Ο Τζακ Λέμον υποδύεται τον Hildy Jonson, κορυφαίο δημοσιογράφο της εφημερίδας «Chicago Examiner» στα τέλη της δεκαετίας του 1920. Ο Walter Matthau είναι ο Walter Burns, ο σκληροτράχηλος εκδότης της εφημερίδας. Την παραμονή της αναχώρησης του Hildy για τη Φιλαδέλφεια, όπου σκοπεύει να παντρευτεί την Peggy, μια νεαρή χήρα, πιανίστα σε κινηματογραφική αίθουσα και να κάνει καινούρια αρχή με μια βατή και στρωτή δουλειά στην επιχείρηση συγγενών της, ο εκδότης κάνει τα πάντα, χρησιμοποιεί κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο να τον κρατήσει στην εφημερίδα. Σε αυτό το σημείο η πλοκή περιστρέφεται γύρω από τον δολοφόνο Earl Williams, τον οποίο ο κίτρινος Τύπος παρουσιάζει σαν κόκκινη απειλή που παίρνει διαταγές από τη Μόσχα τη στιγμή που η πιο ριζοσπαστικά τολμηρή του πράξη ήταν να κρύβει μέσα σε μπισκότα μηνύματα για την απελευθέρωση των Σάκο και Βαντζέτι. Ο Williams έχει καταδικαστεί σε θάνατο για τη δολοφονία ενός έγχρωμου αστυνομικού λίγες μέρες πριν τις εκλογές στο Σικάγο της διαφθοράς. Ο θανατοποινίτης δραπετεύει όταν ο αδέξιος σερίφης του δίνει ένα όπλο γιατί ο ψυχίατρος επιμένει στην εκ νέου αναπαράσταση της δολοφονίας και ο δημοσιογράφος παγιδεύεται στο στοίχημα με τον εαυτό του να βγάλει πρώτος το λαβράκι.
Παίζουν: Τζακ Λέμον, Γουόλτερ Μάταου, Σούζαν Σάραντον, Βίνσεντ Γκαρντένια κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (1974).
Επιστρέφοντας με τρένο στο Παρίσι από διακοπές σε χειμερινό θέρετρο στην Ελβετία, η Οντρεϊ Χέπμπουρν ανακαλύπτει ότι ο πάμπλουτος, αλλά μυστηριώδης σύζυγός της δολοφονήθηκε και η ίδια έμεινε άφραγκη. Μαθαίνει ότι ο άνδρας της είχε κλέψει 250 χιλιάδες δολάρια. Τρεις κακοί, οι παλιοί φίλοι και συνεργάτες του εκλιπόντα συζύγου, και ένας πράκτορας του FBI από την αμερικανική πρεσβεία στο Παρίσι, μπαίνουν στο κυνήγι των κλεμμένων, που όμως κανείς δε γνωρίζει πού βρίσκονται. Μόνο ο Κάρι Γκραντ, ο γνώριμος από το ελβετικό θέρετρο, τείνει εξαρχής στιβαρή χείρα βοηθείας στην παντέρημη Χέπμπουρν.
Παίζουν: Οντρεϊ Χέπμπουρν, Κάρι Γκραντ, Γουόλτερ Μάταου, Τζέιμς Κόμπουρν, Τζορτζ Κένεντι, Νεντ Γκλας, κ.α.
Παραγωγή: ΗΠΑ (1963).
Το σενάριο απλοϊκό, εύπεπτο και δεδομένο. Το υλικό εναρμονίζεται μάλλον σε κωμωδία καταστάσεων, ενώ η ιστορία εμφανίζει σε σημεία χάσματα και κάποιες στιγμές μοιάζει «τραβηγμένη απ' τα μαλλιά». Τα παραπάνω συνιστούν εν γένει παραφωνίες της ταινίας σαν ενιαίο σύνολο, παρά ταύτα όμως το φιλμ κατορθώνει να παραμείνει ενδιαφέρον όχι τόσο λόγω της ερμηνείας των πρωταγωνιστών, όσο της γοητείας της πρωταγωνίστριας που αποτυπώνεται στο σελιλόιντ, καθιστώντας ευχάριστη τη θέαση. Διότι δυστυχώς ο Αραμ είναι απλά και μόνο συμπαθής, αλλά δισδιάστατος, καλός δηλαδή για φωτογραφία σε άλμπουμ, ελλιπής όμως για κινηματογραφική ταινία. Κι εκεί που λες ότι το φιλμ τελείωσε, να και ξαναρχίζει, περιγράφοντας πέντε χρόνια από τη ζωή του Αραμ, με λήψεις στα τέσσερα σημεία της οικουμένης, σε πόλεις μακρινές, μυθικές, από το Παρίσι ως την Κωνσταντινούπολη, από το Χονγκ Κονγκ ως τους νομάδες της ερήμου και χωριά της μαύρης Αφρικής. Ο Αραμ, τριαντάρης πια και επαγγελματίας, επιστρέφοντας στη Νέα Υόρκη, πέφτει τυχαία πάνω στην Σάντι και όλα δείχνουν να αναθερμαίνονται... Ενδιαφέρουσα έκπληξη ο Αρτ Γκάρφανκελ στο μικρό ρόλο του πατέρα του Αραμ!
Παίζουν: Κάθριν Ζέτα - Τζόουνς, Τζάστιν Μπάρθα, Κέλι Γκουλντ, Αντριου Τσέρι, Αρτ Γκάρφανκελ κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2009).
Για πρώτη φορά στους κινηματογράφους, με καινούργιες κόπιες 35mm, η New Star φέρνει στο κοινό την κορυφαία δημιουργία του Ζαν Βιγκό «Αταλάντη» (1934), μια από τις μαγευτικότερες ταινίες που σταθερά φιγουράρει στη λίστα των 10 καλύτερων επιτευγμάτων από καταβολής κινηματογράφου. Ταινία με καταλυτική επιρροή στον κινηματογράφο γενικότερα και στο γαλλικό ειδικότερα. Ο Ζαν Βιγκό εκτός του προαναφερθέντος φιλμ, έχει σκηνοθετήσει τα σημαντικότατα ντοκιμαντέρ μικρού μήκους «A propos de Nice» (1930), «Taris ou la natation» (1933) και «Zuro de conduite» (1933).
Επίσης, εχθές Τετάρτη βγήκε στις αίθουσες το τρίτο και προτελευταίο μέρος του πονήματος «TWILIGHT SAGA: ΕΚΛΕΙΨΗ» της κινηματογραφικής μεταφοράς, από το 2008, των βιβλίων της Στέφανι Μέγιερ, που αναφέρεται στο μυθικό κόσμο των βρικολάκων και λυκανθρώπων και εστιάζει σε δυο νεαρούς εκπροσώπους των αντίστοιχων ομάδων που σφάζονται στην ποδιά μιας εύμορφης θνητής. Κινηματογραφική σειρά που έχει προκαλέσει φρενίτιδα, όπερ συνεπάγεται εμπορικότατο σουξέ σε ολόκληρο τον πλανήτη. Ταινία που εντάσσεται στον κύκλο των ατελείωτων υποπροϊόντων με τα οποία το κινηματογραφικό πολυεθνικό κεφάλαιο ταΐζει εφήβους και μη, επιβάλλοντας με ολοκληρωτικού τύπου διαφημιστικές εκστρατείες στο νεαρό, παγκόσμιο, κοινό να τις αγκαλιάσει. Παράδειγμα οι ερωτήσεις δημοσκόπησης στο διαδίκτυο του τύπου «Ποιος είναι ο αγαπημένος σας ήρωας του Twilight Saga;» Ψηφίστε! Προστιθέμενο το πόνημα, σε όλα τα υπόλοιπα αισχρά των ημερών μας, ορθώς κάνει τους αδαείς να αναρωτιούνται «τι έχουν τα έρμα και ψοφούν»...
Ο σκηνοθέτης Ζαν Βιγκό γεννήθηκε στο Παρίσι το 1905. Μητέρα του ήταν η Εmily Clero και πατέρας του ο Eugene Bonaventure de Vigo, γόνος ξεπεσμένων ευγενών από την Ανδόρα. Οι γονείς του υπήρξαν στρατευμένοι αντιμιλιταριστές. Ο πατέρας του, που γνώρισε από μικρός την ανεργία και τη μιζέρια, δημοσιογράφος στην αναρχική εφημερίδα «Le Libertaire», πέθανε το 1917, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, σε κελί των φυλακών της Φρεν όπου κρατείτο για πολιτικούς λόγους. Από παιδί ο Ζαν προσβλήθηκε από φυματίωση, αρρώστια από την οποία τελικά πέθανε το 1934, αμέσως μετά την ολοκλήρωση της ταινίας του «Αταλάντη» σε ηλικία μόλις 29 ετών. Αξίζει να σημειωθεί ότι - στην εποχή της - η «Αταλάντη» κατακρεουργήθηκε για να γίνει πιο εμπορική. Της έδωσαν τον τίτλο «Le Chaland qui passe», ίδιο με αυτόν κάποιου δημοφιλούς τραγουδιού της εποχής, από το οποίο υποτίθεται ότι είχε εμπνευστεί η ταινία.
Η ταινία, σπουδή στον έρωτα, που φτιάχτηκε στον απόηχο του παγκόσμιου οικονομικού κραχ του 1929, μέσα σε οξυμένες κοινωνικο-ταξικές αντιθέσεις που προαναγγέλλουν την επικείμενη δημιουργία, αλλά και αποτυχία του Λαϊκού Μετώπου, έχει δομή που συντίθεται από επεισόδια με σκηνές ονειρικές και στοιχεία σουρεαλιστικά, στοιχεία λυρικά, κωμικά και δραματικά. Εχει σπουδαίες και μοναδικές ερμηνείες, εκπληκτικά πλάνα, μοναδικό μοντάζ και αριστουργηματική, αληθινή λαϊκή μουσική, γραμμένη από τον Maurice Jaubert. Για τη μουσική ο ποιητής Ζακ Πρεβέρ έγραψε ότι «συνόδευε ακούραστα και αδιάλλακτα τις εικόνες στην οθόνη κι εκείνες πάλι, μαγεμένες από την τόσο ωραία και τόσο πιστή μουσική, την συνόδευαν με τη σειρά τους». Η «Αταλάντη» του Ζαν Βιγκό δεν ωραιοποιεί ανθρώπους και καταστάσεις, δεν κρύβει την ασχήμια του κόσμου, αλλά καταγράφει τα πράγματα με ωμό ρεαλισμό και αποδίδει την πραγματική και αυθεντική τους διάσταση. «Σ' αυτό το φιλμ, δείχνοντας συγκεκριμένες βασικές πλευρές της πόλης, ένας ολόκληρος τρόπος ζωής οδηγείται στο εδώλιο. Οι τελευταίοι ρόγχοι μιας κοινωνίας τραγικά χαμένης στη φυγή της, που σε αρρωσταίνει και σε στρέφει προς την επαναστατική λύση». Μην τυχόν τη χάσετε!
Παίζουν: Μισέλ Σιμόν, Ντιτά Παρλό, Ζαν Νταστέ, Λουί Λεφέβρ, Ζιλ Μαργκαριτίς κ.ά.
Παραγωγή: Γαλλία (1934).