Το τι μας περιμένει σήμερα το γνωρίζουμε: Μαγειρίτσα, κοκορέτσι, αρνί της σούβλας ή του φούρνου, σαλάτα μαρούλι ψιλοκομμένη με κρεμμυδάκια και άνηθο, κόκκινα αυγά και τυριά. Τούρτα σοκολάτας και φρούτα. Και όποιος αντέξει. Η χοληστερίνη θα φτάσει στα ύψη. Τι να γίνει; Τέτοιες ώρες τέτοια λόγια... Ομως από αύριο ή μάλλον από μεθαύριο, γιατί ό,τι περισσέψει δεν πρόκειται να το πετάξουμε - έτσι δεν είναι; - θα κάνουμε καλά να κάνουμε αποχή από το κρέας. Να κάνουμε, πρέπει, μια μικρή αποτοξίνωση με χυμούς, σαλάτες και φρούτα. Με την υγεία δεν πρέπει να παίζουμε, έτσι δεν είναι;
Πασχαλινή σαλάτα: Μαρούλια ασφαλώς θα έχουμε, αυγά είναι σίγουρο ότι υπάρχουν και τότε φτιάχνουμε μια σαλάτα από μαρούλια και αυγά. Καθαρίζουμε τα μαρούλια από το κοτσάνι και τα εξωτερικά φύλλα, τα πλένουμε καλά και τα ψιλοκόβουμε. Τα βάζουμε σε τρυπητό, τα πλένουμε κάτω από τη βρύση και τα αφήνουμε να στραγγίσουν καλά. Ετοιμάζουμε το κρεμμύδι και τον άνηθο, καθαρίζουμε τα αυγά και κόβουμε τα δυο σε μέτρια κομμάτια (καθένα 6 φετάκια) και το ένα σε στρογγυλές φέτες. Ανακατεύουμε σε μπολ γυάλινο το μαρούλι, τα αυγά, το κρεμμύδι και τον άνηθο, γαρνίρουμε με τις στρογγυλές φέτες των αυγών και περιλούομε με το λαδόξιδο και το αλάτι.
Αρκετά ήπιαμε και αρκετά φάγαμε όλες αυτές τις μέρες. Τώρα τέρμα τα αστεία, τέρμα και τα εις υγείαν για να έχουμε υγεία, φυσικά. Μας κράτησε συντροφιά όλο αυτό τόσο διάστημα, κάποιες φορές το διασκεδάσαμε αλλά τις περισσότερες φορές πονοκεφαλιάσαμε. Το αλκοόλ βλάπτει το νευρικό σύστημα, το ήπαρ, τον εγκέφαλο και εγώ δεν ξέρω τι άλλο. Γιατρός δεν είμαι αλλά από αυτά που βλέπω γύρω μου, φοβήθηκα. Καιρός είναι λοιπόν να σταματήσουμε να παίζουμε με αθώα παιχνίδια, που όμως σε μεγάλες ποσότητες μπορεί να μετατραπούν σε ένοχα και να προκαλέσουν μεγάλη ζημιά. Σήμερα αποχαιρετούμε το «εις υγεία» και η στήλη θα αντικατασταθεί με το «Εν συντομία», μια στήλη που ευχόμαστε να χωράει πολλά και διαφορετικά και ενδιαφέροντα θέματα. Να δούμε εάν τελικά θα τα καταφέρουμε.
Εάν σήμερα, ο συγγραφέας, αλλά και ο εκδοτικός οίκος προβαίνουν σε δεύτερη έκδοση, συμπληρωμένη με «ντοκουμέντα και κείμενα» καθώς «Και - με - το Φάλτσο Μαντολίνο Κορέλι», αυτό δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι το βιβλίο είχε τύχει εξαιρετικής υποδοχής από Ελληνες και ξένους, αλλά και από το γεγονός ότι σ' αυτό το διάστημα μεσολάβησε το γνωστό εμετικό μυθιστόρημα του «Ντε Μπερνιέ» και ακολούθησε η ομώνυμη ανιαρή κινηματογραφική ταινία. Στη β` εμπλουτισμένη, λοιπόν, επανέκδοση του βιβλίου του Βαγγέλη Σακκάτου μπορεί ο αναγνώστης να διαβάσει ένα συγκλονιστικό ντοκουμέντο για τον ηρωικό λοχαγό Αμος Παμπαλόνι, επίσης δυο συνεντεύξεις στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» του σημαντικού Ιταλού διανοούμενου Μαρτσέλο Βεντούρι, που ήταν και ο πρώτος συγγραφέας που ασχολήθηκε με το θέμα και έγραψε το εξαιρετικό βιβλίο «Λευκή σημαία στην Κεφαλονιά», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, αλλά και μια συνέντευξη του αυτόπτη μάρτυρα Παναγή Παπαδάτου από τα Κουρκουλάτα, που ως παιδί τότε παρακολούθησε επί τόπου την εκτέλεση των 75 παραδοθέντων Ιταλών στρατιωτών και ενός ανθυπολοχαγού στ' Αυλάκι του Ποντικού, καθώς και διάφορα άλλα ιστορικά ντοκουμέντα, όπως το συγκλονιστικό κείμενο, την αφήγηση του Ιταλού στρατιώτη Τομάζο Σμίλιο - που επίσης επέζησε από την εκτέλεση και η οποία δημοσιεύτηκε με τον τίτλο «Εκτελέστηκα πριν από 24 χρόνια στην Κεφαλονιά».
Ο πολυβραβευμένος και μεταφρασμένος, συγγραφέας Βαγγέλης Σακκάτος, δεν άφησε τίποτε να πάει χαμένο, έγραψε και συγκέντρωσε όλα τα στοιχεία που αφορούν την τραγωδία που πλημμύρισε τη γη και τα ειρηνικά και καθαρά νερά της Κεφαλονιάς με αθώο αίμα.
Μα, σχεδόν, όλοι οι άνθρωποι αναπολούμε τις γεύσεις και τις μυρωδιές που συνόδευσαν και σημάδεψαν την παιδική μας ηλικία. Τώρα γιατί τα λέμε όλα αυτά; Διότι κρατάμε στα χέρια μας έναν πρωτότυπο καλαίσθητο τόμο μαγειρικής. Τα «Ζακυθινά: φαγιά, ψωμιά και γλυκίσματα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Περίπλους».
Ο Διονύσης Βίτσος δεν είναι Προυστ φυσικά. Είναι μεν εκδότης και έχει ασχοληθεί επιτυχώς με τις μεταφράσεις, μα δεν είναι λογοτέχνης. Τουλάχιστον όχι... ακόμη. Φυσικά και αγαπά τη λογοτεχνία, αφού από αυτήν κερδίζει το «ευ ζην» του. Και αγαπά απ' ό,τι φαίνεται το καλό φαγητό. Είναι «γκουρμέ» που λένε οι Γάλλοι (δε σημαίνει «φαγάς», αλλά «γευσιγνώστης»). Μα, πάνω απ' όλα και πέρα από όλα ο Δ. Β. είναι ένας αθεράπευτος νοσταλγός της Ζακύνθου. Ενας ναυαγός στο κέντρο της Αθήνας που πάσχει από νοσταλγία.
Στον πρόλογό του, ανάμεσα σε πολλά χιουμοριστικά και καυστικά σχόλια, γράφει: «Οταν επιχειρείς μια αποτύπωση της γευστικής παράδοσης ενός τόπου, στην ουσία κάνεις ένα προσκλητήριο νεκρών - ή μάλλον ένα ουσιαστικό μνημόσυνο - όλων όσοι έχουν συνεισφέρει στη γευστικότητα των φαγητών που παραθέτεις, αλλά όλων όσοι έχουν ζήσει όλη τη ζωή τους σε καθημερινή ηδονιστική επαφή με αυτές τις συγκεκριμένες γεύσεις».
Και λίγο πιο κάτω, σημειώνει με αυτοσαρκαστική διάθεση, για να κρύψει ίσως, μια υπόγεια υποψία ρομαντισμού, τα εξής: «Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η καλύτερη μαγείρισσα είναι του καθενός η μητέρα του, κι αυτής η δική της που την έμαθε να μαγειρεύει κ.ο.κ.. Κάθε μια λοιπόν από όλες αυτές τις αναντικατάστατες Ζακυνθινές μαγείρισσες, που δημιουργούν πάνω από τα κατσαρολικά τους αιώνες τώρα, συνεισέφερε στη διαμόρφωση των συνταγών που ακολουθούν με τον τρόπο, το ταλέντο, τη φαντασία της, αλλά και τις ιστορικές συγκυρίες που καθορίζονταν από τα διαθέσιμα υλικά μέχρι τις οικονομικές δυνατότητες...».
Ετσι μαθαίνουμε ότι την Κυριακή του Πάσχα οι Ζακυνθινοί τρώνε μοσχάρι βραστό με ρύζι και πράσα, ενώ τη Δευτέρα του Πάσχα αρνί ψημένο πάνω σε κληματόβεργες στο φούρνο... Ε, του χρόνου, να είμαστε καλά, θα πάμε στο νησί και θα δοκιμάσουμε τα περίφημα ζακυνθινά φαγητά. Αλίμονό τους, αν δεν είναι νόστιμα... Μα την απάντηση τη γνωρίζουμε ήδη. «Τι ξέρετε εσείς οι Αθηναίοι από μαγειρική;».
«Ξυπνήσαμε μέσα σε ένα μεγάλο πανδαιμόνιο από καμπάνες. Τα παιδιά σκαρφαλωμένα στη στέγη του μοναστηριού, παραβγαίνουν ποιο θα τραβούσε τα περισσότερα σχοινιά. Ο θόρυβος μαγεύει τους καλοσυνάτους λαούς. Από χθες το βράδυ υφιστάμεθα τον ίδιο μυδραλιοβολισμό. Αδύνατο να επιχειρήσεις ένα βήμα στο δρόμο χωρίς να σκάσει ένα βαρελότο κάτω από τα πόδια σου. Το σύνθημα δόθηκε χθες το βράδυ από τον παπά, στη λειτουργία του μεσονυκτίου, στο προαύλιο του μοναστηριού που μοσχοβολούσε από θυμιατά και πορτοκαλανθούς. Μετά από τα τροπάρια, βγήκε στην αυλή ντυμένος με τα πιο πλούσια άμφιά του και με το μεγάλο ασημένιο Ευαγγέλιο στα χέρια του. Οι γυναίκες, περιδεείς, έμειναν στο εσωτερικό της εκκλησίας, ενώ ένα πλήθος αγοριών σε παροξυσμό έκαναν κλοιό γύρω από τον τρομοκρατημένο άγιο άνθρωπό μας. Περίμεναν, απ' αυτόν, ύστερα από μια τελευταία προσευχή, να φωνάξει "Χριστός Ανέστη!", τελετουργική φράση που ξεκινάει την κραιπάλη των βαρελότων μέχρι στα ράσα του. Η προσευχή κρατούσε πολύ. Ερεθισμένα, τα παιδιά, αδημονούσαν. "Θα το πεις, λοιπόν, το Χριστός Ανέστη; Θα το πεις; Φοβάσαι! Φοβάσαι!". Τελικά τις είπε τις άγιες λέξεις και κάλυψε το πρόσωπό του, αφού πρώτα σιγούρεψε το ασημένιο Ευαγγέλιο. Το ειρηνικό μοναστήρι μέσα στο παραλήρημα. Πήγαμε για δείπνο στης κυρίας Κ... για να γευτούμε τη μαγειρίτσα που σταματάει τη νηστεία, τα πολύχρωμα σφιχτά αυγά που τσουγκρίζεις με τον πλαϊνό σου, τα πασχαλινά φρούτα. Η Μάγια ήταν αυτού, ουρανοκατέβατη, φαινομενικά σε καλά κέφια και τη συνόδευε ένας νεαρός Ελληνας, ο οποίος μας πληροφόρησε ότι είχε υπάρξει αρραβωνιαστικός της. Οσο για την πρώην μνηστή, αυτή, με μαύρο πέτσινο μπουφάν και κολλητά παντελόνια, έμοιαζε πολύ με τους περίεργους νεαρούς του διφορούμενου φύλου, με τους οποίους ο Καρνέ διακοσμεί τις ταινίες του. Η Σ. με έπεισε πως η Μάγια υπήρξε αξιαγάπητη, φιλική μάλιστα, λυπημένη, κατά τα φαινόμενα, επειδή δεν της είχα τηλεφωνήσει την εβδομάδα που πέρασα στο Παρίσι. Είναι αλήθεια ότι θα έπρεπε να το είχα κάνει, αν μη τι άλλο για να τη δω κάτω από ένα διαφορετικό φως, με βιζόν παλτό, φόρεμα των μεγάλων σχεδιαστών και κοσμήματα. Θα την αναγνώριζα όμως; Ο Σαρντόν, λιγότερο άνετος, επειδή υπήρχε πολύς κόσμος και οι συζητήσεις διασταυρώνονταν σε δυο γλώσσες, την παρατηρούσε, σχολιάζοντας σχεδόν μεγαλόφωνα τις παρατηρήσεις του, καθώς όμως ήταν ανίκανος για κοσμικότητες με την πρώτη συνάντηση, προτίμησε τις κυρίες άνω των είκοσι πέντε ετών, που κακάριζαν περισσότερο. Στο μποξ, αυτό το ονομάζουν πρώτο γύρο παρατήρησης, τη μάχη την κρατούν για το δεύτερο γύρο.
Ετσι πέρασε εκείνο το μακρινό Πάσχα του 1960, στις Σπέτσες, ο ακαδημαϊκός και συγγραφέας, ο πολυγραφότατος και ο πολυβραβευμένος Μισέλ Ντεόν, που με το βιβλίο του «Το Μωβ ταξί» η φήμη του ξεπέρασε τα όρια της πατρίδας του. Και έρχεται φέτος να μας ξαφνιάσει με το εξαιρετικό, καινούριο του μυθιστόρημα «Μαντάμ Ροζ» (εκδόσεις Χατζηνικολή) για να μας ξεναγήσει όχι μόνο στο Παρίσι, αλλά σε όλον τον αιώνα που μας πέρασε. Χωρίς καμία επιφύλαξη, λοιπόν, προτείνουμε στον αναγνώστη αυτό το πνευματώδες, ευρηματικό, νοσταλγικό, αλλά ταυτόχρονα και πολύ νεανικό βιβλίο, με τους ευφυέστατους διαλόγους και τις θεατρικές ανατροπές, που μας κράτησε ευχάριστη συντροφιά τρεις ολόκληρες νύχτες!