδη στην αρχή του 1905 διαμορφώνεται επαναστατική κατάσταση. Η κυβέρνηση, από το φόβο μήπως οι διωγμοί δε σταματήσουν το εργατικό κίνημα, κατέφυγε στον αστυνομικό σοσιαλισμό. Με εντολή των αρχών ο παπα-Γκαπόν ίδρυσε την οργάνωση των «Ρώσων εργοστασιακών εργατών της Πετρούπολης», με σκοπό να διακανονίζει ειρηνικά τις διαφορές των εργατών με τους επιχειρηματίες, να ματαιώνει τις επαναστατικές εξεγέρσεις. Στις 9 Γενάρη 1905, ο παπα-Γκαπόν (πράκτορας, όπως αποδείχθηκε, της τσαρικής μυστικής αστυνομίας, της «Οχράνα») ηγήθηκε της διαδήλωσης προς τα Χειμερινά Ανάκτορα με ένα υπόμνημα γεμάτο παρακλήσεις προς τον τσάρο. Οι μπολσεβίκοι, με προκήρυξή τους, προειδοποιούσαν τους εργάτες ότι δεν μπορούν να περιμένουν ελευθερία από τον τσάρο, ότι «η ελευθερία αγοράζεται με αίμα, κατακτάται με το όπλο στο χέρι, με σκληρές μάχες». Η διαδήλωση πνίγηκε στο αίμα, η εμπειρία από αυτήν αναλύθηκε από τον Λένιν στο άρθρο «Η επανάσταση στη Ρωσία αρχίζει».


Θ. Λ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ