3ο μέρος
Υπάρχει μια ιαπωνική λέξη, το «kodokushi», που σημαίνει «θάνατος μέσα στη μοναξιά». Ολο και περισσότεροι άνθρωποι πεθαίνουν εντελώς μόνοι, και οι σοροί τους ανακαλύπτονται πολύ μετά τον θάνατό τους. Η ιαπωνική κοινωνία άλλαξε πολύ μέσα στα χρόνια και από την προσήλωσή της στις παραδοσιακές οικογενειακές αξίες και την αλληλεγγύη, η οικονομική ανάπτυξη και η αστικοποίηση την οδήγησαν στην αδιαφορία και την αποξένωση.
Κι εδώ εμφανίζεται για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα η τεχνολογία. Κατασκευάζει ρομπότ και AI αντιμετώπισης της μοναξιάς. Πολλοί ηλικιωμένοι συνδέονται με «συντροφικά» ρομπότ, ειδικά σχεδιασμένα να συντροφεύουν αυτούς που ζουν μόνοι τους. Μοιάζουν με αληθινούς ανθρώπους και οι κατασκευαστές τους διαβεβαιώνουν πως αντιδρούν συναισθηματικά, μπορούν να κουβεντιάζουν και ειδοποιούν σε περίπτωση ανάγκης.
Κάτι δηλαδή που τα κάνει απαραίτητα σε μια κοινωνία με το «στίγμα της μοναξιάς και της εγκατάλειψης», με τους πολίτες να είναι εκπαιδευμένοι να κρύβουν τα συναισθήματά τους και να μη ζητούν βοήθεια. Μια κοινωνία όπου το 69% των ανδρών και το 59% των γυναικών δεν έχει σύντροφο. Οπου ενοικιάζεις «φίλο», «συγγενείς», «παρέα» και «σύντροφο», για να μη δείχνεις μόνος, και με εταιρείες που κανονίζουν να «εξαφανίζουν» ανθρώπους, που ντρέπονται να μάθει ο κοινωνικός περίγυρος κάποια αποτυχία ή κάποια χρέη τους.
Μέχρι και την αγορά ακινήτων έχει επηρεάσει η μόδα. Τα σπίτια με ιστορικό θανάτου πωλούνται έως και 80% φθηνότερα, με αποτέλεσμα να αποτελούν δέλεαρ για αυτούς που αναζητούν μια περιπέτεια με φαντάσματα.
Τρεις εβδομάδες σ' αυτήν τη γεμάτη εκπλήξεις χώρα, απόλαυσα τη σαγήνη και την απίστευτη ομορφιά της, την ασφάλεια, την καθαριότητα, την τεχνολογική πρωτοπορία της. Είδα όμως και μια κοινωνία μοναξιάς, που γερνάει και στηρίζεται σε ηλικιωμένους που δουλεύουν μέχρι να καταρρεύσουν, με τις γυναίκες να παλεύουν με ανισότητες, τους νέους να μην ενδιαφέρονται για την πολιτική, με αυτούς που κοιμούνται όπου βρουν, ακόμη και όρθιοι από την υπερεργασία, τους ανθρώπους που «ενοικιάζουν» φίλους και συγγενείς, για να μη νιώθουν μόνοι, αλλά και τους χιλιάδες «εξαφανισμένους», που επιλέγουν τη δραπέτευση από την κοινωνία.
Mέσα σ' όλα αυτά βρίσκουν έδαφος η ακροδεξιά και τη νέα «αόρατη» μαφία. Στις εκλογές του 2025, το συντηρητικό κόμμα Sanseito, με σύνθημά του «Japanese First», θυμίζει ανησυχητικά τραμπισμό, ενώ ο ηγέτης του, ο πρώην καθηγητής και YouTuber Sohei Kamiya, χτίζει επιρροή με αντιμεταναστευτική ρητορική, θεωρίες συνωμοσίας και ένα μείγμα εθνικισμού και θρησκευτικού μυστικισμού. Η άνοδός του πατά στην κοινωνική ανασφάλεια, στους στάσιμους μισθούς και στη δυσκολία των νέων να βρουν προοπτική.
Την ίδια ώρα, η διαβόητη ιαπωνική μαφία Γιακούζα φαίνεται να μαραίνεται. Από 184.000 μέλη το 1963, σήμερα έχει συρρικνωθεί σε περίπου 9.900 μέλη και 8.900 «quasi-μέλη». Ο μέσος όρος ηλικίας τους είναι 54 χρόνια. Οι παλιοί μεγαλώνουν και αποσύρονται σιγά σιγά και οι νέοι δεν μπαίνουν πια στη «δουλειά». Παρ' όλα αυτά, οι μεγάλες «οικογένειες» παραμένουν ενεργές, επενδύοντας σε νόμιμες επιχειρήσεις, όπως κατασκευές, νυχτερινά κέντρα, real estate κ.ά.
Στο παρασκήνιο, μια νέα γενιά «άτακτων» εγκληματιών, οι λεγόμενοι tokuryo, δρουν ανεμπόδιστοι, χωρίς τα ...σεσημασμένα τατουάζ των κλασικών μαφιόζων, σχεδόν αόρατοι. Μόνο το 2024 οι αρχές μέτρησαν πάνω από 10.000 tokuryo, που προκάλεσαν ζημιές περίπου 200 δισ. γιεν, μέσω διαδικτυακών απατών, κυρίως σε ηλικιωμένους.
Η ακροδεξιά και η Γιακούζα είναι δύο διαφορετικές εκφράσεις της σήψης του καπιταλισμού σε μια από τις χώρες - εμβλήματά του. Από τη μία, ο πολιτικός λόγος σκληραίνει, στρέφεται ενάντια στον «ξένο» και τον «διαφορετικό». Από την άλλη, το οργανωμένο έγκλημα δεν εξαφανίζεται, αλλά μεταλλάσσεται σε σχεδόν αόρατο και ψηφιακό. Ετσι λοιπόν η κοινωνία ζει με τα φαντάσματα της «καθαρής» ταυτότητας που υπόσχονται οι ακροδεξιοί και μιας «αόρατης» μαφίας που συνεχίζει να κινεί νήματα, με νέες μεθόδους.
Πού κατέληξα μετά από τόσες μέρες; Η Ιαπωνία, της οποίας ο πληθυσμός συρρικνώθηκε με ταχύτητα ρεκόρ, κατά 900.000 και πλέον ανθρώπους το 2024, είναι μια υπερσύγχρονη και ταυτόχρονα μια παραδοσιακή χώρα. Θα σε εντυπωσιάσει γιατί είναι απολύτως ακριβής, προσηλωμένη στους κανόνες και την ευγένεια, θα σε μπερδέψει με τους άγραφους νόμους της.
Αν μπεις στον ρυθμό της - λες δηλαδή «συγγνώμη» πριν καν χρειαστεί, μπαίνεις στην ουρά, μιλάς ψιθυριστά, δεν απεργείς, δεν παχαίνεις, δουλεύεις μέχρι να πεθάνεις και είσαι υπάκουος - η χώρα θα σε ανταμείψει με μια από τις πιο ομαλές και ασφαλείς καθημερινότητες στον πλανήτη.
Μέσα σε τέτοιες συνθήκες δρα και το Ιαπωνικό Κομμουνιστικό Κόμμα (JCP), αναπτύσσοντας μια αξιοπρόσεκτη δράση για την έλλειψη κοινωνικού κράτους, την επισφάλεια της εργασίας (freeters, part-timers, μαθητεία - βιτρίνα), την εκμετάλλευση μεταναστών εργατών, τις ανισότητες και την καταπίεση των γυναικών, τον ασφυκτικό έλεγχο στα συνδικάτα, αλλά και για τις μικρές, αλλά υπαρκτές εστίες αντίστασης.
Και τέτοιες υπάρχουν: Κατά της πυρηνικής ενέργειας, κατά των αμερικανικών βάσεων, για τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Υπάρχουν ακόμα και κομμουνιστές φοιτητές που κολλούν αφίσες στη Χιροσίμα και γράφουν «όχι άλλη σιωπή, όχι άλλη υποταγή».
Η Ιαπωνία παρουσιάζεται σαν όνειρο στα μάτια της Δύσης, πειθαρχημένη, καθαρή, ασφαλής, «λειτουργική». Αλλά πίσω από την εντυπωσιακή οργάνωση, κρύβεται ένας βαθύς κοινωνικός έλεγχος. Δηλαδή, στην πολυδιαφημισμένη «new form of capitalism», η πειθαρχία δεν είναι αρετή, αλλά εργαλείο αναπαραγωγής της ταξικής υποταγής.
Ομως το ιαπωνικό «οικονομικό θαύμα» δεν λειτουργεί χωρίς τους μετανάστες εργάτες, που δουλεύουν σε εργοστάσια, στην καθαριότητα και στη γεωργία. Συχνά σε συνθήκες δουλεμπορίου. Η απεργία είναι νόμιμη, αλλά σπανιότατη. Οι συνδικαλιστικές ενώσεις υπάρχουν, αλλά είναι ασφυκτικά ελεγχόμενες και συχνά εργοδοτικοί μηχανισμοί.
Οι εργαζόμενοι δεν διεκδικούν δυναμικά. Οχι επειδή δεν θέλουν, αλλά γιατί η συλλογική δράση έχει κοινωνικό κόστος. Αν σηκώσεις κεφάλι, κινδυνεύεις να χάσεις τη δουλειά σου. Κι αν κάτι ακόμα έμαθα από την παραμονή μου εδώ, είναι πως η αδικία δεν κάνει πάντα φασαρία. Κάποιες φορές, φοράει μάσκα και υποκλίνεται.
Ο ήρωας που πίστεψε ότι η μοίρα του είναι εξασφαλισμένη, είδε ξαφνικά τον στρατό να πλησιάζει. Μόνο που τώρα, το πλήθος που έρχεται καταπάνω του, ανηφορίζοντας προς το κάστρο του, δεν είναι ντυμένο με κλαδιά από το «Δάσος του Μπέρναμ»...
Είναι οι εργαζόμενοι που λίγο πριν μετρούσαν τα ψιλά στο σούπερ μάρκετ, οι συνταξιούχοι που δεν έχουν χρήματα να πάρουν τα φάρμακά τους, οι απολυμένοι στα όρια της εξαθλίωσης, οι φοιτητές που ψάχνουν σπίτι, οι νοικοκυρές με τα άδεια καλάθια, τα νέα ζευγάρια που ζουν με δανεικά, οι άνεργοι που ακούν για «ευκαιρίες» αλλά βλέπουν μόνο part-time και 400άρια, οι διωγμένες οικογένειες των πλειστηριασμών και των εξώσεων.
Είναι το δάσος της πραγματικότητας που βαδίζει εναντίον του. Η ΔΕΘ του 2025 περνάει στην Ιστορία ως μια κακόγουστη φαντασμαγορία υποσχέσεων και ψεμάτων, που διήρκεσε όσο ένα δελτίο ειδήσεων. Μια κακοστημένη τραγωδία, όπου ο «πρίγκιπας» της καταστροφής, αναδιανέμοντας τη φτώχεια και προσπαθώντας με φτηνά κόλπα να συγκαλύψει τον ταξικό χαρακτήρα της πολιτικής του, έμοιαζε να παλεύει να φέρει σε πέρας μια εκδίκηση που του είχε ανατεθεί, μοιράζοντας τα περισευούμενα ψίχουλα των «ματωμένων» πρωτογενών πλεονασμάτων.
Μίλησε για φοροελαφρύνσεις, μόνο που αυτές προορίζονταν για τους μεγάλους ομίλους. Μίλησε για στήριξη στους νέους, την ώρα που οι νέοι στοιβάζονται στα πατρικά τους έως τα 35. Μίλησε για «ανάπτυξη που μοιράζεται δίκαια», μόνο που η «δικαιοσύνη» της πήγε όλη στους λίγους και εκλεκτούς του. Μοιράστηκε - πράγματι - δίκαια ανάμεσα σε εφοπλιστές, εργολάβους και τραπεζίτες.
Η ΔΕΘ κατάντησε, για άλλη μια φορά, το μεγάλο πανηγύρι του εμπαιγμού. Το θέατρο της μεγάλης κοροϊδίας. Ενα ανεκδιήγητο ρεσιτάλ πρωθυπουργικής αερολογίας, φληναφημάτων και ανόητων επικοινωνιακών κόλπων, με καθρεφτάκια και χάντρες που περίσσεψαν από άλλες παραστάσεις του. Ενα requiem στον διεφθαρμένο και αδίστακτο κόσμο του, των σκοπιμοτήτων και της ιδιοτέλειας.
Ανέβηκε στη ΔΕΘ όπως ο ταχυδακτυλουργός στη σκηνή, για να εξαφανίσει την πραγματικότητα με τρικ και πυροτεχνήματα. Ομως, όλοι εμείς που - απ' ό,τι φαίνεται - ζούμε σε άλλη χώρα από αυτήν που περιέγραψε, ερχόμαστε αντιμέτωποι με κάτι άλλο.
Ζούμε ακριβώς τα αποτελέσματα της καπιταλιστικής ανάπτυξης που - μέσα από τον μεγεθυντικό φακό της πραγματικότητας - μεταφράζεται σε αστάθεια, ανασφάλεια, επίθεση στη ζωή και τα δικαιώματά μας. Γι' αυτό, στη «βαρυχειμωνιά» αυτού του δρόμου ανάπτυξης, δεν χωρά καμία αναμονή και καμία εμπιστοσύνη σε κυβερνητικούς «σωτήρες» και αστούς «Μεσσίες», οι οποίοι άλλωστε - όπως σε κάθε σαιξπηρική τραγωδία - στο τέλος μένουν μόνοι τους, χαμένοι στον ίδιο τον εφιάλτη που δημιουργούν...
Ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ δεν ήταν παρά ένας Μάκβεθ με sur mesure κοστούμι και γραβάτα, που καταδύθηκε προς την απανθρωπιά, κηρύσσοντας την έναρξη της θλιβερής «μεγάλης του παράστασης», την ώρα που η κοινωνία έγραφε ήδη το φινάλε του.