Κυριακή 13 Απρίλη 2014
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Δυνατό ΚΚΕ για ισχυρή εργατική - λαϊκή αντιπολίτευση

Τα πανηγύρια των αστών στο τέλος της βδομάδας για την έξοδο στις αγορές δεν μπορούν να κρύψουν τα ερείπια των εργατικών δικαιωμάτων πάνω στα οποία επιχειρείται να στηριχθεί η ανάκαμψη των καπιταλιστικών κερδών. Κι αυτό εκφράστηκε δυναμικά στις απεργιακές συγκεντρώσεις της Τετάρτης.

Ενδιάμεσα, οι αποκαλύψεις για τις σχέσεις της Χρυσής Αυγής με τα αστικά κόμματα και οι συμφωνίες τους στη στρατηγική του κεφαλαίου για το τσάκισμα των εργατών ανέδειξαν πως, παράλληλα με τον κοινό παρονομαστή των δυνάμεων του κεφαλαίου, πρέπει να αναδεικνύεται ο κοινός παρονομαστής του εργατικού κινήματος. Κι αυτό σημαίνει πως απέναντι στην ανασύνταξη των αστικών πολιτικών δυνάμεων επείγει η ανασύνταξη του εργατικού - λαϊκού κινήματος ώστε την επίθεση των καπιταλιστών να μπορεί να αντιμετωπίσει η εργατική τάξη σε συμμαχία με τ' άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα.

Η Μέρκελ και η ανάπτυξη

Η επίσκεψη Μέρκελ με την οποία έκλεισε η βδομάδα επιβεβαίωσε ακριβώς τη στρατηγική συμφωνία των αστικών δυνάμεων σε μια πολιτική που για να εφαρμοστεί θα βαδίσει επί των εργασιακών ερειπίων. Η Γερμανίδα καγκελάριος πέρα από τη στήριξη στην κυβέρνηση για την απρόσκοπτη συνέχιση των αντεργατικών καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων («η γερμανική κυβέρνηση θα συνεχίσει να στηρίζει τα επιτυχή μέτρα στην Ελλάδα» και την «πορεία εξυγίανσης που ακολουθεί»), ήρθε και για την προώθηση των συμφερόντων γερμανικών μονοπωλιακών ομίλων. Αυτό δείχνει και η συγκρότηση του «επενδυτικού ταμείου» που θα στηρίζει με κεφάλαια την καπιταλιστική ανάκαμψη. Μιλώντας σε φόρουμ με επιχειρηματίες ξεκαθάρισε ότι οι αναδιαρθρώσεις πρέπει να συνεχιστούν: «Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα είναι αναγκαίες και στο μέλλον», είπε χαρακτηριστικά. Πρόσθεσε ότι στην Ελλάδα «υπάρχουν τόσες πολλές ευκαιρίες και δυνατότητες και τόσες ευκαιρίες», σε τομείς όπως ο Τουρισμός, η Αγροτική Οικονομία, οι Υπηρεσίες. Είναι τομείς για τους οποίους ενδιαφέρεται το γερμανικό κεφάλαιο.

Για το κεφάλαιο η έξοδος στις αγορές

Με την έξοδο στις αγορές το κράτος των καπιταλιστών μπορεί πλέον να δανείζεται απευθείας από τράπεζες, για να ανταποκρίνεται στις οικονομικές του ανάγκες, ενώ δε χρειάζεται να απευθυνθεί ξανά σε ΕΕ και ΔΝΤ για δανεισμό. Η περίφημη «έξοδος στις αγορές» συνδέεται προπαγανδιστικά με το «τέλος των μνημονίων και της τρόικας», με την έξοδο από την οικονομική κρίση. Σύμφωνα με την κυβέρνηση η ανάκαμψη της οικονομίας, οι επενδύσεις θα φέρουν το τέλος των βασάνων του λαού. Από την πλευρά του ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ αρχικά αμφισβητούσε τη δυνατότητα εξόδου στις αγορές, έκανε μια ακόμα κωλοτούμπα λέγοντας ότι η έξοδος ήταν βιαστική γιατί δυσκολεύει την αναδιάρθρωση του χρέους, ενώ το αυξάνει. Καβγάς διαχειριστών για την πίτα των αστών.

Η εργατική τάξη, τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα δεν έχουν τίποτα θετικό να περιμένουν για τα συμφέροντά τους από την έξοδο στις αγορές, είτε τώρα είτε αργότερα, όπως λέει ο ΣΥΡΙΖΑ. Για την εργατική τάξη, τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα θα συνεχίζουν να εφαρμόζονται «στον αιώνα τον άπαντα» τα βάρβαρα μέτρα σε μισθούς, συντάξεις, Υγεία, Πρόνοια, Παιδεία, φόρους, γιατί με ή χωρίς μνημόνια υπηρετούν τη στρατηγική του κεφαλαίου. Στο πλαίσιο του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης με όποια κυβέρνηση και όποιο μείγμα, εκτός από τη διαρκή υποτίμηση δικαιωμάτων και αναγκών τους θα φορτώνονται πάντα τα χρέη, τα δάνεια του κεφαλαίου και του κράτους του.

Θυσίες δίχως τέλος

Με αφορμή την έξοδο στις αγορές η κυβέρνηση προσπαθεί να πείσει ότι τα βάσανα τελειώνουν, ότι με την καπιταλιστική ανάκαμψη οι θυσίες θα δικαιωθούν.

Η αλήθεια είναι ότι οι εργαζόμενοι έχουν κάνει πολλές και βαριές θυσίες, όχι όμως μόνο τα τελευταία χρόνια της οικονομικής κρίσης. Η ελληνική καπιταλιστική οικονομία το 2004 σημείωνε σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Τότε το ΚΚΕ υπογράμμιζε ότι οι μεγάλοι ρυθμοί καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, πολύ μεγαλύτεροι από αυτούς του μέσου όρου της Ευρωζώνης, συνοδεύονταν από επιδείνωση της θέσης των εργατικών - λαϊκών στρωμάτων με χαρακτηριστικά: Την υποβάθμιση στη δημόσια Υγεία και Παιδεία, στην Κοινωνική Ασφάλιση, εξαιτίας της μεγαλύτερης εμπορευματοποίησης, επιπτώσεις στα εργατικά - λαϊκά εισοδήματα, εξαιτίας των ιδιωτικοποιήσεων σε τομείς Ενέργειας, Υδρευσης κ.ά., του μεγάλου κόστους των Ολυμπιακών έργων. Υπογραμμιζόταν η ένταση της εκμετάλλευσης με τη δυσμενή διευθέτηση του συνολικού χρόνου της μισθωτής εργασίας και της πληρωμής της, με την επίσημη ανεργία να ξεπερνά τότε το 12%.

Αυτές οι θυσίες εξασφάλισαν την κερδοφορία των μονοπωλιακών ομίλων, μεγάλωσαν την πίτα του ελληνικού κεφαλαίου, στήριξαν την προσπάθειά του να διεκδικήσει καλύτερη θέση στα Βαλκάνια και στη Ν/Α Μεσόγειο. Οι θυσίες αυτές δεν απέτρεψαν την εκδήλωση της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, γιατί την οικονομική κρίση την έφεραν ακριβώς οι μεγάλοι ρυθμοί ανάπτυξης και κερδοφορίας.

Την περίοδο 2009 - 2013 ο ελληνικός λαός υποβλήθηκε σε ακόμα περισσότερες θυσίες με την προώθηση αναδιαρθρώσεων για τη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης, με στόχο την καπιταλιστική ανάκαμψη. Στον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης και στην ΕΕ οι θυσίες του λαού για το κεφάλαιο δεν θα έχουν τέλος, είτε στη φάση της κρίσης είτε στη φάση της ανάκαμψης.

Οι δύο δρόμοι και ο ΣΥΡΙΖΑ

Με αφορμή και τις τελευταίες εξελίξεις το ΚΚΕ υπενθύμισε τους δύο δρόμους ανάπτυξης:

-- Ο ένας, ο δρόμος υπέρ των μονοπωλίων που επενδύει εκεί που υπάρχει το μεγαλύτερο κέρδος, αφήνοντας σε μαρασμό άλλους τομείς, που αναπτύσσει την παραγωγή σε βάρος των εργαζομένων και των άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων που τα ξεκληρίζει.

-- Και ο άλλος, ο δρόμος υπέρ της εργατικής τάξης και των συμμάχων της - ο σοσιαλιστικός τρόπος παραγωγής, που θέτει όλες τις υλικές δυνατότητες προς όφελος των λαϊκών αναγκών. Απελευθερώνει από τα ασφυκτικά δεσμά και όρια της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, αξιοποιεί και διευρύνει τις δυνατότητές τους. Δίπλα στις μεγάλες καθετοποιημένες σοσιαλιστικές μονάδες θα υπάρχει και ο παραγωγικός αγροτικός συνεταιρισμός. Ετσι και οι αγρότες θα έχουν δουλειά και θα παράγουν φτηνά και καλά ποιοτικά προϊόντα για το λαό. Αλλά αυτό απαιτεί αγώνα για αποδέσμευση από την ΕΕ, κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων με εργατική, λαϊκή εξουσία. Να, γιατί είναι μονόδρομος για το λαό η ενίσχυση του ΚΚΕ παντού!

Ο ΣΥΡΙΖΑ προβάλλει το στόχο «αλλαγής πολιτικής στην ΕΕ», θεωρώντας ως αντίπαλο τη σημερινή μερκελική πολιτική διαχείρισης και όχι τα μονοπώλια. Επιμένοντας σταθερά στην κατεύθυνση της συμμετοχής της Ελλάδας στην ΕΕ και την Ευρωζώνη, πότε προβάλλει ότι η δική του κυβέρνηση θα γίνει εφαλτήριο για αλλαγές στην ΕΕ, πότε το αντίστροφο, ότι οι αλλαγές στην Ελλάδα για να εφαρμοστούν πρέπει να γίνουν υπόθεση της Ευρωζώνης και της ΕΕ.

Προσδιορίζει με σαφήνεια τα όρια μέσα στα οποία επιδιώκει τέτοιες αλλαγές. Ορια που καθορίζονται από τον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης, το χαρακτήρα της ιμπεριαλιστικής ΕΕ, ως στηρίγματος αυτού του δρόμου σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, τις ιδρυτικές πράξεις της ΕΕ (Συνθήκη του Μάαστριχτ κ.λπ.), τους θεσμούς της, τις «κοινές πολιτικές» κ.λπ.

Η αλλαγή πολιτικής που θέλει δεν αμφισβητεί τη στρατηγική του κεφαλαίου, την υπεράσπιση της ανταγωνιστικότητας, τη διαμόρφωση κατάλληλου επιχειρηματικού περιβάλλοντος για επενδύσεις κ.λπ. Η αντιπαράθεσή του με τη ΝΔ αφορά στο ποιος θα εξασφαλίσει καλύτερες συνθήκες στους καπιταλιστές για την ανάκαμψη.

Μια δυνατή εργατική - λαϊκή αντιπολίτευση

Απέναντι στην πραγματικότητα που διαμορφώνουν οι αστικές δυνάμεις είναι κρίσιμο οι εργαζόμενοι να μην ταχθούν κάτω από ξένες σημαίες. Οι εργαζόμενοι έχουν ανάγκη από κίνημα απαλλαγμένο από τις δυνάμεις που φέρνουν την πολιτική της εργοδοσίας, της ΕΕ και των κυβερνήσεων στις γραμμές της εργατικής τάξης, από τα στηρίγματα της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλίων. Γι' αυτό απαιτείται ανασύνταξη του κινήματος.

Χρειάζεται κίνημα που θα δίνει καθημερινό αγώνα σε κάθε τόπο δουλειάς, σε κάθε λαϊκή γειτονιά για την υπεράσπιση της ζωής και του βιοτικού επιπέδου των εργατικών - λαϊκών οικογενειών από τη μαζική φτώχεια και την εξαθλίωση, θα υπερασπίζεται τον άνεργο, τον απολυμένο, τον απλήρωτο, τον εκβιαζόμενο, θα διεκδικεί δικαιώματα. Και ταυτόχρονα θα συγκεντρώνει δυνάμεις, θα τις προετοιμάζει, θα τις πείθει για εναντίωση και ρήξη με τον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης και την ΕΕ και θα βάζει στην ημερήσια διάταξη το κεντρικό πρόβλημα στο οποίο πρέπει να πάρει θέση κάθε εργαζόμενος: «Ανάπτυξη για τα κέρδη των μονοπωλίων ή ανάπτυξη για το λαό».

Ανασύνταξη του κινήματος, χωρίς να θίγονται η κυριαρχία και τα συμφέροντα των μονοπωλιακών ομίλων, χωρίς να αμφισβητείται η στρατηγική της ΕΕ, χωρίς συγκρούσεις με τις αντιλαϊκές πολιτικές, με την εργοδοσία και τους μηχανισμούς της, χωρίς ανατροπή των συσχετισμών δύναμης παντού, δεν μπορεί να υπάρξει. Αυτό πρέπει να υπηρετεί διαρκώς μια ογκούμενη εργατική - λαϊκή αντιπολίτευση.

Γι' αυτό το ΚΚΕ σημειώνει ότι το ζητούμενο είναι η εργατική τάξη, τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα να οργανώσουν τη δική τους ισχυρή εργατική - λαϊκή αντιπολίτευση ενάντια σε κεφάλαιο, ΕΕ, κυβέρνηση, κόμματα του ευρωμονόδρομου. Η ανασύνταξη του εργατικού κινήματος, η ενίσχυση της λαϊκής συμμαχίας ανοίγουν το δρόμο για την αποδέσμευση από την ΕΕ, για τη μονομερή διαγραφή του χρέους με εργατική - λαϊκή εξουσία. Και είναι το κριτήριο με το οποίο θα πρέπει οι εργαζόμενοι να ενισχύσουν το ΚΚΕ να ενισχύσουν το ΚΚΕ στις εκλογές του Μάη.

Αντικομμουνισμός, εκχυδαϊσμός και συγκάλυψη της πραγματικότητας

Συνεχίζονται οι εκπομπές του Ρ/Φ ΣΚΑΪ για τα χρόνια 1940 - 1967

Με τον αρχηγό της ναζιστικής Χρυσής Αυγής τόλμησαν να συγκρίνουν τον Ν. Ζαχαριάδη οι αστοί διαστρεβλωτές της Ιστορίας!
Με τον αρχηγό της ναζιστικής Χρυσής Αυγής τόλμησαν να συγκρίνουν τον Ν. Ζαχαριάδη οι αστοί διαστρεβλωτές της Ιστορίας!
Στην εκπομπή της Κυριακής 6 Απρίλη, η συζήτηση ξετυλίχθηκε σ' ένα πεδίο παρουσίασης πραγματικών γεγονότων και σωστών επισημάνσεων (π.χ. «η Σοβιετική Ενωση δεν είχε επεκτατική πολιτική», «στην Ελλάδα ασκούνταν λευκή τρομοκρατία σε βάρος του ΚΚΕ», «τα περισσότερα κονδύλια από την αμερικανική βοήθεια ξοδεύτηκαν για να συντριβεί το ΚΚΕ» κ.ά.), «διανθισμένων» όμως με μια σειρά αντικομμουνιστικές και πλασματικές αναφορές, έτσι ώστε να παραχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Το στίγμα, ως προς το τελευταίο, έδωσε επιγραμματικά ο Θ. Βερέμης, που είπε για τον ένοπλο ταξικό αγώνα 1946 - 1949: «Ανοιξε μια βαθύτατη, μια τεράστια πληγή που μας κυνηγάει ακόμα»! Δεν εξήγησε ποια είναι αυτή. Πάντως, σε συνδυασμό με όσα είπε ο ίδιος για την αποχή του ΕΑΜ από τις εκλογές του 1946, καθώς και μια σειρά ζητήματα που έθεσαν συνομιλητές του, κάνουν σαφές το νόημα του λόγου τους που είναι επί χρόνια σταθερά επαναλαμβανόμενος και από πολλούς άλλους ιστορικούς, καθώς και πολιτικούς: Δεινά και μόνο δεινά φέρνει η ανάταση για τα δίκαια της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, πολύ περισσότερο όταν αυτή είναι ένοπλη! Δηλαδή, «τ' έχεις Γιάννη, τ' είχα πάντα»...

Ζαχαριάδης = Μιχαλολιάκος (!)

Δυο φορές ο καθηγητής Ν. Μαραντζίδης είπε στη διάρκεια της εκπομπής ότι «δεν θέλω να κάνω συγκρίσεις», αναφερόμενος στον Ν. Ζαχαριάδη και στον Χρυσαυγίτη Μιχαλολιάκο. Κι ενώ δεν... ήθελε να κάνει συγκρίσεις, επανέλαβε ότι «ο Ζαχαριάδης, όπως ο Μιχαλολιάκος σήμερα, περιφρονούσε το κοινοβούλιο». Ετσι «τα δύο άκρα» ξανάρθαν στο τραπέζι της συζήτησης, παρά το γεγονός ότι η σύγκριση εκφράζει το γνωστό «ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει»...

Με αυτόν τον τρόπο, ο φασισμός και ο κομμουνισμός μπαίνουν στο ίδιο τσουβάλι, ας είναι ο πρώτος το πιο βίαιο μέσο του κεφαλαίου για να διατηρεί την εξουσία του, ας είναι ο δεύτερος η θεωρία που εκφράζεται πολιτικά με την πάλη για την ανατροπή του πρώτου και άρα με τη συντριβή του φασισμού ως παιδιού του καπιταλιστικού συστήματος.


Αν ήθελαν, ο Μαραντζίδης και οι συνομιλητές του, να κάνουν πραγματική σύγκριση ανάμεσα σε πολιτικές δυνάμεις ή πρόσωπα, θα έπρεπε να θέσουν τον κοινό παρονομαστή όλων των αστικών (φασιστικών και μη) και οπορτουνιστικών κομμάτων - τότε και σήμερα - παρά τις διαφορές τους: Το σεβασμό τους στην καπιταλιστική ιδιοκτησία και την εξουσία της. Αυτό είναι το κύριο που τα ενοποιεί και απ' αυτήν την άποψη μπορούν να μπουν στο ίδιο τσουβάλι, αν βεβαίως κρίνονται από τη σκοπιά των εργατικών - λαϊκών συμφερόντων, δηλαδή από τη σκοπιά ότι όλα στρέφονται ενάντια στο σοσιαλισμό, υπηρετούν τη δικτατορία του κεφαλαίου, που ασκείται με κοινοβουλευτική ή με μη κοινοβουλευτική μορφή.

Αυτή και μόνο αυτή η οπτική αποτελεί την εγγύηση για το οριστικό τσάκισμα και του φασισμού και για να έρθει μια νέα κοινωνία - η σοσιαλιστική - που είναι ανώτερος τύπος δημοκρατίας από την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία.

«Υποτέλεια στη Μόσχα σε βαθμό δουλικότητας» (!)

Αναφερόμενος ο καθηγητής Γιάννης Σακκάς στο «Δόγμα Τρούμαν» και στο «Σχέδιο Μάρσαλ», σημείωσε σωστά ότι αυτά «γέννησαν στους Ελληνες πολιτικούς ένα αίσθημα υποτέλειας» (παρότι λαθεμένο, ας μείνει εδώ ασχολίαστο το περί υποτέλειας). «Και η κομμουνιστική αριστερά ήταν υποτελής στη Μόσχα», παρενέβη ο δημοσιογράφος Α. Πορτοσάλτε. «Σε βαθμό δουλικότητας», συνέχισε ο Σακκάς, αναφερόμενος στο ΚΚΕ. Και η συζήτηση συνεχιζόταν, με τον έναν να κόβει και τον άλλο να ράβει, αδιαφορώντας για τις αντιφάσεις στις οποίες οι ίδιοι έπεφταν.

Εφτά δεκαετίες μετά, ο εφιάλτης της αστικής εξουσίας, ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας, εξακολουθεί να βρίσκεται στο στόχαστρο της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας...
Εφτά δεκαετίες μετά, ο εφιάλτης της αστικής εξουσίας, ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας, εξακολουθεί να βρίσκεται στο στόχαστρο της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας...
Πώς συμβιβάζεται το περί «δουλικότητας του ΚΚΕ προς το ΚΚΣΕ», με αυτό που λίγο πριν είχαν πει οι ίδιοι, ότι «η γνώμη των Σοβιετικών ήταν να βαδίσει το ΚΚΕ προς τις εκλογές του 1946» (Μαραντζίδης), με την οποία ως γνωστόν διαφώνησε ο Ν. Ζαχαριάδης και εισηγήθηκε στην ΚΕ του Κόμματος την αποχή από αυτές; Το ίδιο υποστήριξε και ο Σπ. Σφέττας: «Οντως δόθηκε εντολή από τους Σοβιετικούς για συμμετοχή στις εκλογές».

Ακόμα: Πώς συμβιβάζεται το περί «δουλικότητας του ΚΚΕ» με την ομολογία τους ότι ο Ν. Ζαχαριάδης δεν αποδέχτηκε τη νέα γραμμή του ΚΚΣΕ μετά από το θάνατο του Στάλιν (1953);

«Πολυεθνική με θυγατρικές»!

Ετσι χαρακτήρισε (για μια ακόμη φορά) ο Ν. Μαραντζίδης τις σχέσεις ανάμεσα στη Σοβιετική Ενωση και στα ΚΚ σειράς χωρών, κατέταξε μάλιστα το ΚΚΕ, το ΚΚ Τουρκίας, το ΚΚ Κίνας και άλλα, στην κατηγορία των μικρότερης σημασίας θυγατρικών! Κι ακριβώς, επειδή «δεν τα είχαν σε πολλή υπόληψη», τα στελέχη αυτών των ΚΚ πήγαιναν για σπουδές στο ΚΟΥΤΒ (Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο των Λαών της Ανατολής), που δεν ήταν «το Χάρβαρντ των κομμουνιστών»! Εχει και τη γελοία πλευρά του το πράγμα...

Ομως, το ουσιώδες είναι, το πώς οι παραπάνω εμφάνισαν τον προλεταριακό διεθνισμό, που όποια προβλήματα κι αν είχε (και είχε, από κομμουνιστική σκοπιά ιδωμένος), σε τίποτα δε μοιάζει με τις σχέσεις που έχουν μάθει να βλέπουν ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη και τα αστικά κόμματα, σχέσεις ζούγκλας και ανισοτιμίας, σχέσεις οι οποίες στην όξυνσή τους έχουν οδηγήσει σε δυο παγκόσμιους και σε δεκάδες τοπικούς πολέμους. Σχέσεις λυκοσυμμαχίας.

Σε συνάρτηση με το παραπάνω τέθηκε στη συζήτηση και το πάγιο για την περίσταση ζήτημα «των σφαιρών επιρροής», ανάμεσα «στις υπερδυνάμεις», τη Σοβιετική Ενωση και τη Βρετανία, αρχικά, και ανάμεσα στη Σοβιετική Ενωση και τις ΗΠΑ, στη συνέχεια. Για να υπονοηθεί ότι ο αγώνας του ΔΣΕ ήταν και... ολίγον ξενοκίνητος. Ομως, οι αιτίες για το ξέσπασμα της ένοπλης ταξικής πάλης αποδόθηκαν «κυρίως σε ενδογενείς παράγοντες» (Γ. Σακκάς). Κυρίως (πάλι καλά ...), όχι όμως αποκλειστικά...

Η αποχή του 1946

«Το ΚΚΕ θα μπορούσε να είχε εμπλακεί το 1946 στον κοινοβουλευτισμό και να είχε παίξει ένα ρόλο σοβαρό», είπε ο Θ. Βερέμης. Και έφερε το (κλασικό) παράδειγμα των ΚΚ Ιταλίας και Γαλλίας, που επέλεξαν τον κοινοβουλευτικό δρόμο, ενώ το ΚΚΕ επέλεξε τον ένοπλο αγώνα, όπως έγινε και στην Ισπανία το 1936.

Παραλείπουν ότι το ΚΚΕ είχε επιλέξει το δρόμο του κοινοβουλευτισμού, συμμετείχε στην κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου. Παρ' όλ' αυτά, στην περίοδο που αναφέρονταν οι κύριοι καθηγητές, το κράτος και οι συμμορίες του έσφαζαν τους ΕΑΜίτες, ενώ χιλιάδες είχαν πάρει τα βουνά καταδιωκόμενοι.

Ωστόσο, η αστική τάξη και ο πολιτικός της κόσμος, έχοντας επιδείξει στα χρόνια της Κατοχής μια στάση που τους κατέστησε ανυπόληπτους απέναντι στο λαό, επιχείρησαν να αλλάξουν το συσχετισμό δυνάμεων στηριγμένοι στην ωμή βία και την τρομοκρατία, κατά πρώτο λόγο. Δεν είχαν άλλο δρόμο πέρα απ' αυτόν που ακολούθησαν. Οπως δεν είχε και το ΚΚΕ άλλον, πέρα από την ένοπλη πάλη. Με τη διαφορά ότι αυτό έπρεπε να το κάνει πολύ νωρίτερα και με στρατηγική για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας. Ετσι θα εναρμονιζόταν και η αποχή από τις εκλογές. Και όπως σωστά επισήμανε ο Ευ. Χατζηβασιλείου, το 1946 με αρχές του 1947 ήταν ο πιο κατάλληλος χρόνος, αφού η Μ. Βρετανία δεν μπορούσε πια να διατηρεί στρατό στην Ελλάδα και οι ΗΠΑ δεν είχαν βγει στο προσκήνιο.

Αλλά και η μετέπειτα πορεία, καθώς και οι τρέχουσες εξελίξεις, επιβεβαιώνουν ότι από τότε που η αστική τάξη τσάκισε το φεουδαρχικό και εγκαθίδρυσε το δικό της κράτος, αυτό το κράτος είναι εργαλείο άσκησης ποικιλόμορφης βίας (νομικής - οικονομικής - πολιτικής - ιδεολογικής κ.ά.) ενάντια στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Οργανο που κατοχυρώνει και υπερασπίζεται τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Τις τελευταίες μέρες, για παράδειγμα, καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης 24 χαλυβουργοί, που πήραν μέρος στην εννιάμηνη ηρωική απεργία στη «Χαλυβουργία Ελλάδος». Η Δικαιοσύνη, το κεφάλαιο, η κυβέρνηση και τα αστικά ΜΜΕ συντάχθηκαν εναντίον τους και στο πλευρό του ιδιοκτήτη της «Χαλυβουργίας». Πώς ονομάζεται αυτό, αν όχι ωμή ταξική βία;

Ακόμα υπενθυμίζουμε ότι όλοι οι πολιτικοί και ιστορικοί, που υποστηρίζουν το σύστημα, αποκρύπτουν συνειδητά το αναμφισβήτητο γεγονός ότι η τάξη τους (η αστική) ήρθε στην εξουσία διά πυρός και σιδήρου. Ομως, οι αστικές επαναστάσεις, όχι μόνο δεν είναι καταδικαστέες, αλλά συνιστούσαν πρόοδο για την ανθρωπότητα.

Η στρατολογία στον ΔΣΕ

Στη «βίαιη στρατολογία» του μεγαλύτερου ποσοστού των 80-100 χιλιάδων μαχητών του ΔΣΕ αναφέρθηκε ο καθηγητής Μαραντζίδης, θέλοντας με αυτό να πει ότι ο ΔΣΕ δε διέθετε μαζική λαϊκή βάση.

Αρχικά, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο παραπάνω δεν έκανε την παραμικρή αναφορά στο αν οι περισσότεροι από 200.000 στρατιώτες του αστικού κυβερνητικού στρατού στρατολογήθηκαν με τη θέλησή τους. Διότι αν υποθέσουμε ότι στον κυβερνητικό στρατό πήγαινε όποιος ήθελε, θα ήταν ένα ερώτημα το πόσους θα αριθμούσε αυτός ο κυβερνητικός στρατός. Για το συγκεκριμένο, ο συνομιλητής του στον ΣΚΑΪ Θ. Βερέμης έχει γράψει τα παρακάτω μαζί με τον David H. Close:

«... Οι περισσότεροι στρατεύσιμοι δεν ένιωθαν καμιά επιθυμία να πολεμήσουν τους συμπατριώτες τους. (...) πολλοί από τους άντρες του εθνικού στρατού έβλεπαν τους αντάρτες σαν θύματα διωγμών, και θαύμαζαν το παρελθόν τους στην αντίσταση κατά των Γερμανών (...) το ηθικό του στρατού βρισκόταν σε καταστρεπτικά χαμηλό επίπεδο, όπως αναφέρει ο στρατηγός Θωμάς Πεντζόπουλος...».1

Και κάτι επιπλέον: Οι 700.000 άνθρωποι, που οι κυβερνητικές δυνάμεις μετακίνησαν από τα χωριά τους και τους έφεραν στις πόλεις, για να μη βρίσκει εφεδρείες και άλλη βοήθεια ο ΔΣΕ, ήταν κόσμος που μετεγκαταστάθηκε εθελοντικά; Οπως σημειώνει ο OleL. Smith, «η στρατολόγηση όμως μειώθηκε σημαντικά, εξαιτίας της κυβερνητικής τακτικής μεταφοράς του πληθυσμού από την ύπαιθρο, όπου δρούσαν οι αντάρτες».2

Πέρα από τους χιλιάδες καταδιωκόμενους από το 1945, που συγκρότησαν τις πρώτες δυνάμεις του ΔΣΕ, πέρα και από τις χιλιάδες ακόμα που εντάχθηκαν στη συνέχεια, υπήρξε και η στρατολογία που πραγματοποιούνταν με διατάγματα της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης. Οπως η αστική κυβέρνηση καλούσε σε κατάταξη, έτσι και η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση εξέδιδε διατάγματα στρατολογίας στις περιοχές που ο ΔΣΕ είχε εγκαθιδρύσει τη λαϊκή εξουσία. Για τη στρατολογία παίρνονταν υπόψη από τις διοικήσεις του ΔΣΕ η οικογενειακή κατάσταση, η ηλικία και άλλα των νεοστρατολογούμενων. Μάλιστα, ειδικό διάταγμα όριζε σε ό,τι αφορούσε τις γυναίκες, ότι μόνο αν οι ίδιες το ζητούσαν θα μπορούσαν να προσφέρουν μάχιμη υπηρεσία.

Το άρθρο 3 του Νόμου αρ. 7 (9 Φλεβάρη 1948) ανέφερε:

«Ο υπουργός των Στρατιωτικών μπορεί να καλέσει με διάταγμα και ορισμένες ηλικίες γυναικών. Η κάθε επιστρατευμένη γυναίκα μπορεί να κάνει μάχιμη υπηρεσία μόνο αν το ζητήσει η ίδια».3

Αλλά ας έρθουμε σ' εκείνο που είπε ο Μαραντζίδης σχετικά με τη βίαιη στρατολόγηση στον ΔΣΕ, η οποία, όπως αυθαίρετα ανέφερε, έδωσε «στο ΔΣΕ το 70% της δύναμής του». Θα επικαλεστούμε και πάλι τον συνομιλητή του Θ. Βερέμη, ο οποίος έγραψε για την Πελοπόννησο και τα νησιά:

«Ωστόσο, πολλοί από τους επίστρατους προέρχονταν από κοινότητες που πρόσκεινταν φιλικά στο Κόμμα, και μπορούσαν να γίνουν αξιόπιστοι στρατιώτες με την πειθαρχία και την πολιτική καθοδήγηση. Γι' αυτό, πολλές αναφορές εθνικών πηγών καταδεικνύουν ότι το ηθικό του ΔΣΕ ήταν για ορισμένο διάστημα υψηλό. Το ηθικό αυτό, φαίνεται ότι γενικά κρατιόταν ψηλά από την πίστη στη νίκη μέχρι και τη μάχη του Γράμμου, και τη ρήξη Τίτο - Στάλιν τον Ιούνιο - Ιούλιο 1948».4

Ο ίδιος σημειώνει ότι «στην Πελοπόννησο και τα νησιά οι ανταρτικές ομάδες αναπτύχθηκαν ανεξάρτητα και προφανώς απαρτίζονταν από εθελοντές».5

Η βίαιη στρατολογία -στο σωρό- δεν ήταν καθόλου σκόπιμη, αφού με αυτόν τον τρόπο, αν εφαρμοζόταν, θα διείσδυαν στον ΔΣΕ χιλιάδες εχθρικά στοιχεία και θα έμπαινε σε κίνδυνο τόσο το αξιόμαχό του όσο σε ένα βαθμό και η ίδια του η ύπαρξη. Ενας λαϊκός στρατός, όπως ήταν ο ΔΣΕ, δεν μπορεί να αντιστοιχίσει την πάλη του με τους σκοπούς του δίχως την αλληλεγγύη, την αυταπάρνηση, τη συλλογικότητα, τη συνειδητή πειθαρχία.

Υπήρχε όμως και μια άλλη πλευρά, την οποία έχει σημειώσει ο Αρίστος Καμαρινός, στέλεχος του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο:

«Δίναμε την εντύπωση ότι κάναμε βίαιη επιστράτευση (...) για να αποφύγουν οι γονείς των "επιστρατευόμενων" διώξεις από το "επίσημο" κράτος».6

Αυτή ήταν η πραγματικότητα, την οποία δεν αλλοιώνουν οι εξαιρέσεις «βιαίως στρατολογηθέντων» που υπήρξαν.

Οπως πολλοί από όσους κατατάχθηκαν στον κυβερνητικό στρατό ήθελαν πράγματι να πολεμήσουν ενάντια στο ΚΚΕ και το ΔΣΕ, έτσι και οι χιλιάδες που εντάχθηκαν στον ΔΣΕ, με βάση διατάγματα της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, πήγαιναν να πολεμήσουν τον αστικό στρατό, επειδή πίστευαν στους σκοπούς του ΚΚΕ και του ΔΣΕ. Χιλιάδες από τους νεοστρατολογημένους αφομοιώθηκαν στις γραμμές του ΔΣΕ και έπεσαν ηρωικά. Οπως έγραψε ο Σόλων Ν. Γρηγοριάδης:

«... οι στρατολογούμενοι αφομοιώνονταν ιδεολογικά σε μεγάλο βαθμό και ταχύτατα με το ανταρτικό περιβάλλον τους. Η αφομοίωση εκείνη αποτελεί ένα από τα φαινόμενα του ελληνικού ανταρτοπόλεμου και σύντομα οι νέοι μαχητές ευθυγραμμίζονταν σχεδόν σε αγωνιστικότητα με τους παλιούς. Η αντίληψη που επικρατούσε στην άλλη πλευρά, ότι οι καινούργιοι αντάρτες υποχρεωτικής στρατολογίας ζούσαν και μάχονταν κάτω από το πιστόλι των πολιτικών επιτρόπων, ήταν ανακριβής και οδηγούσε στην υποτίμηση του αντιπάλου».7

Σημειώσεις:

1. David H. Close και Θάνος Βερέμης, Ο στρατιωτικός αγώνας 1945-9, στο συλλογικό: Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος 1943-1950, εκδ. Φιλίστωρ, Αθήνα, 1996, σελ. 141.

2. Ole L. Smith, Το ελληνικό κομμουνιστικό κόμμα 1945-9, στο συλλογικό: Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος 1943-1950, εκδ. Φιλίστωρ, Αθήνα, 1996, σελ. 190.

3. Νίκος Κυρίτσης, Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2012, σελ. 397.

4. David H. Close και Θάνος Βερέμης, Ο στρατιωτικός αγώνας 1945-9, στο συλλογικό: Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος 1943-1950, εκδ. Φιλίστωρ, Αθήνα, 1996, σελ. 138.

5. Ο. π.

6. Αρίστος Καμαρινός, Ο εμφύλιος πόλεμος στην Πελοπόννησο 1946 - 1949, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2000, σελ. 211.

7. Σόλων Ν. Γρηγοριάδης, Ο εμφύλιος 1946-1949, τόμος Α΄, σελ. 152, Τα φοβερά ντοκουμέντα, εκδ. Φυτράκη.


του Μάκη ΜΑΪΛΗ*
*Ο Μάκης Μαΐλης είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ

Με αφορμή μια προσέγγιση του ΣΥΡΙΖΑ στη γυναικεία ανισοτιμία

«Είναι γεγονός ότι η κρίση δημιούργησε κύμα συντηρητικοποίησης στην κοινωνία. Ζούμε την καινοφανή νεοναζιστική δράση με το μανδύα κόμματος. Αυτή η δράση εμφυτεύει στην κοινωνία διαθέσεις και πρακτικές δυσανεξίας. Ο ρατσισμός και η ξενοφοβία, ο σεξισμός και η ομοφοβία καλά κρατούν. Πολλές φορές δεν αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας.

Ετσι, αυτά τα φαινόμενα δεν ενδημούν μόνο στο ακρότατο άκρο της πολιτικής ζωής. Επιδρούν στην άσκηση της επίσημης πολιτικής, που με τον καιρό χάνει σε νηφαλιότητα και αποκτάει όλο και πιο αυταρχικά χαρακτηριστικά.

Ο σεξισμός αναζωπυρώνεται. Τα σεξουαλικά και αναπαραγωγικά δικαιώματα των γυναικών είναι στο στόχαστρο. Η βία, λεκτική και σωματική, δεν λέει να υποχωρήσει. Η εμπορία και η πορνεία ανθούν. Η υποβάθμιση και ο εκφυλισμός της κοινωνικά ωφέλιμης εργασίας των γυναικών συνεχίζεται.

Η μάχη είναι ιδεολογική, αλλά και πολιτική. Από το πεδίο της ιδεολογικής αντιπαράθεσης περνάμε στο πεδίο της πρακτικής. Ολα τα μέσα προώθησης της ισότητας των φύλων αμφισβητούνται. Τμήματα φεμινιστικής πολιτικής στα κόμματα, ΓΓΙΦ στην κυβέρνηση, φεμινιστικό - γυναικείο κίνημα(...)

Η Αριστερά, ενόψει και του κυβερνητικού σχεδίου της, πρέπει να κάνει το εξής: Να διατηρήσει, να αναπτύξει και να επεκτείνει ό,τι θετικό έγινε για την ισότητα στη Μεταπολίτευση. Να τονώσει τα εργαλεία άσκησης πολιτικής για το φύλο. Να θεωρήσει τις κινηματικές δραστηριότητες πηγή έμπνευσης και άντλησης προγραμματικών θέσεων».


Motion Team

Τα αποσπάσματα είναι από άρθρο της «Αυγής» 29/3/2014. Αυτό είναι ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της προσέγγισης του ΣΥΡΙΖΑ στο περιεχόμενο της ισότητας των φύλων. Αλλά ακριβώς γι' αυτό χρειάζεται να ασχοληθούμε. Το θέμα δεν είναι φιλολογικό. Εχει πολιτικό περιεχόμενο, τέτοιο άλλωστε του δίνει και το άρθρο και μάλιστα δίνει και συνοπτικά το περιεχόμενο της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ για τη λύση του προβλήματος της ανισότητας λέμε αυτοί, της ανισοτιμίας λέμε εμείς.

Ελιτισμός στην αντίληψη

Κατ' αρχήν δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει την ύπαρξη του σεξισμού, της βίας κατά των γυναικών, της πορνείας, αλλά ούτε να παραβλέψει, ίσα-ίσα το αντίθετο, τα σεξουαλικά και αναπαραγωγικά δικαιώματα των γυναικών. Προκύπτει όμως το ερώτημα. Γιατί η ανάδειξη μόνο αυτών των ζητημάτων ως προβλημάτων και ως περιεχομένου ανάδειξης της γυναικείας ανισότητας; Αυτά είναι τα μοναδικά προβλήματα που απασχολούν τις εργαζόμενες γυναίκες, τις γυναίκες των άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων ή μόνον αυτά πρέπει να τις απασχολούν ως πλαίσιο διεκδίκησης και αγώνα για την ισοτιμία; Μόνον αυτά πρέπει να είναι το πρόταγμα ή υπάρχουν και άλλα πιο επείγοντα, χωρίς βεβαίως να τα φέρνουμε σε αντιπαράθεση;

Μια απάντηση που μπορεί εύκολα να δώσει κανείς είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ το 'χει παράδοση να ασχολείται με μια ελιτίστικη, μικροαστική αντίληψη με τέτοια ζητήματα, προσανατολίζοντας στην ανάπτυξη τέτοιων κινημάτων, ως τα πρωταρχικά, απομονώνοντάς τα από ένα σύνολο οξύτατων προβλημάτων που απασχολούν τις γυναίκες των λαϊκών στρωμάτων. Βεβαίως, δεν είναι πρωτοπορία στην ανάδειξη του φεμινισμού ως τη μοναδική ολοκληρωμένη απάντηση στην υπόθεση «ισότητα των φύλων» και ως γυναικείο κίνημα να αναδεικνύει το φεμινιστικό. Ξενόφερτο είναι από τις ΗΠΑ, από τη 10ετία του '60 ακόμη, και τη Γαλλία. Ταυτόχρονα όμως αυτή η προσέγγιση έχει δύο επικίνδυνες για τις εργαζόμενες, για τις γυναίκες των λαϊκών στρωμάτων, αιχμές. Η μία είναι η αντίληψη ότι η γυναικεία ανισοτιμία οφείλεται στην αντίθεση με το άλλο, το ανδρικό φύλο. Και η δεύτερη να τις ωθεί αυτή η αντίληψη σε κίνημα ενάντια στο άλλο φύλο ή σε αντίθεση με αυτό, άρα αφ' ενός να χάνουν τον πραγματικό αντίπαλο, το κεφάλαιο και την εκμετάλλευση, και ταυτόχρονα να υπονομεύεται ο συλλογικός κοινός αγώνας γυναικών - ανδρών για την κατάργηση της εκμετάλλευσης που θα ανοίξει το δρόμο για την κατάργηση της ανισοτιμίας.

Η αταξική προσέγγιση


Το πραγματικό πρόβλημα με τη γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ, την πολιτική του στο συγκεκριμένο θέμα είναι ότι το προσεγγίζει αταξικά. Και ουσιαστικά δε διαφέρει από την αστική προσέγγιση στο γυναικείο ζήτημα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κάνει τη διάκριση ανάμεσα στις γυναίκες της εργατικής τάξης μαζί με τις γυναίκες των άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων και τις αστές.

Επομένως ακόμη και όταν αναδεικνύει προβλήματα και διαμορφώνει αιτήματα που απασχολούν τις γυναίκες (Υγεία, παιδικοί σταθμοί κλπ.), ανεξάρτητα από το αν η πολιτική του σ' αυτά ικανοποιεί τις ανάγκες τους (δεν τις ικανοποιεί αφού έχει πολιτική καπιταλιστικής ανάπτυξης και σ' αυτούς τους τομείς έχει τη θέση συνύπαρξης δημόσιου - ιδιωτικού τομέα που ωθεί στην ενίσχυση του ιδιωτικού, αλλά και δικτύων παροχής υπηρεσιών για εξαθλιωμένους), δεν τα εντάσσει ως πλαίσιο προβλημάτων που απασχολούν ιδιαίτερα τις εργαζόμενες γυναίκες, τις γυναίκες των άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων.

Οι αστές τέτοια προβλήματα τα έχουν λυμένα. Εχουν υπηρέτριες, κουβερνάντες, δηλαδή εργαζόμενες γυναίκες που τις εκμεταλλεύονται για να τους λύνουν τέτοια προβλήματα, όπως και το χρήμα για να αντιμετωπίσουν την εκπαίδευση των παιδιών τους σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια ή προβλήματα υγείας σε ιδιωτικά νοσοκομεία.

Επομένως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θεωρεί ότι τα προβλήματα του φύλου έχουν τη ρίζα τους, διαπλέκονται με τις κοινωνικές - ταξικές διαφορές στο επίπεδο της κοινωνίας, αλλά και της συνείδησης που διαμορφώνει και στα δύο φύλα η χρόνια φυλετική ανισοτιμία στις ταξικές κοινωνίες.

Αυτό το γεγονός της αταξικής προσέγγισης πρέπει να είναι ένα από τα κριτήρια απέναντι στη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ των εργατριών, των γυναικών από τα φτωχά λαϊκά στρώματα.

Ταυτόχρονα η ανάδειξη αυτών των προβλημάτων που προβάλλει ο ΣΥΡΙΖΑ ως περιεχόμενο της ανισοτιμίας, ως περιεχόμενο της πάλης των γυναικών, ως πεδίο άσκησης πολιτικής από μια κυβέρνηση, όπως λένε και για τη δική τους, όταν την κάνουν, υπονομεύει και το γυναικείο κίνημα και το εργατικό, λαϊκό κίνημα, αφού πρώτ' απ' όλα κρύβει τον πραγματικό αντίπαλο που είναι τα μονοπώλια, το κεφάλαιο. Κρύβει επίσης ότι αυτά τα ίδια τα προβλήματα που αναδεικνύει έχουν ταξική - κοινωνική ρίζα, αναπαράγονται από μια σάπια κοινωνία, την οποία επίσης υπηρετεί και αναπαράγει η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ.

Σε ποιο δρόμο;

Να, γιατί οι εργαζόμενες, οι άνεργες, οι γυναίκες των φτωχών λαϊκών στρωμάτων κάθε ηλικίας δεν έχουν κανένα συμφέρον να συνταχτούν με τον ΣΥΡΙΖΑ και την πολιτική του, αλλά να οργανωθούν στα εργατικά συνδικάτα, στους φορείς των άλλων κοινωνικών συμμάχων των εργατών-εργατριών, στους συλλόγους και τις ομάδες της ΟΓΕ, να συμβάλουν στην ανάπτυξη της εργατικής λαϊκής αντιπολίτευσης, στην ανασύνταξη του κινήματος, στην οργάνωση της λαϊκής συμμαχίας, ενισχύοντας παντού το ΚΚΕ, στο κίνημα, στους δήμους και στις περιφέρειες, στις ευρωεκλογές (και η ψήφος είναι όπλο). Είναι προϋπόθεση για να δυναμώσουν σήμερα τα εμπόδια στην αντεργατική, αντιλαϊκή πολιτική, επομένως και στην πολιτική που αναπαράγει τα προβλήματα της ανισοτιμίας, να δυναμώνει η αντιμονοπωλιακή, αντικαπιταλιστική πάλη, κοινή πάλη και των δύο φύλων, σε ρότα αποδέσμευσης από την ΕΕ, με εργατική λαϊκή εξουσία, κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων. Για να κοπεί η ταξική ρίζα που αναπαράγει τη φυλετική ανισοτιμία.


Χ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ