«(...) Το εργατικό κίνημα αποτέλεσε κομμάτι της κρίσης του πολιτικού συστήματος. Κάθε δύναμη όμως που θέλει να έχει οργανική σύνδεση με τον κόσμο της εργασίας, πρέπει να εργάζεται για την ουσιαστική οργάνωση και εκπροσώπηση των εργαζομένων. Ουσιαστικές και με βάθος κοινωνικές αλλαγές δεν μπορούν να γίνουν μόνο με κυβερνητικές πρωτοβουλίες, χωρίς τη συμμετοχή του κόσμου της εργασίας». Αυτά λέει σε συνέντευξή του ο υφυπουργός Εργασίας Ν. Ηλιόπουλος, μιλώντας για τις ρυθμίσεις που αφορούν στον κατώτερο μισθό και στις Συλλογικές Συμβάσεις. Πώς να μην αγανακτεί κανείς με το θράσος της κυβέρνησης να παρουσιάζει ως φιλεργατικό τάχα μέτρο τον μνημονιακό νόμο Βρούτση - Αχτσιόγλου για τον κατώτερο μισθό, τον οποίο μάλιστα, ως αντιπολίτευση, ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορούσε και απέρριπτε; Τα αντεργατικά μέτρα που νομοθετεί η κυβέρνηση, τα βαφτίζει «βαθιές κοινωνικές αλλαγές» και εκφράζει την αγωνία της για το κατά πόσο μπορούν να προχωρούν γρήγορα και ανεμπόδιστα, αν το συνδικαλιστικό κίνημα δεν τα στηρίζει μαχητικά. Εκεί ακριβώς εξαντλείται το «ενδιαφέρον» της για «ουσιαστική οργάνωση και εκπροσώπηση των εργαζομένων», όπως και για «οργανική σύνδεση της κυβέρνησης με τον κόσμο της εργασίας», αναζητώντας πιο στέρεους, ικανούς και αξιόπιστους «μοχλούς» στα συνδικάτα και τους άλλους φορείς του κινήματος για την υπεράσπιση και προώθηση της αντιλαϊκής πολιτικής. Σ' αυτήν την έκκληση, ο εργοδοτικός - κυβερνητικός συνδικαλισμός έχει ανοιχτά τ' αυτιά του, διεκδικώντας να αναβαθμίσει το ρόλο του ως «κοινωνικού εταίρου». Γι' αυτό οι εργαζόμενοι χρειάζεται να ξεμπερδεύουν μαζί του. Αξιοποιώντας την απεργία στις 14/10, να οξύνουν το μέτωπο στην πολιτική κυβέρνησης - κεφαλαίου, απαντώντας και στην κοροϊδία, με την οποία προσπαθούν να τους τυλίξουν σε μια κόλλα χαρτί.
Τη νομιμοποίηση της κάνναβης και για «ψυχαγωγικούς λόγους» στον Καναδά «χειροκρότησαν» πρώτοι και καλύτεροι μεγάλοι μονοπωλιακοί όμιλοι, που «τρίβουν τα χέρια τους» για τα νέα πεδία κερδοφορίας. Λίγες ώρες μετά το άνοιγμα των αντίστοιχων καταστημάτων (π.χ. εταιρεία «Tweed»), τα περισσότερα είχαν ξεμείνει από εμπόρευμα. «Πάρτι» στήθηκε και στο Χρηματιστήριο του Τορόντο, όπου δισ. δολάρια έχουν επενδυθεί στη νέα «βιομηχανία». Η αξία της εταιρείας που ηγείται της αγοράς («Canopy Growth»), εκτινάχθηκε στα 13,88 δισ. δολάρια, ξεπερνώντας τον κολοσσό κατασκευής αεροσκαφών και αμαξοστοιχιών «Bombardier». Στο «χορό» των κερδών θέλουν να μπουν κι άλλοι όμιλοι όπως η «Coca-Cola» και η «Diageo». Αλλωστε, η «δυναμική» της νέας αγοράς είναι μεγάλη: Το 2017 τουλάχιστον το 16% του πληθυσμού κάπνισε κάνναβη, καταναλώθηκαν 773 τόνοι της ναρκωτικής ουσίας και οι χρήστες πλήρωσαν πάνω από 5,7 δισ. καναδικά δολάρια για την αγορά της, δημιουργώντας μια μεγάλη και επικερδή αγορά. Αλλά και τα κρατικά ταμεία αναμένεται να ενισχυθούν κατά 600 εκατ. δολάρια Καναδά ετησίως. Αντε τώρα να πιστέψει κανείς πως στόχος της κυβέρνησης του Τζ. Τριντό είναι η μείωση των χρηστών κάνναβης (!), όπως υποκριτικά διακηρύσσει!
Την ίδια ώρα, ο Ιατρικός Σύλλογος Καναδά προειδοποιεί ότι η πρωτοβουλία της κυβέρνησης «ξεκάθαρα βάζει το κέρδος πάνω από την υγεία των Καναδών» και προβλέπει ότι θα αυξηθεί ο αριθμός των εθισμένων ατόμων, ή ατόμων με ψυχικά νοσήματα, αφού πλέον οι έφηβοι και οι νέοι θα μπαίνουν στον επικίνδυνο κόσμο της εξάρτησης από τα ναρκωτικά «και με τη βούλα του καπιταλιστικού νόμου». Αυτό βέβαια σε τίποτα δεν εμποδίζει τους υποστηρικτές της ναρκω-κουλτούρας και στη χώρα μας να ζητάνε «γλάστρες στα μπαλκόνια για προσωπική χρήση» ή να προπαγανδίζουν υπέρ της κάνναβης, ως ενός «νέου δυναμικού κλάδου της οικονομίας», αθωώνοντας συλλήβδην τα ναρκωτικά και προωθώντας τη ναρκω-κουλτούρα, είτε συγκεκαλυμμένα είτε ανοιχτά. Την ώρα λοιπόν που τα μονοπώλια στήνουν πάρτι κερδών με την κάνναβη, η νεολαία έχει έναν λόγο παραπάνω να φωνάξει «όχι σε όλα τα ναρκωτικά», να παλέψει οργανωμένα ενάντια στη ναρκω-κουλτούρα, στη ζωή με υποκατάστατα και στο σάπιο σύστημα που συνθλίβει τα όνειρα και τις ανάγκες των νέων, συνολικά του λαού.