Κυριακή 10 Αυγούστου 2014
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
ΒΙΛΙ ΜΠΡΕΝΤΕΛ
«Βιομηχανία Ν&Κ»

Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»

Πριν από λίγες μέρες κυκλοφόρησε από τη «Σύγχρονη Εποχή» ένα βιβλίο που αποτελεί ιδιαίτερο δείγμα της «προλεταριακής λογοτεχνίας», γραμμένο από τον Γερμανό κομμουνιστή και λογοτέχνη Βίλι Μπρέντελ. Είναι όχι μόνο ένα βιβλίο γραμμένο για τους εργάτες αλλά και ο ίδιος ο συγγραφέας του την εποχή εκείνη ήταν βιομηχανικός εργάτης, αποτελεί δε δείγμα όχι μόνο μιας ατομικής συγγραφικής προσπάθειας αλλά συνολικά της προσπάθειας διαμόρφωσης μορφωτικού ρεύματος στις γραμμές του ΚΚ Γερμανίας την περίοδο του μεσοπολέμου.

Διαβάζοντας κανείς σήμερα το βιβλίο θα διαπιστώσει ίσως αρκετές διαφορές, κυρίως όσον αφορά την τεχνολογική εξέλιξη. Κυρίως όμως θα βρει τεράστιες ομοιότητες συγκρίνοντας τις συνθήκες της δουλειάς, την προσπάθεια των καπιταλιστών να ελέγχουν τους εργάτες μέσω ενός δικτύου δικών τους ανθρώπων (κρυφών και φανερών) στο χώρο της παραγωγής. Το βιβλίο αναδεικνύει την πείρα της πεισματώδους δραστηριότητας των κομμουνιστών για την ταξική οργάνωση και πάλη στο χώρο δουλειάς. Ταυτόχρονα καταγράφει τη δραστηριότητα του κυβερνητικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού και τη δράση των διαφόρων πολιτικών δυνάμεων και ρευμάτων σκέψης, που προσπαθούν επίσης να επιδράσουν στους εργαζόμενους σε όφελος της αστικής πολιτικής. Με γλαφυρό τρόπο αναδεικνύει το βρώμικο ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας. Ο σημερινός αναγνώστης θα αναγνωρίσει στις γραμμές του βιβλίου πολλούς τύπους συμπεριφορών στο χώρο δουλειάς, πολλά ιδεολογήματα που και σήμερα αναπαράγονται καθώς και πολλές μεθόδους που το κεφάλαιο και το κράτος του χρησιμοποιούν στην πάλη τους ενάντια στην εργατική τάξη, όπως την εργοδοτική ανταπεργία, το «ξεχασμένο» λοκ-άουτ, που επιχειρείται και σήμερα να ενταχθεί στο σύγχρονο αντεργατικό οπλοστάσιο.

Από το εισαγωγικό σημείωμα της «Σύγχρονης Εποχής» αναδημοσιεύουμε στοιχεία για τη συγγραφή του βιβλίου καθώς και για τη διαδρομή του συγγραφέα του.

Ο Βίλι Μπρέντελ και η εποχή του

Ο Βίλι Μπρέντελ γεννήθηκε στις 2 Μάη 1901 στο Αμβούργο. Ο πατέρας του ήταν εργάτης καπνοβιομηχανίας. Αφότου αποφοίτησε από το σχολείο, εκπαιδεύτηκε από το 1916 μέχρι το 1918 ως τορναδόρος στα ναυπηγεία «Blohm & Voss» στο Αμβούργο. Τα έτη 1916 και 1917 ήταν μέλος της νεολαίας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας, από το 1917 μέχρι το 1920 του Συνδέσμου «Σπάρτακος» και στη συνέχεια μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας από την ίδρυσή του το 1919. Το 1923 έλαβε μέρος στην εξέγερση του Αμβούργου, συνελήφθη και καταδικάστηκε σε διετή φυλάκιση. Μετά την αμνήστευσή του το 1925 εργάστηκε ως ναυτικός, οδηγός ταξί, τορναδόρος, ενώ ταυτόχρονα αρθρογραφούσε για τις εφημερίδες «Arbeiterzeitung» (Εφημερίδα των Εργατών) της Βρέμης και «Ruhrecho» (Ηχώ του Ρουρ) του Εσεν. Το 1928 έγινε συντάκτης της «Hamburger Volkszeitung» (Λαϊκή Εφημερίδα του Αμβούργου) ενώ την ίδια περίοδο εργαζόταν ως τορναδόρος στην εταιρεία «Nagel & Kopp».

Το 1930 καταδικάστηκε από τη λεγόμενη Δημοκρατία της Βαϊμάρης σε δίχρονη φυλάκιση με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας της χώρας. Σε έναν επίλογό του στην επανέκδοση του βιβλίου του «Βιομηχανία Ν&Κ», το 1960, ο ίδιος περιγράφει ως εξής το διάστημα που πέρασε στις φυλακές της αστικής δημοκρατίας:

«Τον εγκλεισμό μου στη φυλακή τον χρησιμοποίησα διαφορετικά απ' ό,τι σίγουρα περίμεναν οι δικαστές μου - τα δύο χρόνια εγκλεισμού γίνανε τα δικά μου πανεπιστημιακά χρόνια. Μελετούσα σύμφωνα με ένα καταρτισμένο από μένα διδακτικό πρόγραμμα, που εκπλήρωνα ευσυνείδητα. Ταυτόχρονα αυτά τα δύο χρόνια φυλάκισης ήταν για μένα λογοτεχνικά διδακτικά χρόνια».

Καρπός της παραπάνω προσπάθειας ήταν και η καταγραφή κατά τον εγκλεισμό αυτό των εμπειριών του από την πάλη των κομμουνιστών στο εργοστάσιο «Nagel & Kopp». Η αρχική πρόθεση ήταν αυτές οι σημειώσεις να δημοσιευτούν σε συνέχειες στη «Λαϊκή Εφημερίδα» του Αμβούργου. Οπως ο ίδιος σημειώνει στον παραπάνω επίλογο, «μία έκδοση βιβλίου δεν είχα φανταστεί ούτε στο όνειρό μου, είχα σκεφτεί πολύ περισσότερο κάτι σαν αλληλογραφία εργατών. Με όλες τις ανεπάρκειες θεωρώ, όμως, αυτή την καταγραφή ένα πιστό στην αλήθεια ντοκουμέντο εκείνων των χρόνων του πολιτικού αγώνα».

Το Μάρτη του 1933, μετά την ανάδειξη από την αστική τάξη των Εθνικοσοσιαλιστών του Χίτλερ στην κυβέρνηση της Γερμανίας, τέθηκε υπό προληπτική κράτηση και μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Φουλσμπίτελ, όπου παρέμεινε μέχρι το 1934, οπότε και δραπέτευσε στην Τσεχοσλοβακία και αργότερα στη Μόσχα. Ο ίδιος περιγράφει ως εξής αυτή τη νέα περίοδο φυλάκισης:

«Αρχές του 1933 ήμουν άλλη μία φορά ένας κρατούμενος, αυτή τη φορά κρατούμενος σε στρατόπεδο συγκέντρωσης των φασιστών. Μία ασύγκριτη περίοδος βασανισμού ξεκίνησε: Δεκατρείς μήνες μπουντρούμι, έντεκα μήνες απομόνωση και εφτά εβδομάδες σε απόλυτο σκοτάδι, ακόμα δεκαεφτά φορές μαστίγωμα. Αλλά τις νύχτες στο ξυλοκρέβατο έγραφα ένα καινούριο βιβλίο. Στο μυαλό μου διότι πένα και χαρτί δεν είχα. Εγραφα το ένα επεισόδιο μετά το άλλο, το ένα κεφάλαιο μετά το άλλο, ένα ολόκληρο βιβλίο. Και όταν πραγματικά κατάφερα να ξεφύγω από το στρατόπεδο του Αμβούργου Φουλσμπίτελ και να δραπετεύσω από τη Γερμανία, κατέγραψα στην Πράγα τα συσσωρευμένα στο μυαλό μου. Στο βιβλίο αυτό έδωσα τον τίτλο Die Prufung (Η εξέταση)».

Από το 1936 μέχρι το 1939 εξέδιδε με τον Μπέρτολτ Μπρεχτ και τον Λίον Φόιχτβάνγκερ το λογοτεχνικό περιοδικό «Das Wort» (Η λέξη).

Από το 1937 μέχρι το 1938 έλαβε μέρος στον Ισπανικό Εμφύλιο ως πολιτικός επίτροπος του Τάγματος Τέλμαν της 11ης Διεθνούς Ταξιαρχίας. Το 1939 επέστρεψε στη Μόσχα, ενώ από την είσοδο της ΕΣΣΔ στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο το 1941 έλαβε μέρος σε αυτόν στο πλευρό της ΕΣΣΔ. Το χειμώνα του 1942/1943 βρίσκονταν μαζί με τον Βάλτερ Ούλμπριχτ και τον Εριχ Βάινερτ στο μέτωπο του Στάλινγκραντ, όπου αξιοποιήθηκαν για τη διενέργεια προπαγάνδας στους Γερμανούς στρατιώτες. Το 1943 ο Μπρέντελ ήταν ένας από τους ιδρυτές της Εθνικής Επιτροπής για μία Ελεύθερη Γερμανία (Nationalkomitee Freies Deutschland), της Ενωσης που δημιούργησαν οι Γερμανοί αιχμάλωτοι πολέμου (στρατιώτες και αξιωματικοί) μαζί με τους Γερμανούς πολιτικούς εξόριστους στην ΕΣΣΔ.

Το 1945, λίγες μέρες πριν από τη λήξη του πολέμου, επέστρεψε στη Γερμανία ως μέλος της λεγόμενης «Ομάδας Ούλμπριχτ» (και συγκεκριμένα της υποομάδας Sobottka), η οποία είχε ως αποστολή την προετοιμασία του εδάφους για την ανασυγκρότηση του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας μετά τον πόλεμο.

Τον Αύγουστο του 1945 ήταν από τους ιδρυτές του «Πολιτιστικού Συνδέσμου για τη Δημοκρατική Ανανέωση της Γερμανίας». Από το 1947 μέχρι το 1949 ήταν βουλευτής στο Κοινοβούλιο του κρατιδίου του Μεκλεμβούργου και από το 1948 μέχρι το 1950 στη Λαϊκή Βουλή (Volkskammer) της ΓΛΔ. Από το 1947 μέχρι το 1950 εργάστηκε ως αρχισυντάκτης του λογοτεχνικού περιοδικού «Heuteund Morgen» (Σήμερα και Αύριο) ενώ από το 1952 μέχρι το 1956 ως αρχισυντάκτης του επίσης λογοτεχνικού περιοδικού «Neue Deutsche Literatur» (Νέα Γερμανική Λογοτεχνία).

Το 1950 ήταν από τους ιδρυτές της Γερμανικής Ακαδημίας Τεχνών, η οποία στη συνέχεια μετονομάστηκε σε Ακαδημία Τεχνών της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας, ενώ από το 1962 μέχρι το 1964 διετέλεσε πρόεδρός της.

Από το 1954 μέχρι το 1964 ο Μπρέντελ ήταν μέλος της ΚΕ του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας (ΕΣΚΓ), από το 1957 μέλος της Επιτροπής Πολιτισμού.

Ο Μπρέντελ κατανοούσε πάντα τη λογοτεχνική του εργασία ως μέρος της ταξικής πάλης. Οπως άλλωστε ήδη σημειώσαμε, ξεκίνησε τη λογοτεχνική του πορεία ως εργατικός ανταποκριτής. Στο σημείο αυτό αξίζει να κάνουμε μία σύντομη αναφορά στο λεγόμενο κίνημα των εργατικών ανταποκριτών (Arbeiterkorrespondenzbewegung).

Το κίνημα αυτό αναπτύχθηκε στις γραμμές του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας τη δεκαετία του 1920 (ιδιαίτερα προς τα τέλη της δεκαετίας) και είχε ως στόχο την ανάδειξη βιομηχανικών εργατών του κόμματος ως αρθρογράφων του εργατικού Τύπου. Το ΚΚΓ παρότρυνε τους εργάτες να γράφουν άρθρα ως ειδικοί ανταποκριτές για την κατάσταση στις επιχειρήσεις τους, τα οποία δημοσιεύονταν στις τοπικές εκδόσεις της «Die Rote Fahne» 1(H Κόκκινη Σημαία) που ήταν το δημοσιογραφικό όργανο του κόμματος. Για κάποιους από τους πιο χαρισματικούς εργατικούς ανταποκριτές, η αρθρογραφία αυτή αποτέλεσε την απαρχή της σταδιοδρομίας τους ως συγγραφέων. Τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ο Χανς Μαρτσβίτσα (Hans Marchwitza) και φυσικά ο Βίλι Μπρέντελ.

Αυτή η παράδοση συνεχίστηκε και στη ΓΛΔ με τη δημιουργία του Κύκλου Συγγραφέων Εργατών (Zirkel Schreibender Arbeiter - ΚΣΕ), από τις δραστηριότητες του οποίου αναδείχθηκαν πολλοί γνωστοί Γερμανοί λογοτέχνες.

Ξεχωριστή σημασία έχει η λογοτεχνική αντιπαράθεση του Μπρέντελ με τον Γκέοργκ Λούκατς. Ο τελευταίος κατηγόρησε τον Μπρέντελ ότι χρησιμοποιούσε πολύ ξύλινους χαρακτήρες, όχι πραγματικές φιγούρες και ότι η γλώσσα του ήταν παρόμοια με τη γλώσσα των διαλέξεων, αντιθέτως ο Μπέρτολτ Μπρεχτ υπερασπίστηκε τον Μπρέντελ. Φυσικά, σκοπός αυτού του σημειώματος δεν είναι να εμβαθύνει σε αυτή την αντιπαράθεση, ωστόσο αξίζει να σημειωθεί ότι ιδιαίτερα στα πρώτα του μυθιστορήματα, «Βιομηχανία Ν&Κ» και «Οδός Rosenhof Rosenhofstrasse», στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του Μπρέντελ δεν βρίσκεται η περιγραφή συγκεκριμένων χαρακτήρων, αλλά τα αντιτιθέμενα συμφέροντα των διαφόρων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων. Γι' αυτό και οι ήρωες αυτών των μυθιστορημάτων δεν είναι συνήθως κάποια μεμονωμένα πρόσωπα αλλά συλλογικότητες, ένας εργοστασιακός κομμουνιστικός πυρήνας στη «Βιομηχανία Ν&Κ», ένας συνοικιακός κομμουνιστικός πυρήνας στο «Οδός Rosenhof».

Στον επίλογο της έκδοσης του 1964 ο συγγραφέας θυμάται την υποδοχή του βιβλίου του από την εκδοτική παραγωγή στην ΕΣΣΔ και το αναγνωστικό της κοινό.

«Οταν το 1932 προετοιμαζόταν η ρωσική έκδοση του βιβλίου (εκδόθηκε επίσης στην ουκρανική, δανέζικη, γερμανοεβραϊκή, ολλανδική και ιαπωνική γλώσσα όπως και την Εσπεράντο), προσκλήθηκα από τους Σοβιετικούς συγγραφείς. Μόλις αποφυλακίστηκα, πήγα στη Μόσχα. Σε συντροφικές, για μένα ιδιαίτερα διδακτικές συναντήσεις και συζητήσεις εξετάστηκε αυστηρά το πρώτο μου βιβλίο. Οταν άκουσα ότι η πρώτη έκδοση θα ανερχόταν σε 100.000 αντίτυπα, είπα ξαφνιασμένος: Μετά από αυτήν την κριτική; Μου απάντησαν: Σαν πρώτο βιβλίο είναι ένα σημαντικό κατόρθωμα, αλλά τα επόμενά σου βιβλία, αγαπητέ σύντροφε Βίλι, θα πρέπει να είναι σημαντικά καλύτερα».

Ο Βίλι Μπρέντελ πέθανε στις 27 Οκτώβρη 1964 στο Βερολίνο της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας.

Παραπομπή

1. Πέρα από την εφημερίδα ως όργανο του ΚΚΓ σε πανγερμανικό επίπεδο, οι τοπικές οργανώσεις του ΚΚΓ εξέδιδαν και τα δικά τους φύλλα. Για παράδειγμα, κυκλοφορούσαν οι «Munchner rote Fahne» (Η Κόκκινη Σημαία του Μονάχου), «Rote Fahne der Lausitz» (Η Κόκκινη Σημαία του Λάουζιτς), «Die rote Fahne Westfalens» (Η Κόκκινη Σημαία της Βεστφαλίας) και «Oberschlesische rote Fahne» (Η Κόκκινη Σημαία της Ανω Σιλεσίας).



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ