Πολλή συζήτηση προκάλεσε το προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού που δόθηκε χτες στη δημοσιότητα. Τα αστικά επιτελεία το υποδέχτηκαν περίπου ως «μαντεψιά», λόγω των πολλών «αβεβαιοτήτων» από την εξέλιξη της πανδημίας και τους «γεωπολιτικούς παράγοντες», δηλαδή τις ιμπεριαλιστικές αντιπαραθέσεις στις οποίες είναι βουτηγμένη μέχρι το λαιμό η κυβέρνηση. Πολλή συζήτηση έγινε επίσης για το αν είναι ή δεν είναι «φιλόδοξες» οι προβλέψεις του προσχεδίου για - μερική - ανάκαμψη της οικονομίας με τη βοήθεια του περιβόητου «Ταμείου Ανάκαμψης» μέσα στο 2021, για το οποίο πάντως δεν υπάρχουν ακόμα συγκεκριμένες αποφάσεις. Οσους «αστάθμητους παράγοντες» κι αν έχει ο προϋπολογισμός, όμως, ένας είναι σίγουρα γνωστός και «βγάζει μάτι». Κι αυτός δεν είναι άλλος από τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα, που καλούνται να πληρώσουν ξανά το μάρμαρο για να θωρακιστούν η κερδοφορία και η ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου, αλλά και να στρωθεί το «χαλί» στους «επενδυτές», για νέα πεδία κερδοφορίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι φόροι για την επόμενη χρονιά προβλέπεται από το προσχέδιο να αυξηθούν κατά 5 δισ. και οι δαπάνες να μειωθούν κατά 4,5 δισ. σε σχέση με το 2020, που σημαίνει ακόμα μεγαλύτερη φοροαφαίμαξη, αλλά και συμπίεση δαπανών που αφορούν ακόμα και τις πιο στοιχειώδεις λαϊκές ανάγκες. Οσο για το συνολικό ύψος των αμοιβών της μισθωτής εργασίας, προβλέπεται μειωμένο κατά 7%, που σημαίνει μειώσεις μισθών και μεγάλη ανεργία. Το προσχέδιο, επομένως, δεν αφήνει καμία αμφιβολία για το ποιοι είναι οι κερδισμένοι και ποιοι οι χαμένοι του προϋπολογισμού. Πού να έρθει και ο κανονικός προϋπολογισμός...
Για άλλη μια φορά η Ελλάδα βρέθηκε στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης ΗΠΑ - Ρωσίας: Η εκπρόσωπος του αμερικανικού ΥΠΕΞ ρωτήθηκε, με αφορμή την επίσκεψη Πομπέο, πώς μπορεί η Αθήνα να προωθήσει τα «κοινά συμφέροντα» στην Ανατολική Μεσόγειο. Η απάντησή της ήταν ότι «η διαμάχη της Ανατολικής Μεσογείου παραμένει στην επικαιρότητα. Υπάρχουν πολλά πράγματα που σχετίζονται με τη Συρία, το ΝΑΤΟ, τη Ρωσία, καθώς και την επιχειρούμενη οικονομική συμμετοχή της Κίνας στην Ελλάδα». Εξ ου και επέμεινε για αποκλιμάκωση στα Ελληνοτουρκικά, λέγοντας ότι «πρέπει να επιτύχουμε λύση σε αυτά τα ζητήματα, γιατί όταν έχουμε δύο συμμάχους των ΗΠΑ, δύο συμμάχους του ΝΑΤΟ, που βρίσκονται σε σύγκρουση μεταξύ τους, καμία πλευρά δεν κερδίζει πλήρως. Μόνο η Ρωσική Ομοσπονδία κερδίζει». Η αντίδραση της Ρωσίας ήταν ακαριαία, με την εκπρόσωπο του ΥΠΕΞ Μαρία Ζαχάροβα να απαντάει: «Η θέση των ΗΠΑ δεν είναι είδηση. Το ερώτημα για το πόσο αυτή η προσέγγιση ανταποκρίνεται στα συμφέροντα της Αθήνας πρέπει να απευθυνθεί στην ελληνική ηγεσία. Τα σχέδια της Ουάσιγκτον για τη διεύρυνση της στρατιωτικής παρουσίας στην Ανατολική Μεσόγειο μας ανησυχούν, επειδή έχουν ξεκάθαρο αντιρωσικό χαρακτήρα - κανείς δεν το κρύβει - αντικατοπτρίζουν την επιθετική πολιτική των ΗΠΑ και δεν συμβάλλουν στην ενίσχυση της ειρήνης και της ασφάλειας σε αυτήν την περιοχή». Τα λένε ανοιχτά, σκιαγραφώντας τους κινδύνους για το λαό από τη βαθύτερη εμπλοκή στα ιμπεριαλιστικά σχέδια και τους ανταγωνισμούς, που τον μετατρέπουν σε στόχο.
Την ανακούφισή του για το γεγονός ότι ο αντιαμερικανισμός υποχωρεί στην Ελλάδα καταθέτει αρθρογράφος στα «Νέα», σημειώνοντας μάλιστα τη συμβολή του ΣΥΡΙΖΑ, που έκανε ό,τι μπορούσε όσο ήταν κυβέρνηση. Το κείμενο αναφέρεται στην επίσκεψη Πομπέο και περιγράφει περίπου ως «γραφικούς» όσους αντέδρασαν και διαδήλωσαν ενάντια σε όσα συμβολίζει ο Αμερικανός αξιωματούχος, προπάντων ενάντια στα βρώμικα σχέδια των ΑμερικανοΝΑΤΟικών και τη μεγαλύτερη ελληνική εμπλοκή, που εκθέτουν το λαό σε μεγάλους κινδύνους. Στην προσπάθειά του μάλιστα να αποδείξει πόσο κακό πράγμα είναι οι «-ισμοί», ο αρθρογράφος θυμίζει τον «αντιγερμανισμό» τις μέρες των μνημονίων, που «τάισε» τον «αντισυστημισμό» και το «λαϊκισμό». Μόνο που μπερδεύει επίτηδες μήλα με πορτοκάλια. Γιατί ο «αντιγερμανισμός» την περίοδο του μνημονίου «σπρώχτηκε» πρωτίστως από αστικές δυνάμεις και επιτελεία, που ήθελαν από τη μία να κρύψουν τις πραγματικές αιτίες της καπιταλιστικής κρίσης και τον αντιλαϊκό χαρακτήρα της ιμπεριαλιστικής ΕΕ, με τις βαθιές αντιθέσεις και τις φυγόκεντρες τάσεις, και από την άλλη να χειραγωγήσουν τη δίκαιη λαϊκή αγανάκτηση για τα δικά τους συμφέροντα, αναλαμβάνοντας ρόλους στον ανταγωνισμό ΗΠΑ - Γερμανίας, που κλιμακωνόταν στο φόντο της κρίσης. Υπάρχουν πάντως και «-ισμοί» με τους οποίους πρέπει πράγματι να ξεμπερδεύει ο λαός. Ξεκινώντας από τους «χαριεντισμούς» της αστικής τάξης με τους Ευρωατλαντικούς συμμάχους της σε βάρος των λαϊκών αναγκών και τους «αστεϊσμούς» εκείνων που προσπαθούν να λοιδορήσουν τους λαϊκούς αγώνες ενάντια στην επικίνδυνη ιμπεριαλιστική εμπλοκή.