Ο Βασίλης Τσιτσάνης, φίλος και κουμπάρος του, έγραψε τότε, κλαίγοντας:
«Τον Γιάννη μας τον ζήλεψε και του 'στησε καρτέρι,
ένα πρωί στο Πέραμα του Χάρου το μαχαίρι,
Τώρα σε κλαιν' οι Τζιτζιφιές,
που έριχνες τις γλυκές πενιές».
Ηταν μόλις 58 ετών, και εκείνη τη μέρα λέγεται πως πριν είχε περάσει από κάποιους φίλους του για να τους χαιρετήσει. Υστερα οδήγησε στον δρόμο του Περάματος, με προορισμό το σπίτι του... Φαίνεται πως τον πήρε ο ύπνος, έτσι κουρασμένος όπως ήταν από το ξενύχτι της δουλειάς. Ακολούθησε μια απίστευτη ταλαιπωρία του από το Κρατικό στο Τζάνειο και πάλι στο Κρατικό. Βίωσε όλο αυτό το μαρτύριο περιμένοντας σε διάδρομο να ασχοληθούν μαζί του, ενώ η εσωτερική αιμορραγία του επιδεινωνόταν.
Οι δικοί του πιστεύουν μέχρι σήμερα πως χάθηκε άδικα, ξεκάθαρα από ιατρικό λάθος.
Στην πολύχρονη καριέρα του ο Παπαϊωάννου πέρασε μέσα από φωτιά και σίδερο. Είδε εποχές δύσκολες, όχι μόνο για τους μουσικούς αλλά και για την Ελλάδα ολόκληρη. Εζησε τη Μικρασιατική Καταστροφή, την πείνα, τη φτώχεια, δύο Παγκόσμιους Πολέμους, την Κατοχή, τον εμφύλιο, τις δύο δικτατορίες και την ξενιτιά. «Τα τραγούδια μου» - έλεγε - «είναι τα παθήματά μου, οι αγώνες μου, το μεροκάματο για τη φασολάδα, τα όνειρά μου, οι καντάδες μου, η ζωή μου ολόκληρη και η ζωή του φτωχού κοσμάκη...».
Υπήρξε ένας αυθεντικός και πηγαίος λαϊκός δημιουργός, ένας μεγάλος και επιδραστικός σολίστας, ένας ευαίσθητος καλλιτέχνης, με φλογερό ταμπεραμέντο, που μίλησε με τον δικό του τρόπο για τη ζωή του εργάτη, για το μεροκάματο, για την αγάπη, για τα βάσανα, για τη ζωή του φτωχού λαού. Δημιούργησε αθάνατα τραγούδια, τη «Φαληριώτισσα», τον «Ανδρέα Ζέπο», το «Πριν το χάραμα», το «Ανοιξε γιατί δεν αντέχω», το «Βαδίζω και παραμιλώ», το «Χθες το βράδυ σε μια βάρκα», το «Σβήσε το φως» και τόσα ακόμη.
Οπως καταθέτει ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του, στο ιστορικής αξίας βιβλίο «Ντόμπρα και Σταράτα»:
«Μας έφεραν στον Πειραιά, στον Αη Γιώργη, στο Κερατσίνι, εκεί που είχαν τους τρελούς. Μας έβαλαν σε κάτι αποθήκες που ήτανε γεμάτες σκουλήκια. Αλλα μαρτύρια. Ποτέ δεν ξεχνιούνται. Μας έκαναν καραντίνα και μας έβαλαν τα ρούχα στον κλίβανο. Οι ντόπιοι μας έκλεβαν τα ρούχα, ό,τι είχαμε, ακόμη και τα παπούτσια. Ποιος μπορεί να ξεχάσει; Πείνα, δυστυχία, περιφρόνια... Πώς να σου φύγουνε αυτά από το μυαλό;».
Για να τα βγάλει πέρα εργάζεται ως ψαράς, μαραγκός, σε συνεργείο αυτοκινήτων και σε οικοδομές. Σταματάει το σχολείο νωρίς. Προπολεμικά διαπρέπει και ως ποδοσφαιριστής, τερματοφύλακας στην ομάδα του Φαληρικού Συνδέσμου.
Ο Μανώλης Χιώτης έχει πει για τον Γιάννη Παπαϊωάννου:
«Ο Γιάννης Παπαϊωάννου είναι μια μεγάλη μορφή της λαϊκής μουσικής. Ενα βουνό. Αλλά και το καλύτερο παιδί που υπάρχει πάνω στη Γη».
Δεν είναι τυχαίο που ο κόσμος τον αγαπούσε τόσο πολύ και τον ακολουθούσε όπου εμφανιζόταν. Ο Παπαϊωάννου εκτός από κεφάλαιο για τη λαϊκή μας μουσική, εκτός από ντόμπρος, καλόκαρδος και γενναιόδωρος, ήταν και ένας δίκαιος άνθρωπος. Ολοι όσοι συνεργάστηκαν μαζί του τον θυμούνται να λύνει - πάντα με τον καλύτερο τρόπο - τα προβλήματα των φίλων και των συναδέλφων του, να κατευνάζει εντάσεις, να εξομαλύνει διαφορές, να αγαπάει και να κατανοεί τους ανθρώπους. Δεν ήταν λίγες οι φορές που έφευγε χωρίς μεροκάματο από τα μαγαζιά, γιατί κερνούσε όλο τον κόσμο. Κουβαρντάς, γλεντζές, τρυφερός, με μια τεράστια καρδιά.
Υπήρξε μεγάλη μορφή του ελληνικού πολιτισμού και ένας γνήσιος μάγκας.
Απεχθανόταν τα πολλά φρου - φρου στα τραγούδια, γιατί ήταν της λιτής «σχολής» του Μάρκου. Ελεγε:
«Ο κόσμος ήθελε λαϊκά τραγούδια, να τα καταλαβαίνει, να του μιλάνε στην καρδιά. Και στην καρδιά του λαού μιλάνε μόνο τα δικά μας τραγούδια. τα άλλα είναι να τ' ακούς το πρωί πριν πας να χέσεις! Χώρια βέβαια τα δημοτικά, που είναι διαμάντια, χρυσάφι λέμε».
Δεν ανεχόταν να αντιμετωπίζεται η μουσική παραγωγή μόνο ως εμπορικό προϊόν και από πολύ νωρίς, από τα χρόνια του '60, διαισθανόταν και προειδοποιούσε πως το λαϊκό τραγούδι όδευε προς την παρακμή, με τα νυχτερινά μαγαζιά να έχουν γίνει, από χώρους αυθεντικής διασκέδασης, χώροι επίδειξης των νεόπλουτων, με τα εξευτελιστικά συμβόλαια στους λαϊκούς δημιουργούς, που υποχρεώνονταν να συμμετέχουν σε ένα τσίρκο, με τους αχόρταγους επιχειρηματίες που κουμαντάριζαν τις φωνογραφήσεις, με τους ψωνισμένους ερμηνευτές και με «το ραδιόφωνο να κάνει φόνους» όπως έλεγε χαρακτηριστικά, συμπληρώνοντας: «Ξέρανε τι φαΐ τρώει ο κόσμος και τι του αρέσει, και βαλθήκανε να το μαγειρέψουνε μόνοι τους. Το φαΐ του κοσμάκη είναι το τραγούδι. Εμάς, να πούμε, τους καλλιτέχνες, μας θέλανε σερβιτόρους. Τέτοια δηλαδή που γίνονται και τώρα, τα ίδια. Μόνο οι μάγειροι αλλάζουνε, τα καζάνια και οι σερβιτόροι».
Οι επανεκδόσεις του Αυγούστου και του Σεπτέμβρη
«Γερμανία, έτος μηδέν» |
Η Νικόλ, κόρη ενός συλλέκτη έργων τέχνης και παραχαράκτη, μαθαίνει πως ένα ψεύτικο αγαλματίδιο του πατέρα της πρόκειται να εκτεθεί σε ένα μουσείο και άρα να υποβληθεί σε έλεγχο γνησιότητας. Για να αποφύγει το σκάνδαλο, αποφασίζει να το κλέψει και στρατολογεί έναν χαρισματικό διαρρήκτη.
Στην Τεχεράνη του 1958, ο διακεκριμένος βιολιστής Νασέρ-Αλί βιώνει κατάθλιψη, όταν η γυναίκα του σπάζει το σωτήριο βιολί του. Παραμένει κλινήρης στο κρεβάτι του, βιώνοντας τις τελευταίες οκτώ ημέρες της ζωής του, γυρίζοντας νοερά σε γλυκόπικρες αναμνήσεις της ζωής και του έρωτά του.
Η Νανά, μια νεαρή πωλήτρια σε δισκοπωλείο στο Παρίσι, παλεύει με την οικονομική ανέχεια και τη συναισθηματική αποξένωση. Αποφασισμένη να πάρει τη ζωή στα χέρια της, εγκαταλείπει τον σύντροφό της και τη δουλειά της, ελπίζοντας να ανακαλύψει μια νέα αρχή. Στην πορεία, παρασύρεται στον κόσμο της πορνείας - όχι τόσο από επιλογή, όσο από ανάγκη.
«Ραν» |
Ο Ρίκι, βγαίνοντας από το ψυχιατρείο όπου έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, αρχίζει να ψάχνει τον έναν και μοναδικό του έρωτα, την Μαρίνα, μια πορνοστάρ του κινηματογράφου, που είχαν περάσει κάποτε μια νύχτα μαζί, για να την κάνει γυναίκα του και μάνα των παιδιών του. Εκείνη, φυσικά, τον αποπαίρνει και τον διώχνει, ο απτόητος Ρίκι όμως, αποφασισμένος να πετύχει τον σκοπό του, καταφεύγει στην απαγωγή.
Οι προσπάθειες ενός ξοφλημένου και αλκοολικού δικηγόρου να οδηγήσει στη δικαιοσύνη τους ανθρώπους που ευθύνονται για την ιατρική κακομεταχείριση μιας γυναίκας, μετατρέπονται σε μια μοναχική και επίμονη σταυροφορία ηθικής και προσωπικής εξιλέωσης. Σε σενάριο του Ντέιβιντ Μάμετ.
Ενας μεσήλικας έχει αποφασίσει να αυτοκτονήσει και ψάχνει απεγνωσμένα έναν άνθρωπο για να τον βοηθήσει θάβοντάς τον κάτω από μια συγκεκριμένη κερασιά. Τελικά, βρίσκει έναν ταριχευτή που για δικούς του λόγους του λέει πως θα τον βοηθήσει.
Ο Ακίρα Κουροσάβα διασκεύασε το έργο του Σαίξπηρ «Βασιλιάς Λιρ» και το μετέφερε αριστουργηματικά στην οθόνη, με την ταινία του «Ραν». Ενας γερο - βασιλιάς αποσύρεται από το θρόνο του και παραχωρεί την εξουσία στους δύο μεγαλύτερους γιους του. Αδικεί, όμως, τον μικρότερο. Μεταξύ των αδελφών θα ξεσπάσει μια καταστροφική διαμάχη για την εξουσία.
Η ταινία ξεκινά με το παραμορφωμένο σώμα μιας νεαρής γυναίκας μέσα σε ένα χαντάκι. Ενας αόρατος δημοσιογράφος στρέφει την κάμερά του προς τους τελευταίους που την είδαν και αυτόν που τη βρήκε. Η δράση πάει πίσω στο παρελθόν, όπου την παρακολουθούμε να κάνει παρέα με άλλους άστεγους, με έναν εργάτη από την Τυνησία, έναν καθηγητή που μελετά τα δέντρα και μια κοπέλα που τη ζηλεύει για την ελεύθερη ζωή της. Κάποια στιγμή αποφάσισε να αφήσει την «κανονική» της ζωή για να περιπλανηθεί.
Η ταινία είναι χωρισμένη σε έξι αυτόνομα επεισόδια, που ακολουθούν την προέλαση των συμμάχων από τη Σικελία έως τη Βόρεια Ιταλία, στη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Το Paisa αποτελείται από έξι βινιέτες, δεμένες αποτελεσματικά με αληθινό ειδησεογραφικό υλικό.
Η ταινία βασίζεται σε πραγματική ιστορία: Ο Hossein Sabzian, ένας απλός άντρας προσποιείται πως είναι ο διάσημος σκηνοθέτης Mohsen Makhmalbaf και εξαπατά μια οικογένεια στην Τεχεράνη, πείθοντάς τους πως θα πρωταγωνιστήσουν στο επερχόμενο φιλμ του. Οταν αποκαλύπτεται το ψέμα, ο Sabzian συλλαμβάνεται και δικάζεται - ωστόσο το φιλμ παίρνει ένα μετα-κινηματογραφικό γύρισμα: Οι ίδιοι άνθρωποι αναπαριστούν τα γεγονότα της ζωής τους μπροστά στην κάμερά του ανάμεσα σε αλήθεια και ψευδαισθήσεις.
Επαρχιακή Δανία, 1925. Δύο οικογένειες αντιμάχονται εξαιτίας των διαφορετικών θρησκευτικών τους πιστεύω. Ομως ένας θάνατος και ένα θαύμα (η ανάσταση της νεκρής) θα τους κάνει να συνειδητοποιήσουν ότι ο αληθινός χριστιανισμός είναι αγάπη, λατρεία της ζωής και πίστη στον θείο λόγο.
Στη «Νύχτα Δολοφόνων» παρακολουθούμε την άφιξη δύο παράξενων γκάνγκστερ, σε έναν ξεχασμένο και απομονωμένο πύργο, όπου ζει «ευτυχισμένο» ένα αταίριαστο ζευγάρι. Η παρουσία των δύο παράνομων θα ελευθερώσει τον καταπιεσμένο εσωτερικό κόσμο του ζευγαριού, το οποίο, τελικά, θα κάνει πράγματα που ίσως να μην έκανε ποτέ, κάτω από άλλες συνθήκες. Πράγματα, ωστόσο, που βρίσκονταν κλεισμένα στο εσωτερικό τους.
Παρίσι, 1840, Λεωφόρος του Εγκλήματος. Μέσα στο πολύβουο πλήθος που συνωστίζεται γύρω από τα θεάματα, μια ελεύθερη γυναίκα, η Γκαράνς, γίνεται το αντικείμενο του πόθου ενός μίμου, του Μπαπτίστ. Εκείνος την ερωτεύεται παράφορα και με μια εξαιρετική παντομίμα την γλιτώνει από τη φυλακή. Ενας τέτοιος έρωτας όμως δεν είναι εφικτός. Η γοητευτική Γκαράνς προσελκύει πολλούς άντρες δίπλα της και ο ρομαντικός Μπαπτίστ δεν δέχεται τίποτα από το απόλυτο!
Στη Γερμανία του 1947 μια οικογένεια προσπαθεί να επιβιώσει στο κατεστραμμένο Βερολίνο. Ο πατέρας είναι άρρωστος κι ανίκανος να φέρει τροφή, ο μεγάλος γιος κρύβεται από την αστυνομία, επειδή ήταν ναζί, και η κόρη προσφέρει ελάχιστα περνώντας τον χρόνο της στα κλαμπ. Μόνο ο μικρός, δωδεκάχρονος, Εντμουντ, είναι που περιδιαβαίνει τους δρόμους, αναζητώντας κάποια εργασία για να σώσει την οικογένειά του από την πείνα.
Ενας διάσημος ζωγράφος, ο Φρένχοφερ, ζει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας με την σύζυγό του στην επαρχία. Οταν τον επισκέπτεται ο νεαρός καλλιτέχνης Νίκολας με την σύντροφό του, την όμορφη Μαριάν, ο Φρένχοφερ αποφασίζει να συνεχίσει έναν πίνακα που είχε εγκαταλείψει ημιτελή δέκα χρόνια πριν, με την ονομασία «Η Ωραία Καβγατζού». Για μοντέλο θέλει την Μαριάν. Ο ζωγράφος προσπαθεί να κάμψει την αντίσταση του γυμνού του μοντέλου και να ολοκληρώσει τον πίνακα, που θα είναι το αριστούργημά του. Η διαδικασία θα αποδειχτεί μια μάχη για την αλήθεια και το νόημα της ζωής, ενώ θα αναδυθεί το ερώτημα περί των ορίων της τέχνης.
Ντοκιμαντέρ για τη δημιουργία της ταινίας «Η Θυσία».
Η νεαρή σύζυγος ενός ηλικιωμένου ιερέα ερωτεύεται τον γιο του εν μέσω της φρίκης ενός ανελέητου κυνηγιού μαγισσών στη Δανία του 17ου αιώνα. Η ταινία γυρίστηκε κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής της Δανίας, και θεωρείται αλληγορική...
Ενας πλούσιος Βρετανός δικηγόρος και η σύζυγός του φτάνουν στη Νάπολη για να διεκπεραιώσουν κάποια κληρονομικά θέματα. Το ταξίδι αυτό μοιάζει να είναι η τελευταία ελπίδα αναβίωσης του γάμου τους, ενός γάμου ουσιαστικά νεκρού, που σ' αυτό το ταξίδι στον Ιταλικό Νότο παίζει το τελευταίο στοίχημα της «ανάστασής» του.