Το ποσοστό των μισθωτών στη χώρα μας που διαβιούσαν σε φτωχά νοικοκυριά (σύμφωνα με τον ορισμό της Γιούροστατ) ανερχόταν στο 8,58% το 2019. Το ποσοστό αυτό μειωνόταν στο 7,07% όταν επρόκειτο για μισθωτούς πλήρους απασχόλησης, αλλά εκτοξευόταν στο 23,95% όταν αυτοί οι μισθωτοί εργάζονταν με συμβάσεις μερικής απασχόλησης. Το στοιχείο αυτό περιέχεται στην Εκθεση του ΚΕΠΕ για τον κατώτερο μισθό, για τον οποίο θα αποφασίσει σχετικά το υπουργικό συμβούλιο τη Δευτέρα ύστερα από σχετική εισήγηση του υπουργού Εργασίας, και έρχεται να επιβεβαιώσει τις καταστροφικές συνέπειες που έχει στη ζωή των εργαζομένων η μερική απασχόληση.
Πρόκειται για στοιχείο κόλαφο όλων αυτών που για χρόνια εκθειάζουν τη μερική απασχόληση, ως διευκόλυνση δήθεν προς τους εργαζόμενους και τις υποχρεώσεις τους, ως «επιλογή» που δίνει τάχα τη δυνατότητα να συνδυάζουν και την οικογενειακή τους ζωή, ενώ στην πράξη αποδεικνύεται ότι αυτή ισοδυναμεί με καθεστώς φτώχειας. Μάλιστα, η κυβέρνηση με το εργασιακό νομοσχέδιο έδωσε τη δυνατότητα ακόμα και αυτές τις λίγες ώρες απασχόλησης για ένα ξεροκόμματο να τις «σπάνε», επιβάλλοντας στον μερικώς απασχολούμενο εργασιακό κενό και με αυτόν τον τρόπο να τον κρατάνε στην πρίζα για 10 και 12 ώρες κάθε μέρα. Αυτό θα πει ευελιξία ή αλλιώς ξεζούμισμα και ταυτόχρονα συμπίεση του μέσου μισθού προς τα κάτω.
«Οι κυβερνήσεις έχουν καθήκον να φωτίσουν τον κόσμο της Ψυχικής Υγείας που συχνά παραμένει σκοτεινός», είπε μεταξύ άλλων ο πρωθυπουργός, ανοίγοντας τις εργασίες διεθνούς συνεδρίου με θέμα τις συνέπειες της πανδημίας στην Ψυχική Υγεία που διοργάνωσε το υπουργείο Υγείας με τον ΠΟΥ. Μάλιστα, τόνισε πως η Ψυχική Υγεία αποτέλεσε «προτεραιότητα από την πρώτη στιγμή για την κυβέρνηση», που ίδρυσε «νέες μονάδες, εθνική τηλεφωνική γραμμή υποστήριξης και κέντρα τηλεψυχιατρικής». Λες και δεν ήταν πριν λίγους μήνες, τον Απρίλη, που η κυβέρνηση και το υπουργείο έκλεισαν για πάνω από δυο βδομάδες τη μοναδική ψυχιατρική κλινική σε ολόκληρη τη Δυτική Μακεδονία, αυτή του «Μαμάτσειου» ΓΝ Κοζάνης, προκειμένου και αυτή να μετατραπεί όπως και άλλες του νοσοκομείου σε «κοβιντάδικο». Κάτω από την πίεση της πανδημίας, και με την κυβέρνηση να αρνείται ακόμα και «στο και πέντε» να υλοποιήσει τα αιτήματα των υγειονομικών για ενίσχυση του δημόσιου συστήματος Υγείας, όπως ανέφερε η απόφαση του υπουργείου Υγείας «στο νοσοκομείο δεν θα νοσηλεύονται πλέον ψυχιατρικά περιστατικά μέχρι νεοτέρας», ενώ καθώς η ψυχιατρική κλινική χρησιμοποιήθηκε για τη νοσηλεία ασθενών με COVID, οι ψυχίατροι κλήθηκαν να «προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στα διάφορα τμήματα του Νοσοκομείου (...)». Οι ασθενείς της κλινικής μεταφέρθηκαν σε ιδιωτική κλινική της Κοζάνης, και φυσικά με το αζημίωτο για τον ιδιώτη. Με προτεραιότητα τη στήριξη της κερδοφορίας των κλινικαρχών, ακόμα και στον ευαίσθητο τομέα των ψυχικά νοσούντων, και με τηλεφωνικές γραμμές υποστήριξης που δεν υποκαθιστούν την ανάγκη για συστηματική, εξειδικευμένη, διά ζώσης παρακολούθηση και θεραπεία, όσες φιέστες και να στήσει η κυβέρνηση, δεν μπορεί να σβήσει την εγκληματική της πολιτική.