Συνέντευξη στον «Ριζοσπάστη» του Γιώργου Κεντρωτή
Το καλοκαίρι κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις «Gutenberg» τα απομνημονεύματα του Πάμπλο Νερούδα, με τίτλο «Τη ζωή μου, ομολογώ, την έζησα», σε μετάφραση και σημειώσεις του Γ. Κεντρωτή. Ενα συγκλονιστικό ανάγνωσμα, που περιέχει τις συναρπαστικές περιπέτειες ενός σπουδαίου ανθρώπου, αλλά αποτελεί και μια συγκλονιστική τοιχογραφία του 20ού αιώνα μέσα από τη διεισδυτική και τρυφερή ματιά του Χιλιανού ποιητή. Ξεκινά με τη γέννηση του ποιητή σε μια θλιβερή επαρχία του Νότου της Χιλής και φτάνει μέχρι τρεις μέρες πριν τον θάνατό του... Ετσι, ο αναγνώστης μέσα από το βιβλίο έχει την ευκαιρία να γνωρίσει και τον ποιητή και τον άνθρωπο Νερούδα, αλλά και τις κουλτούρες όλων των χωρών που επισκέφτηκε.
Με αφορμή την παραπάνω έκδοση ο «Ριζοσπάστης» συζήτησε με τον Γ. Κεντρωτή για τον Χιλιανό ποιητή, τη μεταφραστική του δουλειά, καθώς και τα επόμενα σχέδιά του...
-- Με πρόσφατες δουλειές σας, την «Αυτοβιογραφία» του Πάμπλο Νερούδα, τα «Ανθη του Κακού» του Σαρλ Μπωντλαίρ, το «Μυθιστόρημα της Φεράρας» του Τζόρτζιο Μπασάνι, τα «Αλάνια» του Πιέρ Πάολο Παζολίνι, συνεχίζετε ακατάπαυστα ένα μεγάλο μεταφραστικό έργο. Με ποια κριτήρια επιλέγετε τι θα μεταφράσετε;
- Μεταφράζω ό,τι αγαπώ. Επιλέγω πάντοτε να μεταφράζω έργα κλασικών συγγραφέων, παλαιότερων και συγχρόνων, από διάφορες γλώσσες. Μεταφράζω πάντα έργα που γνωρίζω, αφού τα έχω διαβάσει, μελετήσει και αγαπήσει. Δεν μεταφράζω κατά παραγγελία. Και μεταφράζω πολλά έργα παράλληλα. Ακολουθώντας την πολύτιμη συμβουλή του Γιάννη Ρίτσου, γράφω τα δικά μου έργα και μεταφράζω κάθε μέρα - από έξι έως δέκα ώρες. Σαν κανονικός εργαζόμενος. Στο συρτάρι μου υπάρχουν ήδη αρκετά τελειωμένα έργα, που δεν έχουν εκδοθεί ακόμα: Πλάτων («Θεαίτητος» και «Παρμενίδης»), αρχαίες Ελληνίδες ποιήτριες, Κάτουλλος, Μαρτιάλης, Γαρθιλάσο δε λα Βέγα, Φόσκολο, Ελυάρ, Αραγκόν, Νερούδα, Αλεϊξάνδρε, Μπόρχες. Μία μελέτη για τον Διονύσιο Σολωμό και δύο ποιητικές συλλογές μου.
- Οι αφορισμοί είναι πολλοί και είναι διαχρονικώς και παγκοσμίως δημοφιλείς - αλλά είναι, κατά τη γνώμη μου, «ατάκες», «εξυπνάδες» και «παρόλες», και τίποτα άλλο. Εντυπωσιάζουν, γοητεύουν, αλλά δεν παράγουν προβληματισμό, αφού είναι κατά βάση λόγοι αποτρεπτικοί. Η μετάφραση ξεκινά από τον σεβασμό του πρωτοτύπου σε όλες του τις γλωσσικές και υφολογικές πλευρές και φάσεις. Το παντοιοτρόπως δουλεμένο πρωτότυπο καταλήγει στην άρθρωσή του ως μετάφρασμα σε διάφορες γλώσσες με τα όπλα του μεταφράζοντος υποκειμένου και μάλιστα με τον τρόπο που αντιλήφθηκε και προσέλαβε το αρχικό κείμενο. Η μετάφραση είναι γνώση συνδυαζόμενη με ερμηνεία: Πρώτα γνωρίζω το προς μετάφραση έργο και κατόπιν το φέρνω ερμηνευτικά στη γλώσσα της εποχής μου. Δεν υπάρχει «αντικειμενική» μετάφραση, ούτε μετάφραση με αποκλειστική χρήση λεξικών και μεταφραστικών εργαλείων. Η μετάφραση απαιτεί όλη την κουλτούρα και την προσωπικότητα του μεταφραστή, και δη όπως δρα στη γλωσσική επικράτεια της μητρικής του γλώσσας. Ετσι γίνεται ο μεταφραστής με τον τρόπο του «κήρυκας» ξένου λόγου και «γέφυρα» πολιτισμών.
-- Με δεδομένο ότι το μεταφραστικό σας έργο περιλαμβάνει μια μεγάλη «βεντάλια» από δημιουργούς που εντάσσονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σε διαφορετικά λογοτεχνικά ρεύματα, ποιο είναι το «κόκκινο νήμα» των επιλογών σας, ή αλλιώς τι «αποτύπωμα» θέλετε να εισφέρετε με το σύνολο του έως τώρα μεταφραστικού σας έργου;
- Οπως σας είπα, μεταφράζω ό,τι αγαπώ. Η επιλογή, όντας έτσι προσωπική, έχει γίνει προ πολλών ετών, ύστερα από μακρές μελέτες και συζητήσεις με ανθρώπους των οποίων τη γνώμη λαμβάνω πάντοτε υπόψη. Επιλέγω, πάντως, συγγραφείς που «μου πάνε» και που έχω σχηματίσει την πεποίθηση ότι μπορώ να τους «αποδώσω» στη γλώσσα μας με στοιχεία του γλωσσικού και λογοτεχνικού εαυτού μου. Δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να χωριστεί το μετάφρασμα από τον δημιουργό του, από αυτόν που στοχάζεται πάνω σε σκέψεις άλλων, που έχουν τις περισσότερες φορές διατυπωθεί πριν από δεκαετίες και αιώνες. Η μετάφραση είναι μια συνάρτηση με ανοικτό πλήθος μεταβλητών (εξαρτημένων, ανεξάρτητων, τυχαίων κ.λπ.) και με μόνη σταθερά το πρωτότυπο κείμενο. Αλλά και αυτό είναι «σταθερό» μόνο ως τυπωμένο κείμενο, ως «σελίδα». Κατά τα λοιπά χρήζει ερμηνείας, που οδηγεί στην πρόσληψή του πρώτα από τον διαμεσολαβούντα μεταφραστή και κατόπιν από το αναγνωστικό κοινό.
-- Μόλις το καλοκαίρι κυκλοφόρησε η «Αυτοβιογραφία» του Νερούδα, ενώ από τις εκδόσεις «Gutenberg» κυκλοφορεί επίσης η συλλογή «Δελτία από τη Μαυρόνησο» πάλι σε δική σας μετάφραση. Μελετώντας αυτόν τον κορυφαίο δημιουργό, τι σας έκανε περισσότερο εντύπωση σε ό,τι αφορά την προσωπικότητά του και το έργο του; Γιατί να διαβάσουμε αυτά τα έργα;
- Ο Νερούδα δεν είναι ούτε ένας απλός ισπανόφωνος ποιητής ούτε ένας ακόμα συγγραφέας μέσα στη μεγάλη χορεία των Λατινοαμερικανών συγγραφέων που είναι δημοφιλέστατοι ανά τον κόσμο - και στη χώρα μας. Χωρίς υπερβολή μπορούμε να πούμε ότι είναι ένας «Ομηρος» του αμερικανικού κόσμου που έχει σκάψει βαθιά θεμέλια για να σηκώσουν μια «άλλη», «διακριτή» λογοτεχνία που βγαίνει από τα γεωγραφικά της όρια και γίνεται παγκόσμια. Ετσι διευρύνει και τα όρια της ισπανικής γλώσσας, καθιστώντας την και λογοτεχνικώς διεθνή. Ο Ουίτμαν και ο Νερούδα είναι οι πατριάρχες του αμερικανισμού.
-- Στη δημοφιλία του Νερούδα στην Ελλάδα αδιαμφισβήτητα έπαιξε ρόλο και η μελοποίηση του «Κάντο Χενεράλ» από τον Μίκη.
- Ναι, αναμφίβολα. Και αισθάνομαι τυχερός που βρέθηκα στο Στάδιο Καραϊσκάκη στις 13 Αυγούστου 1975, να παρακολουθώ τη συγκλονιστική ερμηνεία αυτού του μοναδικού έργου από την Μαρία Φαραντούρη και τον Πέτρο Πανδή, με τη συμμετοχή του αλησμόνητου Μάνου Κατράκη, της Εθνικής Χορωδίας της Γαλλίας και των Κρουστών του Στρασβούργου. Υπάρχουν, βέβαια, μελοποιήσεις ποιημάτων του Νερούδα και από άλλους συνθέτες (από τον Χρήστο Λεοντή, τον Γιάννη Γλέζο και τον Χρήστο Γκάρτζο, λόγου χάρη, με ερμηνευτές τον Νίκο Ξυλούρη, τον Γιάννη Πουλόπουλο και τον Δημήτρη Ψαριανό), αλλά η μελοποίηση του «Γενικού Ασματος» από τον Θεοδωράκη και η μετάφρασή του στα Ελληνικά από την Δανάη Στρατηγοπούλου ήταν οι καταλύτες της δημοφιλίας του ποιητή στην πατρίδα μας.
-- Ποιος είναι ο πιο αγαπημένος σας δημιουργός και γιατί;
- Αν πρέπει να διαλέξω μόνο έναν, πράγμα αρκετά δύσκολο, θα διάλεγα τον Σολωμό. Πέραν του ότι είναι κορυφαίος λυρικός, είναι αυτός που (ξεκινώντας από τα δημοτικά τραγούδια και λαμβάνοντας υπόψη του και τις όποιες λόγιες επιβιώσεις) μας έδωσε τη γλώσσα που μιλάμε και που διεύρυνε τον λογοτεχνικό ορίζοντα της γλώσσας μας. Ο «Διάλογός» του είναι προγραμματικό κείμενο για τη νεοελληνική γλώσσα - είναι κυριολεκτικώς γλωσσικό μανιφέστο. Αν είχαν μελετηθεί και είχαν ληφθεί υπόψη οι προτάσεις του, θα είχαμε γλιτώσει από όλες τις γλωσσικές περιπέτειες. Κατά τη γνώμη μου ο Σολωμός είναι εθνικός ποιητής, ακριβώς επειδή έδωσε στο έθνος γλώσσα. Από μια τεράστια γκάμα αγαπημένων δημιουργών διαλέγω τον Πετράρχη από τους παλαιούς κλασικούς, τον Μπρεχτ και τον Ρίτσο από τους μοντέρνους. Του δύο πρώτους τους έχω μεταφράσει, τον τρίτο τον μελετώ επί δεκαετίες.
-- Η επόμενη μεγάλη σας μεταφραστική δουλειά θα είναι η μετάφραση των απάντων των ποιημάτων του Λόρκα... Πείτε μας λίγα λόγια για αυτό σας το εγχείρημα...
- Ο Λόρκα όπως και ο Νερούδα υπήρξαν οι ποιητές της νιότης μου. Γνώρισα το έργο τους (αποσπασματικά, εννοείται, και μέσω τραγουδιών κυρίως) στα 17-18 μου χρόνια. Παρέδωσα προ ημερών στον εκδότη μου τα ποιητικά «Απαντα» του Λόρκα, μια δουλειά που έγινε αργά - αργά κατά τα τελευταία 30 χρόνια. Η αρχική σκέψη ήταν να καταρτίσω μια ευρεία ανθολογία ποιημάτων. Με τα χρόνια ωρίμασε η ιδέα των «Απάντων» και πραγματοποιήθηκε. Συνήθως έτσι γίνονται μ' εμένα τα πράγματα, όταν πρόκειται περί ποιημάτων.
Οι εκδηλώσεις ξεκινούν τη Δευτέρα 14 Οκτώβρη, με την παράσταση «Τα Μαγικά Βουνά», στην Αίθουσα Συνεδρίων του ΚΚΕ στον Περισσό
Μετά τα Συνέδρια για τους Ρίτσο, Βάρναλη, Μπρεχτ, Χικμέτ και όπως είχε προαναγγελθεί στη λήξη του προηγούμενου Συνεδρίου που αφορούσε τη συνάντηση της νεοελληνικής λογοτεχνίας με το εργατικό κίνημα και την κομμουνιστική ιδεολογία από το 1880 μέχρι το 1940, το 6ο Συνέδριο θα έχει θέμα «"Η λογοτεχνία στα χρόνια της θύελλας" - Για τη συνάντηση της νεοελληνικής λογοτεχνίας με το έπος της ΕΑΜικής Αντίστασης και του ΔΣΕ (1940 - 1950)».
Με μονογραφίες για σπουδαίους λογοτέχνες της περιόδου, θεματικές για επίμαχα ζητήματα και με τη συμμετοχή πλήθους εκλεκτών εισηγητών, πανεπιστημιακών, ερευνητών, διδακτόρων, λογοτεχνών, ιστορικών, πιστεύουμε ότι το Συνέδριο θα είναι απαραίτητο βοήθημα για τους μελετητές της νεοελληνικής λογοτεχνίας, καθώς θα εξετάζει το θέμα του από την αντίθετη της «καθιερωμένης» πλευρά, αυτή του βασικού οργανωτή, καθοδηγητή και αιμοδότη του κινήματος της περιόδου, που είναι το ΚΚΕ.
Μπροστά στο Συνέδριο θα ξεδιπλωθεί και ένα πλούσιο πρόγραμμα πολιτιστικών εκδηλώσεων ξεκινώντας από την ερχόμενη Δευτέρα, 14 Οκτώβρη, με τη θεατρική παράσταση «Τα μαγικά βουνά», στις 20.00, στην Αίθουσα Συνεδρίων του ΚΚΕ, από την ομάδα Elephas Tiliensis.
Θα ακολουθήσει, την Παρασκευή 22 Νοέμβρη, στον Περισσό, συναυλία με μελοποιημένη ποίηση του Κώστα Βάρναλη, ένα μουσικό - αφηγηματικό αφιέρωμα το οποίο θα μας «ταξιδέψει» σε στιγμές της ζωής και της τέχνης του μεγάλου κομμουνιστή δημιουργού, που αυτόν τον χρόνο συμπληρώνονται 140 χρόνια από τη γέννησή του, 50 από τον θάνατό του και 65 από τη βράβευσή του με το βραβείο Λένιν.
Το Σάββατο 14 Δεκέμβρη, στον Περισσό θα πραγματοποιηθεί συναυλία με τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι, με τίτλο «Ο Μάνος Χατζιδάκις και τα χρόνια της θύελλας (1940 - 1950)». Μια επιλογή με τραγούδια που είτε έγραψε τη δεκαετία του '40, είτε έγραψε αργότερα αλλά έχουν σαφείς αναφορές στην προαναφερθείσα δεκαετία.
Τραγουδούν ο Βασίλης Γισδάκης, ο Μανώλης Μητσιάς, η Νατάσσα Μποφίλιου και η Μαρία Φαραντούρη. Με την Sinfonietta Αθηνών υπό τη διεύθυνση του Γιώργου Αραβίδη.
Προσκλήσεις για όλες τις εκδηλώσεις διατίθενται από τις Οργανώσεις της ΚΟ Αττικής του ΚΚΕ.
1944: Δημιουργείται ο θίασος της «Λαϊκής Σκηνής», με ηθοποιούς αντάρτες και αντάρτισσες της 8ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ. Ιδρυτής και εμψυχωτής του θιάσου ήταν ο λογοτέχνης Γιώργος Κοτζιούλας. Ο Κοτζιούλας, ως αντάρτης στη Μεραρχία, μετά από παρότρυνση των συναγωνιστών του ξεκίνησε να γράφει μονόπρακτα έργα με σκοπό την ψυχαγωγία και τη διαφώτιση τόσο των ανταρτών όσο και των κατοίκων των χωριών, και γρήγορα αντιλήφθηκε την ανάγκη δημιουργίας μόνιμου θιάσου, όπως και έγινε.
2024: Το θέατρο στην Αίθουσα Συνεδρίων στον Περισσό θα «μεταμορφωθεί» σε μια ορεινή πλαγιά στο Βουργαρέλι της Πίνδου, εκεί όπου πρωτοπαίχτηκαν τα έργα. Ο σημερινός θεατής συναντάται με το θέατρο του βουνού...
Με αφορμή την παράσταση «Τα Μαγικά Βουνά», που πρωτοπαίχτηκε πέρσι με μεγάλη επιτυχία στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου» και θα παρουσιαστεί την ερχόμενη Δευτέρα, στον Περισσό, ο «Ριζοσπάστης» συζητά με τον Δημήτρη Αγαρτζίδη και την Δέσποινα Αναστάσογλου, που υπογράφουν τη σκηνοθεσία και τη δραματουργία, ενώ πρωταγωνιστούν και στην παράσταση.
-- 80 χρόνια μετά, το «Θέατρο του Βουνού» ζωντανεύει στη σκηνή. Γιατί; Τι ήταν αυτό που σας κέντρισε την προσοχή και πώς δουλέψατε;
Με τα κείμενα του Γιώργου Κοτζιούλα ήρθαμε σε επαφή στα πλαίσια του μαθήματος «Ζητήματα νεοελληνικού θεάτρου» του μεταπτυχιακού Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ με διδάσκουσες τις κ. Αλεξία Αλτουβά, Κατερίνα Καρρά και διδάσκοντα τον κ. Παναγιώτη Μιχαλόπουλο. Στο πλαίσιο των μαθημάτων, μελετήσαμε τον τρόπο με τον οποίο η Ιστορία αποτυπώθηκε στο νέο ελληνικό θέατρο. Καθώς το μάθημα χωριζόταν σε χρονολογικές περιόδους, με τον κ. Μιχαλόπουλο ασχοληθήκαμε με την περίοδο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου, όπου κατατάσσεται το συγγραφικό έργο του Κοτζιούλα. Ηταν για εμάς μια σημαντική στιγμή, καθώς μια προσωπική και καλλιτεχνική αναζήτηση συνάντησε τον κόπο του σύγχρονου θεάτρου να συνομιλήσει με την Ιστορία με στόχο να ενημερώσει, να πληροφορήσει, να αφυπνίσει τον λαό. Ο στόχος κάθε δημιουργού είναι διαφορετικός, άλλοτε να διασκεδάσει, να ενημερώσει, να προπαγανδίσει ή να αφυπνίσει.
Αν κοιτάξει κανείς τα ιστορικά θεατρικά έργα, εκ πρώτης όψης ενδέχεται να μείνει στην παλαιότητα, την ξεπερασμένη γλώσσα, τον μελοδραματισμό ή κάποιες ενδεχόμενες ατεχνίες. Πίσω από αυτό όμως βρίσκεται μια πηγαία ανάγκη για τέχνη μέσα στους σκοτεινούς καιρούς που η Ιστορία επιφυλάσσει. Στο κείμενο του Γιώργου Κοτζιούλα συγκεκριμένα μας ενέπνευσαν πολλά. Σίγουρα η ιστορική περίοδος, η αντίσταση στα βουνά κατά των κατακτητών και μετά ο Εμφύλιος. Κυρίως όμως εκεί που σταθήκαμε είναι η ανάγκη για θέατρο. Η ανάγκη του δημιουργού να προσφέρει μέσω της τέχνης ανακούφιση, ελπίδα, μόρφωση. Μας συγκίνησε το λαϊκό θέατρο που δημιουργήθηκε στα βουνά από τον Κοτζιούλα και την VIII Μεραρχία του ΕΛΑΣ, το οποίο είχε πολλές ιδιαιτερότητες, που δεν έχουμε συναντήσει έως τώρα στο ελληνικό θέατρο. Δημιουργήθηκε από τον λαό για τον λαό. Δηλαδή οι αντάρτες και οι αντάρτισσες έπαιζαν για τους άλλους συμπολεμιστές και συμπολεμίστριες και για τον φτωχό λαό της Ηπείρου.
Για τα «Μαγικά Βουνά» δουλέψαμε με κείμενα από το ημερολόγιο του Κοτζιούλα, που καταγράφει την πορεία της VIII Μεραρχίας, και τα μονόπρακτα «Ξύπνα Ραγιά» και «Δασικός». Επιπλέον, υπάρχουν σκηνές που έχουν γραφτεί από τους συνεργάτες μας ηθοποιούς Μαρκέλλα Γιαννάτου, Βίκυ Κατσίκα και Αρη Λάσκο. Τα ημερολόγια καταγράφουν την καθημερινότητα του Θιάσου, ημερολόγια προβών με τα ευτράπελα, τις δυσκολίες, τις προκλήσεις της ζωής του αντάρτικου, τα οργανωτικά προβλήματα.
-- Μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία (έρευνα, πρόβες, παράσταση) τι είναι αυτό που τελικά ξεχωρίζει το «Θέατρο του Βουνού»; Σε ποια συμπεράσματα καταλήξατε;
-- Το «Θέατρο του βουνού» παίρνει για εμάς ποιητικές διαστάσεις. Είναι η χειρωνακτική ποίηση των ανθρώπων που διψούν για μια καλύτερη ζωή. Που αγωνίζονται όπως έλεγαν στο αντάρτικο όχι μόνο για να διώξουν τον ξένο κατακτητή, αλλά να αλλάξουν την τύχη τους. Το «Θέατρο του Βουνού» είναι τα χειροποίητα σκιτσάκια που συμπλέκουν το '21 με τα προβλήματα της ζωή της υπαίθρου, ένας πρόδρομος του θεάτρου της κοινότητας, καθώς παρουσιάζει στην κοινότητα τα προβλήματά της προκειμένου να τα αναγνωρίσει και να αναζητήσει λύσεις: Η φτώχεια, η έλλειψη μόρφωσης, η απομόνωση, ο φόβος. Καταλήγουμε ότι το πολιτικό θέατρο χρειάζεται μελέτη, διερεύνηση, μια νέα οπτική, καθώς η ανάγκη να υπάρχει είναι μεγάλη στη δύσκολη ιστορική συγκυρία.
-- Φέτος αναμετριέστε με ένα άλλο κοινό και με μια άλλη στιγμή της σύγχρονης Ιστορίας μας. «Τα Γενέθλια» της Ζωρζ Σαρή για την Παιδική Σκηνή του Εθνικού... Τι θα δούμε;
-- Χαιρόμαστε πολύ για αυτήν την ερώτηση και ευχαριστούμε που διακρίνετε τη σύνδεση. Για εμάς είναι άμεσα συνδεδεμένα τα δύο αυτά έργα ως προς τα υλικά και την πρόθεση των δημιουργών τους. Ο Κοτζιούλας θέλει να εμψυχώσει, να προσφέρει στον πολύπαθο λαό της Ηπείρου ελπίδα, διασκέδαση, μόρφωση, θέλει να ξεσηκώσει τον φοβισμένο λαό, να τον παρακινήσει να μπει στο αντάρτικο, να ξεσηκωθεί. Η Σαρή κάποια χρόνια αργότερα ξεκινά ένα συγγραφικό παιχνίδι μέσα στη δικτατορία, για να διασκεδάσει τα παιδιά της με τον «Θησαυρό της Βαγίας» που γνωρίζει στα παιδιά την Ιστορία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και έπειτα έρχονται «Τα γενέθλια», όπου αφηγείται τα επτά χρόνια της δικτατορίας μέσα από τα μάτια ενός οχτάχρονου κοριτσιού. Δύσκολα θέματα και τα δύο, τραύματα της σύγχρονης Ιστορίας. Η πρόταση για το συγγραφικό έργο της Σαρή και το έργο έγινε με την παρότρυνση και τη βοήθεια της υπεύθυνης της παιδικής σκηνής Μαρίας Μαγκανάρη και ήρθε ως φυσική προέκταση των «Μαγικών Βουνών».
Οι επτά ηθοποιοί της παράστασης δημιουργούν το σύμπαν των «Γενεθλίων», παίζοντας ζωντανά μουσική, δημιουργώντας χώρους με το έντονα εικαστικό σκηνικό της Μαγδαληνής Αυγερινού, έντονα χρωματισμένες ζωγραφιές σαν να βλέπουμε το συνειδητό και ασυνείδητο της Αννας, του μικρού κοριτσιού που ζει στη δικτατορία. Προσπαθούμε να κινηθούμε μακριά από τον διδακτισμό και να εστιάσουμε πώς ένα παιδί βιώνει τη ματαίωση των γενεθλίων του λόγω του πραξικοπήματος και την προσπάθεια που καταβάλλει, για να καταλάβει τι συμβαίνει και πώς να αντιδράσει σε αυτό. Είναι μια άλλη αντίσταση που δημιουργείται μέσα στην παιδική φαντασία και σιγά - σιγά στην καθημερινότητά του.