Γιατί άραγε οι άνδρες να θαυμάζουν μια γυναίκα επειδή φτιάχνει ωραία φαγητά και ιδίως μουσακά; Αν θέλετε να αποδείξετε πως είστε πολύπλευρος, πως είστε ικανός για ...όλα, τότε δε μένει παρά να ετοιμάσετε ένα μουσακά και να καλέσετε τη γυναίκα σας σε γεύμα...
Ενα και 1/4 του κιλού πατάτες, 3/4 του κιλού κιμάς, 3 κουταλιές βούτυρο, 3/4 του κιλού ντομάτες ώριμες ή μια κουταλιά πελτέ, 1 φλυτζάνι τυρί τριμμένο, μια κουταλιά ψιλοκομμένο μαϊντανό, ένα μέτριο κρεμμύδι ψιλοκομμένο, βούτυρο ή λάδι για τηγάνισμα, αλάτι, πιπέρι και μια φρυγανιά κοπανισμένη. Σηκώστε τα μανίκια σας, πλύντε καλά τα χέρια σας και αρχίστε: Καθαρίζετε τις πατάτες, τις πλένετε, τις κόβετε σε λεπτές φέτες και τις τηγανίζετε. Βάζετε τον κιμά με το βούτυρο και το κρεμμύδι να τσιγαριστεί και τον ανακατεύετε μέχρι να ξεσβωλιάσει. Οταν καβουρντιστεί, προσθέτετε τις ντομάτες, περασμένες από το τρυπητό, ή την πάστα λυωμένη σε ένα φλυτζάνι, νερό, αλάτι, πιπέρι και τον μαϊντανό. Το σκεπάζετε και το αφήνετε να σιγοβράσει και να πιει το ζουμί του. Το κατεβάζετε από τη φωτιά και προσθέτετε το 1/3 του τυριού και τρείς ή τέσσερις κουταλιές φρυγανιά. Ανακατεύετε καλά και παίρνετε τον κιμά και τον ισιώνετε για να έχει το ίδιο πάχος ομοιόμορφα. Πάνω του ρίχνετε τις πατάτες και πασπαλίζετε την επιφάνεια με τυρί και κατόπιν με φρυγανιά. Τη ραντίζετε με βούτυρο και ψήνετε το φαγητό σε μέτριο φούρνο επί 30-40 λεπτά ώσπου να πάρει ένα χρυσόξανθο χρώμα. Τα καταφέρατε; Μπράβο σας, εμείς παλεύουμε ακόμη...
Κρατάμε στα χέρια μας ένα εξαιρετικό βιβλίο. Χρήσιμο, εύληπτο, που μας λύνει πολλές απορίες. Πρόκειται για «Το Χρονικό των επιστημονικών ανακαλύψεων», του Ισαάκ Ασίμοφ, από τις «Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης» (Ηράκλειο 1997).
Ο τόμος αυτός, που αριθμεί τις 837 σελίδες, χωράει μέσα του ό,τι έγινε από το 4000 π.Χ. μέχρι σήμερα. Ανοίγουμε στην τύχη τη σελίδα 511 και διαβάζουμε:
«Από τότε που χαρτογράφηκαν τα παράλια της Νότιας Αμερικής, τρεισήμισι αιώνες περίπου πριν, πολλοί είχαν προσέξει ότι οι ακτές της Νότιας Αμερικής και της Αφρικής ταιριάζουν μεταξύ τους, όπως τα κομμάτια ενός παζλ. Το 1912, ο Γερμανός γεωλόγος Αλφρεντ Λόταρ Βέγκενερ (1880-1930) υποστήριξε ότι η Αφρική και η Νότια Αμερική σχημάτιζαν κάποτε μια ενιαία ξηρά, η οποία έχει χωριστεί στα δυο και τα δύο τμήματά της έχουν απομακρυνθεί από ένα φαινόμενο μετατόπισης των ηπείρων. Ο Βέγκενερ υποστήριξε γενικότερα ότι όλες οι ήπειροι αποτελούσαν κάποτε μια ενιαία χερσαία έκταση (την Παγγαία), που περιβαλλόταν από έναν ενιαίο ωκεανό (την Πανθάλασσα). Η γρανιτική μάζα της Παγγαίας είχε διαρραγεί σε τμήματα τα οποία διαχωρίστηκαν σταδιακά, "επιπλέοντας" πάνω στο βασάλτινο πυθμένα, με αποτέλεσμα, μετά από εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια, να προκύψει η σημερινή διάταξη των κερματισμένων ηπείρων.
Δυστυχώς η υπόθεση ότι ο γρανίτης θα μπορούσε να επιπλέει πάνω στο βασάλτη δε θεωρήθηκε πειστική και, έτσι, ελάχιστοι επιστήμονες πήραν σοβαρά υπόψη τους τις ιδέες του Βέγκενερ εκείνη την εποχή».
Αυτά τα συναρπαστικά διαβάζουμε, και έτσι μέσα σε λίγα μόνο λεπτά της ώρας, εντελώς άκοπα, μάθαμε τόσα πράγματα.
Επισήμως, το νησί ονομάζεται Παλιό Τρίκκερι. Η παράδοση θέλει τους κατοίκους του να το εγκαταλείπουν από το φόβο των πειρατικών επιδρομών. Και να μετακομίζουν στην απέναντι ακτή - για την ακρίβεια στην κορυφή του αρχαίου ακρωτηρίου Αιάντειον. Εκεί έστησαν το νέο χωριό, το Τρίκκερι. Αυτό το ιστορικό θαλασσοχώρι αριθμεί σήμερα περί τους 800 κατοίκους. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ναυτικοί, ψαράδες και κύρια σφουγγαράδες, που όλο το χρόνο ξεκινούν για να τρυγήσουν σφουγγάρια στα βάθη της θάλασσας.
Οι ντόπιοι για να συνεννοούνται, αποφεύγουν τα «Παλιό» και «Νέο». Περιγράφοντας την πραγματικότητα, ονομάζουν το Τρίκκερι, «χωριό» και το Παλιό Τρίκκερι, «νησί». Στο Τρίκκερι, που διοικητικά αποτελεί κοινότητα, ανήκει και ο οικισμός της Αγίας Κυριακής. Καθώς είναι το λιμάνι του χωριού, αντικρίζεις εκεί ένα στόλο από ψαροκάικα. Στο Τρίκκερι ανήκει και ο οικισμός Κότες, που αποτελούν το ανατολικό λιμάνι του.
Δεν υπάρχει ούτε ένα τετραγωνικό εκατοστό ασφάλτου. Μόνο στενοί χωματόδρομοι. Τα μοναδικά μηχανοκίνητα που κυκλοφορούν είναι ένα τρακτέρ και ένα μηχανάκι. Εχει απαγορευτεί από την κοινότητα και τους κατοίκους, η χρήση οποιουδήποτε άλλου μηχανοκίνητου στο νησί. Οι διαστάσεις του τόπου είναι τόσο μικρές και η ακουστική τόσο καλή, που η χρήση μηχανών, θα μετέτρεπε τη διαμονή σε ηχητική κόλαση. Με αυτές τις συνθήκες, όποιος θελήσει να κτίσει, θα φέρει τα οικοδομικά υλικά με το καράβι. Θα ξεφορτώσει στο μόλο και ακολούθως θα τα μεταφέρει με γαϊδούρια και μουλάρια.
Ο Αϊ - Γιάννης «βλέπει» στην απέναντι χερσόνησο του Τρίκκερι. Ακολουθώντας το χωματόδρομο προς τον Πύθο, η θέα αλλάζει και ο ορίζοντας προς τα ανατολικά και τα βόρεια σκουραίνει από τους όγκους του Πηλίου. Σκουραίνει μέχρι το βράδυ, οπότε τα φώτα από τα απέναντι χωριά τρεμοπαίζουν σαν σπίθες στο σκοτάδι.
Για να γεμίσεις τα μάτια σου με όλες τις εικόνες που δίνει ο τόπος, δεν απαιτείται μεγάλη κούραση. Η περίμετρος του νησιού δεν ξεπερνά τα οκτώ χιλιόμετρα. Τρεις ώρες πορείας είναι αρκετές για να κάνεις το γύρο του. Ετσι φτάνεις σχετικά εύκολα και γρήγορα στις βορειοδυτικές και δυτικές ακτές για να μετρήσεις το «βάθος» του Παγασητικού που απλώνεται μπροστά σου και να αγκαλιάσεις με το μάτι τα «Μικρά» (τρεις βραχονησίδες σε μικρή απόσταση από το νησί). Απέναντι από τις νοτιοδυτικές και νότιες ακτές, προβάλλει η Στερεά Ελλάδα.
Στην κορυφή του νησιού, «πνιγμένο» από τέτοια λιόδεντρα, βρίσκεται και το μοναστήρι της Παναγίας. Η πρωτοβουλία για την οικοδόμησή του δεν ανήκε στον κλήρο, αλλά στους νησιώτες. Οι Τρικκεριώτες ναυτικοί που γυρνούσαν στο νησί από ταξίδι και δεν είχαν οικογένεια ή σπίτι να τους περιμένει, έμεναν στα κελιά, μέχρι να ξαναμπαρκάρουν.
«Τις κολόνες του μοναστηριού, τις έβαψαν οι κοπέλες με κρόκο από αυγά. Εδώ έχει μεγάλη ιστορία...». Οπου κοπέλες, ο νησιώτης εννοεί τις πολιτικές κρατούμενες που στάλθηκαν για «τουρισμό» στο νησί. Εξορίστηκαν εκεί χιλιάδες αγωνιστές αρχικά και αγωνίστριες στη συνέχεια. Στο στρατόπεδο των πολιτικών εξόριστων γυναικών, το καλοκαίρι του 1949, οι κρατούμενες έφταναν τις 5.000. Το στρατόπεδο λειτούργησε στο νησί μέχρι το 1953, οπότε και μεταφέρθηκε στον Αϊ - Στράτη.
Η μετάβαση στο Παλιό Τρίκκερι γίνεται με τα ιπτάμενα δελφίνια που καλύπτουν τη γραμμή Βόλος - Βόρειες Σποράδες. Αναχωρούν σχεδόν καθημερινά από την πρωτεύουσα της Μαγνησίας και η απόσταση καλύπτεται σε περίπου 25 λεπτά. Στο νησί «πιάνει» και πλοίο, αλλά όχι τακτικά. Το ταξίδι είναι φυσικά οικονομικότερο από το δελφίνι, αλλά διαρκεί περίπου μιάμιση ώρα. Υπάρχει και η κουραστική, αλλά όμορφη διαδρομή, που διασχίζει - με αυτοκίνητο ή λεωφορείο - την Πηλιορείτικη χερσόνησο. Φτάνεις στο χωριό Τρίκκερι και από άσχημο χωματόδρομο καταλήγεις στην παραθαλάσσια τοποθεσία «Αλογόπυργος», απέναντι από το νησί (οι ντόπιοι «τρώνε» το «γ» και η λέξη γίνεται «Αλογόπυρος»). Στα λίγα ψαρόσπιτα που βρίσκονται εκεί, κανονίζεις το ναύλο με τον όποιο ψαρά και περνάς απέναντι με καΐκι ή λάντζα. Και έτσι, αξίζει τον κόπο.
Γράφει ο Θανάσης Μπαλοδήμας. Οι φωτογραφίες είναι του Μανώλη Πάκια.