Σε ποιον απευθύνεται, αλήθεια, ο νέος υπουργός Οικονομικών Γιάννης Βαρουφάκης, όταν λέει ότι «είμαστε υπέρ του λιτού βίου, δεν πιστεύουμε ότι ανάπτυξη σημαίνει να έχουμε τόσες πολλές Porsche Cayenne στους στενούς δρόμους των πόλεών μας. Ούτε περισσότερα σκουπίδια στις παραλίες μας, ούτε περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα στην ατμόσφαιρά μας»; Σε ποιον απευθύνεται, όταν διαπιστώνει ότι «οι Ελληνες δημιουργούσαν, όταν ζούσαν λιτά. Οταν ξόδευαν λιγότερα από τα έσοδά τους, όταν τις αποταμιεύσεις τους τις χρησιμοποιούσαν για να σπουδάσουν τα παιδιά τους. Οταν ήταν περήφανοι που δεν είχαν πιστωτικές κάρτες, στεγαστικά δάνεια και χρέη»;
Πρώτα και κύρια, απευθύνεται στον ελληνικό λαό. Στους εργαζόμενους και τα άλλα λαϊκά στρώματα, που έχουν γονατίσει από την καπιταλιστική οικονομική κρίση. Σε αυτούς στέλνει το μήνυμα ότι πρέπει να αρκεστούν στα λίγα ψίχουλα, που αναμένεται να μοιράσει η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ. Λέει ο νέος υπουργός: «Οταν ξόδευαν λιγότερα από τα έσοδά τους»... Πόσο μοιάζει η λογική της νέας συγκυβέρνησης με τη λογική των προηγούμενων κυβερνήσεων! Λογική, που, από το ξέσπασμα της κρίσης, προσπαθούν να καλλιεργήσουν, ότι «για το χρέος και τα ελλείμματα φταίει ο λαός που ξόδευε αλόγιστα περισσότερα από όσα παρήγε». Είναι ίδιο με το «καταναλώναμε περισσότερα από όσα παράγαμε».
Πάνω σε αυτήν τη λογική δεν πάτησε όλα τα προηγούμενα χρόνια η προπαγάνδα για συσκότιση των πραγματικών αιτιών της κρίσης; Για να κρύψουν ότι ο λαός, που παράγει όλο τον πλούτο, ζει με μερικά ψίχουλα ή εξαθλιωμένος, την ίδια στιγμή που επιχειρηματικοί όμιλοι θησαυρίζουν.
Είναι λογικό να αναπτύσσει τέτοιες θέσεις ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού με την πολιτική του ο λαός ούτε τις απώλειες της κρίσης πρόκειται να ανακτήσει, ούτε τα ψίχουλα που θα του μοιράσει θα τον σώσουν από τη λιτότητα διαρκείας, που επιβάλλει ο σημερινός δρόμος του κεφαλαίου και της ΕΕ.
Και η συγκυβέρνησή του, με άλλο μείγμα διαχείρισης, από άλλο μονοπάτι θα συνεχίσει σε αυτήν την αντιλαϊκή κατεύθυνση. Κατεύθυνση που εγγυάται την κερδοφορία των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων και που για το λαό εγγυάται το «λιτό βίο», αναπαράγοντας διλήμματα διαβίωσης για το εάν θα έχει θέρμανση ή το εμβόλιο για το παιδί, εάν θα ταΐσει λίγο κρέας τα παιδιά του ή γάλα τα μωρά του ή εάν θα πάρει ένα αντιβιοτικό. Ο ΣΥΡΙΖΑ, σε σχέση με την προηγούμενη κυβέρνηση, παίζει το χαρτί της δυνατότητάς του για χειραγώγηση και ενσωμάτωση της δυσαρέσκειας, αγανάκτησης και οργής των φτωχών λαϊκών στρωμάτων που έχει συσσωρευτεί την προηγούμενη 5ετία. Επιχειρώντας, λοιπόν, να αλλάξει μέθοδο εξυπηρέτησης των ίδιων αντιλαϊκών στόχων, προσπαθεί να εκπαιδεύσει το λαό στη λογική των «μειωμένων απαιτήσεων». Γι' αυτό, άλλωστε, τα συγχαρητήρια των Ελλήνων βιομηχάνων, άλλων πόλων επιχειρηματικών συμφερόντων. Γι' αυτό, άλλωστε, δίνει συγχαρητήρια και εκείνος που ήδη εφαρμόζει μια τέτοια πολιτική στην πατρίδα του, τις ΗΠΑ, με τα εκατομμύρια αστέγων και εξαθλιωμένων που σιτίζονται με κουπόνια από διάφορους ...φιλάνθρωπους.
Αυτό το μέλλον επιφυλάσσουν για τους εργαζόμενους, τις λαϊκές οικογένειες. Ενα μέλλον, με το οποίο δεν πρέπει να συμβιβαστεί ο λαός.
Πρόκειται για δηλώσεις του Αλ. Τσίπρα στις 9 Δεκέμβρη, σε εκδήλωση του ΣΥΡΙΖΑ για τον Τουρισμό. Από το βήμα της, εκτός από το «all inclusive» (πακέτα διακοπών από μεγάλες ταξιδιωτικές εταιρείες, μεγαλοξενοδόχους κτλ. με όλα τα έξοδα του τουρίστα από το εξωτερικό - εισιτήρια, διαμονή, φαγητό, διασκέδαση κ.τλ. - προκαθορισμένα, προπληρωμένα και ενταγμένα μέσα στο ενιαίο πακέτο, προς όφελος των μονοπωλίων του κλάδου και σε βάρος των αυτοαπασχολούμενων και των εργαζόμενων στον Τουρισμό και όλους τους συναφείς κλάδους), ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είχε στηλιτεύσει την «εργασιακή ζούγκλα ορισμένου χρόνου» στον κλάδο, την υποβάθμιση του περιβάλλοντος από μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες κ.ά.
Βεβαίως, όλα αυτά ουδόλως ανησύχησαν τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους του Τουρισμού, εκπρόσωποι των οποίων παρακάθονταν στο «εκλεκτό» ακροατήριο της εκδήλωσης. Αυτοί, κράτησαν την ουσία της παρέμβασης Τσίπρα: Τις δεσμεύσεις για μέτρα τόνωσης της ανταγωνιστικότητας του κλάδου και για ανάδειξή του σε πυλώνα της αναπτυξιακής ανασυγκρότησης (όπως σταθερό φορολογικό περιβάλλον, ρευστότητα, μείωση ενεργειακού κόστους, νέος επενδυτικός νόμος και πρόσβαση στα ευρωενωσιακά κονδύλια, ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης και επαγγελματικής κατάρτισης, δηλαδή παροχή τζάμπα εργασίας κ.ά.). Για το λόγο αυτό, άλλωστε, ο Σύνδεσμός τους, ο ΣΕΤΕ, ήταν απ' τους πρώτους που ευχήθηκε «κάθε επιτυχία» στην νέα κυβέρνηση και στην υλοποίηση του έργου της, γνωρίζοντας ότι αυτό το έργο θα έχει στο επίκεντρο τα κέρδη τους, ό,τι κι αν αυτό απαιτεί (και απαιτεί μεταξύ άλλων «ευέλικτες» εργασιακές σχέσεις, εξοντωτικά ωράρια, μισθούς πείνας)...
Χαρακτηριστικά, σε ό,τι αφορά το «all inclusive», χτες η αναπληρώτρια υπουργός Τουρισμού Ελενα Κουντουρά, απαντώντας σε ερωτήσεις δημοσιογράφων είπε τα εξής: «Δεν θα υπάρξει καμία ενέργεια εις βάρος των προϊόντων all inclusive. Αντίθετα μέσα από την περαιτέρω ποιοτική αναβάθμιση των συγκεκριμένων προϊόντων θα ενισχυθεί η διάχυση του οφέλους του συγκεκριμένου τουριστικού προϊόντος στις τοπικές αγορές και κοινωνίες». Τώρα πώς γίνεται να μη φεύγει φράγκο μέσα από τα ξενοδοχεία και να ωφελείται η τοπική κοινωνία, αυτό μόνο οι ίδιοι το ξέρουν. Εκτός και αν τοπική αγορά και τοπική κοινωνία είναι τα «all inclusive» ξενοδοχεία...
Αυτήν την οικονομία δηλώνει ότι θέλει να ενισχύσει ο ΣΥΡΙΖΑ, στην πραγματικότητα δηλαδή να ενισχύσει το δρόμο ανάπτυξης που οδήγησε το λαό στη χρεοκοπία.
Το ζήτημα στη συγκεκριμένη υπόθεση δεν είναι μόνο η υπόδειξη της ΕΚΤ για αύξηση της κεφαλαιακής επάρκειας, αλλά κυρίως ο λόγος για τον οποίο γίνεται. Και ναι μεν μπορεί να υπάρχουν κίνδυνοι για τα στοιχεία ενεργητικού και της ποιότητας των κεφαλαίων, μπορεί για παράδειγμα να έχουν ομόλογα που τα λένε «τοξικά» ή επικίνδυνα να λήξουν και να μην μπορούν να εισπραχτούν, ή να έχουν «κόκκινα δάνεια», αλλά οι τράπεζες πέρασαν από έλεγχο τον Οκτώβρη. Τώρα ανακάλυψαν τέτοιους κινδύνους; Γιατί τώρα, λοιπόν, τους ζητούν νέα αύξηση κεφαλαίων; Υπάρχει, επίσης, η ανάγκη αντιμετώπισης του αποπληθωρισμού, δηλαδή η ανάγκη να ρίξουν κεφάλαια στην αγορά για επενδύσεις, αλλά αυτό το αντιμετωπίζει η ΕΚΤ, αγοράζοντας διάφορα τραπεζικά προϊόντα, ακόμη και κρατικά ομόλογα. Αρα τι συμβαίνει; Το ρεπορτάζ αναφέρει ότι «η ΕΚΤ ζήτησε από συγκεκριμένες τράπεζες να βρουν πρόσθετα κεφάλαια, ώστε να είναι καλύτερα προετοιμασμένες για να απορροφήσουν τυχόν απώλειες από μια επιδείνωση της οικονομίας». Ο κίνδυνος, λοιπόν, επιδείνωσης της καπιταλιστικής οικονομίας στην Ευρωζώνη είναι το πρόβλημα.
Μέσα στο Γενάρη, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) αναθεώρησε προς τα κάτω τις εκτιμήσεις για παγκόσμια ανάπτυξη σε 3,5% και 3,7% για την περίοδο 2015 - 16. Η οικονομία της Ιαπωνίας είναι σε ύφεση, της Ρωσίας σε κρίση, της Κίνας σε επιβράδυνση, αν και με μεγάλους ρυθμούς ανάπτυξης ακόμη, (επίσημα λένε γύρω στο 7%). Οι ΗΠΑ έχουν ρυθμό ανάπτυξης πάνω από 2,5%, αλλά στις ΗΠΑ «οι παραγγελίες για διαρκή αγαθά μειώθηκαν 3,4% το Δεκέμβριο έπειτα από υποχώρηση 2,1% το Νοέμβριο, όπως ανακοίνωσε το υπουργείο Εμπορίου από την Ουάσιγκτον. Η μείωση ήταν απροσδόκητη και προκάλεσε ανησυχία στις ΗΠΑ και έντονες διακυμάνσεις στη Γουόλ Στριτ» («Τα Νέα» 28/1/2015, από το «Bloomberg»). Μάλιστα η Fed, η Κεντρική Τράπεζα συνεχίζει τα μέτρα χαλάρωσης και δεν προχωρά στην αύξηση των επιτοκίων.
Βεβαίως, το ΔΝΤ αναφέρει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης στην Ευρωζώνη αναμένεται να διαμορφωθεί στο 1,2% το 2015 και στο 1,4% το 2016, προβλέψεις που είναι κατά 0,2% και 0,3% χαμηλότερες από τις εκτιμήσεις που είχαν δημοσιευτεί τον Οκτώβρη. Πιο απαισιόδοξες είναι οι προβλέψεις για τις ισχυρότερες οικονομίες των «19» της Ευρωζώνης. Η οικονομική δραστηριότητα στη Γερμανία αναμένεται να επεκταθεί κατά 1,3% το 2015, δηλαδή χαμηλότερα κατά 0,2% από τις εκτιμήσεις του Οκτώβρη, και κατά 1,5% το 2016. Η ανάπτυξη στη Γαλλία εκτιμάται να κινηθεί στο 0,9% το 2015 και στο 1,3% το 2016 και στην Ιταλία σε 0,4% και 0,8%, αντίστοιχα. Στην Ισπανία, η οικονομία προβλέπεται να ενισχυθεί κατά 2% το 2015 και κατά 1,8% το 2016, αποτελώντας τη μοναδική από τις τέσσερις ισχυρότερες οικονομίες της Ευρωζώνης όπου έχει υπάρξει προς τα πάνω αναθεώρηση των εκτιμήσεων, σύμφωνα με ρεπορτάζ της «Καθημερινής» 21/1/2015.
Η στασιμότητα της οικονομίας της Ευρωζώνης επιτείνεται με την επιβράδυνση της οικονομίας της Γερμανίας. Η Γερμανική Στατιστική Υπηρεσία δείχνει ότι οι εξαγωγές υποχώρησαν το Νοέμβρη για δεύτερο μήνα, καταγράφοντας πτώση 2,1%. Την ίδια στιγμή, το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών είπε ότι η βιομηχανική παραγωγή έχει υποχωρήσει κατά 0,1%.
Υπάρχει, όμως, και άλλο ένα στοιχείο που δείχνει την επιβράδυνση της οικονομίας της Γερμανίας και αναφέρεται σε άρθρο στο «Bloomberg» («Καθημερινή», 15/1/2015). Ας το δούμε:
Η ραχοκοκαλιά της γερμανικής οικονομίας συνίσταται σε περίπου 3,7 εκατ. «μικρομεσαίες επιχειρήσεις», όσες δηλαδή έχουν ετήσιες πωλήσεις έως 50 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με το άρθρο, το επιχειρηματικό τους περιβάλλον επιδεινώνεται, είναι απρόθυμες για επενδύσεις και όσο φθηνό χρήμα κι αν προσπαθεί να τους χορηγήσει η ΕΚΤ, δεν ενδιαφέρονται να δανειστούν με σκοπό την επέκτασή τους. Αυτό είναι το συμπέρασμα έκθεσης που έδωσε στη δημοσιότητα η Ενωση Γερμανικών Ταμιευτηρίων, ύστερα από έρευνα που διεξήγαγε τον Οκτώβρη μεταξύ 330 εκ των 416 ταμιευτηρίων της χώρας και αφού εξέτασε τους ισολογισμούς τουλάχιστον του 25% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Από όσες γερμανικές επιχειρήσεις προχώρησαν πέρυσι σε επενδύσεις, μόλις 19,7% ανέφεραν την «επέκταση» ως κίνητρό τους, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό το 2013 ήταν 27,5%. Το φετινό ποσοστό ήταν, άλλωστε, το χαμηλότερο από το 2010. Περισσότερες από τις μισές απλώς αντικατέστησαν παλαιό μηχανολογικό εξοπλισμό. Οι επενδύσεις παραμένουν στάσιμες στα περίπου 340 δισ. ευρώ ή στο 11,7% του ΑΕΠ. Από την έκθεση προκύπτει πως η απουσία επενδυτικής διάθεσης από πλευράς των μικρομεσαίων επιχειρήσεων δεν οφείλεται στην έλλειψη εξωτερικής χρηματοδότησης ή σε ανεπάρκεια κεφαλαίων. Η βασική αιτία είναι οι συνεχείς οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν πολλές χώρες της νομισματικής ένωσης, καθώς και οι γεωπολιτικές κρίσεις, που έχουν επιτείνει τη στάση αναμονής πολλών επιχειρήσεων.
Στη Γερμανία, λοιπόν, υπάρχει δυστοκία στις επενδύσεις. Και αυτός είναι ένας δείκτης που μαζί με τους άλλους που προαναφέραμε δείχνει επίσης επιστροφή σε στασιμότητα. Το πρόβλημα αυτό διαπλέκεται με μια σειρά άλλα ανάμεσα στα οποία είναι και το γεγονός πως η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα καταληστεύονται προς όφελος της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Στον πυρήνα όμως του προβλήματος βρίσκονται άλυτες αντιφάσεις της καπιταλιστικής παραγωγής που έχουν να κάνουν με την αναρχία, τον ανταγωνισμό, το κυνήγι του μέγιστου ποσοστού κέρδους.
Γι' αυτό εντείνεται άλλωστε η διαπάλη στην ΕΕ και την Ευρωζώνη για αλλαγή του μείγματος διαχείρισης, για χαλάρωση της δημοσιονομικής σταθερότητας, ποσοτική χαλάρωση, εξασφάλιση ρευστότητας μέσω των κρατικών προϋπολογισμών και των τραπεζών για τη στήριξη των επενδυτικών σχεδίων των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων. Στο πλαίσιο αυτής της διαπάλης εντάσσεται και η πολιτική που εξαγγέλλει η νέα συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ στη χώρα μας που επιδιώκει να παίξει καθοριστικό ρόλο στην κατεύθυνση της αλλαγής μείγματος σε συμμαχία με Ιταλία, Γαλλία κ.ά.
Λίγο παρακάτω, η ΕΣΕΕ μπαίνει «στο ψητό» και γράφει στην ανακοίνωσή της: «Παράλληλα, με την αύξηση του κατώτατου μισθού θα μπορούσε να υιοθετηθεί η περαιτέρω μείωση του μη μισθολογικού κόστους (εργοδοτικών εισφορών), ώστε να αντισταθμιστεί μέρος της επιβάρυνσης των εργοδοτών». Δίνει, μάλιστα, και ένα παράδειγμα, σύμφωνα με το οποίο, αν τελικά ο κατώτατος μισθός επανέλθει στα 751 ευρώ μεικτά, το επιπλέον «κόστος» για την εργοδοσία (συμπεριλαμβανομένων των εργοδοτικών εισφορών) μεταφράζεται σε 188,46 ευρώ (αύξηση 25,2% σε σχέση με σήμερα).
Οι εργοδότες, όμως, δεν περιορίζονται στο αίτημα για παραπέρα μείωση των ασφαλιστικών τους εισφορών, αλλά ζητάνε και επιδότηση του ονομαστικού μισθού, για να αποδεχτούν τις αυξήσεις. Με το κομπιουτεράκι πάνω στο τραπέζι, υπολογίζουν ότι η επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ μεικτά ισοδυναμεί με επιπλέον «επιβάρυνση» των επιχειρήσεων κατά 361,8 εκ. ευρώ, γεγονός που «αποτελεί το κατάλληλο κίνητρο προκειμένου το "επίδομα ανεργίας" του ΟΑΕΔ να μετατραπεί σε "επίδομα εργασίας" από πλευράς του κράτους, μέσω κάλυψης μέρους του συνολικού κόστους μισθοδοσίας», όπως αναφέρει στην ανακοίνωσή της η ΕΣΕΕ!
Αρα, λέει η ΕΣΕΕ, η αύξηση στα 751 ευρώ μπορεί να γίνει αποδεκτή, αν υπάρξει ισόποση «ελάφρυνση» του μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων. Βέβαια, κανείς από την κυβέρνηση δεν πρόκειται να της απαντήσει ότι παραπέρα μείωση των εργοδοτικών εισφορών θα σημάνει μεγαλύτερο βούλιαγμα για τα Ταμεία και αυτό θα μεταφραστεί σε χασούρα για ασφαλισμένους και συνταξιούχους.
Οπως κανένας από την κυβέρνηση δεν πρόκειται να αρνηθεί ότι η «επιδότηση της εργασίας», η εξασφάλιση δηλαδή σχεδόν τζάμπα εργαζομένων για τις επιχειρήσεις, με λεφτά που, σε τελική ανάλυση, πληρώνει ο ίδιος ο λαός, δεν είναι και δική της στρατηγική επιλογή για την «τόνωση» της απασχόλησης.
Το κερασάκι στην τούρτα, έρχεται από τον πρόεδρο της ΕΣΕΕ Βασίλη Κορκίδη, ο οποίος σημειώνει: «(...) Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΣΕΕ (...) επιβεβαιώνει τη θετική στάση της από τον Αύγουστο του 2014 για σταδιακή επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ (...) Ταυτόχρονα, και αυτό μπορεί να λειτουργήσει αντισταθμιστικά προς την επιβάρυνση που θα δεξιωθεί ο ιδιωτικός τομέας, η αύξηση του κατώτατου μισθού καλό θα είναι να συνοδευτεί και από τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων. Σκοπός μας δεν θα πρέπει να είναι η χρηματοδότηση της ανεργίας αλλά της εργασίας».
Οπως προκύπτει από τη δήλωση του Κορκίδη, η πρόθεση των εργοδοτών είναι να αποδεχτούν τη σταδιακή (και όχι την ακαριαία) επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, με όλα τα αντισταθμιστικά «οφέλη» που περιγράφουν στην επιστολή τους (μείωση μη μισθολογικού κόστους, επιδότηση του μισθού) συν τα όσα τους υπόσχεται η κυβέρνηση από τώρα (ρύθμιση χρεών και άλλα)...
Η κυβέρνηση κρατάει ακόμα σκόπιμα «θολό» το τι θα κάνει με τον κατώτατο μισθό. Προφανώς, το παζάρι δίνει και παίρνει στο παρασκήνιο, ακόμα και για τα ψίχουλα που υποσχέθηκε προεκλογικά στο λαό.
Σε κάθε περίπτωση, από την παρέμβαση της εργοδοσίας, επιβεβαιώνεται ότι δεν υπάρχει συνταγή που να εξασφαλίζει ταυτόχρονα τα δικά τους συμφέροντα και αυτά των εργαζομένων. Αυτό επαληθεύει άλλωστε και το ίδιο το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης που λέει ότι θα εφαρμόσει ο ΣΥΡΙΖΑ: Τα μέτρα «για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης», τα ψίχουλα δηλαδή που δίνει στους εργαζόμενους και το λαό, είναι ένας κόκκος άμμου μπροστά στα «αναπτυξιακά μέτρα» που περιλαμβάνονται στο ίδιο πρόγραμμα για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου...
Σύμφωνα με την έρευνα, αντί η οικογενειακή ζωή των εργαζομένων να διευκολύνεται μέσα από τις συνθήκες εργασίας, αυτό που συμβαίνει είναι η οικογενειακή ζωή να έχει προσαρμοσθεί στις απαιτήσεις της απασχόλησης. Στις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά, π.χ. Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο, αλλά και στη Γαλλία, η δυσαρέσκεια οφείλεται στο ότι δε διαθέτουν αρκετό χρόνο στην οικογένεια. Ενώ, στις χώρες της Κεντρικής και Νότιας Ευρώπης, ο λόγος είναι ότι η σχέση αυτή επηρεάζεται αρνητικά από την κόπωση που νιώθουν οι εργαζόμενοι, εξαιτίας των μη ικανοποιητικών συνθηκών εργασίας, αλλά και των πολλών ωρών εργασίας.
Η συγκεκριμένη διαπίστωση έχει σημασία μόνο βεβαίως εάν αποκαλύπτονται και οι αιτίες διαμόρφωσης αυτής της πραγματικότητας. Για παράδειγμα, το ρεπορτάζ της «Καθημερινής», παρουσιάζοντας τη συγκεκριμένη έρευνα σχολιάζει: «Τελικά, το μεγάλο "βαρίδι" στη ζυγαριά της σχέσης της εργασίας με την προσωπική είτε οικογενειακή ζωή των εργαζομένων είναι ο χρόνος. Και ο χρόνος γίνεται ακόμη και ο μεγάλος "ένοχος" όταν παραβιάζει τα δεδομένα όρια που δικαιούνται να έχουν οι άνθρωποι στις δύο αυτές σφαίρες της ζωής τους».
Ταυτόχρονα, μέσα στον ελεύθερο χρόνο είναι η ενασχόληση με την οικογένεια και τις ανάγκες της, σε συνδυασμό με την εκπλήρωση όλων των συναισθηματικών αναγκών των ανθρώπων που πηγάζουν μέσα και από τις οικογενειακές σχέσεις,(σχέσεις των δύο φύλων, σχέσεις με τα παιδιά), άλλες σχέσεις όπως συγγενικές, φιλικές. Αλλά και ο αναγκαίος χρόνος για ενασχόληση με την πολιτικοκοινωνική και συνδικαλιστική δράση, την ανάπαυση, την ψυχαγωγία με δημιουργικό περιεχόμενο, δηλαδή ενασχόληση με την ενημέρωση των πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών εξελίξεων, το βιβλίο, το θέατρο, τη μουσική, το σινεμά, τον αθλητισμό κ.λπ. Δηλαδή, όλα όσα διαμορφώνουν συνεχώς και αναπτύσσουν τον εργαζόμενο ως προσωπικότητα, όσο γίνεται πιο πλήρη και ολοκληρωμένη.
Επομένως, η συγκεκριμένη πραγματικότητα στερεί από τον εργαζόμενο πολλά περισσότερα, αλλά βεβαίως επειδή η οικογένεια αποτελεί προτεραιότητα, στην οποία οι εργαζόμενοι δεν ανταποκρίνονται όπως θα ήθελαν, εμφανίζεται στην έρευνα ως το στοιχείο της δυσαρέσκειάς τους.
Αλήθεια, όμως, η συγκεκριμένη πραγματικότητα διαμορφώνεται ουδέτερα, από μόνη της; Οι εργαζόμενοι επιλέγουν να ζουν σε τέτοιες συνθήκες δουλειάς και ελεύθερου χρόνου, ή αναγκάζονται; Η απάντηση σ' αυτό το ερώτημα μπορεί να ξετυλίξει το κουβάρι όχι μόνο των αιτιών, αλλά να συμβάλει και στη διέξοδο για τους εργαζόμενους.
Οι συνθήκες εργασίας, και πρώτ' απ' όλα το εύρος του εργάσιμου χρόνου στη διάρκεια του 24ωρου, καθορίζονται από τους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, από τους ιδιοκτήτες, δηλαδή, των επιχειρηματικών ομίλων, που οργανώνουν την παραγωγή με σκοπό τα ολοένα και μεγαλύτερα κέρδη. Τα κέρδη (η υπεραξία) δημιουργούνται στη διάρκεια της εργασίας από την εργατική δύναμη, στη συνένωσή της με τα μέσα παραγωγής.
Οσο μεγαλύτερος είναι ο εργάσιμος χρόνος στη διάρκεια της μέρας, τόσο μεγαλύτερα είναι τα κέρδη. Οσο, επίσης, πιο εντατική είναι η δουλειά, όσο πιο μεγάλη η παραγωγικότητα της εργασίας, τόσο μεγαλύτερα είναι τα κέρδη. Το ίδιο ισχύει και με τους μισθούς. Οσο μικρότεροι είναι τόσο μεγαλύτερα είναι τα κέρδη. Αρα, η αιτία βρίσκεται στην καπιταλιστική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, στο νόμο του κέρδους, δηλαδή στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής.
Δύο παράγοντες, λοιπόν, διαμορφώνουν την πραγματικότητα που διαπιστώνει η έρευνα. Οι μισθοί που συνεχώς μειώνονται, επομένως δε φτάνουν να καλύψουν στοιχειώδεις ανάγκες της εργατικής οικογένειας, άρα αναγκάζεται - αν βεβαίως καταφέρει να βρει δουλειά - να δουλεύει έως και δύο 8ωρα τη μέρα. Ο δεύτερος παράγοντας είναι η αύξηση του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου από τους καπιταλιστές. Υπάρχει, βεβαίως, και ο συνδυασμός και των δύο αυτών παραγόντων. Σε κάθε περίπτωση, είτε δε μένει χρόνος για ενασχόληση με την οικογένεια, είτε η κούραση είναι τόσο εξαντλητική, που επίσης δεν επιτρέπει τέτοια ενασχόληση.
Εμείς θα προσθέταμε ένα ακόμη ζήτημα: Η συγκεκριμένη πραγματικότητα στη σχέση εργάσιμου χρόνου/ελεύθερου χρόνου, όπως καταγράφεται στην έρευνα, δε δίνει τη δυνατότητα αναπλήρωσης της εργατικής δύναμης, με αποτέλεσμα να έχουμε μόνιμη και μη αναστρέψιμη φθορά της υγείας του εργάτη, που οδηγεί στη μείωση της διάρκειας της ζωής του, ενώ αυξάνονται κατακόρυφα τα εργατικά δυστυχήματα.
Ο Κ. Μαρξ στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου» αναφέρει σχετικά: «Η αξία της εργατικής δύναμης, εξαιτίας της φθοράς της, μεγαλώνει όταν μεγαλώνει η διάρκεια της λειτουργίας της και μεγαλώνει σε μεγαλύτερη αναλογία από την αύξηση της διάρκειας της λειτουργίας της» (σελ. 562 - 564). Ενώ στη σελίδα 278 αναφέρει: «με την παράταση της εργάσιμης ημέρας η κεφαλαιοκρατική παραγωγή, που είναι ουσιαστικά παραγωγή υπεραξίας, απορρόφηση υπερεργασίας, δεν προκαλεί απλώς το μαρασμό της ανθρώπινης εργατικής δύναμης, που της στερούν τους κανονικούς όρους της ηθικής και φυσικής ανάπτυξης και δραστηριότητάς της. Προκαλεί την πρόωρη εξάντληση και θανάτωση αυτής της ίδιας της εργατικής δύναμης. Παρατείνει για ένα ορισμένο διάστημα τον παραγωγικό χρόνο του εργάτη, συντομεύοντας το χρόνο της ζωής του».
Το ζήτημα του εργάσιμου χρόνου υπόκειται στους νόμους της ταξικής πάλης. Δεν είναι τυχαίο ότι το κεφάλαιο, έχοντας τεράστιες δυσκολίες στην αναπαραγωγή του, επιδιώκει την ολοένα αυξανόμενη ένταση της εκμετάλλευσης, άρα διαμορφώνει συνθήκες αύξησης του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου.
Η οριστική διέξοδος, όμως, βρίσκεται σ' αυτό που εν συντομία έγραφε ο Φρ. Ενγκελς στο άρθρο1 του «Δίκαιος μισθός για δίκαιη εργάσιμη ημέρα»: «Πολλά θα μπορούσε να πει κάποιος και για τη δίκαιη εργάσιμη μέρα, δικαιοσύνη που είναι ίδια και απαράλλαχτη με τη δικαιοσύνη για το μισθό. Αλλά αυτό είμαστε αναγκασμένοι να το αφήσουμε για κάποια άλλη φορά. Από τα παραπάνω, γίνεται απολύτως ξεκάθαρο, ότι το παλιό σύνθημα έφαγε τα ψωμιά του και είναι αμφίβολο αν μας κάνει για σήμερα. Η δικαιοσύνη της πολιτικής οικονομίας, όσο η τελευταία εκφράζει πιστά τους νόμους, με τους οποίους διοικείται η σημερινή κοινωνία, είναι η δικαιοσύνη που τάσσεται εξ ολοκλήρου με τη μια πλευρά. Με την πλευρά του κεφαλαίου. Ας θάψουμε λοιπόν για πάντα το παλιό σύνθημα και ας το αντικαταστήσουμε με το εξής: Τα μέσα εργασίας - πρώτες ύλες, φάμπρικες μηχανές - στην ιδιοκτησία των ίδιων των εργατών».
Παραπομπή:
1. Το άρθρο αυτό γράφτηκε την Πρωτομαγιά και στις 2 Μάη του 1881. Δέκα περίπου χρόνια, δηλαδή, μετά την Παρισινή Κομμούνα και 5 χρόνια πριν τα γεγονότα του Σικάγου. Είναι το πρώτο από μια σειρά άρθρα που γράφτηκαν από τον Ενγκελς για την εφημερίδα «The Labour Standart» («Η σημαία της Εργασίας») - Εβδομαδιαία αγγλική εφημερίδα, όργανο των τρεντ-γιούνιον (συνδικάτα) που έβγαινε στο Λονδίνο από το 1881 μέχρι το 1885 υπό τη διεύθυνση του Τζ. Σίπτον, με την οποία συνεργάστηκε από τον Μάη μέχρι τον Αύγουστο του 1881.