Το τραγούδι «Καπετάν Ανδρέας Ζέπος»: «Το πρώτο λαϊκό που άκουσα στη ζωή μου και με μιας όλα άλλαξαν μέσα μου»
Ο Μίκης Θεοδωράκης, σε ηλικία 22 ετών, στην Ικαρία, μ' ένα σακίδιο περασμένο σταυρωτά κι ένα ραβδί, που τον βοηθάει στις ορεινές πεζοπορίες του. Μετά από χρόνια, στην ωριμότητά του, επισκέπτεται το «Σπίτι με τους σκορπιούς», το σπίτι της εξορίας του, που έχει μετατραπεί σε μουσείο αφιερωμένο σε αυτόν |
Το πρώτο ερέθισμα για τη μεταστροφή του Μίκη Θεοδωράκη από τα πρότυπα του «μουχλιασμένου» ωδείου στην καθημερινότητα του μεγάλου λαϊκού ακροατηρίου, του δίνεται κατά τη διάρκεια της διετούς εξορίας του (1947 - 1948) στην Ικαρία.
Μέχρι τον εκτοπισμό του, τα ακούσματά του παραμένουν εγκιβωτισμένα στους τέσσερις τοίχους του ακαδημαϊκού χώρου, μακριά από τους ήχους και τα τραγούδια των πάνδημων διαδηλώσεων, των συνδικαλιστικών συλλαλητηρίων και των διεκδικητικών απεργιών.
Ομως πρέπει να σκεφτούμε ότι ακόμα είναι ένας άγουρος δημιουργός, μόλις 22 ετών. Σε κείμενό του με ημερολογιακή καταγραφή 10 Μάη 2003 αποτυπώνει αυτήν την αλλαγή στις συνθετικές επιλογές του, η οποία θα δικαιωθεί δέκα χρόνια αργότερα με τη μελοποίηση της μνημειώδους «Ρωμιοσύνης» σε στίχους του Γιάννη Ρίτσου (1958).
Με τον χρόνο να μην ξεθωριάζει το αρχικό αίσθημά του, σχεδόν έξι δεκαετίες μετά, σε ηλικία 78 ετών, βάζει σε κίνηση τον μηχανισμό της μνήμης, θέλοντας να δώσει με ακρίβεια το στίγμα της μουσικής μεταμόρφωσής του:
«Μέσα στο καΐκι που μας πήγαινε στον Αγιο Κήρυκο - Εύδηλο - Αρμενιστή, μια παρέα Πειραιώτες τραγουδούσαν τον "Καπετάν Ανδρέα Ζέπο" (σ.σ. ο συρτός "Ψαροπούλα" του 1946, γραμμένος σε στίχους Δημήτρη Περδικόπουλου και μουσική Γιάννη Παπαϊωάννου), το πρώτο λαϊκό που άκουσα στη ζωή μου και με μιας όλα άλλαξαν μέσα μου. Αργότερα, ακούγοντας τους συνεξόριστους από λαϊκές περιοχές κατέγραψα δεκάδες λαϊκά τραγούδια. Τα πρώτα αποθέματα λαϊκής μουσικής άρχισαν να στοιβάζονται μέσα μου».
Ο Μίκης Θεοδωράκης, σε ηλικία 22 ετών, στην Ικαρία, μ' ένα σακίδιο περασμένο σταυρωτά κι ένα ραβδί, που τον βοηθάει στις ορεινές πεζοπορίες του. Μετά από χρόνια, στην ωριμότητά του, επισκέπτεται το «Σπίτι με τους σκορπιούς», το σπίτι της εξορίας του, που έχει μετατραπεί σε μουσείο αφιερωμένο σε αυτόν |
«Αργότερα, πρώτοι εμείς οι ''Ικαριώτες'' μεταφέραμε στη Μακρόνησο τα λαϊκά τραγούδια και τους λαϊκούς χορούς. Ομως δεν ήξερα ακόμα ότι την εποχή εκείνη γίνονταν μέσα μου κοσμογονικές μεταλλάξεις. Από συμφωνιστής άλλαξα σε λαϊκό. Καινούργια, μυστηριώδη και άγνωστα μουσικά αποθέματα στοιβάζονταν μέσα μου, που με αφορμή τον ''Επιτάφιο'' άρχισαν να βγαίνουν ορμητικά, παίρνοντας τη μορφή των τραγουδιών».
Από το 1944 μέχρι το πρωτόγνωρο ρεμπέτικο άκουσμά του έχει γράψει τα νεανικά έργα μουσικής δωματίου και τα εναρκτήρια γυμνάσματά του για συμφωνική ορχήστρα. Στο πάμφωτο λιμάνι του Εύδηλου συνθέτει τα πρώτα λαϊκότροπα έργα του, τα οποία οφείλουν τα μέγιστα στο τραγούδι των εργατικών ανθρώπων, αυτών των συνήθως καταφρονημένων και κυνηγημένων.
Αυτά τα παλικάρια - αγωνιστές, υπό τον άγρυπνο οφθαλμό της χωροφυλακής, τραγουδούν κι όλο τραγουδούν, όχι για να ξεχάσουν και να ξεχαστούν, αλλά για να πάρουν νέες αναπνοές και να αντλήσουν απρόσμενα κουράγια. Ετσι, τα άσματά τους χτίζουν την αναζωογονητική εφεδρεία άμυνάς τους, ώστε να αντέξουν τον εξαντλητικό σωματικό και ψυχικό εξευτελισμό.
«Προσπάθησα», περιγράφει το πέρασμά του στον ταξικά συνειδητοποιημένο μελοποιό, «να συνδυάσω (...) τα δύο κύρια μουσικά ρεύματα, δηλαδή από τη μια μεριά την τεχνική της συμφωνικής μουσικής, όπως τη διδασκόμαστε στα ωδεία και την ακούμε στα έργα των συμφωνιστών - ιδιαίτερα τα έργα των διαφόρων εθνικών ''σχολών''- και από την άλλη μεριά τη λαϊκή μουσική».
Αποφασιστικά, παίρνει μολύβι ταχύ και αρχίζει να μουτζουρώνει χαρτιά με χειρόγραφα πεντάγραμμα, τα οποία τα «μαυρίζει» με νότες από τις πηγές του ήχου της φωνής των βασανισμένων. Αυτά τα σχεδιάσματα - προανακρούσματα του εξόριστου Μίκη Θεοδωράκη θα αποκτήσουν πλήρη μορφή μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '50. Θα αποδώσουν το συμφωνικό έργο για ορχήστρα εγχόρδων «Πρελούντιο - Πενιά - Χορός» και τη σουίτα - μπαλέτο «Καρναβάλι», που θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά από το «Ελληνικό Χορόδραμα» της Ραλλούς Μάνου με τίτλο «Ελληνική Αποκριά» (15 Νοέμβρη 1953).
Τελευταίος δεξιά με συνεξόριστούς του, στην παραλία του Αρμενιστή. Ολοι τους χαμογελαστοί, γιατί η αλληλεγγύη τούς ενώνει και τους μαθαίνει ν' αντέχουν |
Η πρώτη ηχογράφηση κυκλοφορεί το 1964 από την ΕΔΑ, σε δίσκο 45 στροφών με τίτλο «Ελληνική Αποκρηά: Μεγάλος Χορός (α' πλευρά) - Γαϊτανάκι, Γκαμήλα (β' πλευρά)». Αν και δεν αναγράφονται οι εκτελεστές, ο Αλέξης Ζακυθηνός (1934 - 1992) τους εντοπίζει και τους καταγράφει στη «Δισκογραφία ελληνικής κλασικής μουσικής» («Δωδώνη», 1993) από τη Συμφωνική Ορχήστρα του Εδιμβούργου, υπό τη διεύθυνση του Κόλιν Ντέιβις.
Πώς όμως βιώνει ο Μίκης Θεοδωράκης το αιγαιακό τοπίο της βραχώδους Ικαρίας; Με τον ποιητικό λόγο του, σε υψηλό λυρικό τόνο, στο κείμενό του «Το σπίτι με τους σκορπιούς. Ημερολόγιο εξορίας». Το γράφει σε ένα πετρόχτιστο αγροτόσπιτο, που βρίσκεται χωμένο στους Βρακάδες Ραχών και το οποίο τα τελευταία χρόνια έχει μετατραπεί σε μουσείο αφιερωμένο σ' αυτόν. Τα δύο τελευταία μέρη του:
Χειρόγραφες εγγραφές και σημειώσεις από τα μουσικά του έργα «Πρελούντιο - Πενιά - Χορός» και «Καρναβάλι», που είναι επηρεασμένα από τη μεγάλη λαϊκή μουσική παράδοση των αγωνιζόμενων εργατικών ανθρώπων |
Ομως αυτή η ησυχία μού επιτρέπει ν' ακούω τον παράξενο σάλο που γίνεται εντός μου... Οσο κι αν θέλω να το ξεφύγω είμαι παιδί των στοχασμών του, είμαι αδερφός των σκορπιών του. Δεν ανέχεται μέσα μου αυτό που υπάρχει εκείνο που έρχεται.. Πώς θέλετε λοιπόν ν' αρνηθώ τη γενιά μου, να επιτρέψω να δώσουν τα χέρια που τρέμουν από το μίσος, να κοιταχτούνε στα μάτια που χάνονται απ' το ακόρεστο πάθος, ν' αγκαλιαστούνε κραυγές που ξεσκίζονται απ' την ανατριχίλα; ΕΧΘΡΟΙ ΜΕ ΕΧΘΡΟΙ;
Το βράδυ καθόμαστε κι αγναντεύουμε τη θάλασσα. Τραγουδάμε σιγά... Συχνά σιωπούμε κοιτάζοντας κάτω. Μας στεναχωρεί αυτή η συνεχής παρακολούθηση. Θέλουμε πολύ να μείνουμε μια στιγμή μόνοι με συντροφιά μας μονάχα τους σκορπιούς και τους τοίχους)».
ΥΓ. Ερπετό ανίδεο ερωτοτροπώ / Με του μυαλού το ελάχιστο / Πέφτει μια εικόνα από πανικό / Καταματωμένη σχισμένη κουρελού / Πέφτω επάνω της να σκεπαστώ / Βγάζω τη φιδίσια γλώσσα μου / Υποχωρεί ο εχθρός - στήλη άλατος (συνεχίζεται).
Χειρόγραφες εγγραφές και σημειώσεις από τα μουσικά του έργα «Πρελούντιο - Πενιά - Χορός» και «Καρναβάλι», που είναι επηρεασμένα από τη μεγάλη λαϊκή μουσική παράδοση των αγωνιζόμενων εργατικών ανθρώπων |
Ο δίσκος 45 στροφών που κυκλοφορεί η ΕΔΑ το 1964, με αποσπάσματα από το έργο «Η Αποκρηά», τίτλο που δίνει η χορογράφος Ραλλού Μάνου στην πρώτη παρουσίαση της σουίτας - μπαλέτου |