«Ξέχασε», όμως, ότι οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ με τις πολιτικές τους, όπως και οι αντίστοιχες ευρωενωσιακές λογικές και «ευρωμονόδρομοι», με τις κάθε λογής «απελευθερώσεις» και αντεργατικές διαρθρωτικές αλλαγές, έχουν δημιουργήσει τη σημερινή κατάσταση. «Ξέχασε» ακόμη ότι το ίδιο «κράτος, το φιλελεύθερο, το δυτικοευρωπαϊκό», που δεν μπορεί να εγγυηθεί την εργασία για όλους τους πολίτες, εγγυάται και με το παραπάνω την υψηλή και προκλητική κερδοφορία και συσσώρευση πλούτου από τις πολυεθνικές και τους κεφαλαιοκράτες.
Εστω κι έτσι, όμως, ο γγ του υπουργείου Απασχόλησης ομολόγησε αυτό που φωνάζει χρόνια τώρα το ΚΚΕ. Το παραμικρό δεν έχουν πλέον να περιμένουν οι εργαζόμενοι και ο λαός από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, την αντιλαϊκή πολιτική και το κράτος τους. Ο μαζικός και οριστικός απεγκλωβισμός τους και η οικοδόμηση της Λαϊκής Συμμαχίας, για τη λαϊκή εξουσία και οικονομία, είναι η μόνη διέξοδος.
Η κυβέρνηση της ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΝ, όπως ο ΣΕΒ και η ΓΣΕΕ, υποστηρίζουν ότι η πολιτική ενίσχυσης του επιχειρηματικού ανταγωνισμού, εκτός από την ανάπτυξη και την αύξηση των κερδών του κεφαλαίου, εξασφαλίζει περισσότερη απασχόληση. Το ΚΚΕ επιμένει ότι αυτή η πολιτική, όχι μόνο δε μειώνει την ανεργία, αλλά τη διογκώνει. Κι αυτό αποδεικνύεται στην πράξη. Ενα μόνο παράδειγμα για του λόγου το ασφαλές:
Πριν από λίγες μέρες, κεραμοποιία της Λάρισας προχώρησε στην απόλυση 12 εργαζομένων και δεν έκρυψε ότι το έκανε στο πλαίσιο του ανταγωνισμού της με άλλη κεραμοποιία της περιοχής, η οποία, χρησιμοποιώντας φτηνότερο υλικό καύσης, έχει περισσότερα κέρδη. Με άλλα λόγια, παραδέχτηκε ότι στο βωμό του επιχειρηματικού ανταγωνισμού θυσίασε τη δουλιά 12 εργατών, διογκώνοντας κι άλλο το τεράστιο πρόβλημα ανεργίας που βιώνει η Λάρισα.
Αλλά, αυτός ο ανταγωνισμός δε βλάπτει μόνο το δικαίωμα στη δουλιά, βλάπτει και τη δημόσια υγεία. Διότι, προκειμένου να τον προωθήσει, η κυβέρνηση έδωσε την άδεια να χρησιμοποιείται, ως υλικό καύσης, το ΠΕΤ - ΚΟΚ, το οποίο, είναι μεν φτηνό κι εξασφαλίζει περισσότερα κέρδη στον επιχειρηματία, αλλά είναι άκρως επικίνδυνο για την υγεία των εργαζομένων και των κατοίκων της περιοχής...
Οταν ακόμα και τα στοιχεία της EYROSTAT, τα οποία «μαγειρεύονται, κατά πώς θα «βολεύουν» την ΕΕ και την κυβέρνηση, «λένε» ότι, το 2005, το αγροτικό εισόδημα στη χώρα μας μειώθηκε κατά 3,6%, όλοι αντιλαμβάνονται πως το πρόβλημα που αντιμετωπίζει, πλέον, η μικρομεσαία αγροτιά είναι τεράστιο και συνεχώς επιδεινώνεται. Αλλωστε, δε χρειάζεται κάποιος να γνωρίζει τα στοιχεία των ποσοστών για να αντιληφθεί το πλάτος και το βάθος του προβλήματος. Μια βόλτα να κάνει στα χωριά θα καταλάβει ότι η συντριπτική πλειοψηφία του αγροτικού κόσμου βιώνει την ανέχεια και απειλείται με την πείνα.
Και, φυσικά, αυτή η κατάσταση δεν ήρθε τυχαία, ούτε είναι συγκυριακή. Είναι το αποτέλεσμα της αντιαγροτικής πολιτικής της ΕΕ, που εφαρμόζουν, εναλλάξ και με συνέπεια, οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, με διακηρυγμένο στόχο το μαζικό ξεκλήρισμα των μικρομεσαίων αγροτών και τη συγκέντρωση της γης σε λίγους μεγαλοαγρότες.
Το χειρότερο είναι ότι το «αύριο» των μικρονοικοκυραίων της υπαίθρου διαγράφεται πιο οδυνηρό από το «σήμερα», καθώς με την εφαρμογή της νέας ΚΑΠ από τη νέα χρονιά και σε συνδυασμό με τις νέες επιταγές του ΠΟΕ, τα αντιαγροτικά μέτρα θα γίνουν ακόμα πιο πολλά και πιο σκληρά και θα ενταθεί ο ρυθμός του ξεκληρίσματος.
Η προδιαγεγραμμένη «μοίρα» της μικρομεσαίας αγροτιάς δε θα αλλάξει, αν δεν ανατραπεί η αντιαγροτική πολιτική και δεν αλλάξουν οι πολιτικοί συσχετισμοί, ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την ανάδειξη της Λαϊκής Εξουσίας, που θα εφαρμόσει μιαν άλλη πολιτική υπέρ των συμφερόντων των φτωχών αγροτών και, γενικότερα, προς όφελος του λαού. Για να γίνει, όμως, αυτό, απαιτούνται νέοι, πιο μαζικοί και δυναμικοί αγροτικοί αγώνες, με σωστό διεκδικητικό περιεχόμενο και σαφή πολιτική προοπτική και σε συμπαράταξη με τους εργαζόμενους και τα άλλα λαϊκά στρώματα. Ιδού, λοιπόν, «πεδίον δόξης λαμπρόν», για τους ξωμάχους...
Κατά 47,1% αυξήθηκαν, σε ετήσια βάση οι ακάλυπτες επιταγές και μέσα στο 11μηνο Γενάρης - Νοέμβρης του 2005 έφτασαν στα 1,357 δισ. ευρώ, ενώ, στο ίδιο διάστημα, αυξήθηκαν και οι απλήρωτες συναλλαγματικές, που έφτασαν στα 167,4 εκατ. ευρώ. Αθροιστικά το ποσό των ακάλυπτων επιταγών και των απλήρωτων συναλλαγών ξεπερνάει το 1,5 δισ. ευρώ, γεγονός που μαρτυρά ότι η αγορά αντιμετωπίζει τεράστιο πρόβλημα ρευστότητας. Και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, όταν λόγω της οικονομικής ανέχειας και της συνεχώς επεκτεινόμενης φτώχειας, τα λαϊκά νοικοκυριά, όχι μόνο συγκρατούν, αλλά και μειώνουν τις καταναλωτικές τους δαπάνες; Ακόμα και στην περίοδο των γιορτών, που, κατά συνήθεια, αυξάνονται οι καταναλωτικές ανάγκες και διαθέσεις και οι έμποροι και οι καταστηματάρχες περιμένουν να εισπράξουν κάτι παραπάνω «για να βγάλουν το γέρο από τη φυλακή», παρατηρεί κανείς ένα άκρως συγκρατημένο «άνοιγμα» στον τζίρο, που δεν αρκεί για να καλύψει τη «χασούρα» της χρονιάς. Κι από κοντά, επεκτείνονται και οι πολυεθνικές «αλυσίδες», συγκεντρώνοντας όλο και μεγαλύτερο μερίδιο του λιανικού εμπορίου.
Και, βεβαίως, αυτή η κατάσταση θα συνεχιστεί και θα επιδεινωθεί, καθώς ο νέος προϋπολογισμός που κατέθεσε η κυβέρνηση θα επιβάλλει ακόμα μεγαλύτερη μείωση των λαϊκών εισοδημάτων κι επομένως μεγαλύτερο περιορισμό της λαϊκής κατανάλωσης.