Κυριακή 15 Μάρτη 2009
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Του Ζήση Σκάρου

Ο Απόστολος Χρήστου Ζήσης, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Ζήση Σκάρου (1917 - 1997), υπήρξε σπουδαίος κομμουνιστής συγγραφέας και το πλουσιότατο έργο του συνειδητά στρατευμένο, συνειδητά ταξικό. Από τους τελευταίους της γενιάς εκείνης των διανοουμένων και λογοτεχνών που με τους αγώνες τους, με τη στάση ζωής και με το έργο τους «ποίησαν ήθος», ταυτίστηκαν με τα πάθη και τους πόθους του λαού, ενώθηκαν - έργω και λόγω - μ' αυτόν, διακινδυνεύοντας και παθαίνοντας τα πάντα για την ελευθερία, την ανεξαρτησία και προκοπή του λαού.

Το 1933 πρωτοστατεί σε μια μαθητική απεργία, με αποτέλεσμα την αποβολή του από όλα τα γυμνάσια της χώρας. Η πρώτη αγωνιστική εμπειρία τον οδηγεί το 1934 στην ΟΚΝΕ και στην πρώτη μαχητική συγγραφική δημιουργία: Δημοσιεύει στο αθηναϊκό περιοδικό «Νέος Λενινιστής» το διήγημά του «Το αέρι του θανάτου». Από τότε και μέχρι το τέλος της ζωής του, η προσφορά του στους αγώνες και στα Γράμματα υπήρξε τεράστια.

Τα πιο γνωστά του έργα είναι η τριλογία «Οι ρίζες του ποταμού», «Οι κλούβες», «Το φλογισμένο βουνό», οι συλλογές διηγημάτων «Η χαραυγή», και «Το κορίτσι με το σαντούρι», «Τα γεράκια της Πίνδου», «Ανοιχτοί ουρανοί», το θεατρικό «Ανάψτε τα φώτα», το μυθιστόρημα «Ο κόσμος των ελπίδων», «Το ταξίδι της φιλίας», «Ο σημερινός κόσμος», «Η συμμορία των αθώων», και η συλλογή παιδικών διηγημάτων «Για ένα λουλούδι». Εχει βραβευτεί στην Ελλάδα και το εξωτερικό και πολλά από τα έργα του έχουν μεταφραστεί και περιληφθεί σε ξένες ανθολογίες.

Νεράιδες στο Κρυόρεμα

Γρηγοριάδης Κώστας

Κείνη την άνοιξη βρισκόμουν ακόμα στο χωριό. Δούλευα στα χτήματα του θείου μου κι έτσι ήξερα από σπιθαμή-σπιθαμή τα ριζά και τα πλάγια του τόπου.

Μια μέρα, λοιπόν, ανεβαίνω στ' αμπέλια να κόψω ένα δέντρο. Μόλις έφτασα, έδεσα το ζώο στη ράχη κι αμέσως άρχισα τη δουλειά. Το δέντρο θραψερό-θραψερό πετούσε σε κάθε τσεκουριά τα πελεκούδια και τα τρίμματα, που έφταναν, πολλές φορές, ως το λαιμό μου και τρίβονταν στο κορμί με τη σκούτινη φανέλα μου. Γύρω ήταν ερημιά. Μόνο την αντικρινή πλαγιά παρδάλαιναν πέντ'-έξι μαντίλια και μερικά κόκκινα φουστάνια. Δεν ακούγονταν παρά ο αντίλαλος που έρχονταν κάτω απ' τη ρεματιά σε κάθε χτύπο και το άχτι που 'βγαινε απ' τα πλεμόνια μου:

-- Κχο, κχο, κχο...

Ο ήλιος ήθελε ακόμα κάπου δυο αξάλες να γείρει πίσω από μια κορφή των Αγράφων, ακριβώς απέναντι. Ηταν ν' αφήσω το τσεκούρι και να γυρίσω να στρίψω τσιγάρο, αρχίζοντας το κουβεντολόι μαζί του. Διάβηκε το Καλάμι, μια μικρή πηγή κάτω στο ρέμα και στέκονταν τώρα πάνω απ' το Κούτσουρο: Μια άλλη παραδεισένια πηγή που κυκλώνονταν από ψηλά δέντρα και φουντωτά χαμόκλαδα. Το Καλάμι έβγαζε το νερό μέσα απ' τις αγριάμπελες και το Κούτσουρο από μια χορταριασμένη κουφάλα. Σ' αυτό το μέρος πάντοτε ο ήλιος στέκεται ν ' ακούσει τα τραγούδια και να φιλήσει τις νεράιδες που τρέχουν και λούζουν στο κρουσταλλένιο νερό το κορμί τους...

Απ' το πρόσωπό μου κιόλας άρχισε να στάζει κόμπο-κόμπο ο ιδρώτας στ' αγανό κοκκινόχωμα. Χτυπούσα λαίμαργα και σαρκωμένα. Χαιρόμουν να βλέπω να χώνεται η λεπίδα στο θραψερό ξύλο και να σκάει το πελεκούδι πετώντας τριγύρω τα τρόχαλα. Πού να μπορέσεις να χτυπήσεις έτσι ξερό δεντρί... Χτυπάς και τινάζεται το τσεκούρι προς τα πάνω, αφήνοντας ένα μεταλλικό κρότο που σου τρυπά τα μηλίγγια. Σκάζει κιόλας καμιά φορά το λεπίδι. Ραγίζεται και τότε θέλει μπόλι ή και να το παραξύνεις στο γύφτο. Μα τώρα ήταν άνοιξη. Φούντωσαν, βλαστάριασαν και βράζαν από το χυμό τα δέντρα. Δάκρυζαν σε κάθε κοψιά και το δάκρυό τους έφτανε ως κάτω στη ρίζα. Γι' αυτό και τούτο το κλαρί ήταν όλο δροσιά. Ετσι πως είχε στεγνώσει το χείλι μου, μου ερχόταν να πέσω στα γόνατα και να το κολλήσω στην κόψη να βυζάξω το χυμό.

Αν κατέβαινα κάτω στο ρέμα να πιω νερό, θα έγερνε ο ήλιος και δε θα πρόφταινα να το κλαρίσω για να το κατεβάσω στο χωριό.

Εξάλλου στην ανηφόρα, σκέφτηκα, πάλι θα με κολλούσε η δίψα.

Ετσι ξακολουθούσα τη δουλειά μου, όταν άξαφνα ακώ πιο κάτω ραβδιές. Σηκώνω το κεφάλι μου και βλέπω ένα ζώο να βγαίνει μέσ' απ' τα κλαδιά φορτωμένο με ψεκαστήρα κι έναν τενεκέ πρασινισμένο απ' τη γυαλόπετρα. Ξοπίσω του ακολουθούσε μια κοπέλα με μια μαγκούρα στο χέρι που την κατέβαζε κάθε τόσο στα καπούλια του. Τα μαγουλά της ρόδιζαν κάτω από τ' άσπρο της μαντίλι και τα μάτια της άστραφταν σαν δυο σταλαματιές μούστο καθαρό στην αντηλιά.

Αφήνω, το λοιπόν, αμέσως το τσεκούρι και τρέχω, πηδώντας τα κλήματα, κοντά της.

-- Εχεις, Ρίνα, νερό; τη ρωτάω.

Δε μίλησε. Χαμήλωσε μόνο το κεφάλι της και το πρόσωπό της κοκκίνισε όλο. Της έπιασα το χέρι της, έκαιγε.

-- Μη μ' αργείς, με παρακαλάει φοβισμένη. Λένε πως στο Κρυόρεμα είναι νεράιδες κι εγώ θα νυχτώσω.

-- Μα, συ μια νεράιδα φοβάσαι τις άλλες νεράιδες; της αποκρίνομαι και σήκωσα το κεφάλι της πιάνοντας το απ' το σαγόνι για να με κοιτάξει.

-- Φοβάμαι, κάνει αλαφιασμένη και πλεύρισε κάτω από μια τούφα. Μαζί της έγειρα κι εγώ. Ημασταν οι δυο μας κι άλλος κανείς... Ο ήλιος μόνο μας έβλεπε λιγάκι που κρυφοκοίταζε ανάμεσα απ' τους μέλυγους και τις βαζοκρανιές...

Για μια στιγμή ακούμε απ' την αντικρινή πλαγιά ένα επίμονο σφύριγμα.

-- Πο, πο - λέει η κοπέλα - το γαϊδούρι θα πήγε στ' αμπέλια... και πετάχτηκε σαν το ορτύκι μέσα απ' τα χαμόκλαδα...

Οταν πια γύρισα πάλι στο δέντρο κι άδραξα το τσεκούρι στα χέρια, πιο βαθιά μου φαινόταν πως μπηγόταν το λεπίδι. Πιο μεγάλα πελεκούδια πετούσε...

-- Κχο, κχο, κχο...

Δίπλα μου τώρα φάνηκε ένας ίσκιος να πλησιάζει. Γίνονταν ψηλός-λιγνός κι όσο ψήλωνε, σκαρφάλωνε στην ανηφοριά και στα δέντρα. Εφτασε και στάθηκε μπρος μου ένας άνθρωπος ως εκεί πάνω, γενάτος, με μια μεγάλη τρύπα στο πάνω του χείλι, ακριβώς κάτω απ' τη μύτη του και μια πελώρια κλούτσα στα χέρια.

Στο κεφάλι του φορούσε στρατιωτικό καπέλο μ' ένα μεταλλικό Α μπροστά για κορόνα και τα μαλλιά του κατσαρά, ξέβγαιναν από γύρω ρούσα. Μιλούσε κι η βραχνή του φωνή νόμιζες πως έβγαινε από κείνη την τρύπα που ήταν στο χείλι τούτο σημαδιακό.

-- Πώς έτσι, Νάκο, παρέα;

-- Γιατί τάχα... λέει μ' ένα αλαφρό χαμόγελο στα παχιά του χείλια. Ενα ζωντόβολο ήρθα να βγάλω. Μπήκε σ' έν' αμπέλι κι έτρωγε βλαστάρια. Ηταν της Κατινιώς, της λυγερής, της παινεμένης.

-- Α, έτσι;

-- Ρίνα, Κατερίνα, μη φαρμακώνεσαι, την Κυριακή σε παίρνω και λευτερώνεσαι...

-- Πες το ντε! του φωνάζω και τον πιάνω απ' το χέρι.

Ο Νάκος άρχισε να τραγουδά βραχνά και να τεντώνει τις ποδάρες του, κουνώντας την κλούτσα του σαν να φοβέριζε κανέναν.

-- Αλήθεια, Νάκο, τον ρωτάω όταν σταματήσαμε. Εχει νεράιδες το ρέμα;

-- Ξέρω... Ετσι λένε... Αλλ' εγώ τόσα χρόνια που περπατάω εδώ νυχτοήμερα, δεν είδα τίποτα.

-- Κι όμως, Νάκο, κι εγώ είδα μια. Σε κοιτούν καλά στα μάτια και σε ζαλίζουν...

-- Πάψε ζαγάρι. Μ' έκοψε τότε ο αγροφύλακας σαν να μάντεψε τι ήθελα να του πω. Α, να σε ρωτήσω κι εγώ κάτι - ξακολούθησε αμέσως αλλάζοντας κουβέντα - γιατί την κόβεις τη βελανιδιά;

-- Για να μην ισκιώνει τα κλήματα.

-- Κλαρί κι αυτό!

-- Ναι, αλλά δε βαριέσαι... Κι άλλο θα βγει. Τόσα κλαριά έχει ο λόγγος!

Ναι δε λέω... δε λέω...

Ο ήλιος την ώρα αυτή δοκίμαζε να κατρακυλήσει πίσω από την κορυφογραμμή των Αγράφων.

-- Καλός καιρός... λέει ο Νάκος.

-- Ναι, καλός καιρός.

-- Θα τα ραντίσουν τ' αμπέλια.

-- Θα τα ραντίσουν.

...Στο Κρυόρεμα, άρχισαν ν' ακούγονται φωνές και τραγούδια κοριτσιών...



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ