Ενα πορτρέτο της ελληνικής Αντίστασης από το 1936 έως το 1974, χαραγμένο από τη ζωή και την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, όπως αποτυπώθηκε στο ντοκιμαντέρ του Ροβήρου Μανθούλη
Ο Ροβήρος Μανθούλης |
Με αυτές τις φωτοδότριες αποσκευές να αναβοσβήνουν στο μυαλό του, και ενώ ακόμα δεν έχει μπει στην εφηβεία, σημαδεύεται ο πολιτικός και ο αισθητικός του ορίζοντας. Αφιερώνει την τέχνη του ντοκιμαντέρ ως μέσο διαμαρτυρίας για τους αδικημένους όλης της Γης. Πάντα με όρους καλλιτεχνικής ιδιοτυπίας, οι οποίοι όμως ποτέ δεν λειτουργούν ως συνειδησιακό «πλυντήριο» ενοχών.
Ο φακός της κινηματογραφικής μηχανής του αξιοποιεί τη σχέση «Πρόσωπο με πρόσωπο» (1966), όπως είναι ο τίτλος της προφητικής ταινίας του για την επερχόμενη δικτατορία των συνταγματαρχών. Η προβολή της στο Διεθνές Φεστιβάλ Νέων, στη γαλλική πόλη Ιέρ, συμπίπτει με την 21η Απρίλη 1967! Η χούντα απαγορεύει την ταινία, η αστυνομία τον αναζητεί, και έτσι αποφασίζει να παραμείνει ως πολιτικός πρόσφυγας στο εξωτερικό.
Εν τω μεταξύ, έχει κάνει στην αισθητική του επιλογή: Εξακολουθητικά σφραγίζεται από την ντοκιμαντερίστικη γραφή του Σοβιετικού κινηματογραφιστή Τζίγκα Βερτόφ (ψευδώνυμο του εβραϊκής καταγωγής Νταβίντ Αμπέλεβιτς Κάουφμαν, 1896 - 1954). Του ιδρυτή των προλεταριακών τεχνικών «Κινηματογράφος - Μάτι» και «Κινηματογράφος - Αλήθεια», οι οποίες ανέδειξαν τις κατακτήσεις των Σοβιετικών εργατών, πλασμένες από το όραμα του σοσιαλισμού, που γίνονται, χωρίς δεύτερη σκέψη, καθημερινή πράξη στους χώρους δουλειάς και αναψυχής.
Εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης της ποιητικής συλλογής «Μακρονησιώτικα», που τυπώθηκε σε 1.500 αντίτυπα, τον Ιούλη του 1957, από τις «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις» (εκδοτικός μηχανισμός του ΚΚΕ) |
«Αν οι άνθρωποι δεν μπορούν να ξεχωρίσουν την ''τέχνη'' από το ''τέχνασμα'', πώς θα μπορέσουν να ξεχωρίσουν το ντοκιμαντέρ από το φιλμαρισμένο ντοκουμέντο; Συνέχεια ακούμε να μιλάνε για ''ντοκιμαντέρ'' όταν αναφέρονται σε ένα ρεπορτάζ που γύρισε ο οπερατέρ, σχολίασε ο δημοσιογράφος, αλλά δεν σκηνοθέτησε κανείς (...) Αν το ρεπορτάζ τους ήταν ''Ο Ανθρωπος με την κάμερα'' του Τζίγκα Βερτόφ, δεν θα είχε θέση στο δελτίο ειδήσεων.
(...) Αυτό το είδος κινηματογραφικής ποίησης, δηλαδή το ντοκιμαντέρ, ποτέ ή πολύ σπάνια θα μεταδοθεί από την τηλεόραση. Δηλαδή από το μόνο σήμερα μέσο στο οποίο το ευρύ κοινό θα μπορούσε να δει ''ταινίες χωρίς ηθοποιούς'', όπως ονόμαζε τα ντοκιμαντέρ ο Βερτόφ». Ολα αυτά τα γράφει τον Ιούνη του 2006, σε ηλικία 77 ετών.
21 χρόνια νωρίτερα, το 1985, σε ηλικία 56 ετών, σκηνοθετεί το έγχρωμο ντοκιμαντέρ 52 λεπτών σε 16 mm με τίτλο «Ρίζες: Γιάννης Ρίτσος». Τη συμπαραγωγή υπογράφουν τηλεοπτικά κανάλια από τέσσερις χώρες: Γαλλία (TF-1), Ελβετία (SSR), Βέλγιο (RTBF) και Ελλάδα (ΕΡΤ-2).
Ιδού πώς τo συστήνει στο κοινό ο σκηνοθέτης του:
«Ενα πορτρέτο της Ελλάδας από το 1936 έως το 1974, χαραγμένο από τη ζωή και την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, με τη συμμετοχή του ποιητή και του Μίκη Θεοδωράκη. Ανάγνωση ποιημάτων από τον Γιάννη Ρίτσο, γυρίσματα στη Μονεμβασιά και πλούσιο αρχειακό υλικό».
Ο Γιάννης Ρίτσος με τον σύντροφό του, ηθοποιό Μάνο Κατράκη, μπροστά στη σκηνή τους, το 1949, στη Μακρόνησο. Πίσω τους ο φωτογραφικός φακός έχει συλλάβει τα καταλύματα κι άλλων εξόριστων |
Αυτό είναι το στίγμα του «Κινηματογράφου - Αλήθεια» για το ντοκιμαντέρ του 76χρονου τότε Γιάννη Ρίτσου, στο οποίο συνεισφέρουν κυρίως ο ποιητής και ο 60χρονος τότε Μίκης Θεοδωράκης. Ο σκηνοθέτης δίνει ρόλο στους λαϊκούς ανθρώπους της Μονεμβασιάς, όπου είδε το πρώτο φως ο δημιουργός του «Επιτάφιου» και της «Ρωμιοσύνης».
Κυρίως αυτά τα δύο συνθετικά ποιήματα διαπερνούν το κινηματογραφικό δημιούργημα, όπως το ανήλεο κάθετο ηλιακό φως ρημάζει στην πέτρα τους εξόριστους, με «πρωταγωνιστές» τα αμίλητα νησιά της εξορίας: Τη Λήμνο («Καπνισμένο τσουκάλι» και «Ημερολόγιο εξορίας»), τη Μακρόνησο («Μακρονησιώτικα» και «Πέτρινος χρόνος»), τον Αη Στράτη, τη Γυάρο, τη Λέρο («Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας»). Στο άνυδρο τοπίο, στο οποίο η θάλασσα είναι πολύ κοντινή και πολύ μακρινή, προκαλούνται οι δημιουργικές άμυνες του εξόριστου κομμουνιστή ποιητή.
«Στη Μακρόνησο» - αφηγείται ο Γιάννης Ρίτσος με τον ρυθμό και τον τόνο μιας χαμηλόφωνης εξομολόγησης - «δεν είχαμε τη δυνατότητα να κατεβαίνουμε στη θάλασσα, γιατί δεν μας επέτρεπαν. Μας έριχναν μέσα σε τσουβάλια με γάτες στη θάλασσα. Εγραφα ποιήματα και για να τα σώσω, τα σημείωνα σε πολύ μικρά χαρτάκια, τα δίπλωνα, τα αριθμούσα και τα έβαζα σε μπουκάλια, που τα σφράγιζα με βουλοκέρι. Ελεγα ότι κάποτε, κάποιος θα τα ξεθάψει».
Στιγμιότυπο από το ντοκιμαντέρ «Ρίζες: Γιάννης Ρίτσος» (1985), με τον κινηματογραφικό φακό να επικεντρώνεται στο πρόσωπο του κομμουνιστή ποιητή. Μιλάει με τον ρυθμό και τον τόνο μιας χαμηλόφωνης εξομολόγησης |
«Κάτω από μία άδικη τιμωρία, ο βασανιζόμενος αισθάνεται μέσα του να γεμίζει, να ανακαλύπτει μέσα του δυνάμεις που δεν γνώριζε. Μέσα σ' αυτό το σκοτάδι, μέσα σ' αυτήν την καταπίεση, μέσα σ' αυτό το μαρτύριο της εξορίας, αντιπαρέθετα με πείσμα την ύπαρξη της ομορφιάς και του έρωτα. Ζωγράφιζα πάνω σε πέτρες ανθρώπινα πρόσωπα και σώματα που ήταν η συνέχεια της ελληνικής γλυπτικής».
Ο Σοβιετικός κινηματογραφιστής Τζίγκα Βερτόφ, εισηγητής της προλεταριακής τεχνικής «Κινηματογράφος - Αλήθεια», που υπήρξε σημείο αναφοράς στις μακρόχρονες αισθητικές αναζητήσεις του Ροβήρου Μανθούλη |